γράφει ο Νίκος Χούτας
Στην σύγχρονη ολυμπιακή ιστορία, ελληνική και παγκόσμια, σπανίζουν μορφές ολυμπιονικών που να βρέθηκαν σταθερά στο επίκεντρο των γεγονότων του καιρού τους στον κατοπινό μετά την ολυμπιακή τους νίκη βίο. Ο Παντελής Καρασεβδάς είναι μια τέτοια σπάνια περίπτωση. Πολυπράγμων, ανήσυχος, φιλόδοξος, επίμονος, αεικίνητος κατέγραψε μια θυελλώδη διαδρομή στα δημόσια πράγματα το λιγότερο άξια θαυμασμού, ενσαρκώνοντας την αγωνιστική διάσταση της ζωής.
Στην αποτίμηση της συνολικής του πορείας δεν μπορεί να μην συνεκτιμηθούν οι αθλητικές του ρίζες και επιδράσεις στη διάπλαση του χαρακτήρα του. Χειμερινός κολυμβητής στη γενέτειρά του, τον Αστακό του Νομού Αιτωλίας & Ακαρνανίας όπου γεννήθηκε το 1876 και στην συνέχεια αθλητής του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου στην Πάτρα, στα άλματα και στους δρόμους. Εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών το 1894 τη χρονιά που λήφθηκε η απόφαση της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Καρασεβδάς εντάχθηκε στις τάξεις του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου που είχε εκπροσωπήσει τον ελληνικό αθλητισμό στο συνέδριο της αναβίωσης τον Ιούνιο του 1894 στο Παρίσι και προετοιμαζόταν για την συμμετοχή του στους σκοπευτικούς αγώνες των πρώτων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων.
Στις 28 Μαρτίου 1896 στο νεόδμητο Σκοπευτήριο στην Καλλιθέα έλαβε μέρος στον «αγώνα τυφεκίου από 200 μέτρα» και συγκεντρώνοντας 2320 βαθμούς κατετάγη πρώτος με δεύτερο το δικηγόρο Παναγιώτη Παυλίδη (1978 βαθμοί) και τρίτο τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Τρικούπη (1718 βαθμοί). Έχει σημασία να αναφερθεί ο αυξημένος ανταγωνισμός που υπήρχε στον συγκεκριμένο αγώνα. Συγκεκριμένα, τέταρτος κατετάγη ο Αναστάσιος Μεταξάς, αρχιτέκτονας του Παναθηναϊκού Σταδίου, πέμπτος ο Γεώργιος Ορφανίδης ο οποίος λίγες μέρες μετά ήρθε πρώτος στην σκοποβολή με πολεμικό όπλο από 300μ. και έκτος ο Δανός Jensen που δύο μέρες πριν είχε αναδειχθεί πρώτος ολυμπιονίκης της άρσης βαρών «δια αμφοτέρων των χειρών». Για το κλίμα που επικράτησε μετά από τη νίκη του Καρασεβδά διαβάζουμε στην έκδοση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 του Καρόλου Μπεκ: «ακράτητα εκρήγνυνται χειροκροτήματα και όλοι επευφημούσι τον Έλληνα Ολυμπιονίκην, θερμότατα δε συγχαρητήρια απευθύνει αυτώ ο μετά πολλού ενδιαφέροντος εφορών τον αγώνα πρίγκηψ Νικόλαος». Το χρυσό μετάλλιο του Καρασεβδά στην σκοποβολή και τα πέντε ακόμη αργυρά ήταν η πλούσια συγκομιδή για τον Πανελλήνιο η οποία επέτρεψε έκτοτε να γίνεται λόγος για τον «Σύλλογο των Ολυμπιονικών».
Τους επόμενους μήνες ο Π. Καρασεβδάς θα βρεθεί στο πλευρό της Κρητικής Επανάστασης με την «Πανεπιστημιακή φάλαγγα» και θα συμμετάσχει στις επιχειρήσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ενώ παίρνει ενεργά μέρος και στο Μακεδονικό αγώνα (1904-1906) με το ψευδώνυμο «Παντολέων». Φοίτησε ως εθελοντής στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας εξερχόμενος έφεδρος ανθυπολοχαγός. Στην συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 1912 ενισχύει το επαναστατικό κίνημα της Σάμου (Σεπτέμβριος 1912) υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) τραυματίσθηκε σοβαρά στη Μανωλιάσσα Ιωαννίνων και προήχθη σε ταγματάρχη επ’ ανδραγαθία. Την επόμενη χρονιά, το 1914, μάχεται άρρωστος στο Δέλβινο έχοντας τεθεί επικεφαλής εθελοντικού σώματος 300 Αιτωλοακαρνάνων στον αγώνα αυτονόμησης της Βορείου Ηπείρου με την υλική στήριξη του δημάρχου Αγρινίου Μιχαήλ Μπέλλου που είχε καταγωγή από την Ήπειρο.
Με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα βρεθεί στα χαρακώματα της αιματηρής μάχης του Βερντέν (1916) γνωρίζοντας το λοχαγό τότε Charles de Gaulle. Νωρίτερα, το 1915, στην εκστρατεία της Καλλίπολης (Δαρδανελίων) ήταν επικεφαλής του τάγματος της λεγεώνας των ξένων. Στην αποτυχημένη κοινή επιχείρηση Άγγλων και Γάλλων ο Καρασεβδάς τραυματίστηκε. Τιμητικά έλαβε το βαθμό του ταγματάρχη του γαλλικού Στρατού και το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Τον Μάιο του 1918 επανακάμπτει στα πολεμικά μέτωπα με τις ελληνικές δυνάμεις οι οποίες υπό τη διοίκηση Γάλλου στρατηγού κατέλαβαν τις βουλγαρικές θέσεις στο Σκρα. Ο Καρασεβδάς είχε ταχθεί υπέρ της εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και είχε στηρίξει το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τέλος, στη μικρασιατική εκστρατεία βρέθηκε στις τάξεις του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων του Νικολάου Πλαστήρα -γνώριμο από τον βορειοηπειρωτικό αγώνα- και τον ακολούθησε στο επαναστατικό κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Για την στρατιωτική του δράση του αποδόθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου αν και έφεδρος αξιωματικός. Έλαβε όλους τους βαθμούς για πολεμικές ανδραγαθίες μέχρι του έφεδρου συνταγματάρχη και τον βαθμό του υποστρατήγου λόγω αναπηρίας.
Η πολιτική του δράση δεν υπήρξε λιγότερο περιπετειώδης. Ο πολιτικός του προσανατολισμός καθορίζεται από το Κίνημα στο Γουδί (1909). Εκλεγόταν βουλευτής Αιτωλίας & Ακαρνανίας από το 1910 με το αρτισύστατο κόμμα Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Υπήρξε σημαίνον στέλεχος του και αρχηγός του στην εκλογική του περιφέρεια. Σημειώνεται ότι ως βουλευτής το 1910 εκλεγείς εκτός των παλαιοκομματικών μικτών συνδυασμών υπήρξε μαζί με τον βουλευτή Σύρου Τριαντάφυλλο Παππαδάμ ο πρώτος ανεπίσημος ιδρυτής του φιλελεύθερου κόμματος.
Με τον Ελ. Βενιζέλο είχαν σύνδεσμο από την περίοδο της Κρητικής επανάστασης και οι σχέσεις τους υπήρξαν διαχρονικά θερμές και στενές γεγονός που μαρτυρά και η πυκνή αλληλογραφία τους. Μετά το 1922 ο Καρασεβδάς εκλέγεται βουλευτής στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 τις οποίες προκήρυξε η επαναστατική κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα – Στυλιανού Γονατά για την ανάδειξη της Δ’ Συντακτικής Συνέλευσης που θα αποφάσιζε για το πολίτευμα της χώρας. Ως υποστηρικτής της αβασίλευτης δημοκρατίας εκφώνησε το 1924 στη Βουλή το λόγο «Περί των προτερημάτων της Δημοκρατίας και των ελαττωμάτων της Βασιλείας» ο οποίος απέσπασε τις καλύτερες εντυπώσεις. Προτιμήθηκε μάλιστα από κάθε άλλο και με ομόφωνη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης δημοσιεύθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο σε χιλιάδες αντίτυπα προκειμένου να διαβαστεί από την κοινή γνώμη. Αυτή είναι η κορυφαία του στιγμή στα κοινοβουλευτικά δρώμενα της χώρας. Σημειώνεται ότι εκτός από τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών ο Καρασεβδάς είχε σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Παρίσι. Με το κόμμα των Φιλελευθέρων εξελέγη και στις τελευταίες εκλογές της περιόδου του μεσοπολέμου στις 26 Ιανουαρίου 1936.
Όλα αυτά τα πυκνά σε δράση χρόνια η σχέση του με τον αθλητισμό και τον ολυμπισμό έμεινε ζωντανή. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Δ’ Συντακτικής Συνέλευσης με δικές του άοκνες ενέργειες επιτεύχθηκε η έγκριση της οριστικής παραχώρησης από το Δήμο Αθηναίων στον Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο (ΠΑΟ) χώρου για την ανέγερση γηπέδου, του σημερινού “Απόστολος Νικολαΐδης”. Η ηγεσία της ομάδας τον εξέλεξε πρόεδρο του ΠΑΟ (1924-1925) σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την αρωγή του. Από το 1925 έως το 1935 ο Καρασεβδάς διετέλεσε αδιάλειπτα πρόεδρος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου με τον οποίο είχε κατακτήσει το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Παράλληλα, διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων από το 1924 έως το 1935. Στην ολομέλεια της ΕΟΑ συμμετείχε για 11 συναπτά χρόνια κατόπιν πρότασης του εκάστοτε υπουργού Στρατιωτικών γεγονός που δείχνει την αναγνώριση και την εκτίμηση που απολάμβανε από τον αθλητικό κόσμο.
Στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) λαμβάνοντας μέρος στις εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) το Μαΐο του 1944 ως εθνοσύμβουλος της επαρχίας Βάλτου, έπειτα από σχετική Πράξη της ΠΕΕΑ για την συμμετοχή βουλευτών της Βουλής του 1936. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 θα εκφωνήσει φλογερό λόγο στη διάρκεια του συλλαλητηρίου του ΕΑΜ, ημέρα έναρξης των Δεκεμβριανών. Μήνες μετά δημοσιεύει το βιβλίο “Σκέψεις για την ανασυγκρότηση του κράτους” με πρόθεση να συμβάλλει στη διαμόρφωση του προγράμματος του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στο σύντομο βιογραφικό σημείωμα του εκδότη για τον Παντελή Καρασεβδά αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Από την εφηβική του ηλικία απεδόθηκε εις κάθε είδους αθλήματα, με τον έκδηλο σκοπό για να καταστή ισχυρώτερος και αντέχη εις τους μακροχρόνιους δημόσιους Αγώνες του, που διαισθανότανε, ότι θα επιδοθή ολόψυχα σ’ όλη τη ζωή του». Μετά από 50 χρόνια δημόσιας δράσης και προσφοράς, ο Καρασεβδάς πέθανε το Μάρτιο του 1946 στο Αγρίνιο λίγες μέρες πριν τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών της μεταπολεμικής περιόδου.