H παραδοσιακή κτηνοτροφία στο Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας
ΟΜΙΛΙΑ της Δρ Mαρίας Ν. Αγγέλη στο 36ο Συνέδριο της Ελληνικής Ζωοτεχνικής Εταιρίας στο Αγρίνιο (5-7 Οκτωβρίου 2022).
H κτηνοτροφία αποτελούσε και αποτελεί σημαντικό παράγοντα της οικονομίας στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και ιδιαίτερα στο Ξηρόμερο. Η ημεράδα της βοσκής, ο άφθονος καρπός από το βελανιδοδάσος και η βλάχικη καταγωγή αρκετών οικογενειών ήταν οι κυριότεροι παράγοντες για τη ανάπτυξή της. Στου Ομήρου τα χρόνια, κοπάδια του Οδυσσέα, στον οποίον ανήκε η Ακαρνανία (μάλλον προίκα της συζύγου του Πηνελόπης), βοσκούσαν στα πλούσια βοσκοτόπια. Η περιοχή του Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ιδανικός βοσκότοπος! Υπήρχαν κοπάδια από γιδοπρόβατα, γουρούνια, μοσχάρια, ακόμα και βουβάλια. Eμείς θα αναφερθούμε στα κοπάδια αιγοπροβάτων… Στην ποιμενική ζωή του Ξηρομέρου έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Βίωσα τις χαρές αλλά και τις λύπες της… Η κτηνοτροφία δεν είναι ειδύλλιο και φλογέρα. Είναι μια διαρκής πάλη για την επιβίωση ανθρώπων και ζώων.
A).ΤΣΟΠΑΝΗΣ Εικόνα: Κοπάδι γίδια στο Αρχοντοχώρι Ξηρομέρου…
Τσοπάνης, η λέξη προέρχεται από την τούρκικη «çoban». Eίναι αυτός που φυλάει και οδηγεί το κοπάδι ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων στη βοσκή. Λέγεται και: βοσκός, τσομπάνης, ντζοπάνης, τσοπάνος, πιστικός. Προβατοβοσκός, προβατάρης, πρατάρης, «πρατάρ’ς» αυτός που φυλάει κοπάδι πρόβατα. Γιδοβοσκός, γιδάρης, «γιδάρ’ς», αυτός που φυλάει κοπάδι γίδια…(Στο Ξηρόμερο συγκόπτουμε τα φωνήεντα).
Το επάγγελμα αυτό δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο εργασίας. Ο τσοπάνης ήταν από το ξημέρωμα ως το βράδυ στη φύλαξη, στη βόσκηση, στη φροντίδα του κοπαδιού του. Κάποιες φορές και τη νύχτα, για μερικές ώρες νυχτοβόσκησης, το λεγόμενο «σκάρο». Όλες τις εποχές, ολημερίς, κοντά στο κοπάδι. Περπατάει πλαγιές, ράχες και καταράχια, λόφους και λαγκάδια, βουνά και οροπέδια… Και ολονυχτίς «λαγοκοιμάται», με την έγνοια του κοπαδιού. «Γνοιασμένος» μην ο βαρύς ύπνος σταθεί εμπόδιο στο να αντιληφθεί αμέσως κάποιο κίνδυνο που απειλεί το κοπάδι. Λύκος, τσακάλι, ζωοκλέφτης.
Διατροφή του τσοπάνη: Kατά την ημερήσια βόσκηση του κοπαδιού είχε στο σακούλι του το λιτό φαγητό: ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί, ένα κομμάτι τυρί στον «τυρολόγο» για προσφάγι, ένα κρεμμύδι, ένα σκόρδο, μια ντομάτα ή ένα τσαμπί σταφύλι, ανάλογα με την εποχή. Αυτή η διατροφή σε συνδυασμό με το συνεχές περπάτημα δημιουργούσαν το λεπτό και ευκίνητο κορμί του ξωμάχου.
Ο ρόλος των τσοπάνηδων στην ιστορία: Σημαντικός ήταν ο ρόλος των τσοπάνηδων σε διάφορες περιόδους της ιστορίας μας.
Οι τσοπάνηδες στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 εκδήλωσαν συμπαράσταση και φιλοξενία στους κλέφτες και αρματωλούς. Στις στάνες τους βρήκαν ένα χώρο να ακουμπήσουν και ένα ζεστό φαγάκι για να τονωθούν και να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο φιλέλληνας, Claude Fauriel γράφει: «Η ανάγκη, ένα παρόμοιο σχεδόν μίσος για τους Τούρκους, τους κοινούς καταπιεστές, έκανε να υπάρχουν σχέσεις αδελφικές και φιλία ανάμεσα στους βοσκούς και τους κλέφτες. Ετούτοι δεν πείραζαν καθόλου τα κοπάδια τους, κι εκείνοι κρατούσαν μυστικό ό,τι μπορούσαν να ξέρουν για τους καταυλισμούς και τις πορείες τους…».
Στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής οι τσοπάνηδες στήριξαν έμπρακτα τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ο ξηρομερίτης ιστοριογράφος Αλέξανδρος Θ. Κυριαζής, σε ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο, γράφει: «Άλλοι πάλι χωριανοί μας που είχαν ζώα, πρόβατα, γίδια, και ήταν πολλοί αυτοί, δεν δυσκολεύτηκαν στη μαύρη αυτή περίοδο να δείξουν την αλληλεγγύη τους σε πολλούς από εμάς, με ό,τι μπορούσαν. Τους μνημονεύω και θαυμάζω τον ψυχικό τους κόσμο κάθε φορά που έρχομαι στις στιγμές εκείνες».
Ένας υπέργηρος τσοπάνης αφηγείται: «Τα χρόνια της Κατοχής ήτανε πολύ δύστυχα, πείναγαν ο κόσμος όλος. Ερχότανε στα χωριά, εδώ στην επαρχία, μεγαλοκυρίες απ’ την Αθήνα και πουλάγανε τα χρυσαφικά τ’ς, τα κοσμήματα τ’ς(!),για να κονομήσνε κάτ’ από κτηνοτροφία να φάνε, λίγο τυρί, πρέτζα, μυζήθρα, για να φάν’, να ζήσνε ο κόσμος…». (Προφορική συνέντευξη Νίκου Δ. Αγγέλη).
Φορείς πολιτισμού: Οι τσοπάνηδες επίσης αποτελούν φορέα και συντελεστή μιας συνεχιζόμενης λαϊκής παράδοσης. Μύθοι, ιστορίες, παροιμίες, ανέκδοτα και δημοτικά τραγούδια διατηρήθηκαν «από στόμα σε στόμα» χάρη σ’ αυτούς. Ακόμη η δύσκολη και απομακρυσμένη από το χωριό ζωή τους, έδωσε αφορμή για τη δημιουργία μύθων και ευτράπελων διηγήσεων για τους ίδιους και τη συμπεριφορά τους…Ο μελετητής της ποιμενικής ζωής της Ρούμελης, ο Δ. Λουκόπουλος κατέγραψε αρκετές τσοπάνικες παραδόσεις και παραμύθια.
Προσόντα ενός τσοπάνη:
α). Η σχέση του καλού τσοπάνη με τα ζώα είναι θα λέγαμε σχέση πατέρα με τα παιδιά του. Τα γνωρίζει πολύ καλά. Παρατηρεί τα ζώα του από το γέννο ως το μεγάλωμα, ως την πώληση ή το χαμό τους. Με το κοίταγμα καταλαβαίνει το κάθε ζώο, αν είναι καλά, αν είναι ανόρεχτο, αν δεν ακολουθεί το κοπάδι κ.λπ.
γ). Προσόν του τσοπάνη ήταν το σφύριγμα, όχι με σφυρίχτρα, αλλά με το στόμα. Είναι μια ιδιαίτερη τεχνική στην οποία εξασκείται από μικρός. Σφύριζε στο σάλαγο των ζώων, στο σκάρο, στο πότισμα… Σφύριζε επίσης για να επικοινωνήσει με άλλους τσοπάνηδες ή δικούς του ανθρώπους, κυρίως όταν βρισκόταν στην ίδια περιοχή με αυτόν. Σφύριζε ακόμα, στις χαρές και στους καημούς του, στα γλέντια και στις γιορτές…
ε). Η βόσκηση του κοπαδιού είναι μια ιδιαίτερη τέχνη του έμπειρου βοσκού. Εξαρτάται από τις ικανότητες του ίδιου, τον προγραμματισμό και τις επιλογές που κάνει. Ακολουθούσε ένα πρόγραμμα για τις ώρες βόσκησης, επέλεγε το χώρο και ενθάρρυνε τα ζώα για να βοσκήσουν καλά. Ο καλός βοσκός αποφεύγει τις απότομες παρεμβάσεις για να μην τα αναστατώσει. Η αναστάτωση έχει αρνητικές συνέπειες στη βόσκηση και επομένως στην παραγωγή γάλακτος. Η ηρεμία τους έχει θετικές συνέπειες στην απόδοση σε γάλα.
Εικόνα: Κοπάδι γίδια στα Βλυζιανά Ξηρομέρου…
στ). Η γνώση «εμπειρικής κτηνιατρικής» ήταν απαραίτητη. Η αντιμετώπιση των ασθενειών γινόταν με πρακτικούς, εμπειρικούς τρόπους. Οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι, λόγω έλλειψης κτηνιάτρων τότε, αντιμετώπιζαν τις ασθένειες των ζώων και τα προβλήματα με βότανα και γιατροσόφια. Εδώ πολύτιμη ήταν η «γεροντική σοφία».
ζ). Η γνώση και η δεξιοτεχνία του τσοπάνη για διάφορες εργασίες της στάνης όπως η κατασκευή των μαντριών, του τσάρκου, της καλύβας και της στρούγκας ήταν απαραίτητες. Επίσης σημαντική ήταν η συνεργασία με άλλους τσοπάνηδες και μαστόρους. Η συνεργασία είναι απαραίτητη για συλλογικές εργασίες όπως το στήσιμο της στάνης, ο κούρος κ.λπ.
Η ΤΣΟΠΑΝΙΣΣΑ.
Η γυναίκα του τσοπάνη ήταν βοηθός και συνεργάτρια σε όλες τις εργασίες που απαιτεί η τσοπάνικη ζωή. Στα μαντριά, στη στρούγκα, στον κούρο, στο τυροκόμημα… Η επιδίωξη της αυτάρκειας ήταν μια συνετή επιλογή για την εποχή εκείνη. Γι’ αυτό οι γυναίκες αξιοποιούσαν το γάλα και τα υποπροϊόντα του, όπως το τυρόγαλο και το ξινόγαλο. Επίσης αξιοποιούσαν το μαλλί των ζώων στην υφαντουργία. Μια κατεξοχήν οικιακή και γυναικεία τέχνη. Από υφαντριών χέρια βγήκαν θαυμαστά υφαντά απαραίτητα για τις ανάγκες ένδυσης, του σπιτιού και των επαγγελματικών ασχολιών.
Τα παιδιά: Τα τσοπανόπουλα, τα παιδιά του τσοπάνη, συμμετέχουν από το Δημοτικό ακόμα, σε ρόλο βοηθητικό. Βάζουν καρπό στα κατσικάκια και αρνάκια στον τσάρκο, βοηθούν στο άρμεγμα, στο πίσω μέρος της στρούγγας, «βαράνε», «κεντάνε» τις γίδες να περάσουν στον αρμεχτή. Μεταφέρουν φορτωμένα στο ζώο, το γάλα, το τυρί κ.λπ. Βοηθάνε τον τσοπάνη στο «παραβόλιασμα» των ζώων το καλοκαίρι, για να μην πάνε τα ζώα σε ξένα σπαρτά… «Στομώνουν» τα ζώα όταν χρειαστεί, για να ξεκουράσουν λίγο τον πατέρα. Οι σκληρές συνθήκες κοντά στο κοπάδι ωθούν τα παιδιά των τσοπάνηδων στην απόφαση φυγής από τη στάνη. Η ιδανική φυγή ήταν οι σπουδές!
Β). Κοπάδι: η συγκέντρωση πολλών ζώων μαζί, το σύνολο των αιγοπροβάτων, το «μπουλούκι». Από την τούρκικη λέξη «bölük».
Aν όλα τα ζώα είναι γίδια λέγεται γιδοκόπαδο ή γιδοκοπή. Αν όλα τα ζώα είναι πρόβατα λέγεται προβατοκόπαδο, πρατοκόπαδο ή προβατοκοπή. Το κοπάδι μπορεί να χωριστεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες: α)Το γαλαροκόπαδο που αποτελείται μόνο από γαλάρια δηλ. τα γεννημένα γίδια ή πρόβατα, γίδες και προβατίνες αντίστοιχα. β)Το στειροκόπαδο, στερφοκόπαδο ή στερφοκοπή. Αποτελείται από πολλές στείρες «στέρφες» γίδες ή προβατίνες, αυτές που δε γεννάνε. Επίσης συμπεριλαμβάνονται και αρσενικά γίδια ή πρόβατα, τραγιά και κριάρια αντίστοιχα.
Ως προς τις ράτσες των ζώων στην περιοχή του Ξηρομέρου, θα πρέπει να επισημάνω ότι ήταν μικρόσωμα και ανθεκτικά στις κακουχίες, στο κρύο και στις μετακινήσεις. Το βάρος ενός τράγου δεν ξεπερνούσε στην καλύτερη περίπτωση τα τριάντα πέντε με σαράντα κιλά. Το βάρος μιας γίδας έφτανε το πολύ τα εικοσιπέντε κιλά. Αυτό απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αυτά τα ζώα είχαν μεγάλη ευχέρεια σε προσβασιμότητα στα απότομα μέρη και στα βράχια. Μπορούσαν να βοσκήσουν και να πατήσουν στα πιο απόκρημνα σημεία.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΖΩΩΝ
Το κοπάδι δεν είναι ένα ανώνυμο μπουλούκι ζώων. Για τον τσοπάνη το κάθε ζώο έχει τη δική του «προσωπικότητα» και τη δική του ταυτότητα. Τα γνωρίζει και τα φωνάζει ένα ένα, με τα ονόματά τους, όπως ο πατέρας τα παιδιά του. Ξέρει καλά και τη συμπεριφορά του καθενός και διακρίνει τα «μολαΐμικα», δηλ. τα ήμερα και τα ζωηρά, τα ατίθασα και τα ζημιάρικα… Καθένα με το χαρακτήρα του.
Ο τσοπάνης δίνει ονόματα σε όλα τα ζώα. Τα «βαφτίζει» με ονόματα ταιριαστά για το καθένα. Ανάλογα με κάποια χαρακτηριστικά του ζώου. Με την εμφάνιση, το χρώμα, τα αυτιά, τα κέρατα, την ουρά, τα μαστάρια, το φύλο, το γένος, το κουσούρι, την ηλικία, αλλά και τη συμπεριφορά. Διασώζεται ένα πλήθος ονομάτων, όπως προκύπτει από την καταγραφή προφορικών αφηγήσεων τσοπάνηδων της περιοχής, για τα γίδια και τα πρόβατα…
Ενδεικτικά αναφέρω:
Αράπου: η μαύρη γίδα, φλώρα: η άσπρη, τσούρα: αυτή που έχει μικρά αυτιά, σούτα: αυτή που δεν έχει κέρατα, σαρακοκέρα: η γριά (!), λάγια: η μαύρη προβατίνα, παλιοπράτινα: η γέρικη προβατίνα…
Γ). ΜΑΝΤΡΙΑ
Εικόνα: Μαντρί στα Βλυζιανά Ξηρομέρου…
Μαντρί: η λέξη είναι υποκοριστικό της λέξης μάντρα. Είναι η αρχαία ελληνική λέξη «μάνδρα» και σημαίνει: περιφραγμένος χώρος, όπου φυλάγονται γιδοπρόβατα. Μαντριά: η λέξη στον πληθυντικό αριθμό, στην τσοπάνικη γλώσσα, σημαίνει όλα τα περιφραγμένα «κατοικιά» των ζώων. Μαζί και την καλύβα του τσοπάνη. Από τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου και όλο το χειμώνα, τα βράδια τα ζώα κλείνονταν στα μαντριά… Ο τσοπάνης είχε την ανάγκη να κατασκευάσει ένα ξύλινο χώρο, το μαντρί, για να στεγάσει τα ζώα. Μέσα σ’ αυτό το χώρο τα κλείνει για να τα προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες και από τα «ζουλάπια», τα τσακάλια, τους λύκους κ.λπ.
Κάθε τσοπάνος, έβγαζε νοερά τα σχέδια για να κατασκευάσει τρία βασικά μαντριά: Γαλαρομάντρι, ψιμαδομάντρι και στερφομάντρι. Eπίσης μια καλύβα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Υπήρχαν τα σχέδια του «αρχιτέκτονα τσοπάνη» πάνω στα οποία ο ίδιος σε συνεργασία με άλλους τσοπάνηδες κατασκεύαζε τα μαντριά. Ο τσοπάνης τα απαραίτητα υλικά για την κατασκευή των μαντριών τα έπαιρνε από τη φύση: πέτρες, ξύλα, φτέρες, καλαμιές… Από το εμπόριο, στα νεότερα χρόνια, προμηθευόταν τσίγκια, σύρμα, πρόκες. Τα έμπειρα χέρια μ’ αυτά τα απλά υλικά, με πολύ μεράκι και πολλή κούραση, έφτιαχναν εξαιρετικά μαντριά, που έδεναν αρμονικά με το περιβάλλον. Γενικά υπήρχε ένας σεβασμός στο περιβάλλον στο οποίο ζούσαν άνθρωποι και ζώα.
i) ΓΑΛΑΡΟΜΑΝΤΡΙ
Ηταν το μεγάλο μαντρί της στάνης το οποίο «στέγαζε» τα γαλάρια, δηλαδή τα ζώα που γεννούσαν πρώιμα και έφεραν γάλα. Από εδώ προκύπτει και το όνομα του μαντριού. Ο τσοπάνης γνώριζε πόσα ζώα θα γεννούσαν νωρίς, πρώιμα και πόσα θα γεννούσαν αργά, όψιμα. Ανάλογα σχεδίαζε και τα αντίστοιχα μαντριά.
ii) ΨΙΜΑΔΟΜΑΝΤΡΙ
Το δεύτερο μαντρί, το ψιμαδομάντρι ήταν για τα ζώα που γεννούσαν όψιμα. Ήταν πιο μικρό από το γαλαρομάντρι αλλά με την ίδια ακριβώς κατασκευή. Διέφερε ως προς το μέγεθος. Ήταν μικρότερο γιατί θα στέγαζε λιγότερα ζώα απ’ ότι το γαλαρομάντρι.
iii) ΤΣΑΡΚΟΣ
Τσάρκος είναι το «κατοικιό», ο χώρος για τα μικρά κατσικάκια και αρνάκια. Ένα ξεχωριστό καλυβάκι, δίπλα στο γαλαρομάντρι ή στο ψιμαδομάντρι. Η μορφή του τσάρκου διαφέρει κατά περιοχές… Στο Ξηρόμερο, ο τσάρκος ήταν ένα τετράγωνο καλυβάκι και η πάνω πλευρά του αποτελούσε συνέχεια της μάντρας που ήδη ήταν κατασκευασμένο το γαλαρομάντρι.
iv) ΣΤΕΡΦΟΜΑΝΤΡΙ
Το στερφομάντρι ήταν δίπλα από το ψιμαδομάντρι. Aπαραίτητο για τη στέγαση του στειροκόπαδου. Δηλαδή για τραγιά, βιτούλια, γίδες που δεν γεννούσαν ή έχασαν το μικρό τους «τσαγκαδεύτηκαν» και λέγονταν «τσαγκάδες».
v) AYΛΕΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
Επειδή και τα στείρα ζώα ήταν πολλά, ο τσοπάνης έκλεινε έναν αύλειο χώρο από το στερφομάντρι μέχρι το γαλαρομάντρι. Στο πάνω μέρος υπήρχε φράχτης. Αυτό το έκανε για να απλώνονται άνετα τα μεγάλα ζώα και να μην χτυπιούνται με τα κέρατα δημιουργώντας συγκρούσεις και αναστάτωση στο κοπάδι.
Ήταν όλα τόσο μελετημένα, καλοστημένα και σχεδιασμένα, θαρρείς και κάθε νοικοκυρεμένος τσοπάνης διέθετε γνώσεις αρχιτεκτονικής… Το στήσιμο των μαντριών ήταν μια εξαιρετική λαϊκή τεχνική, μαστοριά που είχε αποκτηθεί από την εμπειρία και την αγάπη για τα ζώα. «Τον μερακλή τσοπάνη τον ακούς από τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα γκεσέμια!», λέει μια λαϊκή παροιμία.
Και τον θαυμάζεις από τα μαντριά του!, θα πρόσθετα με βεβαιότητα.
Εικόνα: Καλύβα του τσοπάνη…
«Τσπί» Αστακού Ξηρομέρου. Φωτογραφία Νίκου Καρατζένη
ΚΑΛΥΒΑ ήταν η ξυλόπλεχτη κατοικία του τσοπάνη κοντά στα μαντριά του, σε μια εποχή που ο ίδιος και η οικογένειά του διανυχτέρευαν στη στάνη. Δεν επέστρεφαν στο σπίτι, γιατί υπήρχαν άγρια ζώα, λύκοι κυρίως, αλλά και ζωοκλέφτες που απειλούσαν το βιος του. Έπρεπε ο τσοπάνης να προστατεύει τα ζώα του μέρα και νύχτα.
Φρόντιζε ώστε η καλύβα να στηθεί σε κατάλληλο χώρο, στραγγερό, και να μην τον πιάνει ο αέρας του χειμώνα. Προμηθευόταν τα υλικά από το ίδιο το περιβάλλον. Ξύλα, κλαδιά, φτέρες… Υλικά που χρησιμοποιούσε και για τα μαντριά του. Μόνο που η καλύβα γινόταν με περισσότερη μαστοριά και εξαιρετικό μεράκι.
Είχε σχήμα κώνου. Σαν σκούφος με φούντα έμοιαζε από μακριά. Αυτός ο τεράστιος σκούφος ήταν καλοπλεγμένος, με ξύλα και φτέρες, από έμπειρα χέρια και σπινθηροβόλα μάτια. Για την κατασκευή της υπήρχε συνεργασία μεταξύ των τσοπάνηδων.
Στο κέντρο υπήρχε η εστία. Εκεί γύρω από τη φωτιά μαζεύονταν όλοι. Στη φωτιά η νοικοκυρά μαγείρευε απλά αλλά νόστιμα φαγάκια: τραχανά, χυλοπίτες και ό,τι άλλο είχε φέρει από το χωριό. Ένα εξαιρετικό φαγάκι ήταν το κορφούγγι. Παρασκευαζόταν από το πρώτο γάλα της γίδας που γεννούσε.
Eδώ ταιριάζουν οι στίχοι του Ν. Βρεττάκου:
Καλύβια που καπνίζουν ταπεινοσύνη
Θραύσματα ήλιου πάνω τους
Γλώσσα ποιμένων γλυκόλαλη
Που μυρίζει ζεστό ψωμί, καλοσύνη και γάλα…
O υπερήλικας τσοπάνης Σπύρος Μπαρμπαρούσης σημειώνει σχετικά με τη φωτιά στην καλύβα:
«Τιν καλίβα του ντσουπάνου τιν έφκιαναμι με ξήλα και φτέρης και καλαμνιες… μες τι μέσι εφκιαναμι γουνιά αναφταμι φουτγια και αναμεσα εβαναμι έναν παφλα να μιν βαρι η φλογα τιν φτέρι και καπσουμι τιν καλιβα διότι εχουν καή σε πουλους ντσουπανιδης οι καλύβεις».
Δ). ΑΡΜΕΓΜΑ
Οι εργασίες του τσοπάνη είναι πολλές. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μία βασική εργασία, την οποία φανερώνει το αίνιγμα που θα ακούσετε:
Κώλος είν’ στην πέτρα, κώλος στο κεφάλι.
Τέσσερις στέκονται, δυο τραβάνε, δυο κερνάνε.
Τι είναι;(είναι ο τσοπάνος που αρμέγει)
(Τσοπάνικο αίνιγμα)
Άρμεγμα: Το άρμεγμα είναι η σπουδαιότερη εργασία του τσοπάνη. Κουραστική και χρονοβόρα. Η διαδικασία του παραδοσιακού αρμέγματος γίνεται στη στρούγκα. Στρούγκα είναι ένας ειδικά κατασκευασμένος χώρος για την εργασία αυτή. Έχει σχήμα στρογγυλό ή οβάλ. Οι στρούγκες που γίνονται με ξύλα λέγονται «ξυλόστρουγκες». Οι στρούγκες που γίνονται με πέτρες, λιθάρια, λέγονται «λιθαρόστρουγκες».
Μπροστά στη στρούγκα δεξιά και αριστερά από το μικρό άνοιγμα, την «ποριά», τοποθετούν οι τσοπάνηδες μια πέτρα στρογγυλή για κάθισμα. Η κάθε πέτρα λέγεται «στρουγγόλιθο». Λέγεται και «αρμεγαρόλιθο». Είναι τα καθίσματα, τα «σκαμνιά», όπου κάθονται οι αρμεχτάδες. Από κει πιάνουν τη γίδα ή την προβατίνα, ανοίγουν τα πόδια τους, σκύβουν το κεφάλι και αρμέγουν τα μαστάρια του ζώου. Πριν αρχίσει το άρμεγμα ο αρμεχτής κάνει το σταυρό του και όταν τελειώσει η διαδικασία τον ξανακάνει. Το γάλα συλλέγεται σ’ ένα δοχείο που λέγεται καρδάρα. Από την καρδάρα στη συνέχεια το μεταφέρει στα γαλακτοδοχεία ή «γαλατοπαφίλια» για να χρησιμοποιήσω την ξηρομερίτικη λέξη, ειδικά κατασκευασμένα δοχεία για τη μεταφορά του στο γαλατά.
Χρειάζεται τέχνη, υπομονή και δύναμη για να αδειάσει το μαστάρι. Αφήνουν το ένα ζώο πιάνουν το άλλο, μέχρι να περάσουν όλα… Ο αρμεχτής χύνει πολύ ιδρώτα! Πρέπει νάχει πλάτες γερές και χέρια τσιλικένια!
Πολλές φορές το γάλα δεν μεταφερόταν για πώληση στο γαλατά, αλλά ο ίδιος ο τσοπάνης τυροκομούσε στο «πατζαριό» του, δίπλα στη στάνη. Άλλες φορές, στα νεότερα χρόνια τυροκομούσε στην αποθήκη του σπιτιού του…
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει λεπτομερώς το βοσκό και τυροκόμο Πολύφημο. Περιγράφει επίσης τα τυράκια που ωρίμαζαν μέσα στη σπηλιά. Κάπως έτσι τυροκομούσαν και οι ξηρομερίτες τσοπάνηδες…
H καλή ποιότητα του τυριού καθοριζόταν από την υγεία των ζώων, την ηρεμία, την καλή διατροφή, την εποχή της παρασκευής του, την καλή πυτιά, την καθαριότητα των σκευών αρμέγματος και τυροκόμησης και φυσικά την κατάλληλη γνώση των κτηνοτρόφων.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ: Από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα έχουμε σημαντική εξέλιξη και στον τομέα της κτηνοτροφίας του Ξηρομέρου. Καταρχάς, η «αυτοκινητοποίηση» των τσοπάνηδων έφερε αλλαγή στον τρόπο ζωής τους. Το αγροτικό ή το τζίπ ελαχιστοποίησε το χρόνο μεταφοράς των ίδιων και των προϊόντων τους στη στάνη και το αντίθετο. Έτσι ο κτηνοτρόφος έχει ελεύθερο χρόνο και μπορεί να τον αξιοποιήσει ανάλογα με τις ανάγκες του. Έπειτα η εξέλιξη στα υλικά και στην τεχνολογία απάλλαξε τον τσοπάνη από την ταλαιπωρία της κατασκευής και συντήρησης των μαντριών.
Σήμερα η κτηνοτροφία είναι ένας πολύ δυναμικός κλάδος της αγροτικής παραγωγής. Το κράτος δίνει κίνητρα για τους νέους κτηνοτρόφους. Οι σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες εξασφαλίζουν «σταθερή κατοικία», μαντριά για τα ζώα και άνετο δωμάτιο για τον κτηνοτρόφο, με νερό, ηλεκτρικό ρεύμα κ.ά. Οι καλύβες και τα μαντριά από πέτρα, ξύλα, άχυρα και τσίγκια χάθηκαν ή χάνονται από την ελληνική ύπαιθρο. Περνάνε στις σελίδες κάποιων βιβλίων και λευκωμάτων…
Οι νέοι που θα αποφασίσουν να στραφούν προς την κτηνοτροφία, πρέπει να γνωρίσουν τις σημαντικές αλλαγές του κλάδου, χωρίς ωστόσο να αγνοήσουν και τις δυσκολίες του επαγγέλματος. Τα οφέλη της κτηνοτροφίας είναι πολύ σημαντικά για τους ίδιους και την πατρίδα μας.
ΠΡΟΤΑΣΗ
Προτείνω να δημιουργηθεί ένα θεματικό Μουσείο Κτηνοτροφίας στο Ξηρόμερο, όπου θα παρουσιάζεται η εξέλιξη της κτηνοτροφίας μέχρι σήμερα. Είναι πολύ σημαντικό, εκτιμώ, για την πολιτιστική, οικονομική και τουριστική ανάπτυξη ενός τόπου η ανάδειξη μιας ταυτότητάς του! Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΞΗΡΟΜΕΡΙΤΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ!
Θα κλείσω με ένα ποιμενικό τραγούδι:
Σηκώθηκα μια χαραυγή προτού να ξημερώσει
Και πήρα τα κοπάδια μου να πα να τα βοσκήσω
Τα πρόβατά μου απλώσανε κάτω στα ριζοβούνια
Και τρών’ κλαρί τα γίδια μου ψηλά στα καταρράχια
Κι από τ’ ασημοκούδουνα κι απ’ τα ψηλά τσοκάνια
Αχολογούν τα διάσελα κι αντιλαλούν δάσα
Ζηλεύει τ’ άστρι που τ’ ακούει κι αβγάτισε το φως του
Ζηλεύουνε κι οι πέρδικες κι αρχίσαν το κελάδι
Εικόνα: Στο χώρο του Συνεδρίου λειτούργησε παράλληλα Έκθεση φωτογραφίας με θέμα: «Ο κύκλος του μαλλιού του προβάτου…».
Μαθήτριες και μαθητές του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου επισκέφτηκαν την Έκθεση… Στη φωτογραφία η δρ Μ.Αγγέλη με τις μαθήτριες Καλλιρρόη Ράπτη και Στεργία Μπέκου.
Εικόνα: Παραδοσιακό βάψιμο μαλλιών… Η φωτογραφία από την Έκθεση στο Παπαστράτειο Μέγαρο Αγρινίου.
Εικόνα: The pokari project. To πρόβειο μαλλί ως πρώτη ύλη…
Φωτογραφία από την Έκθεση προϊόντων από μαλλί…
Εικόνα: Βιβλία της Μαρίας Ν. Αγγέλη στην Έκθεση προϊόντων, υλικών και πνευματικών…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες του κειμένου είναι από το βιβλίο της Μαρίας Ν. Αγγέλη που κυκλοφόρησε πρόσφατα, Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου…, Αγρίνιο 2022.[e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.].