Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση που κάνει η Μαρία Xρ. Οικονόμου-Μπουρνάζου, Πολιτικός Μηχανικός MSc «Τεχνολογίες Διαχείρισης Υδάτων, Ήπιων Μορφών Ενέργειας & Περιβαλλοντικής Μηχανικής» αναφορικά με το έργο αντλησιοταμίευσης στην λίμνη Τριχωνίδα, για το οποίο και καταγράφονται έντονες αντιδράσεις.
Το άρθρο της:
Κατατέθηκε η υπ’ αρίθμ. ΠΕΤ2409004518 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), η οποία αφορά στην κατασκευή ιδιωτικού έργου αντλησιοταμίευσης στην περιοχή του Δ. Θέρμου. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, το έργο θα χρησιμοποιεί ως Κάτω Ταμιευτήρα την λίμνη Τριχωνίδα, αντλώντας από αυτή (Va) 5.000.000 κ.μ. νερού. Ο όγκος αυτός θα μεταφέρεται στον τεχνητό Άνω Ταμιευτήρα -πλησίον του Θέρμου- στον οποίο θα αποθηκεύεται και κατά τις ώρες αυξημένης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, που το υπάρχον δίκτυο δε θα μπορεί να καλύψει την ανάγκη, θα κατέρχεται από τους ίδιους αγωγούς. Μέσω των ίδιων αντλιών, οι οποίες πλέον θα λειτουργούν ως στροβιλομηχανές, θα παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα. Από την τεχνική περιγραφή του έργου η ισχύς που θα παράγεται θα είναι του μεγέθους των 685ΜW και θα καταναλώνονται 718MW κατά την άντληση του νερού από τον Κάτω στον Άνω Ταμιευτήρα.
Η ΜΠΕ αφορά στη λεκάνη της λίμνης Τριχωνίδας, και περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια χλωρίδα και πανίδα που σχετίζεται με την Τριχωνίδα, παραλείπει όμως κάθε αναφορά στη λίμνη Λυσιμαχία καθώς και στον Δίμηκο Ποταμό. Η ΜΠΕ θα έπρεπε να αφορά στη λίμνη του Απόκουρου και όχι την Τριχωνίδα. Αρκετά χρόνια πριν οι δύο λίμνες, καλύπτοντας πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή, αποτελούσαν ένα ενιαίο υδροσύστημα. Σήμερα, οι δύο λίμνες ενώνονται μεταξύ τους με ένα τεχνητό τσιμεντένιο κανάλι, συνολικού μήκους 3,5 χλμ. και παροχετευτικότητας 50 m3/sec , το οποίο με ένα θυρόφραγμα, επιτρέπει την ελεγχόμενη διέλευση νερού από την Τριχωνίδα στη Λυσιμαχία. Η αλληλοεξάρτηση μεταξύ των δύο υδροσυστημάτων είναι δεδομένη.
Η κύρια πηγή υδροληψίας της Λυσιμαχίας είναι η λίμνη Τριχωνίδα. Οι πηγές υδροληψίας της Τριχωνίδας αν και σε αυτή εκβάλουν 5 σημαντικά εποχικά υδρορέμματα (Περιβολάρης, Ξεριάς, Μέγα ρέμα, Κρινόρεμα, Μπότσαρης) , δεν αποτελούν τη βασική πηγή τροφοδοσίας ενός τέτοιου υδάτινου αποδέκτη. Ωστόσο μετρήσεις εισροών και καταγραφές παροχών των συγκεκριμένων υδατορεμάτων για μεγάλη χρονική περίοδο, δεν υπάρχουν.
Σημαντικό ρόλο στην τροφοδοσία αποτελούν οι καρστικές πηγές, όπως και οι υπόγειες τροφοδοσίες που παρατηρούνται στο ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της συγκεκριμένης υδρολογικής λεκάνης, η οποία φαίνεται πως από κάποιο άλλο υδροσύστημα συνεπικουρείται, εξ ου και η ονοματοδοσία του υδροσυστήματος σε λίμνη Απόκουρου . Αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη αδιαπέρατου φλύσχη στο νότιο τμήμα της λεκάνης της λίμνης Τριχωνίδας, που εμποδίζει την υπόγεια μετακίνηση νερού προς τη γειτονική θαλάσσια περιοχή. Όλα τα παραπάνω, καθιστούν το συγκεκριμένο υδροσύστημα πολύπλοκο ως προς την υδρολογική του μελέτη. Επομένως, η άντληση των 5 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων θα γίνει, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, σε ένα υδροσύστημα το οποίο έχει περιβαλλοντικά μελετηθεί μερικώς και υδρολογικά σχεδόν καθόλου.
Εξετάζοντας πιο τεχνικά θέματα υποθέτουμε πως η διαδικασία της άντλησης, για να υπάρχει η ομαλή και «ανεπαίσθητη» μεταβολή της στάθμης θα διαρκεί t=6 ώρες, δηλαδή 21.600 δευτερόλεπτα, τότε μια θεωρητική τιμή παροχής σχεδιασμού είναι Q = Va / t = 5000000/21600 = 231,48 κμ/δευτερόλεπτο.
Bέβαια γνωρίζοντας την τελική ισχύ άντλησης στα 718MW και την υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο ταμιευτήρων μπορεί να γίνει ένας ακριβέστερος υπολογισμός της παροχής ως εξής:
Η υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο ταμιευτήρων θα είναι της τάξης των 532μ. (στάθμη του Άνω Ταμιευτήρα) – 16μ. (στάθμη του Κάτω Ταμιευτήρα) = 516μ. Αν υπολογίσουμε πως η άντληση δεν θα γίνεται στη στάθμη των 532μ (στην παρούσα μελέτη δεν αναφέρεται σε ποιο ύψος θα γίνεται η υδροληψία του άνω ταμιευτήρα), παράλληλα αν προσθέσουμε γραμμικές και τοπικές υδραυλικές απώλειες καθώς, και απώλειες λόγω φαινομένων σπηλαίωσης, τότε το μανομετρικό ύψος (εκμεταλεύσιμη υψομετρική διαφορά) υπολογίζεται (θεωρητικά) στα H=550 μ.
Άρα, η σχέση υπολογισμού ισχύος, μπορεί να μας δώσει μια θεωρητική τιμή αντλούμενης παροχής νερού :
P=(g*Q*H)/n ó Q=P*n /g*H =(718*1000)/(9,81*550)=718000/5395,5=133 κμ/δ
Ακόμη και αν ληφθεί υπ’ όψη το ευμενέστερο για την πραγματοποίηση του έργου σενάριο, αυτό της άντλησης της παροχής των 133κμ/δευτερόλεπτο, μπορεί να γίνει κατανοητό το μέγεθος του έργου, συγκρίνοντας την αντλούμενη παροχή νερού από την Τριχωνίδα, 133κμ/δευτερόλεπτο, με την παροχή που υδροδοτεί η τεχνητή σήραγγα του Ευήνου τον Μόρνο και ανέρχεται στα 27κμ/δευτερόλεπτο.
Αξίζει να σημειωθεί, πως το μεγαλύτερο έργο αντλησιοταμίευσης στην Ελλάδα, κατασκευάζεται στον Βάλτο Αμφιλοχίας, σε μη κατοικημένη περιοχή, με κάτω ταμιευτήρα την τεχνητή λίμνη του Καστρακίου, η στάθμη της οποίας καταγράφεται συνεχώς από τη δεκαετία του 1960 που κατασκευάστηκε το φράγμα και η άντληση γίνεται πάνω στο ρου του μεγαλύτερου σε παροχή ποταμού στη χώρα, του Αχελώου. Το έργο αντλεί με ισχύ 730 MW, για να παράξει 680 MW και 816 GWh ετησίως.
Τίθεται έτσι το ερώτημα 1) ποια η σκοπιμότητα της δημιουργίας του μεγαλύτερου έργου αντλησιοταμίευσης στην Τριχωνίδα, σε ένα υδροσύστημα υδρολογικά μη γνώριμο, σεισμικά ακατάλληλο, εντός κατοικημένης περιοχής και μεταξύ προστατευμένων περιβαλλοντικά οικοσυστημάτων;
Επίσης, 2) το πλεονάζον ρεύμα που θα χρησιμοποιείται για την άντληση, θα είναι του υφισταμένου δικτύου ή θα δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο υβριδικό σύστημα παραγωγής ενέργειας όπου η αντλησιοταμίευση σε συνδυασμό με αιολική και φωτοβολταϊκή ενέργεια θα αποδώσουν τον στόχο των 1300GWh ετησίως, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στη δημιουργία μεγάλων πάρκων αιολικών και φωτοβολταιϊκών μονάδων στις γύρω περιοχές;
3) Ένα ακόμη πρόβλημα που προκύπτει στον Κάτω Ταμιευτήρα, είναι οι στροβιλισμοί και ακολούθως η δημιουργία σιφωνισμών.
Στην λίμνη Τριχωνίδα έχουν παρατηρηθεί, πέραν των επιφανειακών ρευμάτων και περιστροφικές δίνες, οι οποίες προκαλούνται από ρεύματα υπογείων πηγών. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την φυσική ανανέωση των υδάτων της και ακολούθως τον «αυτοκαθαρισμό» της, καθιστώντας τη, σε συνδυασμό και με άλλους λόγους, όπως το μεγάλο βάθος και τον περιορισμένο ευτροφισμό, ένα από τα πιο καθαρά υδροσυστήματα στον Ελλαδικό χώρο.
Η τοποθέτηση του αγωγού προσαγωγής στη νοτιοανατολική πλευρά της λίμνης, στο σημείο από το οποίο γίνεται μεγάλο μέρος της υπόγειας ανατροφοδοσίας της , θέτει τα εξής ερωτήματα:
Α) πως θα επιτυγχάνεται η δημιουργία αυτού του ρεύματος, όταν ο αγωγός προσαγωγής βρίσκεται σε βάθος 17 περίπου μέτρων και η παροχή νερού που εισέρχεται ή αντίστοιχα εξέρχεται από τον αγωγό, χωρίς να γνωρίζουμε το μέγεθός της και την ταχύτητά της, δε θα επηρεάζει τη ροή αυτή;
Β) στη «Μελέτη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης» επί της σελίδας 173, παρ. Δ αναφέρεται: «κατά την επιστροφή του νερού στον Κάτω Ταμιευτήρα η ταχύτητα ροής θα είναι πολύ χαμηλή, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούνται φαινόμενα αιώρησης υλικού από τον πυθμένα και να προλαμβάνονται φαινόμενα θολερότητας». Δεν διευκρινίζεται η ταχύτητα και η παροχή με την οποία εξασφαλίζονται οι συνθήκες μη θολερότητας, έστω και αν αυτές γίνονται σε πολύ μικρότερη κλίμακα (τοπικά). Είναι σχεδόν απίθανο να μη δημιουργηθούν πρόσθετες δίνες κατά την έξοδο του νερού από τον αγωγό προσαγωγής, όταν αυτή η ροή του υγρού στον πυθμένα συναντήσει (γεγονός αναπόφευκτο), οποιαδήποτε στέρεη μορφή, (παράδοξο d’ Alembert). Συγκεκριμένα, στο πίσω μέρος του στερεού σώματος θα δημιουργηθεί μια αρνητική συνιστώσα της ταχύτητας του ρευστού, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλές μικρότερες δίνες. Η ίδια περίπτωση σε μικρότερη έκταση, ισχύει και κατά την κρούση του ρευστού στην επιφάνεια του στερεού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την εξαφάνιση οποιασδήποτε μορφής ζωής κάτω από τη στάθμη του νερού, στα σημεία περιξ του αγωγού. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως στην περιοχή περιμετρικά του σημείου που θα βρίσκεται ο αγωγός προσαγωγής, αλιεύονται συνήθως, διάφορα είδη ιχθυοπανίδας, με ένα από αυτά να είναι και η αθερίνα Τριχωνίδας.
Γ)ένα ακόμη θέμα που προκύπτει είναι η αποφυγή της άντλησης ειδών ιχθυοπανίδας. Στη «Μελέτη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης» επί της σελίδας 173, παρ. Γ αναφέρεται χαρακτηριστικά, πως η αποφυγή θα πραγματοποιηθεί με τεχνικό σχεδιασμό, είτε με τοποθέτηση σχάρας κατάλληλου ανοίγματος περιμετρικά του αγωγού, είτε με δημιουργία ηλεκτρικού πεδίου αποτροπής προσέγγισης ειδών ιχθυοπανίδας πλησίον των ανοιγμάτων.
Στην πρώτη περίπτωση δημιουργείται το ερώτημα πως θα μπορέσει ένα οποιοδήποτε ένβιο ον, ακόμη και αν εμποδιστεί η είσοδός του στον αγωγό, να διαφύγει την δύναμης που δημιουργεί η είσοδος του νερού στον αγωγό και για πόση ώρα, καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία θα διαρκεί ώρες.
Η δεύτερη περίπτωση, δημιουργίας ηλεκτρικού πεδίου εντός ενός υδροσυστήματος που φιλοξενεί σημαντικά είδη ιχθυοπανίδας και προστατευόμενα είδη, όπως η Βίδρα, αν και δεν άπτεται του δικού μου αντικειμένου, δεν θεωρώ πως είναι βάσιμη.
4) Ο Άνω ταμιευτήρας θα είναι τεχνητός, εγκιβωτίζοντας το νερό με δυο φράγματα κατασκευασμένα από σκυρόδεμα ύψους πάνω από τη στάθμη του εδάφους 14μ.και 54μ.αντίστοιχα.
Α) πώς εναρμονίζεται με το περιβάλλον και δεν αποτελεί οπτική όχληση το φράγμα των 54μ., το οποίο έχει ύψος όσο μια πολυκατοικία 18ορόφων;
Β) πως αποσβένεται περιβαλλοντικά το ανθρακικό αποτύπωμα τόσων τόνων οπλισμένου σκυροδέματος που απαιτούνται για την κατασκευή του Άνω Ταμιευτήρα;
Γ) Σύμφωνα με τη μελέτη θραύσης φράγματος και διόδευσης πλημμυρικού κύματος, οι συνοικισμοί Πριοναίικα, Μάραθος και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις βορείως του Πετροχωρίου,νότια του Αβαρίκου, μέχρι και τον Εύηνο πλήττονται άμεσα. Τίθεται θέμα εγκατάλειψης των οικισμών και των εκτάσεων αυτών, για λόγους ασφαλείας?
Τα έργα αντλησιοταμίευσης αποδίδουν τα μέγιστα, όταν συνδυάζονται και με άλλες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας (αιολικά και φωτοβολταικά πάρκα)πλησίον τους. Το συγκεκριμένο έργο θα λειτουργεί κατ’ αποκλειστικότητα με την πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια που ήδη υπάρχει στο δίκτυο ή θα αποτελέσει αβελτηρία για μια σειρά αλληλένδετων έργων στην περιοχή, τα οποία με σκοπό την συντήρηση και την ομαλή λειτουργία του έργου αντλησιοταμίευσης, θα δημιουργήσουν μια ολόκληρη περιοχή «εργοστάσιο» παραγωγής ρεύματος;
Επίσης, πόσο πιθανό είναι το σενάριο υδροδότησης του φράγματος του Ευήνου και κατ’ επέκταση του λεκανοπεδίου των Αθηνών, όταν ο Άνω Ταμιευτήρας απέχει απόσταση μικρότερη των 20 χιλιομέτρων από το τεχνητό φράγμα του Ευήνου; Αν υπάρχει αυτή η περίπτωση, εκεί πλέον έχουμε διαφορετική μελέτη καθώς δεν εξετάζουμε μια ποσότητα νερού η οποία θα εισέρχεται και θα εξέρχεται στην Τριχωνίδα αλλά εξετάζουμε έναν όγκο νερού που θα εξέρχεται οριστικά με τεράστιο περιβαλλοντικό (και όχι μόνο) κόστος για έναν από τους μεγαλύτερους υδροβιοτόπους της χώρας.
Εν κατακλείδι, καταλήγουμε στο ερώτημα:
ΠΟΙΑ Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΤΕΤΟΙΟΥ ΦΑΡΑΩΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ;
ΜΑΡΙΑ ΧΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ – ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
MSc «Τεχνολογίες Διαχείρισης Υδάτων,
Ήπιων Μορφών Ενέργειας
& Περιβαλλοντικής Μηχανικής»
agrinionews.gr