του Ανδρέα Κλαυδιανού
Πολλά είναι τα συμπτώματα της παρακμάζουσας ελληνικής κοινωνίας με πιο δραματικό αυτό της απουσίας οράματος. Χωρίς ένα όραμα που να εμπνέει τους Έλληνες προς μια Νέα Εποχή, είναι απολύτως βέβαιο ότι οδηγούμαστε στην εθνική αυτοχειρία.
Επί 70 και πλέον χρόνια, τουλάχιστον από το τέλος του Β’ ΠΠ, η ελληνική κοινωνία αποτελεί παθητικό δέκτη εισαγόμενων ιδεών, πολιτικών, κεφαλαίων και υλικών αγαθών. Ο ελληνικός πληθυσμός, καταρρακωμένος ψυχικά, πνευματικά και υλικά από δύο πολέμους, εκ των οποίων ο ένας εμφύλιος (πολιτικά έληξε το 1974), αναζήτησε την τύχη του στις πόλεις και στην εξωτερική μετανάστευση.
Ο πακτωλός χρημάτων του σχεδίου Μάρσαλ ώθησε αντικειμενικά τη χώρα σε μια αναπτυξιακή πορεία. Εξηλεκτρισμός, τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες, ανοικοδόμηση, δημόσια έργα, βιομηχανία, εκμηχάνιση γεωργίας, μεταποίηση αγροκτηνοτροφικών προϊόντων ήταν οι βασικότεροι βραχίονες της αναπτυξιακής τροχιάς και της παραγωγικής πορείας της χώρας. Ένα μεγάλο μέρος βέβαια από το «τσουνάμι» των δολαρίων εξυπηρέτησε τους εμφυλιοπολεμικούς σκοπούς του κράτους και του παρακράτους, ενώ ένα άλλο μεγάλο μέρος μπήκε στις τσέπες των επιτήδειων, χρησιμοποιούμενο τελικά για καταναλωτικούς σκοπούς και σε βάρος της μεταπολεμικής παραγωγής που μόλις άρχιζε.
Είχε γράψει, για εκείνη την εποχή, στο «Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος» ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος: «Το μεγαλύτερο μέρος της νομισματικής κυκλοφορίας πηγαίνει για καταναλωτικούς σκοπούς και ελάχιστο τμήμα για παραγωγικούς. Οι δύο αυτοί τομείς έπρεπε να συμβαδίζουν και να εξελίσσονται με ρυθμό ανάλογο με την πρόοδο της παραγωγής».
Την αναγκαιότητα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας κατέδειξε, μετά τις καταστροφές του Β’ΠΠ, ο Δημήτρης Μπάτσης με τη μελέτη του: «Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα», η οποία θάφτηκε, από δεξιούς και αριστερούς, μαζί με τον εκτελεσθέντα συγγραφέα της. Ο Μπάτσης κατέρριπτε τον μύθο της «φτωχής Ελλάδας», της «μη βιωσιμότητας της χώρας», της θεωρίας του «ελλιπούς ελληνικού ζωτικού χώρου» κλπ που υποστήριζαν οι πολιτικοί και πνευματικοί «ηγέτες» και συστημικοί «επιστήμονες» της εποχής, για να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα της εισαγωγής, με ληστρικούς όρους, του ξένου κεφαλαίου. Απεδείκνυε ότι, μπορεί να δημιουργηθεί ανάπτυξη από την εσωτερική πρωτογενή συσσώρευση και με την αξιοποίηση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Η καταναλωτική νοοτροπία του ελληνικού κράτους έχει βαθιές ρίζες, καλλιεργήθηκε δε από το σύνολο του κομματικού συστήματος, αριστερής και δεξιάς προέλευσης, για την προσέλκυση εκλογικής πελατείας. Η νοοτροπία αυτή αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της κοινωνίας αφού μεταδίδεται εκ των άνω σ’ αυτήν.
Η όποια παραγωγική κατεύθυνση της οικονομίας, τις 10ετίες 1950-70, η εκβιομηχάνιση της χώρας και η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής, δεν ήταν αποτέλεσμα συνειδητών αποφάσεων του κράτους, αλλά αποτελούσαν συνέπεια των μεταπολεμικών διεθνών εξελίξεων, που συμπαρασύρανε και τη χώρα μας. Ποσοστό 7,4% επί του συνόλου των κεφαλαίων «Μάρσαλ» που χορηγήθηκαν στην Ευρώπη διοχετεύθηκαν στην Ελλάδα και αντιστοιχούσαν στο 8,4% του τότε ΑΕΠ. Συνέπεια της μη συνειδητής επιλογής του κράτους είναι η ανισομερής ανάπτυξη κέντρου και περιφέρειας, πόλεων και υπαίθρου, με συνακόλουθες συνέπειες την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και αστυφιλία.
Η οργανική σύνδεση του πολιτικού συστήματος με τη Δύση και η συνακόλουθη ένταξη στην ΕΕ (ΕΟΚ) που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αποτέλεσε την αρχή του τέλους της όποιας παραγωγικής πορείας της χώρας, εκφράστηκε με την αποβιομηχάνιση και αποσάθρωση του πρωτογενούς τομέα, με τη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού και αποδεικνύει την έλλειψη παραγωγικής στρατηγικής από το κράτος.
Το όραμα του στερημένου μέσου Έλληνα των τελευταίων 10ετιών του 20ου αιώνα ήταν μια θέση στο Δημόσιο, η αύξηση του μισθού του, μια καλή σύνταξη, οι σπουδές των παιδιών του επιλεκτικά σε επαγγέλματα του τριτογενή τομέα (γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές κλπ). Ακολούθησε η εποχή του ευρώ και των ευρωδανείων, της άκοπης και πλασματικής ευμάρειας, του εύκολου πλουτισμού, όπου ο μέσος Έλληνας εμπνέεται από τα «ιδανικά» ενός εξοχικού, ενός καλού αυτοκινήτου, των διακοπών, της ανούσιας ψυχαγωγίας κλπ. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών, ο καταναλωτισμός. Ατομικός και συντεχνιακός καταναλωτισμός, που διαμόρφωνε ανάλογες συμπεριφορές, στάσεις ζωής και ψυχισμό και αποτελούσε το μέσο της αυτοπραγμάτωσης και της κοινωνικής καταξίωσης.
Ακόμα και την τελευταία 10ετία, της οικονομικής κατοχής της χώρας και της δραματικής μείωσης των εισοδημάτων, αγώνας για τη συντήρηση της κατανάλωσης γίνεται, ακόμα κι’ αν αυτή αφορά την προάσπιση του υπάρχοντος βιοτικού επιπέδου ή για τη διατήρηση των όποιων περιουσιακών στοιχείων. Τους πολλούς δεν τους ενδιαφέρει αν θα πουληθεί η Ελλάδα, αρκεί να πάρουν το επίδομα ή την επιδότηση.
Η κατανάλωση όταν βελτιώνει το πραγματικό βιοτικό επίπεδο είναι κάτι θετικό. Το κακό είναι όταν αποκόβεται από την παραγωγή. Γιατί είναι η παραγωγή αυτή που θα προσφέρει θέσεις εργασίας, θα δώσει εισόδημα και θα φέρει την κατανάλωση. Αν ικανοποιείς τις καταναλωτικές ανάγκες σου από εισαγωγές, θα έρθει κάποια στιγμή που θα χάσεις τα πάντα. Ακόμα και οι εισροές από τον τουρισμό είναι πλασματικές, από τη στιγμή που ξοδεύονται πολλά δις για εισαγόμενα προϊόντα που καταναλώνουν οι τουρίστες.
Η χώρα, αποδεδειγμένα, έχει όλες τις προϋποθέσεις και δυνατότητες για να παράγει. Σκόπιμα έχει καλλιεργηθεί η νοοτροπία της «ψωροκώσταινας» και η ψευδεπίγραφη αντίληψη ότι ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία». Υπάρχουν άνθρωποι που παράγουν, από μικροί αγρότες μέχρι μεγάλοι επιχειρηματίες, αλλά το κράτος αντί να τους ενθαρρύνει, να τους υποστηρίζει υλικά, να τους θωρακίζει από τον ανταγωνισμό των εισαγωγών, ασκεί πολιτικές εξόντωσή τους. Εκτός, αν οι κατευθύνσεις των δραστηριοτήτων τους είναι αυτές που επιβάλουν οι δανειστές προς όφελός τους.
Σήμερα, μετά τις καταστροφές που προξένησε το «μεγάλο κόλπο» του ευρώ, υπάρχει μια ολοκληρωμένη πρόταση από τον Νίκο Ιγγλέση για την παραγωγική πορεία της χώρας η οποία περιγράφεται στα δύο βιβλία του, «Η επανάσταση του Grexit– το Σχέδιο» και «Στρατηγικές Επιλογές Επιβίωσης του Ελληνισμού». Μια παραγωγική στροφή της χώρας, στρατηγικής σημασίας, μέσω της ανάκτησης της νομισματικής ανεξαρτησίας και της αποτίναξης της χρεοδουλείας που θα θέσει τη χώρα εκτός της θανατηφόρου τροχιάς της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή υλοποιείται από την γερμανική ΕΕ. Βέβαια υπάρχουν και αρκετές άλλες προτάσεις αξιόλογων μελετητών.
Η στοχοθέτηση για παραγωγική ανασυγκρότηση είναι αυτή που μπορεί να ενεργοποιήσει τις ικανότητες των πολιτών, να πάψουν οι Έλληνες να διακατέχονται από εθνική ανυποληψία, μοιρολατρία και αδράνεια, να οπλιστούν με ψυχικές δυνάμεις, να δοθεί διέξοδος και προοπτική στη χώρα.
Παραγωγική ανασυγκρότηση βάσει ενός εθνικού σχεδιασμού που να ανταποκρίνεται στις υλικές και πολιτισμικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Είναι το πρώτο καθήκον ενός πατριωτικού φορέα ώστε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη του έθνους, που θα το ξαναστήσει στα πόδια του.
Η παραγωγή υλικών αγαθών, πολιτικής, ιδεών, πολιτισμού είναι άρρηκτα δεμένες, αλληλοεξαρτώμενες και αλληλοσυμπληρούμενες. Έτσι το ελληνικό κράτος θα γίνει αυτόφωτο και αυτοπροσδιοριζόμενο.
Είναι αναπόδραστη αναγκαιότητα η πατρίδα να αποκτήσει, εκτός από ιδεαλιστική, και υλική υπόσταση. Να αποκτήσει παραγωγικό όραμα. Είναι ο θεμέλιος λίθος για μια Νέα Εποχή. Είναι ο αναγκαίος και ικανός όρος επιβίωσης του Ελληνισμού που θα του δώσει παρόν και μέλλον. Γιατί δεν αρκεί μόνο το παρελθόν.
Πηγή : www.ellinikiantistasi.gr