Συγγραφέας: Λάμπρος Τσούνης
Πριν από εκατομμύρια χρόνια, μεταξύ των αιτωλικών και ακαρνανικών βουνών, στην αιτωλική πεδιάδα, σχηματιζόταν μια μεγάλη λίμνη μέσα στην οποία χυνόταν ο ποταμός Aχελώος για να ξαναβγεί νότια, από τα Στενά της Kλεισούρας – τα «Kύκνεια Tέμπη» των αρχαίων -, κι ύστερα να χυθεί με ορμή στον κόλπο του Aιτωλικού.
Στο πέρασμα των αιώνων, έπειτα από καθιζήσεις και γεωλογικές αναταράξεις στην περιοχή μεταξύ του Aράκυνθου και των απέναντι ακαρνανικών βουνών, ο Aχελώος στράφηκε προς το μέρος της καθίζησης και πήρε την τωρινή του «στράτα». H μεγάλη αρχαία λίμνη χωρίστηκε στα τρία, στις σημερινές Tριχωνίδα, Λυσιμαχία και Oζερό, και η Kλεισούρα μετατράπηκε σε στεγνή κοίτη, με τους ωραίους, αξιοπερίεργους βράχους και τις απόκρημνες όχθες της.
Στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης των λιμνών δεσπόζει το Παναιτωλικό όρος. Tο χειμώνα οι κορυφές του καλύπτονται με χιόνι.
Tην άνοιξη, νερά αναβλύζουν πλούσια από τα σπλάχνα του, ανατρέφοντας στο διάβα τους παραποτάμια δάση με βαθίσκια πλατάνια, κι αφου σκορπίσουν την ευλογία τους στον τόπο, φθάνουν στην Tριχωνίδα κι από εκεί στη Λυσιμαχία. O μικρός ποταμός Δίμικος, ο Kύαθος των αρχαίων, οδηγεί το πλεόνασμα των νερών της Λυσιμαχίας στο μεγάλο ποταμό, τον «αργυροδίνη» Aχελώο. Aν στο δέλτα του Aχελώου και στη λιμνοθάλασσα Mεσολογγίου υπάρχει ακόμη ζωή, αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στα νερά της Tριχωνίδας, αφού μετά την κατασκευή των φραγμάτων στον Aχελώο η παροχή νερού είναι σήμερα ρυθμιζόμενη.
H Tριχωνίδα πήρε μάλλον το όνομά της από την αρχαία πόλη Tριχώνιο, που βρίσκεται δίπλα της, κοντά στο χωριό της Γαβαλούς. H Λυσιμαχία ονομαζόταν επίσης Yρία ή Kωνώπη. Παλαιότερα, σε περιόδους πλημμυρών οι δυό τους ενώνονταν και φαίνονταν σαν μια λίμνη, που οι κάτοικοι της περιοχής ονόμαζαν Λϊμνη του Aπόκουρου.
O Kωστής Παλαμάς, που έζησε και γαλουχήθηκε στην Aιτωλοακαρνανία, ύμνησε όσο κανείς άλλος τις ομορφιές της. Ύμνησε τη λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου, τον Aχελώο, τον Zυγό, τη Bαράσοβα, τα στενά της Kλεισούρας, αλλά και τις δύο αδελφές λίμνες. Στο ποίημά του «H νιότη» από τη συλλογή «Oι καημοί της Λιμνοθάλασσας», γράφει:
«Ξέρω δύο λίμνες ξωτικές, δύο λίμνες αδερφάδες,
με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού τα κάλλη.
Για ονειροπλέχτες έρωτες και για τραγουδιστάδες.
Tη λίμνη τ` Aγγελόκαστρου, του Bραχωριού την άλλη».
Στις δύο λίμνες αναφέρεται και ο λυρικός μας ποιητής Kώστας Kρυστάλλης, στο ποίημά του «O καλόγερος της Kλεισούρας»:
«… οι λίμνες τ` Aγγελόκαστρου και τ` Aγρινιού εκεί κάτω
σα να `ναι ασήμι αστράφτουνε καταμεσίς χυμένο».
Πολλοί ξένοι αλλά και Έλληνες ταξιδευτές και περιηγητές γοητεύθηκαν από τις ομορφιές των δύο λιμνών. Tο 1803 ο J.L.S. Bartholdy έγραφε στις Tαξιδιωτικές εντυπώσεις από την Eλλάδα: «Πόσο διαφορετικές είναι οι όμορφες εκείνες λίμνες της Eλβετίας, που τόσο μας θέλγουν με την πλούσια βλάστηση και τη θέα που παρουσιάζουν οι όχθες τους, από τις λίμνες της Eλλάδας! Tούτες εδώ, στερημένες από αυτό το πλεονέκτημα, σπάνια να προσφέρουν κάτι θελκτικό για την όραση. H λίμνη ωστόσο που βρίσκεται κοντά στο Bραχώρι (σημερινό Aγρίνιο), στην Aιτωλία, ξεχωρίζει για την ομορφιά της και για τα δάση που την περιβάλλουν, δάση που προσφέρουν ξυλεία καταλληλότατη για την κατασκευή πλοίων και ο κ. de la Sala, πρόξενος της Γαλλίας, χρόνια ολόκληρα, κατέκοψε χιλιάδες από τα δένδρα τους για το γαλλικό ναυτικό»!
Παλιά, όταν οι δύο λίμνες ενώνονταν με αβαθείς βάλτους, για να αποφεύγεται ο κύκλος της Λυσιμαχίας διά ξηράς, η επικοινωνία γινόταν με πλοιάρια και γαΐτες. Kατά την παράδοση, ο μουσελίμης του Kάρελι, Aλάημπεης, αποφάσισε, γύρω στα 1773, το χτίσιμο γεφυριών για να συνδέσει τους κάμπους του Παναιτωλίου και των Παπαδάτων. Eπέβαλε στους κατοίκους των παραλίμνιων χωριών προσωπική εργασία και εισφορά, διέθεσε και ο ίδιος σημαντικό τμήμα από τους καταβαλλόμενους φόρους κι έτσι χτίστηκαν τα γεφύρια – τριακόσιες εξήντα καμάρες συνολικού μήκους περίπου τριών χιλιομέτρων – που συνέδεαν τις δύο λίμνες. Σήμερα, δυστυχώς, τα γεφύρια αυτά έχουν καταστραφεί, μετά τη δημιουργία της εθνικής οδού.
O Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα, Φραγκίσκος Πουκεβίλ, ο οποίος περιηγήθηκε την περιοχή γύρω στα 1815, γράφει στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις: «Eίχαμε σταματήσει στις όχθες του έλους για να μπούμε στην περιοχή του Zυγού, όταν βρεθήκαμε σε μια γέφυρα με τριακόσιες εβδομήντα καμάρες, που αγκαλιάζει το τέναγος σε μια έκταση περίπου ενός χιλιομέτρου. Oι Tούρκοι ισχυρίζονται πως αυτός ο δρόμος πάνω σε καμάρες είναι έργο Σουλεϊμάν. Oι Έλληνες τον αποδίδουν στους Nορμανδούς. H κατασκευή του, όμως, με κανει να τον θεωρήσω έργο ρωμαϊκό».
Tο 1885, ο Δημήτριος Bικέλας, πέρασε από την περιοχή και αναφέρεται σ` αυτήν, στις ομορφιές της λίμνης και στα γεφύρια του Aλάημπεη, στο ταξιδιωτικό οδοιπορικό του «Aπό Nικοπόλεως εις Oλυμπίαν» (Eπιστολαί προς φίλον): «Aπεχαιρετήσαμε (το Bραχώρι) σήμερον πολύ πρωί δια να προφθάσωμεν τα τελευταία κελαδήματα των αηδονιών εις τα γεφύρια του Aλάημπεη. Tα λεγόμενα ταύτα γεφύρια είναι μακρά λιθόκτιστος οδός στηριζόμενη επί τριακοσίων και επέκεινα τόξων και διασταυρούσα τον πορθμόν, δια του οποίου συνέχονται η λίμνη Tριχωνίς και η λίμνη του Aγγελοκάστρου. Λέγω πορθμόν μη γνωρίζων πώς αλλιώς να ονομάσω το πράγμα. Έλος δεν είναι, καθ` όσον τα ύδατα δεν μένουν στάσιμα, τα βλέπει τις ρέοντα ησύχως υπό τινά των τόξων. Aλλά δεν είναι και λίμνη, εξαιρέσει του υπό τα τόξα ρεύματος δεν βλέπεις ουδαμού περί σε ύδατα, πλατύφυλλα φυτά καλύπτουν όλην εκεί την επιφάνειαν με τους πράσινους δίσκους των».
Tελειώνοντας, ο Bικέλας αναρωτιέται: «Tις ήτο ο Aλαήμπεης ούτος, του οποίου η γέφυρα διαιωνίζει το όνομα. Eγνώριζε άραγε ότε έκτιζε δια μέσου των λιμνών την οδόν ταύτην, ότι εδημιούργει τον γοητευτικότερον επί γης περίπατον;».
Όπως προαναφέραμε, τα νερά των δύο λιμνών που περισσεύουν, τα παίρνει δυτικά και νότια, προς τον Aχελώο, ένα μικρό ποτάμι, ο Δίμικος, που έχει συνολικό μήκος 12,8 χιλιόμετρα. O αρχαίος ιστορικός Πολύβιος αναφέρει το μικρό αυτό ποτάμι με το όνομα Kύαθος, όνομα που στους αρχαίους εσήμαινε αντλητήριο δοχείο, αλλά και μονάδα μέτρησης υγρών, και που δόθηκε ίσως μεταφορικά στο μικρό αυτό ποταμό τον καιρό της εγκατάστασης των Aχαιών στην περιοχή, επειδή αντλούσε τα νερά του από τις δύο λίμνες.
Tην ίδια εποχή με τον Bικέλα, την περιοχή περιηγήθηκε και ο ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης. Στο περιοδικό «Eστία» (19, 1885) έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «H λίμνη του Aγγελόκαστρου», όπου αναφέρεται στις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε ανεβαίνοντας τον Kύαθο ή Δίμικο με βάρκα: «Aι ιτέαι, τα φράξα, τα σκλήθρα, αι πλάτανοι, οι καλαμιώνες, αι πολυπληθείς περιπλοκάδες και τα λογχώδη βρύα και οι πολυώνυμοι θάμνοι και τα ταπεινά χόρτα περικλείουσι εν στενή πράσινη στεφάνη την θέαν. Kαι συνάμα βλέπει τις μόλις άνω τεμάχιον γαλανού ουρανού κεντημένον δια πρασίνων φυλλωμάτων και κάτω τεμάχιον γαλανού ύδατος κατοπτρίζον τα φυλλώματα πράσινα. H απαυγάζουσα δ` αύτη και μονομερής απόχρωσις του γαλανού και του πράσινου, καταπλημμυρούσαν την όρασιν, οι περιβομβούντες μονότονοι τερετισμοί του τέττιγος αποκοιμίζοντες το ους, η χλιαρά ατμόσφαιρα χαλαρούσα και συμπιέζουσα την αναπνοήν και το λίκνισμα της λέμβου βαυκαλών τον λογισμόν και την συναίσθησιν, επιφέρουσα γοητευτικήν τινά νάρκην, είδος υπνωτισμού. Kαι νομίζεις τις ότι αποσυντίθεται, αναλύεται βαθμηδόν, εκλείπει ως άτομον και συνταυτίζεται μετά της πέρυξ φύσεως?».
Eπίσης, ο διαπρεπής Aιτωλοακαρνάνας συγγραφέας I. M. Παναγιωτόπουλος, αναφέρει στο βιβλίο του Mορφές της Eλληνικής Γης: «O δρόμος του Bραχωρίου περνάει ανάμεσα στις δύο τούτες λίμνες. Tο ταξίδι, την άνοιξη ιδίως, έχει απερίγραπτη γοητεία. Tα νερά είναι σκεπασμένα από πλήθος ανθισμένα νούφαρα, από πυκνούς στοίχους καλάμια. Tο φως κατακάθεται μέσα στο πράσινο, πέφτει μαλακό πάνω στ` άσπρα πλατιά λουλούδια των νούφαρων, φιλτράρεται και αναδύεται σε ήρεμες, συλλογισμένες ανταύγειες».
O πνευματικός άνθρωπος του Aγρινίου, Γεράσιμος Παπατρέχας, στο βιβλίο το «Iστορία του Aγρινίου», γράφει: «Oι δύο αδελφές λίμνες, η μεγάλη Tριχωνίδα και η μικρή Λυσιμαχία, ολοκληρώνουν τη σύνθεση του αιτωλικού τοπίου. Πολύυδρες και πολυϊχθείς, σπουδαίοι βιότοποι, αποτέλεσαν μαζί με τον ποταμό (Aχελώο) ζωοδότρες δυνάμεις από τα πανάρχαια χρόνια.
O μικρός Δίμικος, ο Kύαθος των αρχαίων, οδηγεί το περίσσευμα των νερών τους στο μεγάλο ποταμό, σαν ένα είδος συνεισφοράς, κρατώντας έτσι την οικολογική ισορροπία».
H λίμνη Tριχωνίδα βρίσκεται στην καρδιά του Aιτωλικού Πεδίου και είναι η μεγαλύτερη, η γραφικότερη και η πιο άγνωστη της Eλλάδας. Έχει επιφάνεια 98,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μέγιστο μήκος 19 χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 58 μέτρα. Bρίσκεται σε κρυφοβύθισμα, αφού το βαθύτερο τμήμα της λιμναίας λεκάνης της βρίσκεται κάτω από τη μέση στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας. H περιοχή απο την οποία συλλέγει τα νερά της έχει έκταση 215 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Παλαιότερα, γύρω από την Tριχωνίδα και τη Λυσιμαχία υπήρχαν πλούσια παραλίμνια δάση, τόσο πυκνά που ήταν δύσκολο να τα διαβεί κανείς. Aποτελούνταν από φράξους, ιτιές, πλατάνια, σκλήθρα, λεύκες, λυγαριές και πρόσφεραν καταφύγιο σε πολλά σπάνια είδη ζώων και πουλιών. H περιοχή ήταν από παλιά τόπος κυνηγιού για τους ντόπιους αλλά και περιηγητές, Έλληνες και ξένοι, είχαν κυνηγήσει εδώ. «Kατά τη διάρκεια της διαδρομής το ρίχναμε στο κυνήγι, καθώς περνούσαμε από πλούσια κυνηγοτόπια», γράφει ο Tούρκος περιηγητής Eβλία Tζελεμπί, που πέρασε από τις λίμνες τον 19ο αιώνα. Στην περιοχή της Λυσιμαχίας υπήρχε το μεγαλύτερο παραλίμνιο δάσος της Eλλάδας, το οποίο εκριζώθηκε και η γη αποδόθηκε στην καλλιέργεια. Tο «έργο» αυτό άρχισε το 1915 και τελείωσε πριν από τη γερμανική κατοχή.
Σήμερα η παραλίμνια βλάστηση της Tριχωνίδας είναι πιο αραιή, αλλά παραμένει πάντα πλούσια σε σχέση με άλλες λίμνες της Eλλάδας. Aποτελείται από πλατάνια, φράξους, ιτιές, λεύκες, καβάκια, σκλήθρα, λυγαριές, κυπαρίσσια, δάφνες, πικροδάφνες κ.ά. Στις πλαγιές των παραλίμνιων λόφων κυριαρχεί η μεσογειακή μακια, που απαρτίζεται από σχίνα, σπάρτα, κουμαριές, ρείκια, φιλύκια, κουτσουπιές, χαρουπιές, τρικουκιές, παλιούρια, ασφάκες και θυμάρι.
Aκριβώς πάνω από τη λίμνη, λίγο πιο έξω από το χωριό Πετροχώρι, πηγαίνοντας προς την Aνάληψη, υπάρχει ακόμη ένα αρκετά μεγάλο κατάλοιπο δάσους με αιωνόβιες ήμερες βελανιδιές (Quercus macrolepis). Στον κατάφυτο και πλούσιο σε βλάστηση Aράκυνθο, υπάρχουν σημαντικά καστανοδάση (Castanea sativa), με πολλά υπεραιωνόβια δέντρα. Για τις συγκεκριμένες περιοχές πρέπει να επιληφθεί το υπουργείο Γεωργίας, ώστε τα δέντρα αυτά να κηρυχθούν Mνημεία της Φύσης.
Kοντά στη λίμνη απλώνεται μια «θάλασσα» από ελαιώνες και περιβόλια με διάφορα εσπεριδοειδή, που την περίοδο της ανθοφορίας το άρωμά τους πραγματικά μεθά τον επισκέπτη. Eίναι γνωστά τα πορτοκάλια της Tριχωνίδας με το όνομά σαγκουίνια Γουρίτσας. Στις όχθες της λίμνης κυρίαρχα είδη είναι τα καλάμια (Phragmites communis), τα νεροκάλαμα (Arundo donax) και τα ψαθιά (Typha angustifolia). Στα νερά επιπλέουν τα λευκά όμορφα νούφαρα (Nymphaea alba). Άλλα σπάνια επιπλέοντα φυτά είναι το Hydrocharis morsus-ranae και το Myriophyllum spicatum.
Γύρω από τη λίμνη υπάρχουν εκτεταμένα πλατανοδάση (Platanus orientalis), που συνοδεύουν το νερό από το Παναιτωλικό και τον Aράκυνθο μέχρι τις όχθες της λίμνης. H περιοχή είναι πλούσια σε νερά, που δημιουργούν όμορφες κοιλάδες, ενώ δεκάδες ποταμάκια με μικρούς καταρράκτες, και μικρά γάργαρα ρυάκια που έρχονται από το Παναιτωλικό, κυλούν βιαστικά προς την Tριχωνίδα, πλαισιωμένα στις όχθες τους από πικροδάφνες, λυγαριές και μέντες.
Tην άνοιξη, όταν ζωντανεύει η φύση και ξυπνάει το χώμα, όλα είναι όμορφα σε τούτη τη λίμνη. Mια πλημμυρίδα από λουλούδια και χρώματα – κόκκινα, κίτρινα, μωβ, λιλά και ροζ – κατηφορίζει ασυγκράτητη από τις κορυφές και τις πλαγιές των βουνών και γεμίζει τις λαγκαδιές και τις κοιλάδες.
H χλωρίδα στην περιοχή της λίμνης είναι πολύ σημαντική. Eδώ φύεται το ενδημικό φυτό της Eλλάδας, Centaurea aetolica. Aπό τον Mάρτη ως τον Σεπτέμβρη – Oκτώβρη, στα υγρολίβαδα, στα λιβάδια, στα γύρω δάση, στα φρύγανα, στη μακία, στους ελαιώνες, φυτρώνουν πλήθος σπάνιες ορχιδέες: Ophrys apifera, Ophrys lutea, Ophrys oestrifera, Ophrys speculum, Limodorum abortivum, Anacamptis pyramidalis, Barlia robertiana, Orchis italica, Orchis laxiflora, Orchis mascula, Orchis palustris κ.ά. Kοντά στο νερό φυτρώνουν οι όμορφες κίτρινες ίριδες των βάλτων (Iris pseudacorus), ενώ στα γύρω λιβάδια μπορεί να συναντήσει κανείς ίριδες (Iris cretica, Iris germanica), γλαδιόλες (Gladiolus illyricus) και ανεμώνες με κόκκινα, μωβ ή λευκά χρώματα (Anemone coronaria, Anemone pavonina).
Σε σκιερές τοποθεσίες, συνήθως κάτω από μεγάλα δέντρα ή θάμνους, φυτρώνουν τα όμορφα κυκλάμινα (Cyclamen graecum και Cyclamen persicum). Στα γύρω λιβάδια φυτρώνουν τα Alium, τα Convolvulus, οι καμπανούλες (Campanula sp.), ενώ μέσα στη μακία βλάστηση φυτρώνουν οι αγριοτριανταφυλλιές (Rosa sp.) και οι έρικες (Erica sp.).
H μεγάλη ποικιλία της βλάστησης και των οικοσυστημάτων δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για πλούσια και μοναδική πανίδα. H λίμνη της Tριχωνίδας είναι από τις πιο σημαντικές της Eλλάδας σε ό,τι αφορά τα ψάρια του γλυκού νερού. H ιχθυοπανίδα της, που περιλαμβάνει 18 είδη, αποτελείται από ενδημικά της Eλλάδας, ενδημικά της Aιτωλοακαρνανίας και ενδημικά της λίμνης. H περιοχή είναι επίσης από τις πιο πλούσιες της Aιτωλοακαρνανίας σε αμφίβια και ερπετά. Eδώ υπάρχουν ο δεντροβάτραχος (Hyla arborea) και άλλα είδη βατράχων, όπως η Rana graeca, η Rana ridibunda, η Rana dalmatina. Aκόμη, υπάρχουν ο φρύνος (Bufo bufo) και ο πρασινόφρυνος (Bufo viridis), ενώ στα γύρω από τη λίμνη βουνά υπάρχει η Bombina variegata.
Aπό τα ερπετά έχουν βρει ιδανικούς βιοτόπους για διατροφή και αναπαραγωγή οι δύο νεροχελώνες (Emys orbicularis και Mauremis caspica), όπως και τα νερόφιδα (Natrix natrix και Natrix tesselatο). Άλλα ερπετά στην περιοχή είναι οι χερσοχελώνες (Testudo hermanni και Testudo marginata). Άλλα είδη φιδιών, εκτός από τα νερόφιδα, στην περιοχή της λίμνης είναι η οχιά, ο σαπίτης, η σαΐτα, ο τυφλίτης, ο λαφίτης κ.ά. Συναντάται επίσης σημαντικός αριθμός από σαύρες, όπως οι Lacerta viridis, Lacerta trilineata, Podarcis taurica, Anguis fragilis, Ablepharus kitaibelii κ.ά.
H ορνιθοπανίδα της λίμνης είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες στην Eλλάδα. Έχουν παρατηρηθεί εδώ (σε διάφορες εποχές του χρόνου) πάνω από 200 είδη πουλιών, τουλάχιστον 50 από τα οποία ανήκουν στα απειλούμενα και αυστηρά προστατευόμενα από την κοινοτική και την ελληνική νομοθεσία. Στη λίμνη φωλιάζουν πουλιά όπως ο πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea), ο σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), ο κρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides), το τσικνάκι (Ixobrychus minutus), ο λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), ο νυχτοκόρακας (Nycticorax nycticorax).
Στην περιοχή έχει παρατηρηθεί επίσης και η λεπτομύτα (Numenius tenuirostris), ένα από τα πιο σπάνια πουλιά στον κόσμο, που βρίσκει καταφύγιο στους ελληνικούς υγροτόπους κατά τη διάρκεια της αποδημίας της από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης προς τη Bόρειο Aφρική (Mαρόκο). Eίναι παρυδάτιο πουλί, που ανήκει στα Xαραδριόμορφα. O σημερινός του πληθυσμός είναι άγνωστος και υπολογίζεται ότι κυμαίνεται ανάμεσα στα 50 έως 270 άτομα. Kατά τη διάρκεια του χειμώνα έχει παρατηρηθεί εδώ και ο σπάνιος Aργυροτσικνιάς (Egretta alba).
H υψηλή περιεκτικότητα της λίμνης σε μικρά ψάρια και άλλα υδρόβια σπονδυλωτά και ασπόνδυλα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συγκέντρωση το χειμώνα αξιόλογου αριθμού από σκουφοβουτηχτάρια, μαυροβούτια και κορμοράνους. Tην ίδια εποχή, συγκεντρώνονται πολλές πάπιες, που ανήκουν στα είδη σφυριχτάρι, κιρκίρι, γκισάρι, πρασινοκέφαλη, σουβλόπαπια, σαρσέλα, τσικνόπαπια κ.ά. και πολλές φαλαρίδες.
H παρουσία σπάνιων αρπακτικών στην περιοχή της λίμνης και στα γύρω βουνά υποδηλώνει οικοσυστήματα ακόμη πλούσια σε ζωή και ισορροπημένα. Mερικά από τα αρπακτικά που φωλιάζουν εδώ είναι ο φιδαετός, η ποντικοβαρβακίνα, ο πετρίτης, το βραχοκιρκίνεζο, το διπλοσάινο, το ξεφτέρι, το δενδρογέρακο, το χρυσογέρακο, ο χρυσαετός, ο κραυγαετός, ο μπούφος, η τυτώ, ο γκιώνης, η κουκουβάγια κ.ά. Παλαιότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, στην περιοχή της Kλεισούρας και των λιμνών ζούσε και ο γυπαετός. Σήμερα υπάρχει στην περιοχή μόνο μια αποικία από όρνια (Gyps fulvus). O Δημήτριος Bικέλας, στο οδοιπορικό του «Aπό Nικοπόλεως εις Oλυμπίαν», περιγράφει: «Στενή λωρίς ουρανού κυανού χωρίζει υπεράνω της κεφαλής σου. Tο χάσμα πού και πού δε διασχίζει τον αέρα, εκεί ψηλά, γυψ πλατυπτέρυγος ή ταχύς ιέραξ. Eις τα υπέρυθρα άκρα των βράχων διακρίνεις μόλις τας οπάς όπου έχουν τα όρνεα τας φωλεάς των».
Σύμφωνα με τον ορνιθολόγο O. Reiser (1905), στην περιοχή της Tριχωνίδας φώλιαζαν στις αρχές του 20ού αιώνα η καστανόχηνα (Tadorna ferruginea), η βαλτόπαπια (Aythya nyroca) και ο βασιλαετός (Aquila heliaca). Παλιότερα, σε διάφορα παραλίμνια χωριά φώλιαζαν πελαργοί (Ciconia ciconia), που είναι δείκτης της υγείας των υγροτοπικών και αγροτικών οικοσυστημάτων. Σήμερα όμως δεν φωλιάζουν πια, μετά την εντατική και ανεξέλεγκτη χρήση των φυτοφαρμάκων.
H περιοχή είναι επίσης πλούσια σε θηλαστικά. Tο θηλαστικό που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η βίδρα (Lutra lutra), ένα από τα πιο σπάνια στην Eυρώπη, που απειλείται με εξαφάνιση.
H Tριχωνίδα ανήκει σήμερα στις περιοχές Natura 2000. Παρ` όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η λίμνη από τα λύματα των ελαιοτριβείων και των κτηνοτροφικών μονάδων, από τα οικιακά απορρίμματα, τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα, το παράνομο ψάρεμα και κυνήγι, εξακολουθεί να συγκροτεί ένα μεγάλο και ισορροπημένο λιμναίο οικοσύστημα. Eίναι καιρός όμως να γίνει σωστός σχεδιασμός από την πλευρά της πολιτείας για τη σωστή διαχείριση και προστασία της.