Του Κατσούλη Παναγιώτη, Εκπαιδευτικού, Δημοτικού Συμβούλου
(Μικρή συμβολή στον πραγματοποιούμενο εθνικό διάλογο)
Δικαιολογημένα η «ματιά μας» αυτή τη χρονική περίοδο στέκεται στα φλέγοντα για όλους μας ζητήματα του προσφυγικού, του ασφαλιστικού, της υπερφορολόγησης, των αγροτικών κινητοποιήσεων και των υπό διαμόρφωση πολιτικών ανακατατάξεων. Η εκπαίδευση – αν και διεξάγεται ένας ακόμη εθνικός διάλογος με προμετωπίδα εκ νέου μεταρρυθμίσεις – παραμένει δευτερεύον θέμα παρ’ όλο που θα έπρεπε να έχει πρωτεύουσα σημασία, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης σαν και αυτής που βιώνουμε τα τελευταία 7 χρόνια.
Η κατάσταση όμως βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη και δικαίως αρκετοί χαρακτηρίζουν την κατάσταση ως οριακή. Ανάμεσα τους και ο νυν υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης, ο οποίος πρόσφατα δήλωσε πως «Μέσα σε αυτά τα προβλήματα υπολειτουργίας αν δεν ενεργήσουμε καίρια, θα έχουμε ουσιαστικά διάλυση του δημόσιου σχολείου».
Τα προβλήματα γνωστά, χρονίζοντα και αγκαλιάζουν ολάκερο το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.Υποχρηματοδότηση – από το 2010 και μετά, μόνο σε ΑΕΙ –ΤΕΙ, «κούρεμα» του 75% της δημόσιας χρηματοδότησης τους και απομείωση κατά περίπου 30% των διδασκόντων τους στο όνομα της δημοσιονομικής σταθερότητας και σε πλήρη αντιστοιχία με ότι συμβαίνει στον ευρωπαϊκό χώρο, συνέπεια της «Λευκής Βίβλου» – συρρίκνωση μαθητικού πληθυσμού και σχολείων, σοβαρές υλικοτεχνικές ελλείψεις, γερασμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, χαμηλές επιδόσεις σε βασικά μαθήματα (οι μαθητές των ελληνικών σχολείων καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στην επίδοση στα βασικά γνωστικά αντικείμενα (μαθηματικά, γλώσσα, φυσικές επιστήμες), διαρκής λιτότητα στους μισθούς των εκπαιδευτικών με ταυτόχρονη αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης τους (στα 67 προς το παρόν), διορισμοί με το σταγονόμετρο κ.α.
«Παράπλευρες κοινωνικές απώλειες» αυτής της κατάστασης, η μεγέθυνση της παιδικής φτώχειας, η αύξηση της μαθητικής διαρροής – για πρώτη φορά μετά τα τελευταία τριάντα χρόνια όπου είχε μειωθεί εντυπωσιακά (με δεδομένο ότι στη δεκαετία του ’80 ξεπερνούσε το 20%) – η διόγκωση της ανεργίας των νέων, σχεδόν στο 60% – η μετανάστευση δεκάδων χιλιάδων επιστημόνων χωρίς ελπίδα επιστροφής, το 40% των ανασφάλιστων «ευέλικτων» εργαζομένων και κυρίως η εντεινόμενη όξυνση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων, αφού η χώρα μας σημειώνει το μεγαλύτερο εύρος ανισοκατανομής πόρων ανάμεσα σε προνομιούχα (κοινωνικό – οικονομικά και πολιτιστικά) και μη προνομιούχα σχολεία στην Ε.Ε.
Οι δια γυμνού οφθαλμού παιδαγωγικές συνέπειες αυτής της κατάστασης, είναι ο συνδυασμός της«χαμένης παιδικότητας» στο πρωτοβάθμιο επίπεδο της εκπαίδευσης, λόγω της υπερφόρτωσης με ανούσιες και εξειδικευμένες γνώσεις, τεχνολογικές πληροφορίες και δραστηριότητες που εξαντλούν, απορροφούν και συμπιέζουν αφόρητα εκείνους που έχουν την οικονομική δυνατότητα, με την παράλληλη απόρριψη για τα παιδιά των οικογενειών των μη εχόντων και κατεχόντων. Συνεπακόλουθη συνέπεια στο δευτεροβάθμιο επίπεδο, η πτώση του μορφωτικού επιπέδου της πλειοψηφίας σχεδόν των μαθητών.
Πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ που πέρασε στα «ψιλά» των ΜΜΕ, με τίτλο «Η ταυτότητα της ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2002 έως το 2014», αναδεικνύει το όλο πρόβλημα και με στατιστικά στοιχεία.Συγκεκριμένα:
Που κατευθύνεται η όλη κατάσταση; ο Κ. Γαβρόγλου, Πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, υποστηρίζει πως: «Κομβικό στοιχείο για τους όποιους μελλοντικούς σχεδιασμούς αποτελεί η αποδοχή ότι διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, έχουν διαμορφωθεί νέες συνθήκες και νέες πραγματικότητες. Στα χρόνια αυτά έχουν αλλάξει ριζικά οι διαδικασίες παραγωγής και διάχυσης της γνώσης, η χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών θεσμών, οι δομές εξουσίας της πανεπιστημιακής κοινότητας, οι συνθήκες εργασίας των μελών της, οι σχέσεις πτυχίου και αγοράς εργασίας, έχουν έρθει στο προσκήνιο νέες τεχνολογίες, έχουν γιγαντωθεί τα ερευνητικά δίκτυα, οι δυνατότητες πρόσβασης στην πληροφορία και στη γνώση». Και προσθέτει πως, «επιπλέον, η παραδοσιακή απασχόληση (πλήρης και μόνιμη εργασία) είναι πλέον παρωχημένη».
Ουδείς θα διαφωνήσει πως «έχουν αλλάξει ριζικά οι διαδικασίες παραγωγής και διάχυσης της γνώσης παγκοσμίως», όμως εγείρονται σημαντικά ερωτήματα, όπως:
(Α) Προς ποια κατεύθυνση κινούνται αυτές οι αλλαγές; (Β) Αν αυτή η κατεύθυνση είναι αποδεκτή από την κυβέρνηση και τους σχεδιαστές των νέων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων; (Γ) Αν υφίστανται οι όποιες και ποιες δυνατότητες ελεύθερης επιλογής σε σχέση με τις δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου; και κυρίως (Δ) Που οδηγεί αυτή η κυρίαρχη κατεύθυνση – η οποία να τονίσω πως διατηρεί πολλά στοιχεία από την περιβόητη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ – για τους μαθητές, τους σπουδαστές και τους αυριανούς εργαζόμενους της πατρίδας μας;
Απαντήσεις δεν υπάρχουν έως τώρα, όπως δεν υπάρχει ουσιαστική συζήτηση και απάντηση σ’ ένα καθοριστικό, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα:
Ποιο είναι το αποδεκτό εννοιολογικό πλαίσιο της γνώσης και της πρόσβασης σε αυτήν και για όλους, μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας; Διότι στη βάση αυτής της απάντησης καλείται η παιδεία στη χώρα μας να συμμορφωθεί και να μεταρρυθμιστεί για μια ακόμη φορά, αυτή τη φορά δε με αριστερό πρόσημο.
Είναι το κυρίαρχο πλαίσιο που στο όνομα της λεγόμενης «επέλασης της τεχνικής προόδου», σκιαγραφεί μια έννοια της γνώσης συνώνυμης με την πληροφόρηση; Η οποία δύναται μάλιστα ναποσοτικοποιείται σε αναλογία με την πληροφόρηση, να μην έχει σταθερό περιεχόμενο και συχνάνα ταυτίζεται με την ίδια τη διαδικασία πρόσβασης-απόκτησης τεχνικών πληροφόρησης;
Γνώση που όταν μετουσιώνεται στο αντίστοιχο εκπαιδευτικό σύστημα, «στρέφει τα φώτα της» στο άτομο και όχι στην κοινωνία, στους φορείς και στους θεσμούς της; Το περίφημο «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» είναι εξαιρετικά γενικόλογο ως στόχος των μεταρρυθμίσεων και σε συνδυασμό με την κυριαρχία ενός δόγματος «φιλελεύθερου εξατομικευμένου πραγματισμού» αποτελεί την εστία τηςόξυνσης των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων, σε μια εποχή δε που θα έπρεπε να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για τη μείωση τους.
Η άποψη μου – παρ’ όλο που δεν τη ζήτησε κανείς ούτε από εμένα ούτε από εκατοντάδες μάχιμους εκπαιδευτικούς με θέσεις και ιδέες για τη δημόσια εκπαίδευση – είναι πως η κατάσταση δεν παίρνει άλλα φτιασιδώματα. Απαιτείται να σχεδιασθεί δημοκρατικά, με γενναία χρηματοδότηση και σε βάθος χρόνου, μια ριζοσπαστική – εναλλακτική αποδόμηση του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος Πάνω στα σαθρά θεμέλια ενός ερειπωμένου οικοδομήματος δεν χτίζεις ένα νέο σχολείο που να χαράζει προοπτική και να συγκινεί, δασκάλους, μαθητές και γονείς. (Τα δεδομένα όρια του παρόντος άρθρου δεν είναι πρόσφορα για την ανάλυση που έπεται άμεσα)
Εκτίμηση μου είναι όμως, πως στα πλαίσια του διεξαγόμενου εθνικού διαλόγου δεν πρόκειται να δοθούν ουσιαστικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, γι’ αυτό και θα καταλήξουμε σε εκ νέου«εκπαιδευτικά μπαλώματα με ημερομηνία λήξης», ενώ η όλη κατάσταση θα επιδεινώνεται.
Μακάρι να διαψευσθώ
Κατσούλης Παναγιώτης
Εκπαιδευτικός
Δημοτικός Σύμβουλος