Ανακούφιση στις επιχειρήσεις και «ενέσεις» στους μισθούς των εργαζομένων
Ανακούφιση στις επιχειρήσεις και «ενέσεις» στους μισθούς των εργαζομένων θα φέρει η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η οποία βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης για το επόμενο έτος. Ήδη, από τις αρχές του Ιουνίου θα υλοποιηθεί η πρώτη, ψηφισμένη μείωση κατά 0,9%, επιμερισμένη σε εργοδότες κι εργαζόμενους, ενώ φαίνεται ότι παρά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, το σχέδιο για ταχύτερη μείωση των εισφορών κατά 5% συνολικά, δεν «παγώνει». Τουναντίον.
«Πρέπει να σας πω ότι πρώτη προτεραιότητα αυτή τη στιγμή είναι η μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Η μείωση ουσιαστικά δηλαδή στην έμμεση φορολόγηση της εργασίας. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα σχέδιο το οποίο θα μπορούμε να το ανακοινώσουμε σύντομα, με το που θα περάσει το καλοκαίρι», αποκάλυψε ο Κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο κεντρικό δελτίο του Star και στη Μάρα Ζαχαρέα κι όλα δείχνουν ότι το εύρος αυτής της μείωσης των εισφορών θα ανακοινωθεί από το βήμα της ΔΕΘ, όταν και θα ξεδιπλωθεί μεταξύ άλλων ο σχεδιασμός για το νέο Ασφαλιστικό, με την ενίσχυση του 3ου πυλώνα και του κεφαλαιοποιητικού συστήματος για τις νέες επικουρικές συντάξεις.
Από τι θα εξαρτηθεί η μείωση των εισφορών
Το πόση θα είναι αυτή η μείωση των εισφορών κι αν θα επεκταθεί στις εισφορές των εργαζομένων (ο Πρωθυπουργός έκανε λόγο για εργοδοτικές εισφορές) θα εξαρτηθεί από τις δημοσιονομικές και ταμειακές προοπτικές της επόμενης χρονιάς. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι ο Κ. Μητσοτάκης συνέδεσε τις αποφάσεις με το χρηματοδοτικό «πακέτο» που θα λάβει η χώρα από την Ευρώπη, καθώς και με τους δημοσιονομικούς στόχους που θα τεθούν.
Αν και θεωρείται αυτονόητο ότι οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας θα παραμείνουν «παγωμένοι» όσο οι χώρες θα προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους, με δεδομένο ότι για την επόμενη χρονιά προβλέπεται επιστροφή σε πλεονάσματα, θα πρέπει να ληφθούν επισήμως οι σχετικές αποφάσεις σε επίπεδο Κομισιόν και Eurogroup, όχι μόνο για το 2021 αλλά και εφεξής, καθώς η μείωση των εισφορών και οι λοιπές φοροελαφρύνσεις δεν έχουν επίπτωση σε μόνο μια χρονιά.
Πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ η Ελλάδα σε επιβαρύνσεις εισφορών
Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα κινείται πάνω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ και της ΕΕ στις επιβαρύνσεις φόρων- εισφορών στην εργασία. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τουλάχιστον πριν ξεσπάσει η νέα κρίση, οι επιχειρήσεις είχαν μεταφέρει στο οικονομικό επιτελείο την προτίμηση τους στην ταχύτερη μείωση των εισφορών παρά στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς η μείωση των εισφορών αφορά σε όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις, ζημιογόνες και μη.
Το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης προέβλεπε ότι μετά τη φετινή μείωση κατά 0,9%, το 2021 θα γινόταν περαιτέρω μείωση κατά 1,09%, ωστόσο στην πορεία ο σχεδιασμός προέκρινε τη μείωση κατά τουλάχιστον 2 ποσοστιαίες μονάδες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα θετικό σοκ στην οικονομία.
Τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις επιβαρύνσεις στην εργασία το 2019 δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι υπάρχει περιθώριο μείωσης των εισφορών- και των φόρων- αν λάβει κανείς υπόψιν ότι η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στη χώρα μας είναι η 14η υψηλότερη μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ. Για ένα εργαζόμενο ζευγάρι, το σύνολο φόρων και εισφορών «τρώει» το 40,1% του μισθού τους, με τάση αυξητική μετά το 2015, κάτι που ασφαλώς λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη δημιουργία οικογένειας.
Είναι ενδεικτικό ότι σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μια από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,8% για εργαζόμενους και 37,8% για εργαζομένους με οικογένειες με δύο παιδιά.