Το 1964 ο Αλέκος Σακελλάριος γυρίζοντας το «Δόλωμα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, χρησιμοποίησε ένα τραγουδιστικό ντουέτο σε μια ρομαντική σκηνή με τον Βαγγέλη Βουλγαρίδη.
Το τραγούδι ερμηνεύεται από τους Φίλανδρο και Κορώνη, ντουέτο της εποχής, αλλά στην σκηνή αυτοί που παριστάνουν τους πλανόδιους είναι ηθοποιοί.
Ο ένας δεξιά, είναι ο Κώστας Φυσσούν, ο αδερφός του Πέτρου. Ο άλλος όμως, ο ηλικιωμένος, είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος συμμετείχε από το 1947 σε πολλές ταινίες, κυρίως της Φίνος φιλμ. Το 1964, γέροντας πια, τιμής ένεκεν ο Σακελλάριος του έδωσε αυτό το ρολάκι.
Φυλλομετρώντας όμως την πορεία του προς τα πίσω, τον εντοπίζουμε στην κλασική πια κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο» από το 1950. Εκεί, ερμηνεύει τον θείο του Νίκου Σταυρίδη, τον Χαρίλαο Ντούκουρα, εδώδιμα αποικιακά, μεγαλομπακάλη.
-«Μπαρντόν, κάνε κράττει», τον σταματά ο Μίμης Φωτόπουλος. Έχεις μπακάλικο;
-«Ένα πρώτης τάξεως μαγαζί».
-«Ελένη, κέρασέ τον ένα νερατζάκι»!
O Γιάννης Ιωαννίδης, όμως, υποδύθηκε και τον Νέστορα. Το αφεντικό του Μίμη Φωτόπουλου στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Το σωφεράκι».
Σύμφωνα με το σενάριο, το αφεντικό ξεκίνησε με το σαραβαλάκι πριν από είκοσι χρόνια και έφτασε να έχει ” οκτώ αεροδυναμικά στην πιάτσα και τρία λεωφορεία στη γραμμή”.
Μάλιστα, στην σκηνή που τον καθυβρίζει με τον Νίκο Ρίζο στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, διακρίνουμε κάτοικο της περιοχής να έχει βγάλει βόλτα τις γαλοπούλες του…
Μετά από αυτή την ταινία, ο Μίμης Φωτόπουλος αναδείχτηκε ως ο πιο δημοφιλής άντρας ηθοποιός στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, ενώ έγινε ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός που υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με εταιρεία παραγωγής.
Στο “Σωφεράκι” ακούστηκε για πρώτη φορά το τεράστιο σουξέ “Μια ζωή την έχουμε” σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Γιώργου Τζαβέλλα.
Πέντε χρόνια αργότερα αυτό το τραγούδι έδωσε τον τίτλο στην ομώνυμη ταινία του Τζαβέλλα με τον Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν. Και σε αυτή την ταινία εμφανίστηκε ο Γιάννης Ιωαννίδης!
Εκεί, υποδύθηκε τον τμηματάρχη του Δημήτρη Χορν που τον καταπίεζε με το τσιγαράκι του, διότι, με τη σειρά του, τους καταπίεζε όλους ο βάναυσος διευθυντής Χρήστος Τσαγανέας.
Είχε ήδη διανύσει μια θεατρική πορεία, κυρίως στις επιθεωρήσεις και στους μουσικούς θιάσους αλλά, κρίνοντας κανείς και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους ρόλους του, βγάζει το συμπέρασμα πως συμμετείχε και σε πολλά μπουλούκια.
Ανήκε στην αδικημένη γενιά του θεάτρου, που το σινεμά τους βρήκε μεγάλους, τους χρησιμοποίησε μεν, αλλά δεν κατάφερε να τους αξιοποιήσει. Μια τρανταχτή εξαίρεση είναι η Γεωργία Βασιλειάδου.
Ο Φίνος τον προτιμούσε και τον πρότεινε για δεύτερους ρόλους στις ταινίες του. Όλοι οι σκηνοθέτες τον χρησιμοποίησαν από τον Σακελλάριο και τον Τσιφόρο μέχρι τον Τζαβέλλα και τον Ντίνο Δημόπουλο. Σε ταινία του Δημόπουλου, τον εντοπίζουμε στο «Αμαξάκι» με τον Ορέστη Μακρή.
Εκεί, ο Ιωαννίδης δεσπόζει στην παρέα της ταβέρνας, υποδυόμενος τον δημοσιογράφο. Είναι αυτός που υπόσχεται στους αμαξάδες ότι την πιάτσα τους θα την ξαναπάρουν πίσω, διότι θα φτάσει μέχρι πρωθυπουργό.
Παράλληλα όμως με τις ταινίες του Φίνου, εμφανίστηκε και σε ταινίες άλλων εταιρειών, όπως στην ΑΝΖΕΡΒΟΣ. Συμμετείχε στην πρώτη ιστορία στην «Κάλπικη λίρα». Είναι ο ελληνοαμερικάνος Πιτ, που πάει στον Ανάργυρο, Βασίλη Λογοθετίδη, το ρολόι του πατέρα του για επιδιόρθωση.
Επίσης είναι ο «Μπίλυ λεβεντιά» στον φιλμ «Ο Φανούρης και το σόι του». Είναι αυτός που θα παραγγείλει στον Φωτόπουλο μια κρεβατοκάμαρα για την ανιψιά του.
Τον εντοπίζουμε όμως και στο «Λαός και Κολωνάκι» του Γιάννη Δαλιανίδη. Είναι ο πατέρας του Κώστα Κακαβά, αλλά και ιδιοκτήτης του ακινήτου που έχει το γαλατάδικο ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Πολλοί μικροί ρόλοι, αλλά πολλές συμμετοχές. Στο πέρασμα του χρόνου ο Ιωαννίδης παροπλίστηκε. Από το 1960 κι έπειτα κανείς πια δεν τον θυμόταν και μόνο οι παλιοί τον χρησιμοποιούσαν σε καμιά ταινία. Βασικά σε εμφανίσεις της μιας ατάκας.
Χαρακτηριστικό είναι το πέρασμά του στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα». Τον βλέπουμε στην κηδεία του Μιχαλάκη, να απευθύνεται στον Αντωνάκη τον Κοκοβίκο: «Αυτό ήτανε, κύριε Γενικέ. Πάει ο Μιχαλάκης»!
Η τελευταία του φράση στον Ελληνικό κινηματογράφο ακούστηκε το 1966. Αυτό έγινε στην ταινία «Κοινωνία ώρα μηδέν» όπου ακούγεται να λέει «πάσο».
Συμμετέχει στην χαρτοπαιχτική λέσχη, στην αρχή της ταινίας. «Πάσο» λοιπόν, για έναν ηθοποιό που δεν κατάφερε να κάνει την τρανταχτή καριέρα – αλλά η μικρή του ιστορία, προσέφερε το δικό της λιθαράκι στη μεγάλη ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου.
Δείτε το βίντεο του συνεργάτη μας Ανδρόνικου Τζιβλέρη από το κανάλι του kastalia στο Youtube: