Με τη λήξη του εμπάργκο για κριτικές, αποφασίσαμε να μοιραστούμε κάποιες πρώτες σκέψεις για το πολυαναμενόμενο «Dune: Μέρος Δεύτερο».
O Πολ Ατρείδης αναζητά εκδίκηση απέναντι σε εκείνους που κατέστρεψαν την οικογένειά του και προσπαθεί να αποτρέψει ένα μέλλον που μόνο ο ίδιος μπορεί να προβλέψει.
Στο δεύτερο μέρος του Dune, oι λάτρεις του φανταστικού κινηματογράφου βρίσκουν τοτέμ να προσεύχονται, οι οπαδοί των blockbusters αναγνωρίζουν την αρχοντιά που κρύβεται στον πυρήνα της ιστορίας, οι φανατικοί του βιβλίου συναντούν ένα αρχοντικό στυλιστικά άρτιο οικοδόμημα της ιστορίας με σεβασμό και στην λογοτεχνική και στην κινηματογραφική τέχνη.
Ο Ντενι Βιλνέβ με το δεύτερο μέρος του Dune, επιβεβαιώνει ότι μπορεί να είναι σαφής και εμπνευσμένος (με αιτιολογική σκέψη εξιστόρησης) κάθε είδους αφηγήματος, με άξια επαίνων ικανότητα απεύθυνσης σε μεγάλου εύρους κοινό. Σε έναν περιβάλλοντα χώρο με αχανείς έρημες εκτάσεις και ανάκτορα, όπου όλοι περιμένουν έναν κάποιο σωτήρα με θέρμη να παλέψει για την ελευθερία και την αγάπη (χωρίς να υποβιβάσει τη σημασία της πίστης και της οικολογικής καταστροφής), εκτείνεται η υπερμεγέθης σε διάρκεια ταινία του.
Το δεύτερο μέρος του Dune, εξαιτίας της στιβαρής σκηνοθετικής προσέγγισης, πατάει ανθεκτικά στις αμμώδεις εκτάσεις, χτίζοντας καλοθεμελιωμένα παλάτια στη μέση του πουθενά. Οι επιλογές του σκηνοθέτη στην οπτικοποιημένη αφήγηση μιας ιστορίας που ανήκει στον χώρο του φανταστικού είναι ανυπέρβλητες, επιβεβαιώνοντας και τις διεκπεραιωτικές (ας μην ξεχνάμε ότι είναι μια δαπανηρή υπερπαραγωγή μεγάλου στούντιο) και τις καλλιτεχνικές του ικανότητες.
Η ιστορία του Paul Atreides όμως δεν έχει αναγκαστικά την ίδια βαρύτητα με την ιστορία της Nawal Marwan στο «Μέσα από τις Φλόγες» ή των ντετέκτιβ Loki και του Keller Dover στο «Φυλακισμένοι». Επιπλέον, ο Timothée Chalamet (σ.σ. που καθόλου τυχαία ο αυτόματος διορθωτής μου τον εμφανίζει ως Τίποτε Σαλάμι) παραμένει το απόλυτο miscasting για τον ρόλο του Paul, τόσο εμφανισιακά, όσο και αναπαραστατικά (και δυστυχώς, είναι ο πρωταγωνιστής που πρέπει να υποστείς την εμφανώς υποδεέστερη ικανότητά του να «συμμαχήσει» με το μέγεθος του ήρωά του). Είναι ο μόνος που διακρίνεις την προσπάθεια του να κατακτήσει τον ρόλο -με άγνοια φόβου- όσο τον «υποδύεται», σε αντίθεση με τους λοιπούς συντελεστές που ερμηνεύουν με φυσικότητα και αισθητική συνέπεια στον περιβάλλοντα χώρο τις ιστορίες των χαρακτήρων τους.
Ιδιαίτερα η Zendaya, ο Javier Bardem, o Austin Butler, ο Dave Bautista (ο τελευταίος, καλύτερος όλων) και οι ελαφρώς βαριεστημένοι Charlotte Rampling και Christopher Walken, δίνουν υπεραξία στο πρότζεκτ που έχει βάλει υψηλά τον πήχη για τις ταινίες είδους αλλά και τις διασκευές βιβλίων.
Όπως συμβαίνει και στο Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου από τον Γιώργο Μαυροψαρίδη, έτσι και εδώ ο βραβευμένος με Όσκαρ για το μοντάζ του πρώτου μέρους του “Dune” Joe Walker, κάνει θαύματα. Κρατάει ως αφηγηματικό άξονα την ιστορία του Paul βρίσκοντας ευκαιρίες να ενσωματώσει συνοπτικά το αξιακό σύστημα της κοινωνίας αλλά και τους χαρακτήρες. Παράλληλα από τα υπερφωτισμένα πλάνα ερήμου ενθέτει ένα όχι ιδιαίτερα έντονου κοντραστ ασπρόμαυρο, που εξίσου φυσικά το αξιοποιεί βοηθητικά ως μετάβαση σε ένα ζωντανό χρωματικά περιβάλλον. Ακόμα και στις σκηνές μάχης, τα κοψίματα του είναι με μεταξωτές τομές και ελαφρύ χέρι, φτιάχνοντας ένα εργόχειρο αξιοζήλευτο με προσοχή, σεβασμό και αγάπη.
Πηγή: ertnews.gr