Εκεί που τελειώνει η Πίνδος αρχίζουν τα Κράβαρα. Εκεί που τελειώνουν τα Κράβαρα απλώνεται το βενετσιάνικο λιμάνι. Εκεί που τελειώνει το λιμάνι ορθώνεται το Αντίρριο και η Βαράσοβα. Διάσημα μονοπάτια και άπειροι κόσμοι συναντιούνται στη Ναυπακτία.
Είναι «η ωραία» της Αιτωλοακαρνανίας. Η γραφική, αυτή με τις υποδομές. Η πύλη στην κρυμμένη στα έλατα, τις οξιές και τα τρεχούμενα νερά ορεινή Ναυπακτία. Με ανατολικό σύνορο τον ποταμό Μόρνο και προστάτη της, στη Δύση, τη στιβαρή κορμοστασιά του «Αγίου Ορους» της Βαράσοβας.
Εχει θέα σε μία από τις μεγαλύτερες καλωδιωτές γέφυρες του κόσμου όπως τεντώνεται μεγαλοπρεπής ανάμεσα σε Ρίο και Αντίρριο – τα επί οθωμανικής κυριαρχίας «Μικρά Δαρδανέλια». Δύο εντός πόλης πλατανοσκέπαστες παραλίες και για κόσμημά της ένα βενετσιάνικο κάστρο με πέντε ζώνες άμυνας που αγγίζει τη θάλασσα. Εχει ιστορία που χάνεται στους αιώνες και ημερομηνία-ορόσημο τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Ας ξεκινήσουμε από εκεί. Δεν έγινε στη Ναύπακτο. Η λυσσαλέα μάχη του 1571 που όρισε το μέλλον του τότε γνωστού ευρωπαϊκού κόσμου, έλαβε χώρα στις εκβολές του Αχελώου κοντά στις Εχινάδες Νήσους. Η θαλάσσια περιοχή ήταν γνωστή ως «Κόλπος της Ναυπάκτου» -Lepanto κατά τον Μεσαίωνα- κι έτσι της δόθηκε η (σήμερα παραπλανητική) ονομασία.
Οσο για την έκβαση της σύρραξης; Ο Ιερός Συνασπισμός Βενετίας, Ρώμης, Μάλτας και Ισπανίας αναχαίτισε την ολοένα αυξανόμενη θρησκευτική, εδαφική και εμπορική οθωμανική απειλή. Μια μικρή λεπτομέρεια: στο πλοίο «Μαρκησία» του συμμαχικού στόλου πολέμησε (και μάλιστα τραυμάτισε σοβαρά το αριστερό του χέρι) ο 24χρονος, τότε, υπαξιωματικός Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο μετέπειτα συγγραφέας του Δον Κιχώτη.
Κάπως έτσι σβήνουν απ’ το φόντο οι κουρσάροι και οι ανοιχτές θάλασσες. Κάπως έτσι ρίχνεις άγκυρα στον δυτικό βραχίονα του λιμανιού της Ναυπάκτου, στο θεματικό πάρκο με τις τιμητικές πλακέτες των συμμετεχουσών χωρών και το άγαλμα του διάσημου Ισπανού λογοτέχνη.
Το γαλήνιο καταφύγιο με τους δύο πύργους και την άμεση πρόσβαση στην αμμουδιά της Ψανής αποτελούσε έως τα μέσα του 20ού αι. (και τη δημιουργία του πορθμείου Ρίου-Αντιρρίου) μέγα συγκοινωνιακό και εμπορικό κόμβο. Τα καΐκια της Ναυπάκτου μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα έως την Πάτρα, το Κρυονέρι και το Μεσολόγγι.
Το διάσημο «Στενοπάζαρο» (οδός Ι. Καναβού) έσφυζε από ζωή κατοχυρώνοντας την αίγλη του ως ο πιο ονομαστός εμπορικός δρόμος της πόλης. Ντόπιοι και επισκέπτες κρέμονται απ’ τις πεζούλες του έως σήμερα. Ψαροκάικα στολίζουν την αγκαλιά του, τα άκρα του κλείνουν με τον ναυτικό φάρο και το άγαλμα του (εδώ αποθανόντος) Παξινού πυρπολητή Γ. Ανεμογιάννη. Η ομώνυμη πλατεία βουίζει στο στεφάνι του.
Στις παρυφές του σχηματίζεται ο τρούλος του Φετιχιέ Τζαμί, του πρώτου τεμένους της πόλης – 6 χρόνια τώρα, δραστήριος χώρος εκθέσεων. Κι όμως, οι ντόπιοι λένε «τζαμί», και εννοούν το Βεζίρ τζαμί, το ερειπωμένο λείψανο που προσδιορίζει την πάνω συνοικία. Η γειτονιά του τζαμιού και τα Μποτσαρέικα. Δυο κόσμοι που ενώνονται με πλακόστρωτα καλντερίμια, αλύπητα σκαλοπάτια και ανηφοριές, που τερματίζουν στο Ιτς Καλέ, την κορυφή του κάστρου.
Αν έχεις για αφετηρία σου τη δυτική πύλη, συναντάς την ντάπια του Μπότσαρη και εν συνεχεία τον ομώνυμο πύργο που λειτουργεί ως μουσείο. Το λευκοντυμένο σήμα κατατεθέν φιλοξενεί μόνιμη έκθεση με πανοπλίες, χάρτες και αντίγραφα έργων με θέμα τη Ναυμαχία ή αλλιώς «τη θαυμαστή νίκη κατά των Τούρκων που έδωσε ο Θεός στους χριστιανούς».
Αναπόφευκτα οι δρόμοι οδηγούν στη Σιδερόπορτα -την πιο διάσημη πύλη στην εκτεταμένη καστροπολιτεία-, με τη ζεματίστρα και τα εντυπωσιακά κατάλοιπα της δίφυλλης (κάποτε) θύρας. Κατόπιν εμφανίζεται το Ρολόι, με την άπλετη θέα στον Κορινθιακό, χτισμένο το 1914 σε έναν απ’ τους προμαχώνες του 2ου διαζώματος. Από δω έχεις πρόσβαση στο άγνωστο και ίσως δυσεύρετο «Φαλτσοπόρτι», έτερη σκεπαστή είσοδο των τειχών.
Κοντά του διακλαδώνεται και η συνοικία τζαμιού όπου πρωτοστατούν μια λιθόχτιστη κρήνη, τα ερείπια του τεμένους κι ένα καλοστεκούμενο συγκρότημα λουτρών. Στην οδό Σουλίου, επίσης ξεχωρίζει το Τζαβελέικο, το αρχοντικό που παραχωρήθηκε στον αγωνιστή Κίτσο Τζαβέλα και, αποκαταστημένο πια, φιλοξενεί την αρχαιολογική υπηρεσία.
Τα τείχη της Ναυπάκτου ξετυλίγονται σαν πυραμίδα και αποκαλύπτουν την ύστατη ζώνη άμυνας ενός από τα πιο καλοδιατηρημένα φρούρια της Ελλάδας. Καθαρισμένο μονοπάτι που να διασχίζει τον πευκόφυτο λόφο δεν υπάρχει, άρα η πρόσβαση στην ακρόπολη γίνεται περιμετρικά.
Αισίως στο Κάστρο, βρίσκεις το μεταγενέστερο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και την Εκθεση Βυζαντινής Κεραμικής, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα σε μία από τις αποθήκες πυρομαχικών. Κάτι επίσης σημαντικό: απόλυτη επίγνωση της μεγαλοπρέπειας των τειχών του έχεις απ’ το Γρίμποβο (τη δυτική παραλία), απ’ όπου εύκολα μπορείς να προσεγγίσεις την Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη και το Ιερό του Ασκληπιού (έναντι της πλ. Κεφαλοβρύσου) με τις δυσανάγνωστες σε βράχο αρχαίες επιγραφές. Ενα πάντως να έχεις σίγουρο. Μόλις βραδιάσει, πίσω στο λιμάνι θα γυρίσεις.
Πορεία στα Κράβαρα
Δύο δρόμους έχει η ζωή (και για τα Κράβαρα), τα δαιδαλώδη και απότομα βουνά στη σμίξη Αιτωλίας και Ευρυτανίας, τον δικαίως ξακουστό προορισμό της ορεινής Ναυπακτίας. Και είναι και μπέρδεμα, το γνωρίζεις εξαρχής. Πολλά τα χιλιόμετρα, διπλάσιος ο χρόνος οδήγησης, εύκολα χάνεις τον προσανατολισμό σου, μα άπαξ και βρεθείς στην καρδιά των 45 και βάλε χωριών που τη συνιστούν, θα εύχεσαι (αν δεν έχεις ήδη προνοήσει) να διανυκτερεύσεις εκεί.
Πλούτος χωριών, πλούτος εκκλησιών, πλούτος κορυφών, πλούτος αγνώστου ταυτότητας χωματόδρομων, μονοπατιών, νερών, γεφυριών και πολλά ιστορικά χάνια. Εδώ και η αφετηρία της πίστας rafting του Ευήνου, εδώ και η Ευηνόλιμνη φωλιασμένη μες στα βουνά. Γενικώς δεν θα ξέρεις τι να πρωτοκάνεις.
Βασικές οδηγίες: κεφαλοχώρια θεωρούνται η Σίμου, ο Πλάτανος και η Ανω Χώρα. Τη μεγαλύτερη πολυκοσμία θα συναντήσεις στην Αράχοβα (καμία σχέση με τον Παρνασσό) και την Κλεπά, και μιας κι είπαμε Κλεπά, για βενζινάδικο ούτε λόγος, οπότε φροντίζουμε για να έχουμε. Εναλλακτικά, στο παντοπωλείο του Πάνου Δημητρόπουλου στο εν λόγω χωριουδάκι, υπάρχει για τους άτυχους η έξυπνη λύση «βενζίνη στο μπιτόνι» που δεν θες να μάθεις ποιος την άρχισε.
Καταλύματα σε γενικές γραμμές βρίσκεις στην Ανω Χωρα, την Κάτω Χώρα, τον Πλάτανο, την Αμπελακιώτισσα και ένα καινούργιο (που όλοι συζητούσαν) στα Κρυονέρια, τα χωριά ζωντανεύουν κατά πλειοψηφία τα Σαββατοκύριακα και το φαγητό είναι σπιτικό.
Τώρα, για να λύσουμε τις όποιες απορίες: το σύνολο των οικισμών που απλώνουν τα πλοκάμια τους στις αθέατες χαράδρες και τις αλλεπάλληλες ράχες, αναπτύχθηκε την εποχή της Τουρκοκρατίας, οπότε οι αγρότες της πεδινής Αιτωλίας αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο. Πλήρως απομονωμένοι (το χωμένο σε λάκκο φερ’ ειπείν, χωριό Ελευθεριανά, δεν το βρήκαν ποτέ οι Τούρκοι), με μοναδική δυνατότητα για ευημερία το άγονο έδαφος, έφευγαν απ’ τα σπίτια τους, κάνοντας δουλειές του ποδαριού (πλανόδιοι τεχνίτες, φωτογράφοι, γυρολόγοι κ.τ.λ.).
Ετσι, «Κραβαρίτης» κατέληξε να σημαίνει φτωχός και όπως οι Στεμνιτσιώτες είχαν τα «Μεστιτσιώτικα», έτσι κι αυτοί χρησιμοποιούσαν τα «μπουλιάρικα», τον δικό τους μυστικό κώδικα, για να επιδίδονται στις επαγγελματικές συναλλαγές.
Πίσω τώρα, στον χάρτη. Ο ένας δρόμος εισέρχεται στην επικράτεια της Φωκίδας -περνά ξυστά από τη Μονή Βαρνάκοβας- και από τη Λιμνίτσα βρίσκει την Ελατού και την Ανω Χώρα. Ο άλλος ανηφορίζει παράλληλα με τον Μόρνο, με κατεύθυνση προς Σίμου και Πλάτανο. Και οι δύο διαδρομές καταλήγουν στα παραλίμνια Ευηνοχώρια, η πρώτη (και εντυπωσιακότερη) επιφυλάσσει κάποια τελευταία χιλιόμετρα σε χωματόδρομο.
Πρώτη στάση στο Χάνι Ρέρεση, στα νοικοκυρεμένα τραπέζια της κ. Νίτσας, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και είναι πάντα εκεί, χειμώνα καλοκαίρι, με τα καζάνια να μοσχομυρίζουν βραστό, με το τζάκι να «σιγοψήνει» κυνήγια, με τα ταψιά να μοσχοβαλάνε πίτες και «παντεσπάνια», με τριμμένη καρύδα – «έτσι για την ομορφιά». Αυτός άλλωστε ήταν ο παλιός ο δρόμος που ένωνε Πάτρα-Λαμία-Θεσσαλονίκη.
Οταν έγινε το φράγμα του Μόρνου, η κίνηση μετατοπίστηκε παραλιακά. Περνάς την πρώτη γέφυρα, μπαίνεις στην Αιτωλοακαρνανία. Περνάς τη δεύτερη, είσαι πίσω στη Φωκίδα. Σίγουρο μπέρδεμα. Λιμνίτσα, Κοκκινοχώρι και Χρύσοβο, πάντως, είναι τα Λεβεντοχώρια. Ο Ασπριάς ξεχωρίζει για το «Καφενείο της Ανθής», το εδώ και 24 χρόνια στέκι της Ανθής Σερεμέτη (τον χειμώνα ανοιχτό Π-Σ-Κ) με σπεσιαλιτέ το γουρούνι στιφάδο και τον κοκκινιστό τράγο.
Η Κεντρική έχει και αυτή τα καφενεία της, γήπεδο μπάσκετ στα 1.040 μ. υψόμετρο και χωματόδρομο προς τα Ελευθεριανά και το Καταφύγιο. Καταφύγιο ίσον Κεφαλογέφυρο, αλλά γενικώς, αν είναι να πάρεις κάποιο μονοπάτι, ρωτάς τους ντόπιους. Ουκ ολίγες φορές θα σου ξεφουρνίσουν το απαγορευτικό «δεν σ’ αφήνω να πας».
Βρίσκεσαι πια στις δυτικές απολήξεις των Βαρδουσίων, αγκαλιά με τα σύννεφα, τον τσουχτερό αέρα, τα εντυπωσιακά χάσματα και τους χωμάτινους δρόμους να κυκλώνουν σαν κορδέλες τα μεγαλειώδη βουνά. Η Ανω Χώρα απ’ τις αρχές του 2000 άλλαξε τη μοίρα της, καθώς τότε λειτούργησε το ξενοδοχείο «Κρυστάλ», με τα υπόλοιπα να τρέχουν στο κατόπι του. Ενημερωτικά: Ναύπακτος – Ανω Χώρα= 58 χλμ.= 1,5 ώρα.
15 κάτοικοι όλοι κι όλοι τον χειμώνα, οι μισοί γύρω απ’ την «αγορά», τον έρημο, μεσοβδόμαδα, δρόμο με τα καφενεία-ταβερνεία. Φημισμένο πέρα απ’ τα σύνορα της Αιτωλοακαρνανίας το ρέμα του Κάκαβου, με το ξακουστό του γεφύρι -45′ περπάτημα μέσα από κέδρους, καστανιές και έλατα-, και ο «Καρνάβαλος», το «ηρωικό», πρώτο λεωφορείο που συνέδεε Ναύπακτο και Ανω Χώρα.
Θρυλικός και ο μοναδικός οδηγός του «Λουρίδας», κατά κόσμον Κ. Χρυσανθόπουλος, θρυλικές και οι αφηγήσεις των χωριανών, όπως αυτή του Ζώη Ζωιδάκη που ενημερώνει πως μαζί με τους ταξιδιώτες: «πάνω του φορτώνανε κασόνια με πατάτες, στη σχάρα έβαζαν γουρούνια, έκανε 5 ώρες μέχρι τη Ναύπακτο και σκέψου τον δρόμο χωρίς άσφαλτο, με χιόνια…». Αγονη γραμμή (καλώς) τη βαφτίζουν πάνω απ’ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μετά έγινε… γόνιμη. Μπήκε το ΚΤΕΛ.
Απο την Ανω Χώρα, παίρνεις τον δρόμο για τη Μονή Αμπελακιώτισσας (1455), που αν και στους χάρτες φαίνεται μηδαμινή, κάνεις το λιγότερο μισή ώρα να την προσεγγίσεις. (Και άλλη μισή να γυρίσεις;…) Ετσι γίνεται εδώ πάνω. Μα κάθε σωστή ή λάθος στροφή, αποκαλύπτει θαύματα του ανθρώπου και της φύσης, τόσο ανέγγιχτα και ξεχασμένα, που μοιάζει σα να τα πρωτοανακάλυψες εσύ.
Κρυονέρια. Βατός χωματόδρομος και ξάφνου ο Εύηνος γίνεται Ευηνόλιμνη. Το 25% των νερών του ταξιδεύει υπογείως στον Μόρνο και τελικά υδροδοτεί την Αττική. Να πώς ημέρεψε ο ορμητικός «Φιδάρης»… Παλιά πάντως, ένας ήταν ο τρόπος να τον δαμάσεις: γεφύρια. Πέτρινα κι ένα σωρό. Μεγάλα και μικρότερα. Της Αρτοτίβας, της Δορβιτσάς, του Πόριαρη, της Κλεπάς. Χίλιοι δυο νερόμυλοι και άλλες τόσες νεροτριβές.
Η Αράχοβα και η Κλεπά φέρονται απ’ όλους ως «τα μπαλκόνια» της Ευηνόλιμνης. Ανάμεσά τους, 5 χλμ. και 100 Αραχοβίτες που κάνουν ανενόχλητοι τους απογευματινούς τους περιπάτους. Οι Κλεπαΐτες είναι λιγότεροι, αλλά έχουν τη βενζίνα. Και τον Πάνο Δημητρόπουλο και τη γυναίκα του την Αθηνά στο καφενείο. Και τα τσίπουρα και τους κολοκυθοκεφτέδες και τις άλλες 10 οικογένειες που τον χειμώνα φυλούν τα πάτρια, και το γέρικο πλατάνι, που δεν βρίσκεις να κάτσεις γύρω του καλοκαίρι.
Από εδώ, ένας αγροτικός δρόμος ανεβαίνει στη Γραμμένη Οξιά, τον τελευταίο οικισμό της Ναυπακτίας και το Ορειβατικό Καταφύγιο. Η άσφαλτος σε πάει στη Δομνίστα, «πιάνει» Ευρυτανία. Νότια φεύγεις και ξαποσταίνεις στο Χάνι Λιόλιου, εν λειτουργία εδώκαι 6 γενιές. Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα και βρίσκεις τον Πλάτανο.
100 κάτοικοι – οι 20 νέοι, είναι μεγάλη υπόθεση. Εχουν και τα πλακόστρωτα και το αρχηγείο του Καραϊσκάκη και τα λιθανάγλυφα στις θύρες των σπιτιών… Κάνεις τη βόλτα σου κι ύστερα κατεβαίνεις κι άλλο, προς την πανέμορφη Σίμου, το Στράνωμα, έχεις για θέα τον Εύηνο σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια (αν έχει και νερό…).
Ο Πόρος είναι η αφετηρία για rafting και canoe kayak. Αν κινηθείς παράλληλα με το ποτάμι, συναντάς το ξακουστό «Καρέλι» (ξύλινο κουτί με 4 καρούλια) και τη μεταγενέστερη κρεμαστή συρματογέφυρα που χρόνια τώρα ενώνουν τις όχθες του.
Αφήνεις το αυτοκίνητο. Με τα πόδια ή με ποδήλατο περνάς στο Θέρμο. Επιβραβεύεις τον εαυτό σου με τη θέα της Αρτοτίβας, του μεγαλύτερου μονότοξου γεφυριού της Δυτικής Ελλάδας. Και ναι, το ξέρεις εξαρχής. Στα Κράβαρα πρέπει να ξανάρθεις.
Υμνος στη Βαράσοβα
Το τοπίο γλυκαίνει. Από τις τραχιές απολήξεις της Πίνδου στρέφεις το βλέμμα στη Βαράσοβα. Ο ιστορικός βράχος ορθώνεται επιβλητικός εκεί όπου ο αιτωλικός κάμπος αγγίζει τη θάλασσα. 917 χαοτικά μέτρα, που για τους γνώστες σημαίνουν δυο πράγματα: ασκητισμός και αναρρίχηση. Ή αναρρίχηση και ασκητισμός;
72 μοναστήρια στο σύνολο λένε οι μελετητές. 4 ασκηταριά είναι επισκέψιμα. Ο βραχοσκεπής Αγιος Νικόλαος με τη 16μ. ύψους εγκλείστρα είναι ο διασημότερος. Προσβάσιμος μόνο όταν γιορτάζει. Και πάντα από τη θάλασσα. Απ’ τον Αγιο Πέτρο πάλι, κάποιοι πέφτουν με παραπέντε. Στις ορθοπλαγιές της πραγματοποιούνταν αναβάσεις πριν το ’58. Την έχει εγκαθιδρύσει τη φήμη της ως ένα από τα καλύτερα αναρριχητικά βουνά της Ελλάδας!
Κι είναι και η Κάτω Βασιλική με την Αρχαία Χαλκίδα, και το Κρυονέρι με το γραφικό του λιμάνι – ανοιχτή πύλη στα αναρριχητικά πεδία. Κάπου εκεί αράζεις. Στον «Captain Del Mare», Χρήστο Παγανιά που, και ξέρει για τον τόπο του, και είναι και ο ειδικός για να σου μαγειρέψει ψάρι. Κι όχι ό,τι και ό,τι… Το Μεσολόγγι είναι απέναντι. Η λιμνοθάλασσα! Μία η σπεσιαλιτέ κι είσαι και πεινασμένος οδοιπόρος… Ανοιχτός στα δύο, καλοψημένος (και αξέχαστος) κέφαλος πετάλι…
πηγή: «Έθνος» – Travel Book
Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου – Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας