Κάθε χρόνο εμβολιαζόταν οι ιθαγενείς με έναν ορισμένο αριθμό κατοίκων άλλων χωρών, με πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο – έτσι ώστε αφενός μεν να μειώνεται το ποσοστό των Ελλήνων στο σύνολο του πληθυσμού, αφετέρου να διολισθαίνει το πνευματικό και πολιτισμικό τους επίπεδο
.
«Ο υστερικός αναζητάει δύναμη, αλλαγή, κινητικότητα. Ζει στιγμή με στιγμή, χωρίς σχέδιο. Θέλει ελευθερία από κάτι αλλά όχι ελευθερία για κάτι. Η επιθυμία του έτσι παραβλέπει την πραγματικότητα. Ανοίγει μέσα του άβυσσο μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Τα πρωτεία της επιθυμίας δημιουργούν χαλαρή ηθική, κάνουν το ψέμα εύκολο.Μία συνεχής πολυπροσωπία και ψευδοπροσωπία. Αντί πολιτικών επιχειρημάτων προτιμάει την ενοχοποίηση του αντιπάλου. Η ενοχοποίηση καθιστά περιττή την κατανόηση του προβλήματος. Κατά βάθος, προβάλλει επιθετικά την ενοχή του προς τα έξω.
Ο πολιτικός αυτής της ιδιοσυγκρασίας ζητάει λυσσαλέα επιβεβαίωση του εαυτού του και αγαπάει τη μεγαλειότητα. Προδίδει τα πάντα για την επιτυχία και ο ναρκισσισμός του χρειάζεται συνεχή επικύρωση, με ευπρόσδεκτη την κολακεία. Βρίσκει τον εαυτό του στην αναγνώριση και νοιώθει συνεχώς την ανάγκη να του αποδίδουν τιμές, ασχέτως της προσφοράς του. Στο πρόσωπο του και στον τρόπο του έχουμε το γάμο της υστερίας (ΣΥΡΙΖΑ) με την κατάθλιψη (ΔΗΜΑΡ).
Ο μεν πρωθυπουργός σκηνοθετεί την πραγματικότητα με ψεύδη που αν δεν τον βολεύουν τα χαρακτηρίζει επί το συμπαθέστερον (δηλαδή επί το απατηλότερον) «αυταπάτες», ο δε υπουργός εθνικής άμυνας (ΑΝΕΛ) σκηνοθετεί τον εαυτό του, θεατρίζει με άλλα λόγια το φανταστικό ιδεώδες του εγώ«.
.
Άποψη
Η παραπάνω κριτική ανήκει σε έναν Έλληνα «κατ’ επίφαση φιλόσοφο», ενώ έχει ως αντικείμενο μία «κατ’ επίφαση αριστερά»– αφού είναι ασφαλώς άδικο να χαρακτηρίζουμε μία πολιτική θεωρία και αντίληψη ως προδοτική, ναρκισσιστική, υστερική και άρα νευρωτική, με βάση ένα αυτοχαρακτηρισμένο ως αριστερό άτομο. Πόσο μάλλον με κριτήριο τις πράξεις του υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης της χώρας που κλήθηκε ως τελευταία εναλλακτική λύση να κυβερνήσει, στη δυσκολότερη περίοδο της ιστορίας της – ένα κρίσιμο σφάλμα που δυστυχώς θα το πληρώσουν πολύ ακριβά οι Έλληνες.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί θεωρηθεί ως αριστερή εκείνη η συμμορία που έβαλλε την υπογραφή της κάτω από ένα άκρως νεοφιλελεύθερο μνημόνιο, νομιμοποιώντας πραξικοπηματικά όλα τα προηγούμενα – πολύ περισσότερο όταν προωθεί τη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, παράλληλα με τη φτωχοποίηση του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού της χώρας μας, την πλήρη καταστροφή της οικονομίας της και τον αφελληνισμό της, με πρωτοφανείς μεθοδεύσεις.
Δεν μπορεί να επικαλείται ούτε καν τον εκβιασμό της από τους κατ’ επίφαση δανειστές, αφού ένας πρωθυπουργός δεν είναι δυνατόν να εκβιάζεται, έχοντας πάντα ως ύστατη λύση την παραίτηση του – κάτι που φυσικά δεν τόλμησε, προδίδοντας εν πρώτοις την πατρίδα του (αντιστροφή του δημοψηφίσματος) και στη συνέχεια δρομολογώντας πρόωρες εκλογές, με ένα νέο μεγάλο ψέμα (παράλληλο πρόγραμμα).
Περαιτέρω, αυτό που ενδιαφέρει σήμερα τη σκιώδη διακυβέρνηση της χώρας, ανεξάρτητα από το εκάστοτε «ανδρείκελο» που τοποθετεί για να μην επαναστατήσουν οι Πολίτες, δεν είναι ασφαλώς η μείωση του χρέους και η ανάπτυξη – αλλά το «πώς θα συνεχισθεί ομαλά η μεταφορά του δημοσίου και ιδιωτικού πλούτου στους δανειστές και στους κερδοσκόπους, χωρίς να υπάρξουν σκηνές Βενεζουέλας» (Μ.Χ.).
Στα πλαίσια αυτά η κατ’ επίφαση αριστερά, σε συνεργασία με ένα επίσης κατ’ επίφαση πατριωτικό κόμμα, ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή που είχαν στη διάθεση τους – έως ότου βέβαια «καούν» και τα δύο αυτά κόμματα με τη σειρά τους, όπως όλα τα προηγούμενα. Αμέσως μετά θα ακολουθήσει ο επόμενος υποψήφιος που δεν θα είναι καν αναγκασμένος να πει ψέματα – αφού έχει προηγηθεί έξυπνα η κατάλληλη προετοιμασία.
Όσον αφορά τώρα τους «ιθαγενείς», οι οποίοι σιωπούν όπως τα πρόβατα που οδηγούνται αδιαμαρτύρητα στη σφαγή, μάλλον σωστά αιτιολόγησε την ντροπιαστική, παθητική και δειλή συμπεριφορά τους φίλος μας – λέγοντας πως οφείλεται στη σταδιακή αλλοίωση του πληθυσμού μετά το 1981.
Ειδικότερα στο ότι κάθε χρόνο εμβολιαζόταν οι ιθαγενείς με έναν ορισμένο αριθμό κατοίκων άλλων χωρών, με πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο – έτσι ώστε αφενός μεν να μειώνεται το ποσοστό των Ελλήνων στο σύνολο του πληθυσμού, αφετέρου να διολισθαίνει το πνευματικό, ψυχικό και πολιτισμικό τους επίπεδο, φτάνοντας στο σημερινό κατάντημα.
Συνεχίζοντας, οφείλω να τονίσω και εγώ ότι, εάν δεν υπάρξει μία ονομαστική διαγραφή του δημοσίου χρέους, πριν αυξηθούν τα βασικά επιτόκια, καθώς επίσης πριν καταρρεύσει η παγκόσμια αγορά ομολόγων (άρθρο), έτσι ώστε να μπορέσει να δανεισθεί έγκαιρα η Ελλάδα από τις αγορές, η ανάπτυξη θα παραμείνει όνειρο θερινής νυκτός (ανάλυση).
Όσον αφορά δε τις ανοησίες που ακούγονται, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομία μας μπορεί να εξυπηρετεί ετήσια τοκοχρεολύσια ίσα με το 15% του ΑΕΠ (πάνω από 25 δις €), οπότε εάν εξασφαλισθεί κάτι τέτοιο το χρέος μας θα είναι βιώσιμο, είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου – αφού είναι παράλογο ένα ποσοστό που θα υπερβαίνει το 5% του ΑΕΠ.
Ακόμη όμως και αν ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, κανένας λογικός επενδυτής δεν θα τοποθετούσε τα χρήματα του μακροπρόθεσμα σε μία χώρα που έχει υπερχρεωθεί τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός της τομέας – όπως κανένας δεν θα έκτιζε το σπίτι του σε μία περιοχή που σείεται καθημερινά από καταστροφικούς σεισμούς.
Χωρίς όμως ξένες επενδύσεις, πόσο μάλλον με έναν χρεοκοπημένο τραπεζικό τομέα, καθώς επίσης με ένα ετοιμοθάνατο ασφαλιστικό σύστημα, δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – ενώ χωρίς ανάπτυξη το μέλλον μας είναι προδιαγεγραμμένο (άρθρο).
Συνοψίζοντας, η κυβέρνηση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την αριστερή ιδεολογία, η συλλογική αποχαύνωση των Ελλήνων οφείλεται στον αφελληνισμό της πατρίδας μας, ο οποίος επιταχύνεται, ενώ χωρίς την ονομαστική διαγραφή του χρέους η Ελλάδα θα μετατραπεί σύντομα σε μία χώρα της Lidl – εν πρώτοις με ένα διπλό νόμισμα και στη συνέχεια με την πρωσική δραχμή.
Με δεδομένο δε το ότι, η ανοχή μετά από επτά χρόνια οδυνηρών εμπειριών είναι συνώνυμη με την δουλοπρεπή αποδοχή, όλοι εμείς οι Έλληνες θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας – κάτι που δεν ισχύει για τα παιδιά μας, καθώς επίσης για τα παιδιά των παιδιών μας, τα οποία θα έχουμε εμείς καταδικάσει, λόγω δειλίας, ερήμην τους.