Ποιος είναι ο Μήτρος Δεληγιώργης – σπανίως απαντάται και ως Δεληγιωργόπουλος – που κατέλαβε επαξίως δεσπόζουσα θέση στο πάνθεον των ηρώων της Πατρίδος μας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα.
Ο ήρωάς μας, ο Μήτρος Δεληγιώργης, γεννήθηκε το 1788, στο ιστορικό κεφαλοχώρι Γαβαλού Μακρυνείας, ενώ η οικογένειά του, περί τα τέλη του 18ου αι., μετεγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, το οποίο την εποχή εκείνη εξασφάλιζε καλύτερες, από πάσης πλευράς, συνθήκες διαβιώσεως. Εκεί, φοίτησε στην ευφήμως γνωστή «Παλαμαία Ακαδημία» και ακολούθως, δραστήριος, ανήσυχος και τολμηρός νέος, έγινε ναυτικός και εξελίχθηκε ως κυβερνήτης εμπορικού πλοιαρίου. Από την ασχολία του αυτή αποκόμισε σημαντικά κέρδη, τα οποία διέθεσε αργότερα αφιλοκερδώς στον αγώνα.
Μετά το 1814, ωστόσο, όταν ο διαβόητος Αλή Πασάς, που από το 1804 είχε επεκτείνει τα όρια του Πασαλικίου του και στη Δυτική Ελλάδα, εξώθησε στην παρακμή το μεσολογγίτικο εμπορικό ναυτικό, ο Δεληγιώργης, εκών άκων, όπως και άλλοι Μεσολογγίτες και Αιτωλικιώτες, κατατάχθηκε ως Αξιωματικός στο νεοσύστατο Ναυτικό του Αλή. Κατ’ ευτυχή, όμως, συγκυρία, στις αρχές της άνοιξης του 1821, αυτό διαλύθηκε, λόγω της γνωστής αποστασίας του Πασά και της δραστικής επεμβάσεως των δυνάμεων του Σουλτάνου. Έτσι, ο Μ. Δεληγιώργης αποδεσμεύτηκε και έσπευσε να επιστρέψει στο Μεσολόγγι από την Πρέβεζα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο εξεγερμένο Έθνος. Εκεί, με την έναρξη του Αγώνος, του ανατέθηκαν, λόγω της πείρας και του κύρους που διέθετε, τα καθήκοντα του Αρχηγού Πυροβολικού και του Φροντιστού του Πολέμου, ενώ κατά την τελευταία Γ’ πολιορκία (Απρ. 1825-Απρ. 1826) διορίσθηκε και Φρούραρχος της πόλεως του Μεσολογγίου, προαχθείς περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1825 στο βαθμό του Στρατηγού. Το 1826 διορίστηκε Φρούραρχος στο Μπούρτζι Ναυπλίου.
Ήδη, από το 1824, είχε παντρευτεί με την Χρυσάιδω Μπενεδέτου (1808-1876), κόρη εύπορης μεσολογγίτικης οικογένειας, και μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά κατά σειρά: την Πηνελόπη (1824-1908), τη Μαρία (1825-; ), τον Επαμεινώνδα (1829-1879) κατ’ επανάληψη (έξι φορές) Πρωθυπουργό της Χώρας, τον Θεμιστοκλή (1836-1868) και τον Λεωνίδα (1839-1928).
Δραστηριότητες
Ο Μήτρος Δεληγιώργης διακρίθηκε ιδιαίτερα, με την ενεργό συμμετοχή του, σε δύο κυρίως φάσεις, κατά την πολυτάραχη εκείνη περίοδο της επανιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους.
Η πρώτη αφορά στην πληθωρική δράση που ανέπτυξε κατά τη διάρκεια της Εθνεγερσίας, η οποία τον κατέταξε αναντίρρητα μεταξύ των κορυφαίων προμάχων του Μεσολογγίου κατά τη διαδρομή των ενδόξων τριών πολιορκιών της πόλης και της Εξόδου (1821-1826). Το 1821 είχε συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα. Όπως, επίσης, τον καθιέρωσε ως έναν από τους αδιαμφισβήτητους ηγέτες (ο άλλος ήταν ο Γιαννάκης Ραζηκότσικας) της μάζας των διασωθέντων μετά την Έξοδο, «αυτοχθόνων» Μεσολογγιτών πολεμιστών της Φρουράς, οι οποίοι συνέχισαν να αγωνίζονται, κυρίως στον Μωριά, μέχρι την απελευθέρωση της Πατρίδας μας από τον επαχθέστατο τουρκικό ζυγό (1826-1829).
Η δεύτερη σηματοδοτείται από την αξιοκρατική επιλογή του, μετά την απελευθέρωση, μεταξύ των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Αρχικά, επί Καποδιστρίου, από τα μέσα του 1828, υπηρέτησε ως Εκατόνταρχος στην ιδρυθείσα υπό τον Ι. Μακρυγιάννη “Πεντακοσιαρχία της Πελοποννήσου”, με έδρα αρχικά την Τριπολιτσά και αργότερα το Άργος. Στη συνέχεια, επί Όθωνος, από το 1833 κατατάχθηκε ως Μοίραρχος στη συγκροτηθείσα Χωροφυλακή ή Οροφυλακή (Β.Δ. 20 Μαΐου 1833), στης οποίας την ιεραρχία ανήλθε στην κορυφή, διατελέσας Αρχηγός (1844-1848) με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου. Έκτοτε, συνέχισε την προσφορά των πολύτιμων υπηρεσιών του, ενώ από το 1854 έως το 1855 εντάχθηκε ως Συνταγματάρχης στη Φάλαγγα, όπου και τερμάτισε τη σταδιοδρομία του ευδοκίμως, για να τελευτήσει τον βίον του το 1860, σε ηλικία 72 ετών, πλήρης τιμών. Ο Μ. Δεληγιώργης, τόσο για τους συνεχείς και τελεσφόρους αγώνες του όσο και για την υποδειγματική προσήλωσή του στο καθήκον, αποκλήθηκε από τους σύγχρονούς του ως ο «Τερτσέτης της Εκτελεστικής Εξουσίας».
Αυτή ακριβώς η εξαιρετικά δραστήρια, άκρως επιτυχής και κυρίως μακροχρόνια συμβολή του στις εθνικές προσπάθειες, καθώς και η αξιόλογη παρουσία του στα κοινά (εκλέχθηκε και Βουλευτής Αιτωλίας, Ιούλ. 1847 έως Ιούλ. 1850) συνιστούν την ειδοποιό διαφορά εν συγκρίσει με τους άλλους επιφανείς Μεσολογγίτες αγωνιστές του ’21, με φωτεινή εξαίρεση τον Σπυρίδωνα Τρικούπη (1788-1873), ο οποίος διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο ως πολιτικός άνδρας, τόσο κατά την Εθνεγερσία όσο και μετά την Ανεξαρτησία, των λοιπών εξεχόντων Μεσολογγιτών, των διασωθέντων κατά την Έξοδο, τα ίχνη των οποίων είναι δυσδιάκριτα. Γι’ αυτό, μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας μας, αυτοί περέμειναν γνωστοί κατά βάση στο επίπεδο του τοπικού ήρωα.
Γνώμη ξένων
Οι ξένοι, των οποίων η γνώμη είχε κύρος, θεωρούσαν τον Δεληγιώργη συνετό, γενναίο και ατρόμητο, αληθινό ήρωα, που πρόσφερε στην Πατρίδα του μεγάλες υπηρεσίες. Ο Ιταλός κόμητας Γκάμπα, «εξ απορρήτων» του Βύρωνα, γράφει στα απομνημονεύματά του ότι ήταν άνθρωπος εμπνέων μεγάλο σέβας (tres respectable). Επίσης και ο άτεγκτος Άγγλος Συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχωπ, του Αγγλικού φιλελληνικού κομιτάτου, στις προς τον Α.Α. Bouring επιστολές του το 1824, τον αποκαλεί αξιοσέβαστο (respectable). Ακόμη και ο Γάλλος συγγραφέας Φαμπρ στην “Ιστορία της Πολιορκίας του Μεσολογγίου, Παρίσι 1827”, γράφει: «τεσσαράκοντα κανονιέροι, ευγενή λείψανα του πυροβολικού του πρώτου προπυργίου της Ελλάδος, ανέλαβαν την υπεράσπισιν του Μπουρτζίου, του οποίου η διοίκησις είχεν ανατεθή εις τον άξιον αρχηγόν των Μήτρον Δεληγιωργόπουλον».
Ο Μήτρος Δεληγιώργης κατέλειπε μνήμη γενναίου, ευσυνείδητου, συνετού, ανιδιοτελούς, εξόχως δραστηρίου, χαμηλών τόνων και άκρως αποτελεσματικού ανδρός, ο οποίος προσέφερε μέγιστες υπηρεσίες στην Πατρίδα μας σε εξαιρετικά δύσκολες εποχές. Η Γαβαλού, όπου γεννήθηκε, και το Μεσολόγγι, όπου ανδρώθηκε, έχουν δώσει το όνομά του σε κύριους δρόμους των οικισμών τους, ενώ στον Κήπο των Ηρώων της Ι.Π. του Μεσολογγίου έχει ανεγερθεί περικαλλής προτομή του, με δαπάνες του υιού του Λεωνίδα, και έχουν εκεί μετακομισθεί τα οστά του.
Τέλος, προσωπογραφία του έχει φιλοτεχνηθεί από τον γνωστό Ζακύνθιο ζωγράφο Διονύσιο Τσόκο (1805-1862).
Πηγή: Ιωάννης Κατσαβός, Αξιωματικός Π.Ν. Ερευνητής – Συγγραφέας της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας