Με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνει ως αντισυνταγματικό το μέτρο της αναστολής ή της απενεργοποίησης του ΑΦΜ εξετάζοντας υπόθεση εταιρίας που είχε προσφύγει κατά της ΔΟΥ Χαλκίδας.
Όπως αναφέρει δεν έχει επαρκές νομικό υπόβαθρο και προσκρούει στις συνταγματικές εγγυήσεις της οικονομικής ελευθερίας.
Το πρόβλημα ξεκινά από το άρθρο 11 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, που δίνει στην ΑΑΔΕ τη δυνατότητα να αναστείλει ή να απενεργοποιήσει τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου όταν υπάρχουν «αντικειμενικά στοιχεία» για παραβιάσεις, φοροδιαφυγή ή απάτη.
Το ΣτΕ, ωστόσο, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση αυτή είναι «γενική και αόριστη», δεν προβλέπει σαφές πλαίσιο εφαρμογής ούτε ουσιαστικές εγγυήσεις για τον φορολογούμενο, και ως εκ τούτου αντιβαίνει στο άρθρο 43 του Συντάγματος, που καθορίζει τα όρια της κανονιστικής εξουσίας της Διοίκησης.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου χαρακτηρίζει τη δυνατότητα «παγώματος» ΑΦΜ ως βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του πολίτη ή της επιχείρησης, καθώς πρακτικά ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.
Ο φορολογούμενος μένει αποκλεισμένος από κάθε συναλλαγή με το Δημόσιο, τις τράπεζες και τους πελάτες του, κάτι που σημαίνει ότι χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστικός έλεγχος ή διαφανής διαδικασία υπεράσπισης απλά τον «τελειώνουν» επιχειρηματικά και τον καταστρέφουν για πάντα οικονομικά.
Το ΣτΕ ξεκάθαρα λέει ότι, για να είναι συνταγματικά ανεκτό το μέτρο, ο νόμος πρέπει να προβλέπει σαφείς όρους, προθεσμίες, στάδια και δικαιώματα ακρόασης του φορολογουμένου, καθώς και να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας – δηλαδή να εφαρμόζεται μόνο όταν δεν υπάρχει ηπιότερο μέσο για την αποτροπή φοροδιαφυγής.
Επειδή τίποτε από αυτά δεν προβλέπεται ρητά, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ «ισοδυναμεί με εν λευκώ ανάθεση ρυθμιστικής αρμοδιότητας» και ακύρωσε την απόφαση 1200/2015, με την οποία είχε ανασταλεί ο ΑΦΜ της εταιρίας που προσέφυγε.
Η απόφαση έχει ευρύτερες συνέπειες, καθώς αφορά όχι μόνο την επίδικη υπόθεση, αλλά και δεκάδες άλλες περιπτώσεις όπου η ΑΑΔΕ είχε προχωρήσει σε αναστολή ΑΦΜ για ενδοκοινοτικές απάτες στον ΦΠΑ.
Το 2024, οι Υπηρεσίες Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) ολοκλήρωσαν 156 στοχευμένες έρευνες ΦΠΑ, με παραβατικότητα που άγγιξε το 80,8%.
Σε όλους αυτές τις περιπτώσεις ακολούθησε η διαδικασία απενεργοποίησης των ΑΦΜ τους βάσει της – πλέον άκυρης – απόφασης 1200/2015.
Αντίστοιχα, από την αρχή του 2025 ως σήμερα έχουν ενεργοποιηθεί 34 νέες περιπτώσεις αναστολής ΑΦΜ, που τώρα θεωρούνται νομικά «αμφίβολες».
Πλέον η ΑΑΔΕ θα χρειαστεί να επανεξετάσει τα μέτρα αυτά ένα προς ένα, ώστε να αποφευχθούν κύματα προσφυγών και αιτήσεις αποζημίωσης από επιχειρήσεις που αποκλείστηκαν από την αγορά.
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καλείται να νομοθετήσει εκ νέου, αυτή τη φορά με πιο συγκεκριμένο και συνταγματικά ασφαλές πλαίσιο.
Το νέο σύστημα θα πρέπει να προβλέπει ρητά τη διαδικασία ελέγχου, τις εγγυήσεις ακρόασης, τα δικαιώματα προσφυγής και την επανενεργοποίηση του ΑΦΜ σε περίπτωση αθώωσης ή άρσης υποψίας.
Η απόφαση του ΣτΕ θεωρείται είναι προειδοποίηση για τις διοικητικές αρχές οι οποίες επί της ουσίας κάνουν ότι θέλουν στηριζόμενες σε ασαφή νομικά πλαίσια, που όπως φαίνεται υπάρχει λόγος για να είναι έτσι.
Την ίδια ώρα, η ΑΑΔΕ βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς είναι δεδομένο ότι τώρα θα υπάρξουν πολλές προσφυγές εναντίον της και αιτήσεις αποζημίωσης.
Αποζημιώσεις που θα πρέπει να πληρώσει το Δημόσιο, δηλαδή όλοι οι Έλληνες.
Αυτά συμβαίνουν όταν παραβιάζεται μία από τις βασικότερες αρχές του Συντάγματος που είναι η αρχή της καλής νομοθέτησης.
Στην χώρα αυτή επίτηδες οι νόμοι είναι ασαφείς και εκτός πραγματικότητας για να εφαρμόζονται «όποτε συμφέρει» (και κυρίως πάνω σε όσους δεν είναι αρεστοί).




















