Τετάρτη, 27η Νοεμβρίου 2024  4:55 πμ
Δευτέρα, 27 Μαϊος 2024 22:57

Επίκειται η ανάδειξη του στρατηγείου και στρατοπέδου του Αρχιστρατήγου Γεωργίου Καραϊσκάκη στην Ανάληψη Θέρμου

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας

Πριν 199 χρόνια έφθασε στην Δερβέκιστα Αιτωλίας, σημερινή Ανάληψη, κοινότητα του Δήμου Θέρμου, ο Αρχιστράτηγος των Επαναστατημένων Ελλήνων Γεώργιος Καραϊσκάκης.

Διάλεξε την περιοχή όπου και στρατοπέδεψε με κριτήρια την φυσική οχύρωση του τοπίου, τα άφθονα νερά, την απεριόριστη θέα και τους φιλόξενους κατοίκους. Εκεί έστησε το αρχηγείο του στην πλαγιά πάνω από το σημερινό χωριό.

Σύμφωνα με τον σημερινό ιδιοκτήτη της περιοχής, όπου βρίσκονται τα ερείπια του στρατηγείου, κύριο Ιωάννη Κασόλα, το οίκημα ήταν διώροφο  και είχε πολεμίστρες.

Ο ίδιος έχει δει παλιά φωτογραφία που ήταν στην κατοχή του αείμνηστου δασκάλου, ιστορικού ερευνητή, συγγραφέα και Δημοτικού Συμβούλου Κωνσταντίνου Καρακόϊδα. (Σημ.1η)

Η κυρία Χαρίκλεια Κασόλα, σύζυγος του Ιωάννη Κασόλα, μας ξενάγησε στα ερείπια, εμένα και τον συνοδοιπόρο μου σε «ιστορικά μονοπάτια»  Β.Κ., και μας μίλησε για την τοποθεσία με την απαράμιλλη θέα.

Μας είπε ότι πριν αρκετά χρόνια καθαρίστηκε το μονοπάτι, τσιμεντώθηκαν κάποια ανηφορικά σημεία του και μπήκε μια πινακίδα στον τοίχο που απόμεινε όρθιος από το παμπάλαιο οχυρωμένο αρχοντόσπιτο όπου διέμενε ο Καραϊσκάκης.

Τώρα όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι από την άγρια βλάστηση και δένδρα φυτρώνουν μέσα από τις πέτρες. Η πινακίδα-αν δεν την πήρε ο αέρας-είναι καλυμμένη από τον κισσό.

Φύγαμε με την υπόσχεση να γυρίσουμε πάλι για καλύτερη φωτογράφιση του τοπίου και συλλογή περισσότερων πληροφοριών από όσους γνωρίζουν.

Και αυτοί είναι πολλοί στο χωριό, όπως ο κύριος Ευάγγελος Δρόσος, η κυρία Φωτεινή και άλλοι συγχωριανοί με τους οποίους συζητήσαμε στο κεντρικότερο σημείο της Ανάληψης κάτω από τον ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

Οι Αναληψιώτες έχουν από  το 1964-πριν 60 χρόνια-ιδρύσει τον δραστήριο σύλλογο «Σύλλογος Αναληψιωτών Αιτωλίας». Μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα του που έκανα γυρίζοντας πίσω, με κατατόπισε με εγκυρότητα στα ιστορικά θέματα της Παλιάς Δερβέκιστας. Αλλά  και της Ανάληψης, που πήρε το όνομα αυτό το 1928, πριν σχεδόν εκατό χρόνια.

Κατηφορίζοντας προς το Θέρμο σταματήσαμε στις σκιερές πηγές του Κεφαλόβρυσου. Εκεί τρέχουν από παντού νερά και είναι ο τόπος κυριολεκτικά ένας δροσερός παράδεισος, ακόμα και με την μεσημεριανή ζέστη.

Σε συνάντηση στο Αγρίνιο με τον κύριο Σπυρίδωνα Κωνσταντάρα τον Δήμαρχο Θέρμου και σε ερώτησή μου σχετικά με την ανάδειξη του ιστορικής σημασίας στρατηγείου του Καραϊσκάκη, μου απάντησε με τα λόγια: «Ο Δήμος Θέρμου προχωρεί στην αγορά της περιοχής του στρατηγείου του Γεωργίου Καραϊσκάκη στην Ανάληψη, από τους νόμιμους ιδιοκτήτες και θα προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες και εργασίες, για την πλήρη και κατάλληλη αξιοποίηση του ιστορικού αυτού μνημείου».

Σε δυο χρόνια όλη η Ελλάδα θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από την Ηρωϊκή έξοδο των υπερασπιστών της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου στις 10 Απρίλη του 1826

Στην Δερβέκιστα έφθασαν τότε όσοι λαγάρισαν ζωντανοί από τους κυνηγημένους εξοδίτες. Εκεί βρήκαν φαΐ και προστασία από τους φιλόξενους κατοίκους.

Νοιώθω στο βάθος της καρδιάς μου ένα ευχαριστώ για «εκείνους τότε», καθώς ένας από αυτούς που επιβίωσαν της εξόδου, και σίγουρα πέρασε από την Δερβέκιστα,  ήταν ο προ-προ πάππους μου (παππούς του παππού μου) Κωνσταντίνος Τσατσαρώνης. (Σημ. 2η)

Τι καλύτερο θα είναι όταν σε δυο  χρόνια, στο αποκορύφωμα των επετειακών εκδηλώσεων, να «ξαναφθάσουν» στην Ανάληψη,  συμβολικά ιστορικοί προσκυνητές, ακολουθώντας το πιο γνωστό μονοπάτι των εξοδιτών και να αντικρύσουν το μνημείο!

Είναι ευχή όλων των κατοίκων η κατασκευή του μνημείου, καθώς και η αξιοποίηση για πολιτιστικό σκοπό του παλιού πετρόχτιστου Δημοτικού Σχολείου, το κεντρικό από τα πέντε που λειτουργούσαν παλιά όταν το χωριό αριθμούσε δυο χιλιάδες ψυχές.

Ακολουθεί η πλήρης ομιλία του του Δάσκαλου Κώστα Καρακόϊδα που μου την παρέδωσε για δημοσίευση, μετά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στο σταυροδρόμι έξω από το Πετροχώρι στις 23 Ιούλη του 2021.

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΡΟΥΜΕΛΗ

Από Κώστα Χρ. Καρακόιδα  (Πετροχώρι 23-07-2021)

        «Όπως αναφέρεται και στο πρόγραμμα της σημερινής και πολύ σημαντικής εκδήλωσης των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Αρχιστρατήγου της Ρούμελης, Γεωργίου Καραϊσκάκη, θα σας μιλήσω για «Τη ζωή και τη δράση του Γ. Καραϊσκάκη, κυρίως στη Δυτική Ρούμελη, αλλά και για το όραμά του και το μεγαλείο του».      

        Στα 1780 στη Σκουληκαριά της ΄Αρτας, κατ’ άλλους στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας, γεννιέται ένας απλός κι άσημος ΄Ελληνας, που έμελλε να γίνει η κορυφαία στρατιωτική φυσιογνωμία της Επανάστασης των Ελλήνων του ΄21.

        Γράφτηκε κι ειπώθηκε από κάποιους πως ήταν γέννημα του παράνομου έρωτα της νεαρής καλογριάς, Ζωίτσας Διμισκή, με το συγχωριανό της, Ν. Πλακιά, π’ αντάμωσαν σε κάποιο μοναστήρι της Σκουληκαριάς των Τζουμέρκων. Για μερικούς δε παιδί του κλέφτη Αραπόγιαννη ή κάποιου άγνωστου τσιγγάνου.

        Όμως, η επικρατέστερη άποψη είναι πως ήταν καρπός του αρματολού του Βάλτου, Δημήτρη Καραΐσκου, που βρέθηκε στον Αη Γιώργη του Μαυροματιού, όπου μόναζε η Ζωή Διμισκή κι εκεί ο φυσικός ο πειρασμός λειτούργησε και κάρπισε του «Γένους το καμάρι». Γι’ αυτό, ως φαίνεται από τ’ όνομα του Αη Γιώργη, βγήκε το Γιώργος κι από το Καραΐσκος, Καραϊσκάκης, όπως ο ίδιος το προτίμησε και χωρίς ποτέ να κρύψει πως είναι ο νόθος γιος τής καλογριάς, όπως ακριβώς καταγράφτηκε θριαμβευτικά στην ιστορία.

        Η άμοιρη καλογριά με το νόθο γιο της κυνηγημένη από τη μολεμένη τιμή της, αλλά γεμάτη απ’ αντοχή, γυρίζει από τόπο σε τόπο, για να ’βρει αποκούμπι. Αναφέρεται πως ο μικρός Γιώργος πέρασε κάποια χρόνια με τους Σαρακατσαναίους στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας, κατ’ άλλους πως βρέθηκε για κάποια περίοδο στο χωριό της μάνας του, τη Σκουληκαριά, κι από άλλους λέγεται πως έζησε με την υπηρέτρια μάνα του, κοντά στα 8 χρόνια, στ’ αρχοντικό του αρματολού του Βάλτου Δ. Καραΐσκου. Από πολύ μικρός έμεινε ορφανός και από μητέρα κι έτσι πολύ πρόωρα μπαίνει στην ήδη σκληρή ζωή, ζώντας ανάμεσα στους τσελιγκάδες του Μαυροματιού της Καρδίτσας, παλεύοντας για ένα κομμάτι ψωμί.

        Όπως και να ’χουν τα πράγματα, είναι βέβαιο πως τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια τού Καραϊσκάκη ήταν πολύ στερημένα, δύσκολα κι αφάνταστα σκληρά, έτσι που τον έκαναν από πολύ μικρό δυνατό στην ψυχή και στο μυαλό, απέραντα τολμηρό κι αποφασιστικό.

        Μη μπορώντας ν’ αντέξει τη ζωή του δούλου των Τούρκων, αλλά και θαμπωμένος από την παλικαριά και τις περιπέτειες των Ελλήνων κλεφτών, από μικρός ακόμη μπαίνει στην κλέφτικη ζωή. Κι όπως είπε κι ο Γ. Μακρυγιάννης, «ο Καραϊσκάκης από δέκα χρονών παιδί γίνηκε κλέφτης», αλλά κι όλες οι διασταυρωμένες μαρτυρίες λένε πως ο Καραϊσκάκης, πάνω κάτω στα 15 του χρόνια, κρατούσε ήδη το κλέφτικο τουφέκι.

        Έτσι 15χρονο τον συναντάμε στη Γράλιστα της Καρδίτσας, όπου οι σπηλιές, οι λαγκαδιές, οι πλαγιές και τα διάσελα των Α-γράφων γίνονται ο ζωτικός του χώρος. To ξακουστό κλεφτόπουλο, που λεγόταν Καραϊσκάκης, δε θ’ αργήσει να πέσει στα χέρια του Αλή πασά των Ιωαννίνων, που, ναι μεν το τιμώρησε σκληρά, περνώντας το από φάλαγγα, αλλ’ όμως δεν το χάλασε, γιατί, διακρίνοντας τις ξεχωριστές του ικανότητες, σκέφθηκε πως θα το χρειασθεί απέναντι στους άσπονδους εχθρούς του, παρότι γνώριζε πως είχε έναν απρόβλεπτο δαίμονα στον κόρφο του.

         Παραμένει για κάποια χρόνια στο σαράι του Αλή πασά και στ’ άκουσμα των ανδραγαθημάτων του κλέφτη Κατσαντώνη γίνεται θεριό, που δεν έβλεπε την ώρα πότε κι αυτός να φθάσει εκεί στα λημέρια του πρωτοκλέφτη των Αγράφων, για να νιώσει ελεύθερος και να πάρει εκδίκηση για το μεγάλο κακό που γινόταν σε βάρος του Γένους του. Έτσι, 25χρονος πια, καταφεύγει στα λημέρια του Κατσαντώνη, του οποίου την παλικαριά και την αντρειοσύνη την πήρε και την τράνεψε όσο κανένας άλλος ήρωας της Επανάστασης του ’21. Γράφτηκε πως ένα από τα τρία βόλια, που σκότωσαν τον εκλεκτό και φοβερό του Αλή, Βεληγκέκα, ήταν του Καραϊσκάκη.   

        Το 1807 ο καπετάνιος Κατσαντώνης πιάνεται κι οδηγείται στα Γιάννενα, όπου βρίσκει φρικτό θάνατο. Ο Καραϊσκάκης καθώς κι άλλα παλικάρια του Κατσαντώνη καταφεύγουν στα Ιόνια νησιά, γυρεύοντας από τους εκεί Ευρωπαίους κατακτητές να βοηθήσουν την πατρίδα τους, την Ελλάδα. Τίποτε, όμως, απ’ όλα αυτά. Έτσι, απογοητευμένοι επανέρχονται στ’ Άγραφα περί το 1814, όμως οι Κατσαντωναίοι έχουν σχεδόν όλοι εξοντωθεί κι ο Γ. Καραϊσκάκης με άλλους καπεταναίους, φθάνουν στα Γιάννενα και προσκυνούν τον τύραννο Αλή, παίζοντας μαζί του και το δικό τους παιχνίδι. Ο Αλή πασάς και πάλι δε χάλασε τον Καραϊσκάκη, γιατί τώρα τον είχε ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε, καθότι ο τύραννος των Ιωαννίνων άρχισε να πέφτει στη δυσμένεια του Σουλτάνου, με αποτέλεσμα να έχει τώρα μεγαλύτερη εμπιστο-σύνη στους Ρωμιούς παρά στους Τούρκους. Την περίοδο αυτή παντρεύεται και τη Γκόλφω με την οποία θ’ αποκτήσει 4 παιδιά (δύο κόρες και δύο γιούς).

        Εδώ στο σαράι του Αλή ο Γ. Καραϊσκάκης, μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο κι άλλους καπεταναίους, θα μυηθούν στη Φιλική Εταιρεία κι έτσι όλοι μαζί από το παλάτι του Αλή δουλεύουν μυστικά για τη λευτεριά της πολύπαθης πατρίδας τους και που σε λίγο θα πάρουν το δρόμο προς τη Ρούμελη.

        Στις 30 Μαΐου του 1821, ο Καραϊσκάκης κοντά στο Κομπότι της Άρτας με λίγους συντρόφους του χτυπά τους Τούρκους, όπου και τραυματίζεται. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου πολεμά και πάλι τους Τούρκους παρέα με το Μάρκο Μπότσαρη, το Γιάννη Μακρυγιάννη, κι άλλους καπεταναίους, ώσπου καταφέρνουν να μπουν μέσα στην Άρτα.  

      Το 1822 οι Φαναριώτες, με προεξάρχοντα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τα ταίριαξαν με τους κοτσαμπάσηδες και τους μεγαλονοικοκυραίους νησιώτες κι από τότε αρχίζει το κυνηγητό κι ο ύπουλος ξολοθρεμός των μεγάλων λαϊκών αγωνιστών της Επανάστασης του ΄21, όπως του Κολοκοτρώνη, του Ανδρούτσου, του Βαρνακιώτη, του Υψηλάντη, του Καραϊσκάκη, κ.ά.

        Ο «πρίγκιπας» Μαυροκορδάτος ουσιαστικά δεν πίστευε πως με τον ένοπλο αγώνα θα μπορούσε ν’ απελευθερωθεί η Ελλάδα κι ως αγγλόφιλος θεωρούσε πως ένα μικρό μόνο κομμάτι της πατρίδας μας, έστω η Πελοπόννησος, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει σχετική ανεξαρτησία, στην οποία, βέβαια, μικρή Ελλάδα και με τη βοήθεια του ξένου αγγλικού παράγοντα, θα ήταν ο ίδιος ηγεμόνας.

        Στην αντίπερα όχθη υπήρχε ο ανυπότακτος οραματιστής, ο πολέμιος των άστοχων πολιτικών στοχασμών, ο πιο γνήσιος εκφραστής του σκλαβωμένου Έλληνα στον οποίο στηρίχθηκαν τα θεμέλια της ελευθερίας της πατρίδας μας, ο Γ. Καραϊσκάκης, που έβλεπε την ελευθερία να κατακτιέται μόνο μέσα από σκληρό αγώνα και σκληρή πάλη με τον εχθρό και μέσα από μεγάλες θυσίες κι αίματα.

        Το όραμα κι ο ανυπότακτος χαρακτήρας τού κατ’ αρχήν άσημου Γ. Καραϊσκάκη, που μόνο τ’ όνομά του ήξερε να γράφει, ερέθιζε σε αφάνταστο βαθμό τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο, που έβλεπε το μεγάλο ήρωα ως σημαντικό εμπόδιο στα σχέδιά του.

        Αρχές τoυ 1823 τον βρίσκουμε να στήνει καρτέρι στο στράτευμα του Ισμαήλ Πλιάσα που ήταν από το ασκέρι του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη, που επέστρεφε ταπεινωμένο από το άπαρτο Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία και που προσπαθούσε να περάσει τον πλημμυρισμένο Αχελώο στη θέση Σοβολάκο της Αιτωλ/νίας.

        Αύγουστο του 1823 ο Γ. Καραϊσκάκης είναι σοβαρά άρρωστος στο μοναστήρι του Προυσού, περίοδο κατά την οποία ο γενναίος Μάρκος Μπότσαρης δίνει την τελευταία του μάχη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου με τον Σκόνδρα πασά, όπου σκοτώνεται και τον κλαίει όλη η Ελλάδα, πολύ δε περισσότερο το Μεσολόγγι.

        Ο Καραϊσκάκης που δεν είχε κανένα πρόβλημα ν’ αναγνωρίσει την παλικαριά και την ανωτερότητα των συντρόφων του μετά το θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Μάρκου Μπότσαρη είπε: «Ο Οδυσσέας πάει, τον έφαγε η καλαμαριά (δηλ. οι πολιτικοί) ο Μ. Μπότσαρης σκοτώθηκε. δε μένει πια κανένας. Ο Μάρκος ήτανε τρανός! Είχε μυαλό όσο κανένας άλλος, καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκια σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δεν του φτάνουμε εμείς…». Είπε ακόμη πως «Σαν το Μάρκο ήρωα μάνα δεν ξαναγεννάει». Η ταπεινοφροσύνη και η εντιμότητα του μεγάλου ήρωά μας σ’ όλο της το μεγαλείο.

        Τον Οκτώβριο του 1823 συναντάμε τον Καραϊσκάκη στην Κεφαλλονιά, όπου γυρεύει τη γιατριά του. Οι γιατροί τού συνιστούν να εγκαταλείψει τη σκληρή κι επικίνδυνη για την υγεία του ζωή τού πολέμου. «Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος του πεθαμού, που τόνε λογάριαζαν πια για άχρηστο, από κει και πέρα θα κάνει τα μεγάλα κατορθώματα που θα του χαρίσουν τη δόξα και την αθανασία…»

        Στο Αιτωλικό, 2 Απριλίου του 1824, ο Καραϊσκάκης οδηγείται από το Μαυροκορδάτο σε δίκη – παρωδία, κατά την οποία ναι μεν στιγμάτισε ως προδότη τον Καραϊσκάκη, αλλ’ όμως δεν μπόρεσε να τον εξοντώσει, γιατί πάντα ο γενναίος στρατηγός με το κοφτερό μυαλό του και την παλικαριά του ήξερε ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές. Βέβαια, δεν ξέρουμε αν ο θάνατός του ήταν «Συμπτωματικό γεγονός ή οργανωμένη δολοφονία», όπως έγραψαν κάποιοι ιστορικοί.

        Μετά τ’ αποτελέσματα της δίκης του Αιτωλικού ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μεταφερόμενος πάνω στο ξυλοκρέβατο από τα παλικάρια του, σ’ ένα ταξίδι κατατρεγμού και θριάμβου τραβάει για τ’ αρματολίκι των Αγράφων. Κι ο λαός, που τώρα έμαθε για τον Καραϊσκάκη, καθώς βαδίζει προς Άγραφα τον δοξάζει και τον ευγνωμονεί και τα 80 παλικάρια του, στο δρόμο προς τ’ Άγραφα, γίνονται 750.

        Απογοητευμένος επιστρέφει στα Σάλωνα, όπου δε θ’ αργήσουν οι πολιτικάντηδες του Ναυπλίου να εμπλέξουν τους Ρουμελιώτες αγωνιστές στη δίνη του δεύτερου εμφύλιου σπαραγμού. Όλοι αυτοί οι καπεταναίοι, μαζί τους κι ο Γ. Καραϊσκάκης, αρχές Δεκεμβρίου του 1824 βρίσκονται στο Μοριά και παρασυρμένοι λεηλατούν και καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα. Όμως, παρά τη φοβερή καταιγίδα του εμφυλίου, ο Γ. Καραϊσκάκης ήταν ένας απ’ αυτούς που μπόρεσε να τιθασεύσει τον εαυτό του σε μεγάλο βαθμό και να σεβαστεί τον τόπο. «.. ο κόσμος απελπίσθη – γράφει ο Φωτάκος – και μόνον από τους μεγάλους καπεταναίους Καραϊσκάκην και Κίτσον Τζαβέλαν ήλπιζον μικράν τινά παρηγορίαν…»  

         Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Μαυροκορδάτου και του Κουντουριώτη εναντίον του Ιμπραήμ και την ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι της Μεσσηνίας (7 Απριλ. 1825), ο Καραϊσκάκης καθώς κι άλλοι καπεταναίοι Ρουμελιώτες και Σουλιώτες με 2.000 άνδρες επιστρέφουν στη Ρούμελη, για να διαφεντέψουν τον τόπο τους και να πολεμήσουν τον κατακτητή, όπως πολύ καλά αυτοί γνώριζαν.

         Περί τα μέσα Απριλίου 1825 το Μεσολόγγι πολιορκείται και δίνει το δικό του αγώνα ενάντια στον πολιορκητή Κιουταχή με τον πολυάριθμο στρατό του. Οι πολιορκημένοι μαθαίνουν πως ο Καραϊσκάκης πάτησε και πάλι στη Ρούμελη κι όπου να ’ναι ο διαβολεμένος και γρήγορος στις πολεμικές του επιχειρήσεις ιδιοφυής στρατηγός, θα έρθει και στο Μεσολόγγι.

        Χωρίς καθυστέρηση ξεκινά για να ελευθερώσει τη Δυτική Ρούμελη. Λευτερώνει τα χωριά της περιοχής διώχνοντας και φοβερίζοντας τους Τούρκους, αλλ’ όμως βιάζεται να φθάσει στην μαρτυρική πολιορκημένη πολιτεία, το Μεσολόγγι.

        Από την περιοχή του Καρπενησίου κατεβαίνει στα Κράβαρα και στη θέση Άμπουλα των Κραβάρων ανταμώνει με τον Κίτσο Τζαβέλα, κι εκεί τους έρχεται το μήνυμα από τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες για κοινό γιουρούσι εναντίον του Κιουταχή.

        Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, μέσω Δερβέκιστας, δύο χιλιάδες άνδρες με τους αρχηγούς τους Κ. Τζαβέλα, Σιαφάκα, Χρ. Φωτομάρα, Γ. Βαλτινό και με αρχηγό τον αετό της Ρούμελης Καραϊσκάκη, στις 25 Ιουλίου 1825 νυκτομαχούν με το στράτευμα του Κιουταχή έξω από το Μεσολόγγι και του προκαλούν μεγάλο χαλασμό. Κατά τον Σπυρομίλιο, από την πλευρά του εχθρού, θα πρέπει να φονεύθηκαν και να πληγώθηκαν περί τις δύο χιλιάδες,  όμως δεν μπόρεσαν να διαλύσουν το στρατόπεδο του Κιουταχή.

        Η νυκτομαχία Καραϊσκάκη – Κιουταχή, όπως βάφτισε ο Αινιάν τη μάχη του στρατεύματος του Γ. Καραϊσκάκη εναντίον των Τούρκων έξω από το Μεσολόγγι στις 25 προς 26 Ιουλίου του 1825, ήταν  ένα από τα πιο αξιόλογα ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης του ΄21.

        Το Πετροχώρι την εποχή εκείνη ήταν επίκαιρη στρατηγική θέση, «το κλειδί όλων των Επαρχιών της Δυτικής Ελλάδος», κατά τον ίδιο τον Καραϊσκάκη, καθότι από εκεί περνούσε ο βατός δρόμος που οδηγούσε από Αγρίνιο στα Κράβαρα κι από εκεί στο Λιδορίκι και στα Σάλωνα. Γι’ αυτό έπρεπε με κάθε θυσία να εκδιωχθεί το τούρκικο σώμα των 2.500 περίπου ανδρών από το Πετροχώρι, όπου είχε στρατοπεδεύσει, έτσι ώστε να είναι ανοιχτός ο δρόμος των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη προς την Ακαρνανία και το πολιορκημένο Μεσολόγγι, αλλά και για να διακοπεί η επικοινωνία των Τούρκων της Δυτ. Ρούμελης με τους Τούρκους των Σαλώνων. Το τούρκικο αυτό σώμα, που ήταν στο Πετροχώρι, στο πέρασμά του σκορπά το χαλασμό.

       Ο Καραϊσκάκης μετά τη νικηφόρα νυκτομαχία με τον Κιουταχή, έξω από το Μεσολόγγι, στρατοπεδεύει στο γειτονικό χωριό, Δερβέκιστα και μετά από τέσσερις ημέρες, 30 Ιουλίου του 1825, δίνει την πρώτη μάχη εναντίον του Άγου Μουχουρντάρη εδώ στο Πετροχώρι. Οι διάφοροι ακροβολισμοί και τα ευφυέστατα στρατηγήματα του Καραϊσκάκη στο Πετροχώρι που διήρκεσαν σχεδόν 10 ημέρες (30 Ιουλίου μέχρι 8 Αυγούστου 1825), σκόρπισαν τον τρόμο και τον πανικό στο στράτευμα του Μουχουρντάρη, το οποίο, κακήν κακώς, αφήνοντας πίσω του και πολλά λάφυρα, περνώντας μέσα από τη Μακρυνεία, κατέφυγε στο στρατόπεδο του Κιουταχή έξω από το Μεσολόγγι.

        Είναι ν’ απορεί κανείς πώς τέλος πάντων κινούνταν τόσο γρήγορα κι αποτελεσματικά! Στις 15 Ιουλίου του 1825 πολεμά τους Τούρκους στο Καρπενήσι, ελευθερώνει την πόλη και στις 25-26 του ίδιου μήνα προκαλεί το σοβαρό χαλασμό του Κιουταχή έξω από το Μεσολόγγι. Από εκεί στις 30 του μήνα δίνει μάχη στο Πετροχώρι με τον ΄Αγο Μουχουρντάρη και που μετά από λίγες μέρες πετυχαίνει την εκδίωξή του και τη φυγή του στο Μεσολόγγι.

        Δίκαια, λοιπόν, ο εθνικός μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, θα τον αποκαλέσει «Αχιλλέα της ρωμιοσύνης».

        Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Καραϊσκάκη, μ’ όλες αυτές τις γρήγορες κι ευφυέστατες πολεμικές του επιχειρήσεις αρχίζει σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται. Οι νυκτομαχίες κι οι νυκτερινές και γρήγορες πορείες τού μεγάλου στρατάρχη ήταν από τα συνηθισμένα του και πάντα έβγαινε νικητής, γιατί μόνο με το νυχτερινό αιφνιδιασμό το λιγοστό στράτευμά του μπορούσε ν’ αντιβγεί στον τακτικό στρατό του εχθρού.

         Από το στρατόπεδο της Δερβέκιστας, περνά και πάλι στο Καρπενήσι και στ’ Άγραφα στρατολογώντας άνδρες. Φθάνει στον Αστακό και ύστερα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, όπου προτείνει στους πολιορκημένους σχέδιο αποκοπής του ανεφοδιασμού του Κιουταχή στο Κεφαλόβρυσο του Αιτωλικού, το οποίο, δυστυχώς, δεν το δέχτηκαν οι πολιορκημένοι. Μετά τρεις μήνες πολεμώντας γύρω από το Μεσολόγγι, αρχές Δεκεμβρίου του 1825 ο αρχιστράτηγος έρχεται και πάλι στη Δερβέκιστα, αλλά τι άδικο!   

        Αυτός που με την αντρειοσύνη του και την ξεχωριστή στρατηγικότητα και μαχητικότητά του κατάφερε τόσες και τόσες νίκες στη Δυτική Ρούμελη και που κρατούσε τη φλόγα της Επανάστασης αναμμένη όσο κανένας άλλος, δεν άρεσε στους πολιτικάντηδες της Κυβέρνησης του Ναυπλίου και του αφαιρούν την αρχηγία του στρατοπέδου της Δερβέκιστας, σβήνοντας έτσι και τις τελευταίες ελπίδες για εθνική ανάταση και σωτηρία του Μεσολογγίου.

        Το στόμα και το τουφέκι του μεγάλου στρατηγού σωπαίνει, προς στιγμήν, στην πιο κρίσιμη στιγμή της Επανάστασης, τόσο άδικα και τόσο επιπόλαια, με αποτέλεσμα η Επανάσταση να οδεύει προς το τέλος της. Η μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία του 1821, που λεγόταν Γεώργιος Καραϊσκάκης, αυτός που είχε τη δυνατότητα να παράγει και να υλοποιεί οράματα κι ελπίδες του σκλαβωμένου λαού του, αυτός που ενέπνεε κι έπειθε και τους πλέον ατίθασους και δειλούς στρατιώτες με το να ρίχνεται κι αυτός στη μάχη, μη μπορώντας να διακρίνεις αν ήταν «στρατηγός ή στρατιώτης», αυτός που ήξερε να σχεδιάζει και να κερδίζει τις μάχες, δυστυχώς από τους παραπαίοντες της Διοίκησης μπαίνει σε καραντίνα και το τραγικό αποτέλεσμα δε θ’ αργήσει να φανεί.

        Στις 10 Απριλίου 1826 και μετά από ένα χρόνο οδυνηρής πολιορκίας, το Μεσολόγγι χάνεται κι όλη η Ρούμελη προσκυνά τον Κιουταχή.

       Ο ευφυέστατος Καραϊσκάκης, για να κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο, φεύγει από Δερβέκιστα προς Πλάτανο Ναυπακτίας και προβαίνει και πάλι στα γνωστά «καπάκια» με τους Τούρκους, χωρίς ποτέ να προσκυνήσει, ώσπου στις 17 Ιουνίου 1826 φθάνει στο Ναύπλιο με στόχο να εξαντλήσει και τις τελευταίες δυνατότητες επανάκαμψης του μεγάλου Αγώνα, που για όλους ουσιαστικά ήταν τελειωμένη υπόθεση, εκτός απ’ αυτόν.

        Τρεις φορές η Επανάσταση του 1821 έφθασε στο χείλος της αβύσσου και τις τρεις φορές σώθηκε από τους λαϊκούς ήρωες του επαναστατημένου λαού μας. Την πρώτη φορά έσωσε την Επανάσταση ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης με την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, τη δεύτερη φορά οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου και τώρα για τρίτη φορά ο Γ. Καραϊσκάκης, που με τη διορατικότητά του και τις άφθαστες στρατηγικές του ικανότητες, μετά την πτώση του Μεσολογγίου δεν το βάζει κάτω και κάνει τ’ αδύνατα δυνατά, ώσπου τελικά τα καταφέρνει!

        Στο Ναύπλιο που πήγε μετά την πτώση του Μεσολογγίου, με πολύ κόπο μπόρεσε, τουλάχιστον, να πάρει στα χέρια του το χαρτί της αρχιστρατηγίας της Ρούμελης κι έτσι να είναι ελεύθερος να εκστρατεύσει κατά των Τούρκων και του Κιουταχή, που είναι στρατοπεδευμένος στην Αττική και πολιορκεί την Ακρόπολη. Κι όπως έγραψε ο γραμματέας του Καραϊσκάκη, Δημ. Αινιάν, του έδωκαν το αξίωμα και την άδεια της εκστρατείας για να τον ξεφορτωθούν, παρά γιατί πίστευαν στην επιτυχία της εκστρατείας του.   

        Έτσι, πριν ξεκινήσει για τη Ρούμελη, πάει στο Άργος, όπου γίνεται το μεγάλο αδελφικό αντάμωμα με το γενναίο του Μοριά, Θεόδ. Κολοκοτρώνη, συγκεντρώνει πάνω κάτω 500-600 άνδρες – πολύ μικρό αριθμό στρατιωτών για μια τόσο μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Κιουταχή στην Αττική – αλλ’ όμως δεν απελπίζεται και να, στις 19 Ιουλίου του 1826, παίρνει το δρόμο της δόξας και του θριάμβου του δικού του και της πατρίδας μας.

       Ο Γ. Καραϊσκάκης σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή κατόρθωσε τα ακατόρθωτα. Με τη γενναιότητά του και τη δυναμική του προσωπικότητα μπόρεσε κι ένωσε στο στρατόπεδο της Ελευσίνας, υπό την αρχηγία του, όλους τους Έλληνες: Ρουμελιώτες, Σουλιώτες, Μοραΐτες, ακόμη και σκληρούς κι επώνυμους αντιπάλους του. Τον δε Απρίλιο του 1827, που ήταν έτοιμος για τη μεγάλη σύγκρουση με τον Κιουταχή στην Αθήνα, οι 600 στρατιώτες με τους οποίους ξεκίνησε από το Ναύπλιο, θα γίνουν 12.000 ετοιμοπόλεμο στράτευμα.

        Ο Καραϊσκάκης μέσα από πολλές δυσκολίες οργανώνει σιγά σιγά το στρατόπεδό του, αποφεύγοντας την ανοικτή σύγκρουση με τον εχθρό, μια πολεμική τακτική που την ακολουθούσε συστηματικά.

        Μέσ΄ στη φωτιά του πολέμου και στη μεγάλη αγωνία που διακατέχει αυτή την περίοδο (Αύγουστο του 1826) τον μεγάλο ήρωά μας, έρχεται το θλιβερό μήνυμα του θανάτου της γυναίκας του στον Κάλαμο, αφού πρώτα είχε γεννήσει το μικρό γιο τους, Σπύρο. Η φωνή της πατρίδας λέει στον Γ. Καραϊσκάκη πως, παρά την αγάπη που έτρεφε προς την αγαπημένη του Γκόλφω και τα 4 ορφανά παιδιά του, δεν έπρεπε να λείψει αυτή τη στιγμή από την Αττική. Κι ο γενναίος στρατάρχης της Ρούμελης αποφασιστικά απαντά πως: «Απεφάσισα να προτιμήσω και αυτής της οικίας μου την παντελή καταστροφήν, διά να μην παραιτήσω εις αυτάς τας κρισίμους περιστάσεις την υπηρεσίαν του τόπου μου, υπέρ του οποίου θέλω θυσιάσει και αυτό το ολίγο αίμα μου». Κι έτσι δεν πήγε στην κηδεία της γυναίκας του.   

        Στις 25 Οκτωβρίου 1826, ο Καραϊσκάκης με 2.500 στρατιώτες και μ’ άλλους καπεταναίους, άρρωστος καθώς ήταν και μεταφερόμενος ουσιαστικά πάνω στο ξυλοκρέβατο, τραβά κατά τη Ρούμελη, όπου θα πετύχει τόσα πολλά κι αδιανόητα κατορθώματα, που δικαίως θα χαρακτηρισθεί ως η ξεχωριστή επαναστατική προσωπικότητα της εποχής του, όσο κανένας άλλος Έλληνας.

        Δίνει απανωτές μάχες στη Δόμπραινα, στο Δίστομο, στην Αράχοβα, κ.α. κι ελευθερώνει σχεδόν όλη την Κεντρική Ρούμελη. Μα απ’ όλες τις μάχες και νίκες ξεχώρισε αυτή της Αράχοβας. Εδώ ο στρατάρχης της Ρούμελης έδειξε όλα τα σπάνια προσόντα του: τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, την αντρειοσύνη του, τη σβελτάδα του, τον πατριωτισμό του, τη μεγαλοσύνη του κι όλα αυτά στρατεύοντάς τα στην επταήμερη μάχη της Αράχοβας (17-24 Νοεμβρίου 1826), όπου κατάφερε μια από τις σημαντικότερες νίκες των Ελλήνων κατά του κατακτητή και στην πιο κρίσιμη στιγμή για την ελευθερία της πατρίδας μας. Από τους 2.000 Τουρκαλβανούς γλίτωσαν μόνο 300 κι ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν κι ο υπαρχηγός του Κιουταχή, Κεχαγιάμπεης, καθώς και ο αιμοχαρής Μουστάμπεης, που είχε αποδεκατίσει τη διασωθείσα Φρουρά του Μεσολογγίου εκεί πάνω από τον Αϊ Συμιό, καθώς ερχόταν προς Δερβέκιστα.

         Το αγωνιστικό φρόνημα του απογοητευμένου Έλληνα αναπτερώνεται κι ο προσκυνημένος Ρουμελιώτης αγωνιστής πήρε και πάλι το τουφέκι στα χέρια του, γιατί πίστεψε πως υπάρχει ακόμη ελπίδα για λευτεριά.

         Μετά την 4μηνη επική του εκστρατεία ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης, Γ. Καραϊσκάκης, επιστρέφει στο στρατόπεδο της Αττικής, το αναδιοργανώνει και καταστρώνει το πολεμικό του σχέδιο εναντίον του Κιουταχή. Όμως η Διοίκηση του Ναυπλίου, επηρεασμένη από τον ξένο παράγοντα, αναθέτει την αρχηγία των στρατιωτικών δυνάμεων στον Άγγλο Τσώρτς και των ναυτικών δυνάμεων στον Άγγλο Κόχραν, οι οποίοι αρχές Απριλίου του 1827 συναντιούνται με τον Καραϊσκάκη και του προτείνουν γενική έφοδο κατά του Κιουταχή. Ο στρατάρχης της Ρούμελης, διαφώνησε μαζί τους, γιατί πίστευε στον αποκλεισμό του Κιουταχή, έτσι, ώστε ν’ αναγκασθεί σε αποχώρηση. Παρά τις προειδοποιήσεις του Καραϊσκάκη για τη λανθασμένη επιλογή των Άγγλων, δεν μπόρεσε να τους πείσει και για το καλό της πατρίδας, αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί με το πολεμικό σχέδιο των ξένων, που προέβλεπε γενική έφοδο το βράδυ της 22ας προς 23η Απριλίου του 1827.

        Όμως, ο Καραϊσκάκης δε θα προλάβει να ιδεί το αναμενόμενο γι’ αυτόν θλιβερό αποτέλεσμα, γιατί το απόγευμα και λίγες ώρες πριν την προγραμματισμένη γενική έφοδο, τραυματίζεται θανάσιμα σε μια απρόσμενη συμπλοκή στρατιωτών του με τον εχθρό και μετά από 12 ώρες περίπου αφήνει την τελευταία του πνοή, βυθίζοντας, με τον αδόκητο και με πολλά ερωτηματικά θάνατό του, σε μεγάλο πένθος τον επαναστατημένο λαό μας.

        Έτσι ο Γ. Καραϊσκάκης, από τις 23 Απριλίου 1827 κοιμάται αιώνια στο κοιμητήρι της Σαλαμίνας. Ευτυχώς, που μαζί με τα ξυπόλυτα, νηστικά κι αγνά παλικάρια του, πρόλαβε κι έβαλε με τη σπάνια γενναιότητά του, την αποφασιστικότητά του και τη μεγαλοφυΐα του, γερά θεμέλια για τη λευτεριά του σκλαβωμένου λαού του. Γιατί, αν ανατρέξουμε στην ιστορία του 1821, ουσιαστικά από τον Απρίλιο του 1825 μέχρι Απρίλιο του 1827, που ήταν τα πιο κρίσιμα χρόνια του μεγάλου Αγώνα, εξαιρώντας την ηρωική Φρουρά του Μεσολογγίου, ήταν ο μόνος ηγέτης που πολεμώντας ακατάπαυστα συντηρούσε την Επανάσταση και την ιδέα της ελευθερίας.      

        Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω πως αυτός εδώ ο τόπος, όπου βρισκόμαστε σήμερα, το ιστορικό Πετροχώρι, βαραίνει από μνήμες και σημάδια της μεγάλης Επανάστασης των Ελλήνων του 1821. Το Πετροχώρι και η γειτονική Ανάληψη (η παλιά Δερβέκιστα) συνδέονται άμεσα με την Επανάσταση του 1821 κι ιδιαίτερα με το ιερό τέρας, θα έλεγα, της νεότερης ιστορίας μας, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, που έμελλε όχι απλά να περάσει από τον τόπο μας, αλλά που για αρκετό χρονικό διάστημα αποτελούσε γι΄ αυτόν και την επαναστατημένη Ελλάδα, ορμητήριο και κέντρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων.

        Γι΄ αυτό θα ήθελα να συγχαρώ τόσο την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας όσο το Δήμο Θέρμου για το ότι έστησαν εδώ στο Πετροχώρι και σ΄ αυτό το πολυσύχναστο διάβα, την προτομή του Γεωργίου Καραϊσκάκη, που θα θυμίζει για πάντα τον μεγάλο ήρωά μας.  Σας ευχαριστώ που με ακούσατε

—————ο————–

Σημ. 1η Ο Κωνσταντίνος Καρακόϊδας (1947-2022) από την Ανάληψη Θέρμου ήταν Δάσκαλος, επιθεωρητής, ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας, κεντρικός ομιλητής σε εκδηλώσεις ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.  Διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος, Αντιδήμαρχος και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Θέρμου.

(Σημ. 2η)  Ο Κώστας Τσατσαρώνης γεννήθηκε γύρω στο 1790 και έζησε στην Γέφυρα Βέργας και στην θέση Κουκλιά του Μπονίκεβου (σημερινή- από το 1828-Πετρώνα). Πολέμησε όλα τα χρόνια του αγώνα παρέα με τα αδέλφια του και άλλους συγγενείς του Μπονικεβιάνους, Μαλεσιαδίτες και Αλευραδιώτες. Υπερασπίστηκε το Μεσολόγγι μέχρι την τελευταία στιγμή και βγήκε πολεμώντας στην Έξοδο. Ήταν από τους τυχερούς που επιβίωσαν. Πληγωμένος συνέχισε τον αγώνα. Όταν ελευθερώθηκε ο τόπος ξαναγύρισε στον Μπονίκεβο. Δυστυχώς τα αδέλφια του δεν τα κατάφεραν να γυρίσουν ζωντανά. Μαζί του έφερε τα όπλα του και το αγαπημένο του Καριοφίλι που κατασκευάστηκε το 1770 στην Βενετία.

Μετά την απελευθέρωση έχαιρε μεγάλης υπόληψης και σεβασμού από τους συγχωριανούς του και όλοι τον συμβουλεύονταν για τυχόν διενέξεις που είχανε, κυρίως κτηματικές-κτηνοτροφικές κτλ. Λειτουργούσε ανάλογα με την εποχή του έτους και τις βροχές τρείς νερόμυλους. (Ο γνωστός σε όλους νερόμυλος της Βέργας είναι ο 4ος. Έγινε το 1930 από τον έγγονό του Δημήτρη Τσατσαρώνη (παππού μου) και χρησιμοποιήθηκαν τα υλικά-μυλόπετρες φτερωτή και άλλα δέντρινα & σιδερένια εξαρτήματα-από τον πνιγμένο νερόμυλο στις Βούλτσες το 1922. Τελευταίος που τον λειτούργησε μέχρι τον Ιούνιο το 2019 ήταν ο πρωτοξάδελφός μου Στρατηγός της Αστυνομίας Ε.Α. Δημήτρης Θ. Τσατσαρώνης τρισέγγονος κι αυτός του Αγωνιστή). Τα χρόνια μετά την απελευθέρωση ήταν δύσκολα. Η ληστοκρατία στην περιοχή του Ορεινού Βάλτου ήταν καθεστώς. Το σταυροδρόμι της Γέφυρας Βέργας ήταν-και εξακολουθεί να είναι-το σημαντικότερο κομβικό σημείο στην περιοχή. Ο Κώστας Τσατσαρώνης και οι απόγονοί του ζούσαν στον τόπο των προγόνων τους ελεύθεροι μεν, χωρίς τον Τούρκο καβάλα στον σβέρκο τους, αλλά πάντα επαγρυπνώντας.  Τιμήθηκε από τον Όθωνα το 1843 με «σιδηρούν μετάλλιο».

Α.Κ.Κ.

agrinionews.gr

Διαβάστηκε 279 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.