Οι συνεντεύξεις έμπειρων δημοσιογράφων από νεότερους συναδέλφους τους είναι μια δύσκολη αποστολή. Ειδικότερα, όταν στη θέση του «έμπειρου δημοσιογράφου» υπάρχει ο Πάνος Σόμπολος, ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει 45 χρόνια από τη ζωή του στο ρεπορτάζ, ένας ρεπόρτερ που έχει ζήσει 10 ζωές μέσα στη δημοσιογραφία, οι απαιτήσεις για να ολοκληρωθεί σωστά αυτή η αποστολή, είναι υψηλότερες.
Για καλή μας τύχη, ο Πάνος Σόμπολος έχει καταγράψει βιώματα του στο ρεπορτάζ, σε μια σειρά βιβλίων, τα οποία πέρα από μαθήματα ρεπορτάζ, αποτελούν εθιστικά αναγνώσματα για όποιον αγαπά ιστορίες εγκλημάτων. Μιλήσαμε με αφορμή το βιβλίο του με τίτλο «Βεντέτες: Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πώς είναι ο Πάνος Σόμπολος όταν το δημοσιογραφικό μικρόφωνο τον σημαδεύει, αντί να βρίσκεται στα δικά του χέρια; Είναι ένας δημοσιογράφος με (ακραία) εντυπωσιακή μνήμη, ένας άνθρωπος με αστική ευγένεια και μια στωική απλότητα στον τρόπο που εκφράζει τις σκέψεις του.
Άνοιξα το μικρόφωνο, και με οδηγό το νέο του βιβλίο, ξεκινήσαμε.
Ο θόρυβος από τις σφαίρες
«Βεντέτες έχω καλύψει πάρα πολλές, και κρητικές και μανιάτικες, ανά την Ελλάδα. Πρώτη φορά που κάλυψα βεντέτα ήταν στην Κρήτη, σε ένα χωριό, που είχε γίνει μια δολοφονία, και η οικογένεια του δολοφονημένου, εκδικήθηκε για το θάνατο του, με μια ακόμα δολοφονία. Αυτός ο κύκλος εκδίκησης συνεχίστηκε για τουλάχιστον 3 δολοφονίες ακόμα».
«Είχα πάει τότε, ως απεσταλμένος της ΕΡΤ2, μαζί με το συνάδελφο Κώστα Βεζυράκη και στα δύο χωριά της Κρήτης που εμπλέκονταν με την βεντέτα και είχα μιλήσει με τα αντιμαχόμενα σόγια. Θυμάμαι, λέγαμε με τον Βεζυράκη, άντε τώρα να κρυφτούμε κάτω από κανένα βράχο, μην τυχόν μας βρουν και εμάς οι σφαίρες. Και κρυβόμασταν, είχαμε φοβηθεί πάρα πολύ, ότι θα μπορούσε μια σφαίρα να πετύχει και εμάς».
«Έκτοτε, κάλυψα πάρα πολλές βεντέτες, και εδώ στην Αθήνα και στα Μανιάτικα του Πειραιά και σε πολλές ακόμα περιοχές».
Διαβάστε επίσης: Όταν ο πατέρας του Παναγιώτη Φραντζή φρέναρε την «Ανατομία ενός Εγκλήματος»
Γδικιωμός, κρατάει χρόνια
«Μια βεντέτα στη Μάνη τη λένε «γδικιωμό» (και σιάξη, η εκτόνωση). Στην ουσία της, η βεντέτα δεν διαφέρει από πόλη σε πόλη. Ένα μέλος μιας οικογένειας σκοτώνει κάποιον και η οικογένεια του νεκρού εκδικείται το θάνατο του. Αυτη εκδίκηση, αυτό το «γδικιό», μπορεί να κρατήσει χρόνια, ακόμα και δεκαετίες, ξεκληρίζοντας ολόκληρες οικογένειες».
«Στο βιβλίο μου, που συγκεντρώνει βεντέτες από όλη την Ελλάδα, έχω καταγράψει μια ιστορία ενδεικτική του τι σημαίνει “εκδίκηση”. Ήταν ένας άνθρωπος που σκότωσε κάποιον από το χωριό του, και ύστερα έφυγε για την Αμερική. Έζησε εκεί 30-32 χρόνια και αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό. Το πρώτο κιόλας βράδυ που πέρασε εκεί, τον σκοτώσανε. Είχε εκδικηθεί η οικογένεια του θύματος το θάνατο του, έστω και τρεις δεκαετίες μετά. Δεν «σβήνουν» οι βεντέτες εύκολα, όσα χρόνια κι αν περάσουν».
«Δεν υπάρχει λογική σε μια βεντέτα. Συνήθως ξεκινούσαν από μια ασήμαντή αφορμή, από μια λογομαχία, που γινόταν η αφορμή για να τραβήξει κάποιος το μαχαίρι ή να οπλίσει το πιστόλι. Δεν έμεναν ποτέ στη λογομαχία».
«Έχει γίνει βεντέτα για μια κατσίκα που ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο χωράφι ενός άλλου, και έκανε ζημιές και καταστροφές. Ακολούθησαν λογομαχίες και βγήκαν τα όπλα. Σκότωσε ο ένας που είχε πάνω του το όπλο, και λίγο μετά, η οικογένεια του θύματος ανταπέδωσε. Σαν ένα κομπολόι συμβαίνουν οι θάνατοι στις βεντέτες, κάθε χάντρα και μια συμφορά».
Αμα ξαναγράψεις, θα σου κόψω τη μύτη
«Φυσικά και έχω δεχτεί απειλές για τα ρεπορτάζ μου, όχι όμως γι’ αυτά που είχαν να κάνουν με βεντέτες. Θυμάμαι, όταν ήμουν νεαρός δημοσιογράφος, όταν δούλευα ως βοηθός του αστυνομικού συντάκτη Αρνέλλου, στην εφημερίδα Ακρόπολη, αλλά και στην Αθηναϊκή, είχα γράψει ένα θέμα για τους οίκους ανοχής στην Τρούμπα του Πειραιά. Ήταν εκείνη η περίοδος, τα τέλη της δεκαετίας του `60, όταν οι “ντάβατζήδες”, οι μάστρωποι, οι άνθρωποι δηλαδή, που εκμεταλλεύονταν και εξέδιδαν τις γυναίκες στον πληρωμένο έρωτα, έκαναν θραύση».
«Έγραψα λοιπόν τότε ένα ρεπορτάζ για την εκμετάλλευση που βίωναν οι εκδιδόμενες γυναίκες από τα αφεντικά τους και πώς τις ανάγκαζαν να ζουν υπό άθλιες συνθήκες. Τους έπαιρναν ακόμα και τα λεφτά που συγκέντρωναν, από τη δουλειά τους στους οίκους ανοχής. Ήταν ένα ρεπορτάζ εκτενέστατο».
«Με παίρνει, λοιπόν, την επόμενη μέρα, όταν κυκλοφόρησε η εφημερίδα, ένας από αυτούς τους κακοποιούς – έτσι τους έλεγα εγώ τότε – και μου λέει “άμα ξαναγράψεις, θα σου κόψω την μύτη, τ’ αυτιά και τα γεννητικά σου όργανα”. Πιτσιρίκος ήμουν τότε, είχα τρομοκρατηθεί, δεν είχα κοιμηθεί καν. Την επόμενη μέρα όμως επέστρεψα στη δουλειά και συνέχισα το ρεπορτάζ μου, μέρα και νύχτα. Κανένας δεν ήρθε να με πειράξει».
Οι μεσίτες, ο Βίτσιλας και το τέλος μιας βεντέτας
«Οι περισσότερες από τις βεντέτες τελειώνουν με τους σασμούς, μια λέξη που έγινε γνωστή και με το ομώνυμο σίριαλ. Κάποιες προσωπικότητες της περιοχής, πχ, ο πρόεδρος της κοινότητας (παλιότερα), ο παπάς του χωριού, ο γραμματέας της κοινότητας, ο δήμαρχος τώρα, έπαιρναν και συνεχίζουν να παίρνουν πρωτοβουλίες για να τα “σάζουν” στις αντιμαχόμενες οικογένειες».
«Έμπαιναν μπροστά και με πολλές προσπάθειες κατάφερναν να τα φτιάξουν στις οικογένειες. Έφταναν στο σημείο να βαφτίζουν και παιδιά από κάθε οικογένεια, σε μια πράξη που έλεγε από μόνη της “τέρμα εδώ”. Αναφέρω και ένα περιστατικό στο βιβλίο μου, όπου ένα ιερέας στις φυλακές Αγιάς, στα Χανιά, βάφτισε το παιδί ενός υπόδικού βεντέτας, και κατάφερε, ώστε ένας από τους νονούς να είναι ο δράστης φονικού από την αντίπαλη οικογένεια. Από τότε, σταμάτησαν οι αλληλοσκοτωμοί. Τέτοιοι σασμοί έχουν γίνει πάρα πολλοί».
«Αυτός ο πατέρας Ανδρέας, τον οποίο αναφέρω στο βιβλίο μου, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε περισσότερους από έναν σασμό. Οι συμφιλιωτές, οι «μεσίτες» όπως τους λένε στη Κρήτη, είναι πάρα πολύ σημαντικοί ως και σήμερα. Ένας από αυτούς τους μεσίτες, μάλιστα, εξέλεγη δήμαρχος Μυλοποτάμου στην Κρήτη. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος με βοήθησε πάρα πολύ στην έρευνα μου, όταν επιχείρησα να καταγράψω πως είναι σήμερα οι βεντέτες στην Κρήτη, πηγαίνοντας ακόμα και σε ερημωμένα χωριά, σε μέρη που οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους και εξαφανίστηκαν».
«Μιλώντας με το συγκεκριμένο άνθρωπο, που έχει πάρει το υποκοριστικό “Βίτσιλας”, για τις αναρίθμητες φορές που έχει μεσιτεύσει σε βεντέτες, μου είπε “μη νομίζεις ότι είναι εύκολο να μπεις στη μέση και να συμφιλιώσεις δύο οικογένειες και να πουν ΣΤΟΠ, σταματάμε εδώ, ό,τι σκοτώσαμε κι ό,τι μας σκότωσαν τελειώνει εδώ”. Μου εξήγησε ότι μόνο με υπομονή και επιμονή και συνεχή προσπάθεια, έχουν καταφέρει να φτάσουν στο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή στο σασμό».
«”Και τη δουλειά μου έχω χάσει πολλές φορές, και τον ύπνο μου, από την αγωνία, μη συνεχίσουν τους σκοτωμούς, μη χυθεί άλλο αίμα» μου έλεγε ο Βίτσιλας. «Ζούσαμε τις διαμάχες ανάμεσα στις οικογένειες, σαν να είναι στα δικά μας σπίτια, άμα δεν το ζεις σαν να ‘ναι δικό σου, δεν θα σ’ ενδιαφέρει, γι’ αυτό και τελικά πετύχαμε τόσους σασμούς» μου εξηγούσε. Υπήρχαν βέβαια και κάποιες λίγες φορές, που δεν το πετύχαιναν. Όμως τις περισσότερες, οι οικογένειες έβαζαν τέλος στο αίμα και γυρνούσαν σελίδα».
Βεντέτες και αληθινά εγκλήματα στην τηλεόραση
«Οι βεντέτες στην ελληνική τηλεόραση έχουν και το στοιχείο της μυθοπλασίας, όμως βλέπω πως επικεντρώνονται στην πραγματικότητα, στα αλήθινά γεγονότα. Βλέπω καλές δουλειές στις σειρές που μιλάνε για βεντέτες».
«Ναι, κι εμένα με έχουν ρωτήσει για τα βιβλία μου αν θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην τηλεόραση. Το πιο ξεκάθαρο ενδιαφέρον ήταν για το βιβλίο με τις γυναίκες δολοφόνους, ένα από τα προηγούμενα που κυκλοφόρησα (σ. σ.: Το βιβλίο λέγεται «Γυναίκες δολοφόνοι: Εγκλήματα γένους θηλυκού στην Ελλάδα». Καταγράφει μεταξύ άλλων εγκλήματα με πρωταγωνίστριες όπως η Σταυρούλα Γκοβούση, η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέστηκε έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο για ποινικό αδίκημα). Ένας τίτλος κεφαλαίου είναι «Οι κουραμπιέδες του Θανάτου». Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία του δημοσιογράφου, κατά την προσωπική μου γνώμη)».
«Είναι ιστορίες με γυναίκες που είτε σκότωσαν άμεσα τα θύματα τους, είτε ενορχήστρωσαν το έγκλημα, με πρωταγωνιστή τον εραστή τους ή κάποιον άλλο. Ήταν συνολικά 35-40 ιστορίες, και ένας παραγωγός ήθελε να τις μεταφέρει στην τηλεόραση. Δεν προχώρησε όμως αυτό το εγχείρημα. Ενδεχομένως να γίνει την επόμενη τηλεοπτική σεζόν».
«Δεν έχω βάλει ονόματα στο βιβλίο με τις βεντέτες, δηλαδή έχω κρατήσει τα μικρά ονόματα, αλλά έχω απαλείψει τα επώνυμα των εμπλεκομένων. Αυτό το έχω κάνει γιατι δεν χρωστάει κανένα από τα θύματα να ζει ξανά το πένθος και το σκοτάδι των εγκλημάτων αυτών. Επίσης και στα χωριά, μόνο ένα -δυο έχω βάλει τα ονόματα τους, γιατί έχουν γίνει γνωστά, έχουν μείνει στα αστυνομικά χρονικά».
«Το ίδιο και στα βιβλία με τα εγκλήματα γυναικών Τα ονόματα τεσσάρων γυναικών που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, μόνο αυτά έβαλα, γιατί έχουν μείνει στην ιστορία του τόπου μας. Είναι η ιστορία της Ελλάδος, τα ελληνικά αστυνομικά χρονικά. Δεν μπορείς να γράφεις για τον Γιαγκόυλα ας πούμε, και να μην τον αναφέρεις. Τα υπόλοιπα ονόματα των γυναικών-φονισσών θεώρησα σωστό να μην τα βάλω».
Η μοναξιά (και η αλήθεια) του ρεπόρτερ
«Δεν υπάρχει έγκλημα, τροχαίο ατύχημα ή σεισμός που να μην έχω πάει εκεί, επιτόπου, να το καλύψω. Αυτή είναι η δουλειά μας, η δημοσιογραφία, το να κυνηγάς την είδηση. Γι’ αυτό και ένα από τα βιβλιά μου, τα “Εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα”, δεν το αφίερωσα στην οικογένεια μου ή σε κάποιον άλλο συγγενή. Το αφίερωσα στους νέους συναδέλφους».
«Έγραψα “Αφιερώνεται στους νεότερους συναδέλφους μου, με την προτροπή να κάνουν ρεπορταζ εκεί που διαδραματίζονται τα γεγονότα”. Αυτό είναι το ρεπορτάζ, ούτε να κάθεσαι στο γραφείο σου, ούτε να παίρνεις τηλέφωνα. Να είσαι εκεί, όταν συμβαίνει το γεγονός, η είδηση. Εγώ στην πορεία μου αυτό επιδιώκα, να είμαι εκεί, οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου».
«Ούτε αργίες κάναμε ούτε Πάσχα ούτε Χριστούγεννα, όταν καλούμασταν να κάνουμε ρεπορτάζ. Πόσες φορές άφησα την οικογένεια μου, για να πάω να καλύψω το εκάστοτε γεγονός. Όμως αυτή ήταν η δουλειά μου, η δουλειά του ρεπόρτερ. Αυτό έπρεπε να κάνω».
Κλόπι-πέηστ και άλλα δεινά
«Στη σημερινή δημοσιογραφία δεν μου αρέσουν αυτές οι κλοπές που γίνονται σήμερα, μεταξύ των ιστοσελίδων. Ο ένας βάζει μια είδηση στο σάιτ του, ένα γεγονός, και μπορεί σε ένα τέταρτο να το έχουν πάρει χιλιάδες άλλα σαιτ. Τις περισσότερες φορές όμως, κανένας δεν κάνει τον κόπο να ρωτήσει, να ψάξει, να αναρωτηθεί “είναι αλήθεια αυτό που γράφει ο Γιάννης ή ο Πάνος;” και να το ψάξει ακόμα πιο πολύ, να σκάψει, να προχωρήσει το ρεπορτάζ»
«Κάτι που επίσης θέλω να επισημάνω, είναι και πάλι, ότι δεν γίνεται ρεπορτάζ εκεί που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ναι, καταλαβαίνω πως έχει ζόρι να το κάνεις αυτό, αλλά άμα ζορίζεσαι, μην την κάνεις αυτή τη δουλειά, δεν πειράζει. Τι να κάνουμε, που αυτή είναι η ουσία του ρεπορτάζ; Όχι το να κάθεσαι στο γραφείο σου και να παίρνεις τηλέφωνα».
«Στα 45 χρόνια της δημοσιογραφικής μου πορείας αυτές τις αρχές πρέσβευα και συνεχίζω να πρεσβεύω. Και συνεχίζω να προτρέπω τους συναδέλφους να ενημερώνουν σωστά και αντικειμενικά τον κόσμο, πέρα από συμφέροντα, πέρα από κόμματα και θρησκείες. Να λένε λογικά πράγματα, ότι αυτό που κρατάω στα χέρια μου τώρα είναι τηλέφωνο και αυτό είναι βιβλίο και όχι να παραμυθιάζουν τον κόσμο».
«Πόσες φορές έχω δει στη πορεία μου στη δημοσιογραφία, συναδέλφους να κάνουν το άσπρο-μαύρο και να μεγαλοποιούν τα γεγονότα. Μάλιστα, μια φορά είχα τσακωθει με συνάδελφο σε μια εξέγερση στις Φυλακές Κορυδαλλού, που έλεγε δικά του πράγματα, φουσκωμένα και διαφορετικά από αυτά που όντως συνέβαιναν».
«Άλλη φορά είχα μιλήσει έντονα με συνάδελφο, που είχαμε βρεθεί σε μια πυρκαγιά στο Χαϊδάρι, η οποία ενώ είχε τεθεί υπό έλεγχο, σύμφωνα με όσα μας έλεγαν οι πυροσβέστες, εκείνος έβγαινε και έλεγε στο ραδιόφωνο “οι φλόγες φτάνουν μέχρι τον ουρανό, οι καπνοί μας πνίγουν” και άλλα τέτοια τρελά. Εγώ του είχα πει “ρε συ που τα βλέπεις αυτά που λές; Είναι ντροπή σου να κοροϊδεύεις τον κόσμο”.
«Η πυρκαγιά είχε κωπάσει, ήταν σε ύφεση, είχε σχεδόν τελειώσει. Ήθελε να εντυπωσιάσει τον κόσμο, λέγοντας ψέμματα. Εγώ αυτά δεν τα έκανα ποτέ αυτά, Γιάννη».
Ούτε αστυνόμος ούτε ληστής ούτε δικηγόρος
«Αυτές τις αρχές της δημοσιογραφίας πρέπει να τις τηρούμε για να μας σέβεται και να μας αγαπάει ο κόσμος. Εμένα μ’ αγαπούσανε και μ΄ αγαπάνε ακόμα και όλοι οι κακοποιοί, αυτοί που έγραφαν εναντίον τους. Πήγαινα στον Κορυδαλλό και γινόταν ξεσηκωμός. “Ήρθε ο Σόμπολος” έλεγαν και όλοι με χαιρετούσαν!».
«Κι αυτό γιατί έλεγα την αλήθεια. Αν είχε κάνει κάποιος πχ, οκτώ φώνους, θα έγραφα “από την προανάκριση της αστυνομίας προέκυψε ότι ο τάδε έκανε οκτώ φόνους”, δεν θα έγραφα 10 για να εντυπωσιάσω. Δεν ήμουν ούτε πυροσβέστης ούτε αστυνομικός ούτε ληστής ούτε δικηγόρος, ήμουν δημοσιογράφος και δεν μπέρδεψα ποτέ τον ρόλο μου στη δημοσιογραφία. Ό,τι έχω γράψει, είναι η πραγματικότητα».
Επίλογος
Παναγιώτης Φραντζής, Γκαμπριέλα Ουσάκοβα, Μαρσελίνο, Αθανάσιος Ντρούζος, Θεόφιλος Σεχίδης: Είναι μερικοί από τους (εκατοντάδες) πρωταγωνιστές των υποθέσεων που έχει κυνηγήσει με το ρεπορτάζ του ο Πάνος Σόμπολος. Μαζί με βεντέτες, μαζί με σεισμούς, όπως αυτός της Πάρνηθας του 1999, μαζί με πυρκαγιές, μαζί με οτιδήποτε ήταν ανάγκη – με άλφα κεφαλαίο – να γνωρίζουμε την αλήθεια (κι αυτή με άλφα κεφαλαίο) από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Ο Πάνος Σόμπολος χρησιμοποίησε τουλάχιστον 45 φορές τη λέξη «αλήθεια» μέσα στη συνομιλιά μας, και ούτε μια δεν ήταν περιττή. Παρά τη δυσαρέσκεια που μου εξέφρασε για την fast food δημοσιογραφία του ίντερνετ, μεταξύ μας, μου εκμυστηρεύτηκε πως έχει πίστη και καλό προαίσθημα για το μέλλον της ελληνικής δημοσιογραφιάς.
Τον αποχαιρέτησα και ένιωσα πως με το που θα έκλεινε το τηλέφωνο, τον περίμενε μια ακόμα λευκή σελίδα, κάτι που τον καθήκον τον καλούσε να καταγράψει και σήμερα.