Η Έκθεση σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ορθολογική χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2115.
Η στρατηγική "Από το αγρόκτημα στο πιάτο" και η στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, που εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2020 στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, θέτουν στόχους σε επίπεδο ΕΕ για τη μείωση κατά 50% της χρήσης και του κινδύνου των χημικών φυτοφαρμάκων, καθώς και της χρήσης των πιο επικίνδυνων φυτοφαρμάκων έως το 2030.
⇒ Η υπό εξέταση πρόταση αποσκοπεί στη νομική κατοχύρωση αυτού του στόχου.
⇒ Για τον σκοπό αυτό, μετατρέπει την υφιστάμενη οδηγία 2009/128/ΕΚ σε κανονισμό.
Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να βελτιωθεί η εναρμόνιση της εφαρμογής σε ολόκληρη την ΕΕ (π.χ. όσον αφορά τις διατάξεις για την ολοκληρωμένη φυτοπροστασία), καθώς και να αντιμετωπιστούν οι σοβαρές ελλείψεις που εντοπίστηκαν όσον αφορά την ελλιπή μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή της οδηγίας, οι οποίες έχουν τεκμηριωθεί στις εκθέσεις της Επιτροπής του 2017 και του 2020 καθώς και από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.
Η υπό εξέταση πρόταση δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2022 και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όρισε εισηγητή τον επόμενο μήνα. Στην επιτροπή ENVI ανατέθηκε η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, στην οποία ανατέθηκαν από την επιτροπή AGRI κοινές και αποκλειστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 57 του Κανονισμού. Μετά από σειρά συζητήσεων στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόταση, η Επιτροπή παρουσίασε ανεπίσημο έγγραφο που πραγματεύεται ειδικά το ζήτημα των ευαίσθητων τομέων τον Νοέμβριο του 2022. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση με την οποία ζητούσε από την Επιτροπή να υποβάλει ορισμένα πρόσθετα στοιχεία για να συμπληρώσει την εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με διάφορες πτυχές.
Γενικές παρατηρήσεις
Η επιστήμη δείχνει σαφώς ότι απαιτείται δραστική μείωση της χρήσης και του κινδύνου χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων, προκειμένου να αποφευχθούν η κατάρρευση των οικοσυστημάτων και οι σοβαρές ζημίες στους πληθυσμούς επικονιαστών. Ο μόνος τρόπος για να προστατευθεί η επισιτιστική ασφάλεια, να μειωθεί η εξάρτηση των γεωργών από ακριβές εισροές και να διευκολυνθούν τα ανθεκτικά συστήματα τροφίμων, να καταστεί δυνατή η παραγωγή υγιέστερων τροφίμων και να προστατευθούν τα οικοσυστήματά μας.
Συνεπώς, «η δέσμευση της Επιτροπής να τηρήσει τον στόχο της στρατηγικής “Από το αγρόκτημα στο πιάτο” για μείωση της χρήσης και του κινδύνου χημικών και πιο επικίνδυνων προϊόντων φυτοπροστασίας, καθώς και για αύξηση της εφαρμογής και της επιβολής της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας (IPM), είναι ευπρόσδεκτη, παρά την έντονη άσκηση πίεσης από ομάδες συμφερόντων προς την αντίθετη κατεύθυνση».
Αδιαμφισβήτητα, η εφαρμογή της οδηγίας 2009/128/ΕΚ (ΟΧΓΦ) παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις. Ένας κανονισμός είναι κατάλληλος τόσο για να διασφαλιστεί η επίτευξη του επιπέδου φιλοδοξίας της στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» όσο και για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΟΧΓΦ με την παροχή σαφών και ενιαίων κανόνων. Η κατευθυντήρια αρχή της εισηγήτριας για την έκθεση ήταν επομένως η προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας και, ταυτόχρονα, η στήριξη των γεωργών στη μετάβαση προς έναν πιο βιώσιμο τρόπο γεωργίας.
Η έκθεση αποσκοπεί στη βελτίωση της πρότασης της Επιτροπής στους ακόλουθους τομείς:
Όσον αφορά τους στόχους, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις πιο επικίνδυνες ουσίες και θεσπίζεται στόχος μείωσης κατά 65% έως το 2030. Οι ουσίες αυτές συνιστούν σοβαρή απειλή για την υγεία (είναι π.χ. νευροτοξικές, καρκινογόνες, τοξικές για την αναπαραγωγή ή έχουν ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής) και θα έπρεπε να έχουν καταργηθεί σταδιακά από το 2015. Το άρθρο 50 του κανονισμού 1107/2009/ΕΚ σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μην εγκρίνουν εκ νέου ουσίες που έχουν εγκριθεί ως υποψήφιες για υποκατάσταση (οι οποίες ονομάζονται «πιο επικίνδυνα φυτοπροστατευτικά προϊόντα» στον παρόντα κανονισμό), όταν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις.
Επιπλέον, η περίοδος αναφοράς θα πρέπει να αλλάξει σε 2013-2017, προκειμένου να περιγραφεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η κατάσταση πριν από την έναρξη ισχύος της SUR. Η χρονική περίοδος αναφοράς πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική, καθώς οι ακραίες και οι αυξανόμενες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και των βροχοπτώσεων λόγω της κλιματικής αλλαγής έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις ασθένειες και τους επιβλαβείς οργανισμούς και, ως εκ τούτου, επηρεάζουν επίσης τη χρήση φυτοφαρμάκων.
Επιπλέον, ο εναρμονισμένος δείκτης κινδύνου 1 (HRI1), ο οποίος αποσκοπεί στην παρακολούθηση της επιτυχίας των στόχων μείωσης της SUR, πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα τον πραγματικό κίνδυνο που συνδέεται με τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η χρήση των πραγματικών δεδομένων θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για την κατάλληλη μέτρηση της χρήσης και του κινδύνου των χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Δεδομένου, ωστόσο, ότι τα στοιχεία αυτά θα καταστούν διαθέσιμα μόλις το 2028, σύμφωνα με τον κανονισμό για τις στατιστικές σχετικά με τις γεωργικές εισροές και εκροές, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν εν τω μεταξύ προσεγγίσεις. Ο HRI1 που χρησιμοποιείται επί του παρόντος υποτιμά συστηματικά, κατά μερικές τάξεις μεγέθους, τον κίνδυνο εξαιρετικά αποτελεσματικών φυτοφαρμάκων (που συνήθως χαρακτηρίζονται από χαμηλό όγκο εφαρμογής και πωλήσεων), σε σύγκριση με τις φυσικές ουσίες. Για την καλύτερη προσέγγιση της πραγματικής χρήσης και του κινδύνου, οι όγκοι των πωλήσεων πρέπει να τυποποιηθούν με τις συνιστώμενες δόσεις εφαρμογής.
Όσον αφορά τις ευαίσθητες περιοχές, οι ευαίσθητες στη νιτρορύπανση περιοχές θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον ορισμό, δεδομένου ότι δεν είναι συναφείς για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που έχουν εγκριθεί για τη βιολογική γεωργία και τον βιολογικό έλεγχο θα πρέπει να επιτρέπονται σε ορισμένους τύπους περιοχών, ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση των συγκεκριμένων γεωργικών δραστηριοτήτων που ήδη ασκούνται εκεί. Περαιτέρω παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση μπορούν να χορηγηθούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Όσον αφορά τους σημαντικότερους στόχους του κανονισμού, είναι να διευκολυνθεί η εφαρμογή της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας (IPM). Η ολοκληρωμένη φυτοπροστασία θα έπρεπε να έχει καταστεί το πρότυπο από το 2011, όταν τα κράτη μέλη όφειλαν να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/128/ΕΚ, αλλά κατέστη προφανές ότι αυτό δεν συνέβη με ικανοποιητικό τρόπο. Οι απαιτήσεις όσον αφορά την ολοκληρωμένη φυτοπροστασία ενισχύονται, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα χημικά φυτοφάρμακα χρησιμοποιούνται μόνο ως έσχατη λύση. Ταυτόχρονα, ενισχύονται οι απαιτήσεις για την κατάρτιση των επαγγελματιών χρηστών και συμβούλων και για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου συστήματος παροχής συμβουλών.
Ο επαρκής προϋπολογισμός είναι ζωτικής σημασίας για την εφαρμογή του SUR. Η υποχρεωτική μείωση τόσο της χρήσης όσο και του κινδύνου των φυτοφαρμάκων και, ως εκ τούτου, ο συστημικός μετασχηματισμός της γεωργικής φυτικής παραγωγής θα συνδεθούν με σημαντικό κόστος και διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη, όπως η στήριξη των γεωργών, η κατάρτιση και η αμοιβή των συμβούλων, η ανάπτυξη νέου διδακτικού περιεχομένου και οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, μεταξύ άλλων. Οι δαπάνες αυτές ενδέχεται να μην καλύπτονται επαρκώς από τις δαπάνες της ΚΓΠ, όπως προτείνει η Επιτροπή· ως εκ τούτου, απαιτούνται εναλλακτικές λύσεις.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η κατάλληλη εποπτεία των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να θεσπιστούν μέτρα ρουτίνας για την εφαρμογή ειδικών, αντιπροσωπευτικών προγραμμάτων παρακολούθησης των καταλοίπων δραστικών ουσιών και των μεταβολιτών τους στους υδάτινους πόρους, στα υπόγεια ύδατα, στο έδαφος, στον αέρα/σκόνη/κατακρήμνιση, στους ζώντες οργανισμούς και στον άνθρωπο. Δεδομένου ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις όχι μόνο στο περιβάλλον, αλλά και σε εκείνους που τα εφαρμόζουν, απαιτείται πρόσθετη παρακολούθηση των γεωργών και των εργαζομένων και οι επαγγελματικές ασθένειες που συνδέονται με τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα πρέπει να καταγράφονται συστηματικά.
Επιπλέον, έχουν προστεθεί αρκετές απαιτήσεις όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων/επαγγελματιών χρηστών φυτοπροστατευτικών προϊόντων και δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση πιο επικίνδυνων χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων από μη επαγγελματίες χρήστες. Οι μη επαγγελματίες χρήστες δεν έχουν εκπαιδευτεί όσον αφορά την εφαρμογή και τους κινδύνους των χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων και τους απαράδεκτους κινδύνους για την υγεία τους, την υγεία των παιδιών και των γειτόνων τους, καθώς και το περιβάλλον, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφεύγονται.