Την αυγή της μεταπολίτευσης ως προς την μουσική, είχε πάρα πολλά αντάρτικα και ρεμπέτικα τραγούδια, και φυσικά, πολιτικό τραγούδι. Οποιαδήποτε άλλη μουσική έκφραση, έμοιαζε να «στριμώχνεται» στο περιθώριο. «Το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης έβλαψε το ελληνικό ροκ εκείνων των χρόνων;» είχε ρωτήσει ο δημοσιογράφος Αντώνης Μποσκοϊτης τον Δημήτρη Πουλικάκο τον Αύγουστο του 2015, με αφορμή συνέντευξη στη LiFO.
«Το “έβλαψε” είναι μεγάλη κουβέντα. Στην Ελλάδα μια ζωή ήμασταν και θα είμαστε μπουζουκόβιοι. Το ροκ υπήρξε μια μικρή παρένθεση μέσα σε όλο αυτό» είχε απαντήσει ο πολυδιάστατος καλλιτέχνης.
Η επισήμανση του Πουλικάκου εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο την αναλογία μεταξύ συμπάθειας και αντιπάθειας προς το ροκ, μέσα στην ελληνική μουσική. Και μια δήλωση του Νίκου Ξυλούρη, στο περιοδικό HI-FI, από το 1978, μας δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο μια απαξίωση προς το ροκ, που άγγιξε τα όρια της ξενοφοβίας.
«Είναι ρεζίλεμα και ντροπή τους το ραδιόφωνο. Διαφθείρουν και παραπλανούν τους νέους ανθρώπους με διάφορα ξενόφερτα τραγούδια, τα νέγρικα, τα χου-χου! Τη βρομιά της Αμερικής μας την φέρανε στον τόπο μας, με αποτέλεσμα να παρασύρουν τους νέους στις ντισκοτέκ και να τους αποβλακώνουν. Κοντεύουμε να χάσουμε τα ήθη και τα έθιμα μας με όλα τούτα που μας φέρανε. Κρούω τον κώδωνα του κινδύνου. Πρέπει όλοι να προσέξουμε να μην αγοράζουν τα παιδιά μας – με την πλύση εγκεφάλου που υφίστανται από το ραδιόφωνο – αμερικάνικους δίσκους».
Και δεν είχε μείνει εκεί. Ο Νίκος Ξυλούρης είχε να πει ουκ ολίγα και για τον ραδιοφωνικό παραγωγό Γιάννη Πετρίδη,που συνήθιζε να τιμά και με το παραπάνω τους ροκ δίσκους.
«Ένας Πετρίδης έχει ξεφτιλίσει το έθνος. Αυτόν δεν θα έπρεπε να τον αφήνουν να περνάει καθόλου από ραδιόφωνο και τηλεόραση. Ντροπή τους, πρέπει να πούμε κάποτε ότι είμαστε Έλληνες».
Η υστερία με το ροκ τραγούδι, που χαρακτηρίστηκε κατά μια αυθαίρετη γενίκευση, «αμερικάνικο» κράτησε αρκετά χρόνια. Επιπλέον, είδαμε και ακούσαμε έναν ήρωα της ροκ, τον Παύλο Σιδηρόπουλο, να στρέφεται προς το πολιτικών αποχρώσεων τραγούδι, συνεργαζόμενος με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία επιχειρούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της και να ορίσει εκ νέου της ελεύθερη πολιτική και πολιτισμική της έκφραση, το ροκ προκαλούσε αμηχανία.
Τον Μάρτιο του 1978, ο Γιάννης Πετρίδης, αυτός ο ξεχωριστός μουσικάνθρωπος που είχε εκνευρίσει τον Νίκο Ξυλούρη, έκανε κάτι ακόμα πιο προβοκατόρικο. Εξέδιδε το πρώτο τεύχος ενός περιοδικού, με τίτλο «Ποπ και Ροκ». Το πρώτο τεύχος πούλησε 30.000 αντίτυπα. Το περιοδικό άντεξε μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Στις 30 Μαρτίου 1979, ο Μίκης Θεοδωράκης, σε συνέντευξη του στον «Οδηγητή», έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
«Υπάρχει μια φοβία για το αμερικάνικο, το ξενόφερτο. Εγώ δεν τη συμμερίζομαι. Πιστεύω ότι, για να υπάρχει σήμερα μια τάση που είναι παγκόσμια στην τέχνη, ή για να περιοριστώ στην μουσική και στον χορό, αυτό ανταποκρίνεται σε μια αναγκαιότητα γενικότερη. Αυτό σχετίζεται και με το ότι σήμερα η νεολαία έχει πιο απελευθερωμένες σχέσεις, έχει ρίξει πολλά από τα παλιά ταμπού της αστικής τάξης».
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του `80, η ελληνική ροκ είχε αρχίσει πια, να αφομειώνει τα σημάδια και τις τάσεις της εποχής. Τα πρώτα label δισκογραφικών παραγωγών εμφανίστηκαν. Creep, Wipe Out, Smash, Lazy Dog, Pegasus, Ano Kato, Δικαίωμα Διάβασης (μετέπειτα DiDi Music) «φώναξαν» την παρουσία τους, φέρνοντας στα φώτα της σκηνής θρυλικά συγκροτήματα.
Πηγές: «Μεταπολίτευση: Ένα Βολικό Τέρας» του Διονύση Ελευθεράτου, Εκδόσεις Τόπος, 2024