Αναγκαία η αποκατάσταση οικοσυστημάτων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας - Συμβολή στη μείωση του κινδύνου επισιτιστικής ασφάλειας - Οι στόχοι να λαμβάνουν παράταση σε περίπτωση εξαιρετικών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
Η ΕΕ πρέπει να έχει θεσπίσει μέτρα αποκατάστασης έως το 2030 που να καλύπτουν τουλάχιστον το 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της, λένε οι ευρωβουλευτές.
Μετά από συζήτηση την Τρίτη, το Κοινοβούλιο ενέκρινε σήμερα τη θέση του σχετικά με την νομοθεσία της ΕΕ για την αποκατάσταση της φύσης με 336 ψήφους υπέρ, 300 κατά και 13 αποχές. Νωρίτερα, δεν συγκεντρώθηκε πλειοψηφία για την συνολική απόρριψη της πρότασης της Επιτροπής (312 ψήφοι υπέρ, 324 κατά και 12 αποχές).
Οι ευρωβουλευτές υπογραμμίζουν ότι η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων είναι καίριας σημασίας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας και μειώνει τους κινδύνους για την επισιτιστική ασφάλεια. Τονίζουν ότι το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τη δημιουργία νέων προστατευόμενων περιοχών στην ΕΕ, ούτε εμποδίζει νέες υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ και η τροποποιημένη πρόταση που στηρίζει το Κοινοβούλιο ρητά τονίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις εξυπηρετούν εξαιρετικά το δημόσιο συμφέρον.
Στόχοι αποκατάστασης της φύσης για το 2030
Το Κοινοβούλιο τονίζει ότι ο νέος νόμος πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη των διεθνών δεσμεύσεων της ΕΕ, ιδίως του πλαισίου «Kunming-Montreal Global Biodiversity» των Ηνωμένων Εθνών. Οι ευρωβουλευτές υποστηρίζουν την πρόταση της Επιτροπής να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα αποκατάστασης έως το 2030, τα οποία θα καλύπτουν τουλάχιστον το 20% όλων των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών στην ΕΕ. Θέση του ΕΚ είναι ότι η νομοθεσία θα πρέπει να εφαρμοστεί μόνο αφού η Επιτροπή παρουσιάσει δεδομένα για τις αναγκαίες συνθήκες που διασφαλίζουν την μακροπρόθεσμη επισιτιστική ασφάλεια και όταν οι χώρες της ΕΕ ποσοτικοποιήσουν την έκταση που χρειάζεται να αποκατασταθεί για να επιτευχθούν οι στόχοι για κάθε τύπο οικοσυστήματος. Το Κοινοβούλιο επιθυμεί επίσης να υπάρχει η δυνατότητα αναστολής στόχων όταν αναμένονται εξαιρετικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.
Εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος του κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την ύπαρξη χρηματοδοτικών κενών μεταξύ των στόχων της αποκατάστασης και της διαθέσιμης ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, εξετάζοντας ακόμη πιθανές λύσεις, ειδικά μέσω ενός στοχευμένου χρηματοδοτικού μηχανισμού της ΕΕ.
Δηλώσεις
Μετά την ψηφοφορία, ο εισηγητής César Luena (Σοσιαλιστές, Ισπανία), δήλωσε: «Η νομοθεσία για την αποκατάσταση της φύσης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και ακολουθεί την επιστημονική συναίνεση και τις συστάσεις για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων της Ευρώπης. Οι αγρότες και οι αλιείς θα επωφεληθούν από αυτό και θα εξασφαλίσουν μια κατοικήσιμη γη για τις μελλοντικές γενιές. Η θέση που υιοθετήσαμε σήμερα στέλνει ένα σαφές μήνυμα. Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε τα θετικά μας αποτελέσματα, να υπερασπιστούμε τις θέσεις μας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τα κράτη μέλη και να καταλήξουμε σε συμφωνία πριν από το τέλος της εντολής του Κοινοβουλίου για την έγκριση του πρώτου κανονισμού για την αποκατάσταση της φύσης στην ιστορία της ΕΕ.».
Επόμενα βήματα
Το Κοινοβούλιο είναι έτοιμο να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο σχετικά με την τελική μορφή της νομοθεσίας.
Σχετικές πληροφορίες
Πάνω από το 80% των ευρωπαϊκών οικοτόπων είναι σε κακή κατάσταση. Στις 22 Ιουνίου 2022 η Επιτροπή πρότεινε κανονισμό σχετικά με την αποκατάσταση της φύσης, ο οποίος θα συμβάλει στη μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της κατεστραμμένης φύσης σε όλες τις χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές της ΕΕ και στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η νέα νομοθεσία θα αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη, καθώς κάθε ευρώ που επενδύεται θα αποφέρει τουλάχιστον 8 ευρώ.
Η νομοθεσία αυτή ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών σχετικά με την προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας, του τοπίου και των ωκεανών, όπως διατυπώνονται στις προτάσεις 2(1), 2(3), 2(4) και 2(5) των συμπερασμάτων της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης.