Τα Ρεμπάκια ήταν κάποτε η αγαπημένη παραλία του Αιτωλικού. Καθημερινά, γαίτες με πάνινες τέντες – πράσινες, λευκές και μπλε – για να προφυλάσσουν τον κόσμο από τον καυτό ήλιο, πηγαινοέρχονταν συνεχώς από την δυτική προκυμαία του Αιτωλικού στα Ρεμπάκια και αντίστροφα, μεταφέροντας κόσμο – κυρίως τα γυναικόπαιδα – για το μπάνιο τους. Αλλά κι άλλοι πολλοί, με τις δικές τους γαίτες ή το ποδήλατό τους «από γύρω», απ” τα γεφύρια δηλαδή, έφταναν στα ρηχά νερά της παραλίας με την ψιλή ξανθιά άμμο, τα γκριζοπράσινα αρμυρίκια και τις φουντωτές βουρλιές για να ξεκουραστούν στο δροσερό τσαρδάκι, καλλυμένο με τα φύλλα του «ριμπάκου» – ένα είδος λεπτής καλαμιάς. Καθημερινά δρομολόγια με γεμάτα λεωφορεία – κυρίως από το Αγρίνιο – κατέβαζαν κόσμο στην περιοχή.
Μετά ήρθαν τα γλυκά νερά της Λυσιμαχίας κι έδιωξαν την αρμύρα και χάλασαν τη λιμνοθάλασσα. Κι από τότε περάσανε χρόνια…
Σήμερα οι Αιτωλικιώτες διανύουν αρκετά χιλιόμετρα για ν” «αντικρύσουν» άλλες παραλίες: Λούρος, Τουρλίδα, Κρυονέρι. Μερικοί προτιμούν ακόμα τις μικρές «παραλίες» του Αιτωλικού: στο Κανάλι, στο Αγάλμα, στην Αστροβίτσα, στον Αλμυρό. Καμία από αυτές δεν είναι οργανωμένη αλλά τελικά είναι όμορφο κολυμπώντας στη λιμνοθάλασσα να αντικρύζεις – όπως τότε από τα Ρεμπάκια – την πόλη που γεννήθηκες, μεγάλωσες και κατοικείς.
Ακολουθεί ένα κείμενο, που δημοσιεύεται στο Αγρινιώτικο http://agriniomemories.blogspot.gr/2013_07_01_archive.html
με τίτλο » Αναπολώντας…
…τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων
» Ξαπλωμένος σε μία πλαζ της Αττικής, αφού έχω ακριβοπληρώσει είσοδο, ξαπλώστρα, ομπρέλα, έναν καφέ και το νερό, κλείνω τα μάτια και αναπολώ.
Αναπολώ τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων.
Τότε που ορισμένες Κυριακές ήταν για εμάς τα παιδιά αλλά και για ολόκληρη την οικογένεια σαν γιορτή και οι εξορμήσεις στην κοντινή Σταμνά, στα Ρεμπάκια ή στην Αμφιλοχία με τα πούλμαν της εποχής ήταν σημαντικό γεγονός. Όχι όλες οι Κυριακές, τέσσερις άντε πέντε το πολύ όλο το καλοκαίρι, γιατί τα οικονομικά της οικογένειας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε οκτώ εισιτήρια κάθε εβδομάδα. Οκτώ…ναι! Δύο οι γονείς, τέσσερα τα παιδιά και δύο ο παππούς και η γιαγιά. Βλέπετε ο γιατρός συνέστησε «θαλάσσια λουτρά» για τα αρθριτικά του παππού και της γιαγιάς.
Το ξέραμε από την αρχή της εβδομάδας. Θυμάμαι πόσο αργούσε…αργούσε πολύ να περάσει αυτή η εβδομάδα.
Ήταν αυτές οι εβδομάδες του καλοκαιριού, που εμείς τα παιδιά μεταμορφωνόμασταν στα καλύτερα και στα πιο υπάκουα παιδιά του κόσμου.
Η διακοπή από το παιχνίδι για τα άλλοτε ενοχλητικά θελήματα της μάνας και μερικών ηλικιωμένων γειτονισσών, γίνονταν χωρίς βαρυγκώμια, χωρίς γκρίνια, χωρίς καμία αντίρρηση.
Εκείνο το απαίσιο μουρουνέλαιο, το πίναμε με «ευχαρίστηση»
Και όταν έφτανε η ποθητή Κυριακή, από τα χαράματα στο πόδι.
Εκεί στη στάση για το πούλμαν, όλη σχεδόν η γειτονιά.
Οι γυναίκες με λουλουδάτα φορέματα, πολύχρωμες καπελαδούρες, γυαλιά ηλίου στυλ πεταλούδας και μεγάλες τσάντες στα χέρια.
Οι άντρες με ανοιχτόχρωμα ρούχα, μπεζ ψαθάκια στο κεφάλι και ψάθινα παπούτσια.
Και οι γιαγιάδες, κλασσικά, με σκουρόχρωμα ρομπάκια. Άντε να το «έσπαγε» το σκούρο μαύρο ή μπλε ντεσέν κανένα ψιλό λουλουδάκι.
Τα παιδιά με λαστιχένιες μπάλες και σωσίβια στα χέρια. Εκείνα τα κίτρινα ή πορτοκαλί σωσίβια που είχαν πάνω τους ένα κεφάλι από παπάκι ή αλογάκι. Κι αν κάποιος διέθετε σαμπρέλα από λάστιχο αυτοκινήτου, καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι.
Επιβίβαση στο πούλμαν και οι τσάντες έπρεπε να τακτοποιηθούν με προσοχή πάνω από τις θέσεις, σ’ εκείνα τα λαστιχένια διχτάκια. Δεν έπρεπε να μετακινούνται κάθε φορά που το πούλμαν θα αγκομαχούσε στις ανηφόρες ή ο οδηγός θα άλλαζε ταχύτητα.
Οι άντρες στα καθίσματα της μιας πλευράς και οι γυναίκες από την άλλη. Αν παρατηρούσε κανείς αυτόν τον διαχωρισμό των θέσεων, σίγουρα θα του θύμιζε κάτι σαν τα στασίδια της εκκλησίας.
Οι καπελαδούρες των γυναικών αντικαθιστούταν από μαντήλια, που πολλές φορές ήταν ασορτί με το φόρεμα και που δένονταν σφιχτά στο πηγούνι. Βλέπετε το μαλλί έπρεπε να διατηρηθεί στην καλύτερη δυνατή φόρμα και ο καυτός αέρας που στροβίλιζε σαν δαιμονισμένος μέσα στο πούλμαν από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, δεν μπορούσε να δαμαστεί με τίποτε.
Οι βεντάλιες έπιαναν δουλειά – όχι ότι εξυπηρετούσαν σε κάτι-, στο κασετόφωνο η φωνή του Καζαντζίδη και το ταξίδι άρχιζε…
Μετά το πρώτο τέταρτο άρχιζε η ανυπομονησία που εκδηλωνόταν με ερωτήσεις…
-Πότε φτάνουμε;
-Αργούμε ακόμα;
Και η απάντηση πάντα η ίδια.
-Σε λίγο.
Ατέλειωτη μας φαινόταν αυτή η διαδρομή!
Η θέα του νερού από μακριά, διέθετε μία μαγική δύναμη. Είχε την ικανότητα, μέσα σε δευτερόλεπτα, να μεταμορφώνει εκείνα τα γλυκά αγγελούδια της εβδομάδας σε θηρία ανήμερα.
Πεταγόμασταν από τις θέσεις μας και με τα σωσίβια και τις μπάλες στα χέρια, στριμωχνόμασταν στις πόρτες του πούλμαν, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον.
Τι κι αν οι μανάδες μας ωρύονταν…
-Μαζί θα κατεβούμε, τ’ ακούς;
-Μην τολμήσεις και δεν μας περιμένεις, θα σε θάψω.
-Μην βουτήξεις αμέσως, είσαι ιδρωμένος.
Με το που άνοιγαν οι πόρτες ένας χείμαρρος από παιδιά ξεχυνόταν προς την θάλασσα. Και σ’ όλη τη διαδρομή από τα πρώτα μέτρα της άμμου μέχρι εκεί που έσκαγε το νερό ήταν σκορπισμένα παπούτσια, παντόφλες, μπλουζάκια, σορτσάκια…
Κι από πίσω οι γονείς σκύβοντας και προχωρώντας, προχωρώντας και σκύβοντας έκαναν την περισυλλογή τους.
Ανάμεσα στους αραχτούς λουόμενους, σε κάποιο κενό, τα τσαντικά άνοιγαν, το χιραμάκι απλωνόταν και άρχιζαν οι…αποκαλύψεις.
Κάτω από τα λουλουδάτα φορέματα, ολόσωμα μαγιώ. Κάτω από τα ανοιχτόχρωμα ρούχα των ανδρών, μαγιώ που έφταναν μέχρι και πάνω από τη μέση και κάτω από τα σκουρόχρωμα ρομπάκια των γιαγιάδων…κομπινεζόν. Δύο, άντε τρία βήματα οι γιαγιάδες από την αμμουδιά, κάθονταν μες στο νερό, φούσκωναν οι κομπινεζόν και προκαλούσαν τα γέλια των πιτσιρικάδων.
Η ώρα για το φαγητό σήμαινε και το τέλος της διασκέδασης μέσα στο νερό. Όχι ότι εμείς δεν σκαρφιζόμασταν δικαιολογίες για να ξαναμπούμε στο νερό…Πότε να ξεπλύνουμε την άμμο, πότε να πλύνουμε τα χέρια μας από τα κεφτεδάκια και τις τηγανιτές πατάτες, πότε να καθαρίσουμε τα ζουμιά από τους γιαρμάδες που αφήναμε επίτηδες να τρέξουν στο λαιμό και στην κοιλιά μας.
Καταλαβαίναμε ότι η ώρα της επιστροφής έφτασε όταν οι πετσέτες γίνονταν παραβάν. Δύο άτομα κρατούσαν την πετσέτα όρθια και κλειστή και ένας-ένας άλλαζε ρούχα.
Ο δρόμος της επιστροφής ατελείωτος….βαρετός.
Όμορφα, ανέμελα χρόνια!!!
Γλυκές, πολύ γλυκές μνήμες!!!
Χριστόφορος Π.
Ένας Αγρινιώτης
Η φωτογραφία με τους λουόμενους στα Ρεμπάκια είναι της Βάσως Καλογερά.
Από την ομάδα του facebook «Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου»