Θρηνώ τα μαύρα νιάτα μου – στο κρύο το κελί μου, μέσ’ στα βαριά τα σίδερα – θ’ αφήσω το κορμί μου».
Στο λαϊκό τραγούδι του Σαράντη Κοτομάτη υπάρχουν όλα όσα θα έπρεπε να ξέρεις κανείς για μια από τις πιο σκληρές (ίσως η πιο σκληρή) φυλακή που έχει λειτουργήσει ποτέ στην Ελλάδα. Οι φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη ήταν αυτό που γράφει ο Δάντης Αλιγκιέρι στη «Θεία Κωμωδία»: Lasciate ogne speranza voi ch’ intrate, δηλαδή, «Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε»!
Η ιστορία του Γεντί Κουλέ
Το Επταπύργιο (η ελληνική απόδοση του τουρκικού Γεντί – επτά, Κουλέ – πύργοι) δημιουργήθηκε αρχικά σαν κάστρο. Στην ολότητά του θεωρείται υστεροβυζαντινό μνημείο. Οι ειδικοί εκτιμούν πως ως οχύρωση υπήρχε από προγενέστερες εποχές, τα κάστρα ολοκληρώθηκαν την εποχή του Μεγάλου Θεοδοσίου, στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Τυπικά, πάντως, «το φρούριο, αποτέλεσμα διαφορετικών οικοδομικών φάσεων, ολοκληρώθηκε τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους, την εποχή της αυτοκρατορικής δυναστείας των Παλαιολόγων (1261-1453)», όπως άλλωστε γράφει σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, ρωσικά) η πινακίδα που υπάρχει έξω από την κεντρική είσοδο του μνημείου.
Οι πύργοι της βόρειας πλευράς αποτελούν τμήματα του παλαιοχριστιανικού τείχους της Ακρόπολης, ενώ αυτοί της νότιας προστέθηκαν πιθανότατα κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, σχηματίζοντας τον κλειστό πυρήνα του φρουρίου. Από τους συνολικά επτά πύργους του φρουρίου ο μεσαίος της εισόδου είναι προσθήκη των Τούρκων, του 1431, οι οποίοι τον έχτισαν αμέσως μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης. Κατασκευαστής αυτού του τελευταίου πύργου είναι ο Τσαούς μπέη από τον οποίο προέρχεται και η Οθωμανική ονομασία του φρουρίου.
Το Επταπύργιο με την πάροδο των χρόνων και την ανάπτυξη των επιθετικών όπλων έχασε τη χρησιμότητα του ως απόρθητο κάστρο και έτσι οι Οθωμανοί αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να αλλάξει η χρήση του. Έτσι, περίπου από το 1890 και έπειτα το Γεντί Κουλέ μετατράπηκε σε μια φυλακή όπου και μόνο η σκέψη της απόδρασης ήταν απαγορευμένη έννοια.
Το Επταπύργιο πέρασε στην ιστορία ως ένα από τα πιο σκληρά κολαστήρια της Οθωμανικής διοίκησης. Όταν το 1912 η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε το μόνο που άλλαξε ήταν το… Ελληνικής που αντικατέστησε το Οθωμανικής.
Οι φυλακισμένοι χαρακτήριζαν το Γεντί Κουλέ «υγρό τάφο». Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε μέσα στο κολαστήριο είναι πως για πολλά χρόνια δεν υπήρχε κανένας απολύτως διαχωρισμός ανάμεσα στους κρατούμενους. Ισοβίτες που είχαν καταδικαστεί εξαιτίας σκληρών εγκλημάτων που είχαν κάνει, έμεναν στα ίδια κελιά με ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί σε μερικούς μόνο μήνες φυλάκισης για αδικήματα μικρότερης ποινικής σημασίας.
Πολλοί γνωστοί κατάδικοι εξέτισαν μεγάλο μέρος της ποινής της στα σκοτεινά, υγρά και ανήλιαγα κελιά της φυλακής. Ένας από αυτούς ήταν ο λήσταρχος Μήτρος Τζατζάς που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο Τζατζάς ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία αλλά και εκείνες των πλούσιων αδερφών Κουκουμπάνη και των βουλευτών Μελά και Μυλωνά. Κρατούμενος στο Γεντί Κουλέ ήταν και ο θρυλικός λήσταρχος Γιαγκούλας
Το Γεντί Κουλέ στα νεότερα χρόνια και το τραγούδι του Καλδάρα
Όταν στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς του, το Γεντί Κουλέ ήδη είχε για πολλά χρόνια τη φήμη μιας σκληρής και απάνθρωπης φυλακής. Αυτό φρόντισε να εκμεταλλευτεί ο δικτάτορας προκειμένου να τιμωρήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εκατοντάδες αριστεροί αντιφρονούντες φυλακίστηκαν εκεί την περίοδο της δικτατορίας.
Σε ότι αφορά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής κατοχής τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Υπολογίζεται πως 500 Έλληνες εκτελέστηκαν στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο που είχε δημιουργηθεί εκεί. Μαρτυρικές στιγμές έζησαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα δεν είναι ένα ερωτικό τραγούδι όπως νομίζουν οι περισσότεροι αλλά «κρύβει» πίσω του μια ιστορία φρίκης. Αυτή των πολιτικών κρατούμενων που πέρασαν από το Επταπύργιο.
«Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι – καλή του ώρα και αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε..
Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω – δεν ξέρω έτσι και άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45» είχε πει σε συνέντευξή του ο σπουδαίος λαϊκός δημιουργός.
Το τραγούδι του Καλδάρα, ωστόσο, έπεσε στα «νύχια» της λογοκρισίας που τον ανάγκασε να αλλάξει τους στίχους.
Οι αρχικοί στίχοι ήταν:
Στα κελιά της περιβόητης φυλακής εξέτισε την ποινή του, πριν βρεθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και εκτελεστεί (τον Φεβρουάριο του 1968 εντός των φυλακών) και ο φερόμενος ως «Δράκος του Σέιχ Σου», Αριστείδης Παγκρατίδης σε μια υπόθεση που συγκλόνισε και δίχασε την ελληνική κοινωνία.
Στην περίοδο της χούντας τα κελιά του Επταπυργίου μετατράπηκαν σε κολαστήρια για τους αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα. Τα καψώνια και τα βασανιστήρια ήταν καθημερινό φαινόμενο. Λέγεται μάλιστα πως οι κραυγές πόνου και απόγνωσης ακούγονταν μέχρι και έξω από τα τείχη! Ένας από τους… επώνυμους κρατούμενους αυτού του κολαστηρίου, το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, Λεωνίδας Κύρκος, είχε χαρακτηρίσει τις φυλακές του Επταπυργίου «μνημείο ανθρώπινης βαρβαρότητας».
Μετά την πτώση της χούντας, το 1974, εκδηλώθηκε ένα κίνημα ανθρώπων που ζητούσαν να κλείσει επιτέλους το Γεντί Κουλέ και να μεταφερθούν οι φυλακές σε άλλο σημείο και σε εγκαταστάσεις καλύτερες που θα σέβονταν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στο κίνημα αυτό συμμετείχαν κυρίως πρώην πολιτικοί κρατούμενοι (μπροστάρης ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης), οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, ενώ και οι εισαγγελείς ξεκίνησαν τις δικές τους έρευνες. Τελικά, το 1989 οι φυλακές έκλεισαν και μεταφέρθηκαν σε νέες εγκαταστάσεις στα Διαβατά. Το Επταπύργιο περιήλθε στην κυριότητα του υπουργείου Πολιτισμού και μετατράπηκε σε μουσείο.
Νίκος Δεμισιώτης – reader.gr