γράφει ο Μανώλης Πέπονας, φοιτητής Ιστορίας (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
Πριν από ορισμένες δεκαετίες η ιστορία γραφόταν ως ύμνος. Ύμνος για γεγονότα, προσωπικότητες, φονικά. Τον ιστορικό ενδιέφεραν μόνο οι βασιλείς, οι στρατηγοί και γενικά όλοι εκείνοι που κάποτε βρέθηκαν σε θέση να εξουσιάζουν. Τα γεγονότα της ιστορίας ήταν πράξεις δικές τους ή πράξεις που προήλθαν από αυτούς. Και κάπου εκεί -πριν τη δεκαετία του 19701- ορισμένοι ένιωσαν μια ανάγκη: την ανάγκη να γράψουν για ανθρώπους καθημερινούς, από αυτούς που πεθαίνουν -λιγότερο ή περισσότερο- άγνωστοι, κυνηγώντας τα ιδανικά τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Αριστείδης Μόσχος.
Ο μικρός Αριστείδης μεγάλωσε σε ένα κλίμα που ευνοούσε τη μουσική δημιουργία. Αυτός και τα εννιά αδέρφια του γεννήθηκαν στην πόλη του Αγρινίου, όπου ο πατέρας τους, πρώην κτηματίας από το Πεντάλοφο είχε ανοίξει δύο μουσικά καφενεία με ανατολίτικα ακούσματα. Ο ίδιος ο πατέρας του, όπως και ο αδερφός του, ήταν άριστοι οργανοπαίκτης στο είδος του κλαρίνου και του βιολιού αντίστοιχα, ενώ στα μαγαζιά της οικογένειας είχαν εμφανιστεί σπουδαίοι μουσικοί.2 Από εκεί ξεκίνησε ο Αριστείδης Μόσχος να παίζει το περίφημο σαντούρι του, το οποίο έμαθε από τον Ρουμάνο Νέστορα Μπάτσι.3
Γεννημένος το 1930, ο Αγρινιώτης μουσικός γνώρισε μεγάλη επιτυχία μεταπολεμικά. 15 προσωπικοί δίσκοι, τρεις εκ των οποίων χρυσοί και δύο πλατινένιοι, μεγάλες συνεργασίες με ονόματα όπως (Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μακρόπουλος, κα)4, συμμετοχές σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Τιμές ενδεικτικές, ενός ανθρώπου που έφερε την Ανατολή σε μια χώρα που πάσχιζε να αποδείξει πως ανήκει αποκλειστικά στη Δύση. Ήχοι βγαλμένοι από έναν άνθρωπο που δήλωνε περήφανα πως «πέφτοντας από τη μάνα μου την ώρα που γεννήθηκα, άκουγα μουσική». Ιστορία μιας χώρας, γραμμένη δίχως μέτρα και παρτιτούρες.
Ο Αριστείδης Μόσχος απεβίωσε το 2001 και κηδεύτηκε με δημοσία δαπάνη. Το Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής που είχε ιδρύσει και πάσχιζε να κρατήσει ζωντανό, συνεχίζει αυτόνομο, “δεν επιδοτείται από κανέναν δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα” όπως παραδέχεται η πρώην Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας5. Η μουσική του ακόμη κρατά ζωντανή την ομορφιά μιας άλλης εποχής, η οποία γέννησε μια νέα πατρίδα ενώνοντας ξεριζωμένους Μικρασιάτες και ανοιχτόμυαλους γηγενείς.
1 Γκ. Ίγγερς: Η Ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ. 134-156
2 άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα “Νέα Εποχή”
3 εφ. Καθημερινή, 10-11-2001,ηλεκτρονική έκδοση
4 ό.π.
5 http://www.pde.org.gr/aitnia/Default.aspx?id=252
πηγή: http://agrinionews.gr