Ένας από τους άγραφους θεσμούς του θεάτρου ήταν το περουκίνι. Όταν κάποιος ηθοποιός έχανε τα μαλλιά του, ειδικά αν ήταν πρωταγωνιστής ή δεύτερος, δεν έβγαινε ποτέ στη σκηνή καραφλός. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βασίλη Λογοθετίδη που έχασε νωρίς τα μαλλιά του. Σε όλη την θεατρική του καριέρα αλλά και σε όσες ταινίες έλαβε μέρος, φορούσε περούκα.
Οι καλλιτέχνες στην προσωπική τους ζωή δεν φορούσαν περούκα. Ήταν καθαρά αξεσουάρ της σκηνής που κοσμούσε τους ρόλους και όχι τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και όσες φωτογραφίες του Λογοθετίδη είναι εκτός σκηνής, απαθανατίζεται άνευ κόμης.
Άλλη κλασική περίπτωση ηθοποιού που δεν εμφανίστηκε ποτέ στο θέατρο χωρίς περουκίνι ήταν η περίπτωση του Δημήτρη Νικολαϊδη. Στην πρώτη δεκαετία της καριέρας του, ήταν ήδη φαλακρός αλλά στη σκηνή αυτό δεν ίσχυε.
Η αγαπημένη του Σούλη Σαμπάχ έχει δηλώσει πως όταν τον γνώρισε στο θέατρο της ξεκαθάρισε ότι τα μαλλιά δεν ήταν δικά του, ώστε να μη βρεθεί προ εκπλήξεως. Το ίδιο της έκανε. Τον αγάπησε άνευ όρων.
Ο Λογοθετίδης φορούσε περούκα και στον κινηματογράφο. Αντιθέτως ο Νικολαίδης στις ταινίες ήταν ακάλυπτος. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η εμφάνισή του στο φιλμ του Ντίνου Δημόπουλου «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη» κι αυτό επειδή ο ρόλος είχε τις δικές του ανάγκες.
Ο κινηματογράφος ήταν αυτός που έσπασε τον άγραφο νόμο του θεάτρου. Στο πανί οι ηθοποιοί έβγαιναν χωρίς περουκίνι.
Ο κινηματογράφος έφερε στα ταμεία ένα άλλο κοινό, μεγαλύτερο αριθμητικά που δεν ήταν μυημένο στα θεατρικά έθιμα.
Εύστοχα παραγωγοί και σκηνοθέτες παρουσίασαν του ηθοποιούς όπως ήταν στην πραγματικότητα. Ωστόσο, ηθοποιοί που έχασαν τα μαλλιά τους στην πορεία της καριέρας τους κατέφυγαν στα περουκίνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60, ο Ντίνος Ηλιόπουλος άλλαξε εμφάνιση και “έβγαλε” μαλλιά!
Ο Ηλιόπουλος το 1963 στον «φίλο μου τον Λευτεράκη» εμφανίζεται με αραιωμένη κόμη ενώ δύο χρόνια μετά, το 1965, στις «κυρίες της αυλής» φόρεσε περούκα την οποία κράτησε ως το τέλος της καριέρας του.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Νίκος Σταυρίδης. Σε κάποιες ταινίες τον βλέπουμε κι αυτόν με πλουσιότερο μαλλί, όπως στην ταινία του 1970 «Αριστοτέλης ο επιπόλαιος». Ο Σταυρίδης δεν κατέφευγε συχνά στο τεχνητό μαλλί, αλλά το τίμησε κι αυτός.
Ένας άλλος πρώην ζεν πρεμιέ που επέλεξε αυτήν τη λύση ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60 αραίωσαν πολύ τα μαλλιά με αποτέλεσμα προς το 1970 να καταφύγει στην ασφαλή λύση της περούκας.
Άλλωστε ήταν η εποχή των χίπιδων και το μαλλί είχε ειδικό βάρος στην εξωτερική αξιολόγηση, πόσο μάλλον όταν κάποιος είχε βασίσει την καριέρα του και στην εξωτερική εμφάνιση, που προκαλούσε κρίσεις πανικού στα κοριτσόπουλα.
Με περουκίνι όμως κάποιες φορές εντοπίζουμε και τον Μπάμπη Ανθόπουλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμφάνισή του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η κόμισσα της Κέρκυρας». Ο Ανθόπουλος βέβαια, συνήθως εμφανιζόταν όπως ήταν χωρίς να δείχνει ότι νοιάζεται. Σε κάποιες ταινίες όμως, ίσως από άποψη ίσως επειδή το χρειαζόταν ο ρόλος κατέφυγε στην περούκα.
Ο Νίκος Σταυρίδης και ο Μπάμπης Ανθόπουλος. Περιστασιακά σε κάποιες ταινίες φόρεσαν περούκα.Τέλος ο Γιώργος Φούντας που ως τα τέλη της δεκαετίας του 60 διατηρούσε τα μαλλιά του αλλά στα τηλεοπτικά σήριαλ και τις κινηματογραφικές ταινίες του 70 και του 80 εμφανίζεται με ψεύτικα μαλλιά.
Ομοίως και ο Θάνος Λειβαδίτης, ένας ηθοποιός που από νωρίς φόρεσε την περούκα, σε όλη τη δεκαετία του 60, αλλά μ’αυτήν διέπρεψε τηλεοπτικά τις δύο επόμενες δεκαετίες με τα πολύ επιτυχημένα σήριαλ στα οποία πρωταγωνίστησε και έγραψε το σενάριο. Εκεί τον θυμόμαστε στην αρχή ως δικηγόρο Καρνέζη και στη συνέχεια ως δημοσιογράφο Μαρτέλη.
Αυτά ήταν τα πιο χαρακτηριστικά περουκίνια του Ελληνικού κινημαγράφου που θυμόμαστε με τα οποία έκαναν καριέρα αρκετοί ηθοποιοί, ανάμεσα σε άλλους «αναγκάστηκε» να φορέσει περούκα λόγω ρόλου, ο Κώστας Βουτσάς, στο «Γαμπρός απ’ το Λονδίνο». Αλλά δικά του μαλλιά και μάλιστα πλούσια είχε μέχρι τα γεράματα.
Αναμφισβήτητα δημιούργησαν μόδα. Καθημερινοί πολίτες που δεν άντεχαν το σοκ της τριχόπτωσης, έβαζαν περούκα. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ογδόντα ήταν συνηθισμένη πρακτική στους άνδρες. Την επόμενη δεκαετία τα περιοδικά ανέδειξαν τη γοητεία της φαλάκρας με παραδείγματα όπως ο Σαβάλας, ο Γιούλ Μπρύνερ και πιο σύγχρονους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα σε ακτινοβολία από τους έχοντες κόμη. Μια ιδέα ήταν τελικά, ώσπου αποδείχθηκε ότι ο χαρακτήρας και το υποκριτικό ταλέντο είναι πιο ισχυρά καλλιτεχνικά χαρίσματα από τις τρίχες. Πόσο μάλλον τις δανεικές.