γράφει η συγγραφέας Αριάδνη Δάντε
Πρόσφατα, ταξίδεψα με τα παιδιά μου στη μαμά πατρίδα, στην αγαπημένη πόλη του Αγρινίου. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να μην είναι αγαπημένο το μέρος που γεννήθηκες, μεγάλωσες και μένουν μόνιμα οι γονείς σου! Τους τελευταίους μήνες, έχω πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια-αστραπή στη γενέτειρα. Το τελευταίο όμως, ήταν λίγο πιο ξεκούραστο, μιας και είχα την ευκαιρία να μείνω λίγο παραπάνω και να ξεναγήσω τους γιους μου στα πολιτιστικά στέκια της πόλης.
Τρίτη του Πάσχα λοιπόν, βρεθήκαμε να ανεβαίνουμε την οδό Παπαϊωάννου με κατεύθυνση προς την κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Φτάνοντας στον αύλειο χώρο των καπναποθηκών Παπαστράτου, παρατηρήσαμε την εικαστική παρέμβαση του γείτονα των παιδικών μου χρόνων, του κυρίου Θανάση Βαλαώρα.
-«Μαμά, τι είναι αυτά τα φωτάκια;», με ρώτησε ο 8χρονος γιος μου, βλέποντας τα δεκάδες καντηλάκια στο γρασίδι.
-«Αυτά τα καντηλάκια, είναι αφιερωμένα στη μνήμη των ηρώων της πόλης μας.», απάντησα. Και συνέχισα: «Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από 73 χρόνια, οι Γερμανοί κατακτητές αποφάσισαν να εκτελέσουν 120 συντοπίτες μας, για να τους εκδικηθούν, επειδή τους είχαν προκαλέσει μια μεγάλη ζημιά στις δυνάμεις τους. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, ίσως η πιο θλιμμένη Παρασκευή που έζησε ετούτος ο τόπος.».
Μείναμε αρκετή ώρα στο χώρο, παρατηρώντας τα μικρά μπαουλάκια με τα καλαπόδια και τα δεκάδες ξύλινα πασαλάκια. Κι αφού νιώσαμε τη φλόγα της αντίστασης από τα 120 καντηλάκια και τον ανατριχιαστικό συμβολισμό των καλαποδιών μπρος από τα κασελάκια, αποχωρήσαμε σιωπηλοί.
«Ζωή εν τάφω», Θ. Βαλαώρα
Βγαίνοντας από το χώρο, συνεχίσαμε την πορεία μας προς την κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Προορισμός μας ήταν το ιστορικό κτίριο της Δημοτικής Αγοράς, που πολλοί το γνωρίζουν ως την «παλιά Λαχαναγορά» της πόλης, μιας και για πολλά χρόνια στέγαζε πολλές δυνατές μυρωδιές φρούτων και οπωροκηπευτικών. Αυτό το κτίριο ήταν και ο τελικός προορισμός μας.
Αφού κάναμε την απαραίτητη στάση στο παγωτατζίδικο της κεντρικής πλατείας, για να ικανοποιήσουμε τους λάγνους ουρανίσκους μας, αλλά και για να αποφύγει η μάνα την πιθανή πρόωρη αναχώρηση από το ιστορικό κτίριο, λόγω της «υπόσχεσης παγωτού», ανεβήκαμε τον πεζόδρομο της οδού Παπαστράτου, για να καταλήξουμε στο επιβλητικό, πέτρινο κτίριο της πόλης.
Εκείνες τις ημέρες, το κτίριο φιλοξενούσε τρεις εκθέσεις:
1. την έκθεση ζωγραφικής του Νώντα Ρεντζή, την οποία είχα τη χαρά να επισκεφθώ σε προηγούμενο ταξίδι,
2. την έκθεση φωτογραφίας «Ανάδρομος» της Λένας Αρκουμάνη και
3. την έκθεση κοσμήματος με τα απίθανα γεωμετρικά σχέδια της Φαίης Παπανίκου.
Φτάνοντας στο χώρο, αντικρίσαμε την κυρία Λένα Αρκουμάνη, να υποδέχεται τους επισκέπτες της έκθεσής της. Θα βλέπαμε πρώτα την έκθεση φωτογραφίας και ύστερα την έκθεση ζωγραφικής.
-«Η κυρία Λένα είναι σπουδαία φωτογράφος του τόπου και εσείς είστε τυχεροί που την βλέπετε από κοντά. Να έχετε το νου σας στα έργα, να είστε ευγενικοί και κύριοι και να παρατηρήσετε τα πάντα μέσα στην αίθουσα.», είπα με αυστηρό ύφος στους δύο συνοδούς μου και χαιρετήσαμε τη φωτογράφο. Έλα όμως, που το χωνάκι παγωτού του ενός παραήταν μεγάλο, κι έτσι, ο μικρός κύριος έμεινε για λίγο έξω από την είσοδο της έκθεσης -πλάι στη φωτογράφο-, για να το απολαύσει μέχρι τέλους, ενώ η μαμά πήρε τον νεαρότερο υιό και άρχισαν να παρατηρούν τα έργα της δημιουργού.
-«Αναστάση, κοίταξε τα κάδρα και όταν βρεις κάποιο που να σου αρέσει πολύ, να μου πεις να σε φωτογραφήσω πλάι του.», σιγοψιθύρησα στον δευτερότοκο και συνεχίσαμε την περιήγηση στο χώρο της αίθουσας.
Δεν αργήσαμε να βρούμε το αγαπημένο κάδρο του Αναστάση. Ευτυχώς, που δεν άργησε να τελειώσει και ο μεγάλος το παγωτό του και μπήκε και αυτός στο παιχνίδι της παρατήρησης των έργων. Όση ώρα ήμασταν εκεί, ρουφήξαμε την κάθε εικόνα, αγαπήσαμε κι από ένα έργο και χαρίσαμε στους εαυτούς μας μια δεύτερη ματιά, ώστε να μην αδικήσουμε κάποια λεπτομέρεια. Ωστόσο, προβληματιστήκαμε και λίγο από τα έργα της δημιουργού, όμως σίγουρα μάθαμε καινούριες πληροφορίες.
Στο τέλος, ρώτησα τα παιδιά μου να μου πουν τις λέξεις που τους έρχονταν στο μυαλό από τα έργα του «Ανάδρομου», για να πάρω την εξής απάντηση: «διακοπές, επαγγέλματα, σεξουαλικές εικόνες, πόλεμος, πρόσωπα».
Κι αφού δώσαμε τα συγχαρητήριά μας στη δημιουργό για τον «απαλό φακό» και το βελούδινο άγγιγμά της στην καθημερινότητα, περάσαμε στην αίθουσα της Δημοτικής Γλυπτοθήκης ή αλλιώς την αίθουσα των έντονων πινέλων του Νώντα Ρεντζή.
Η περιήγηση στην αίθουσα ήταν μαγική. Παρατηρώντας τους πίνακες ζωγραφικής, ένιωσα, πώς είχα μόλις βγει από μια χρονοκάψουλα. Ναι! Ήμουν σίγουρη ότι είχα επιστρέψει στο παρελθόν. Σχεδόν μισόν αιώνα πίσω.
-«Αγόρια, για δείτε! Δείτε τον αγρότη που σπέρνει το στάρι. Κι όταν μεγαλώσει, οι γυναίκες παίρνουν την κοσά και κόβουν τα άχυρα. Κι ύστερα, παίρνουν το δικριάνι, για να χωρίσουν τους καρπούς από τα άχυρα. »
-«Μαμά, κι ο παππούς είναι αγρότης, αλλά δεν έχει στάρι!», σημείωσε ο Αναστάσης, για να συμπληρώσω:
-«Ο παππούς είναι αγρότης, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει δαμασκηνόδεντρα. Τα παλιά χρόνια όμως, είχε πολλά καπνά. Μα πάρα πολλά καπνά. Και τότε, δουλεύαμε όλοι στην οικογένεια. Να, όπως στη φωτογραφία αυτού του πίνακα», είπα και έδειξα στα παιδιά τον πίνακα με το αρμάθιασμα των καπνόφυλλων.
Όμως, ο παππούς δεν είχε μόνο καπνά. Είχε και ελιές. Κι αυτό το μάζεμα, τι ταλαιπωρία Θεέ μου, τι κούραση! Να απλώσεις τα πανιά κι άλλοι να σκαρφαλώνουν στις ρίζες για να τινάζουν τα κλαδιά, άλλοι να μαζεύουν τον καρπό από καταγής κι άλλοι να κουβαλούν τα σακιά ή τα τελάρα. Και δώσ' του ράβδισμα. Μέχρι να φτάσει η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος και να αρπάξουμε όλοι από ένα κομμάτι ψωμί και τυρί, λίγες ελιές κι ότι άλλο είχε φροντίσει η μάνα. Κι ύστερα, ξανά στη σκληρή δουλειά.
«Μας έβγαινε το λάδι, για να βγει το λάδι!», είπα στα παιδιά και συνεχίσαμε το ταξίδι μας στο χρόνο.
Καρεκλάδες, σαμαράδες, κανατάδες, πλανόδιοι πραματευτάδες, ακόμα και νοικοκυρές που έπλεναν τα ρούχα στη σκάφη, τότε που τα πλυντήρια θα θύμιζαν μηχανήματα του διαβόλου. Όλοι ήταν μαζί μας, μπρος στα μάτια μας και μας συντρόφευαν σε τούτο το ασύγκριτο ταξίδι...
Και κάπου ανάμεσα στη ρομαντική καθημερινότητα του παρελθόντος, να ξεπροβάλει κι ένας αρκουδιάρης, για να τον θαυμάσουν τα παιδιά την ώρα που χτυπάει το ντέφι στην αρκούδα, πλάι στον πίνακα του τσιγγάνικου γάμου.
Η ταξινόμηση της θεματολογίας των έργων, τα έντονα χρώματα του δημιουργού, η ποικιλία των επαγγελμάτων, η επιστροφή στην αθωότητα και η απώλεια της τεχνολογικής επανάστασης, συνέθεταν την λαμπρότητα του μεγαλοπρεπούς έργου του ζωγράφου! Ο Νώντας Ρεντζής κατάφερε να απεικονίσει ολόκληρη τη λαογραφία μας και να μας την χαρίσει πλουσιοπάροχα μέσα από το έργο του.
Βγαίνοντας από τη Γλυπτοθήκη, στράφηκα στους γιους μου και τους είπα:
-«Είστε πολύ τυχερά παιδιά που είδατε αυτή την έκθεση. Όταν πάτε στο σχολείο, να πείτε στους συμμαθητές σας, ότι αυτό το Πάσχα καταφέρατε να ταξιδέψετε πίσω στο χρόνο.».
Αποχωρήσαμε από την παλιά Λαχαναγορά πλημμυρισμένοι με εικόνες και συναισθήματα. Και μπορεί να μην προλάβαμε να δούμε την έκθεση κοσμήματος της Φαίης Παπανίκου, αλλά εκείνο το πρωινό της Τρίτης του Πάσχα, είχαμε ζήσει κάτι μοναδικό: το ταξίδι στο χρόνο, μέσα από τις αισθήσεις τριών υπέροχων ανθρώπων!