H MANA ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Επιμέλεια:δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β Γυμνασίου ανθολογείται απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, με τίτλο: «Μια Κυριακή στην Κνωσό».
Από την αρχή της σχολικής χρονιάς 2020-2021, στο 2ο Γυμνάσιο Αγρινίου, σε συνεργασία με την εξαιρετική συνάδελφο Μαρία Γ. Αγγελή επιλέξαμε να διδάξουμε το κείμενο αυτό που ανήκει στην κατηγορία Ταξιδιωτικά Κείμενα. Όταν ολοκληρώσαμε τη διδασκαλία, παροτρύναμε τα παιδιά να διαβάσουν ολόκληρο το βιβλίο που είναι μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του μεγάλου συγγραφέα. Διαβάσαμε και κάποιες ενότητες στην τάξη. Αυτές που αναφέρονται στον κύρη, στη μάνα, στο Δημοτικό σχολείο… Και είναι εύκολα κατανοητές από τα παιδιά του Γυμνασίου. Αρκετές φορές τα αποσπάσματα που ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία δίνουν αφόρμηση για διάβασμα ολόκληρου του έργου ενός συγγραφέα… Για παράδειγμα πέρυσι οι μαθητές και μαθήτριες της Γ Τάξης διάβασαν ολόκληρο το έργο: Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και έγραψαν εργασία με θέμα: «Ο Ζορμπάς και οι Γυναίκες…». Οι καλύτερες εργασίες βραβεύτηκαν από τη ΔΕΦΝΚ…[Βλέπετε:https://www.agriniobestof.gr/index.php/component/k2/item/59546-vraveio-nikos-kazantzakis-sto-2o-gymnasio-agriniou].
Στη συνέχεια φωτοτυπήσαμε την ενότητα «Η μάνα» και τη δώσαμε σε όλους τους μαθητές. Καλύπτουμε έτσι της έλλειψη οικονομικής δυνατότητας αγοράς του βιβλίου… Είναι δύσκολες οι συνθήκες που βιώνουμε… Αναθέσαμε μια εργασία πάνω σε αυτή την ενότητα με θέμα: «Η μάνα στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο». Γράψτε τρεις παραγράφους περίπου.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες μελέτησαν το απόσπασμα και έγραψαν τις εργασίες τους τις οποίες παρουσίασαν στη σχολική αίθουσα. Σχολιάσαμε μαζί όλες τις εργασίες και στο τέλος «δια βοής», όπως συνηθίζουν, τα παιδιά επέλεξαν τις καλύτερες στο κάθε τμήμα της Β Τάξης.(Είναι τρία τα τμήματα).
Δημοσιεύουμε τις εργασίες με την ελπίδα ότι και άλλα παιδιά θα ακολουθήσουν το καλό παράδειγμα των συμμαθητών τους… Και θα μελετήσουν το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη: Αναφορά στον Γκρέκο.
Παραθέτουμε τις εργασίες των μαθητών και μαθητριών που επιλέχτηκαν ως καλύτερες:
i). Μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά! Μια τόσο όμορφη λέξη με θεμελιώδη σημασία. Το παν για ένα παιδί. Η αρχή και το τέλος της ζωής του, με λαμπρό παράδειγμα τη μητέρα του διακεκριμένου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος μας την περιγράφει με γλαφυρό τρόπο σε μια ενότητα του βιβλίου του: Αναφορά στον Γκρέκο.
Ανάμεσα στο συγγραφέα και τη μητέρα του υπάρχει ένας γερός δεσμός, ο δεσμός της αγάπης. Για εκείνον η μητέρα του είναι μια γυναίκα γεμάτη τρυφερότητα και υπομονή. Παρόλο τη σκληρή στάση που δείχνει απέναντί της ο σύζυγός της. Η μητέρα εκπέμπει καλοσύνη και αγάπη σε όλο τον κόσμο, με τον τρυφερό της χαρακτήρα. Ο αφηγητής χαίρεται τη γαλήνη που επικρατεί όσο λείπει ο πατέρας και έτσι εκδηλώνει το βαθύ του σύνδεσμο με τη μητέρα. Ώρες αμέτρητες κάθεται και την κοιτάζει, κι εκείνη με το γαλήνιο βλέμμα τον ηρεμεί. Τι ωραίες εκείνες οι στιγμές μυστηρίου, που καθόταν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Η σιωπή κυριαρχούσε, λόγια δεν υπήρχαν, όμως η ψυχή μιλούσε. Ακόμη, της διάβαζε τους βίους των Αγίων, πιστεύοντας ότι ταυτίζεται με μια αγία και θέλοντας να την κάνει να το αντιληφθεί. Τόσο πολύ την αγαπούσε.
Η μητέρα ήταν μια οπτασία, μια αναλλοίωτη μορφή, την οποία φέρνει στο μυαλό του κάθε φορά που μυρίζει γαζία. Η μανούλα του μοσχοβολούσε γαζία. Μια ήσυχη γυναίκα με αρχές που ανέτρεφε τα παιδιά της με πολλή αγάπη. Αυτή η εικόνα της μητέρας του, να βάζει γαζία στην ντουλάπα για τα ρούχα και η αυλή που μοσχομύριζε. Άξια και αγαπητή, η μάνα που αξίζει να έχει κάθε παιδί. Η ηρωίδα που θυμάται όταν μυρίζει γαζία και νιώθει πως ξαναγεννιέται στην αγκαλιά της στοργικής του μάνας.
Όπως αντιλαμβανόμαστε, η μητέρα είναι μια παράξενη και μυστήρια γυναίκα. Ο συγγραφέας μας την περιγράφει σαν μια ολιγομίλητη και στενάχωρη φιγούρα. Κάτι έμοιαζε να τη βασανίζει. Και να της κλέβει τη χαρά. Σπάνια έσκαγε ένα χαμόγελο. Όμως μεγάλωνε τα παιδιά της με αρχές. Η νεράιδα, όπως την αποκαλεί, πανέμορφη και με ψυχή μάλαμα. Πάντα σιωπηλή και σκεφτική. Πάντα ο ίδιος φόβος μη βρει το κεφαλομάντηλό της και τον αφήσει μόνο. Η μητέρα ήταν λυπημένος και φυλακισμένος άνθρωπος που ο σύζυγός της της φερόταν σκληρά. Μόνο μια φορά, όπως μας μεταφέρει ο συγγραφέας, την είδε χαρούμενη, σε μια βάφτιση που ο σύζυγός της την άφησε να τραγουδήσει με την απαλή, μελωδική, κελαηδιστή φωνή της. Μόνο τότε ήταν χαρούμενη, τόσο που έλαμπε ολόκληρη. Τραγουδούσε και κοιτούσε τον άντρα της σαν μικρό παιδί, που περίμενε να το σφίξει στην αγκαλιά του. Η καρδιά της ραγισμένη, η ψυχή της όμως γελούσε, Τον κοιτούσε και χανόταν μαζί του, σ΄ έναν παραμυθένιο κόσμο. Γεγονός το οποίο δείχνει πόσο μεγαλόψυχη και πιστή ήταν στο σύζυγό της, παρ’ όλο που εκείνος της φερόταν άσχημα. Και αυτό είναι το μεγαλείο της ψυχής! Να αγαπάς χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς όρια! Αυτή ήταν η μάνα του Καζαντζάκη.
Παναγιώτα Δάτσικα
Εικόνα: Η χειρόγραφη εργασία της Παναγιώτας Δάτσικα
ii). Η μάνα είναι, ως γνωστόν, το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή ενός παιδιού. Είναι αυτή που πάντα θα σε στηρίζει και θα σου δίνει σωστές συμβουλές. Το κάθε παιδί θεωρεί τη μητέρα του ξεχωριστή. Έτσι και ο συγγραφέας θεωρούσε τη μάνα του «άγια γυναίκα», κυρίως επειδή άντεξε τον πατέρα του πενήντα ολόκληρα χρόνια. Είχε απίστευτη υπομονή, αντοχή και καλοσύνη. Κάτι που ο νεαρός θαύμαζε. Όλοι οι συγγενείς της ήταν χωριάτες, καλλιεργητές γης. Η μητέρα της είχε πεθάνει όμως ο πατέρας της ζούσε και τους επισκεπτόταν δυο φορές το χρόνο. Ήταν και αυτός καλοσυνάτος άνθρωπος και ο συγγραφέας τον αγαπούσε πολύ, μόνο που ο πατέρας τον αντιπαθούσε.
Η μάνα, σύμφωνα με τον αφηγητή, ήταν πολύ καλή νοικοκυρά. Έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού γρήγορα και αθόρυβα. Συνήθιζε να βάζει γαζία στα ρούχα για να μυρίζουν ωραία, γι’ αυτό και ο συγγραφέας όποτε μύριζε γαζία θυμόταν τη μητέρα του. Την είχε συνδέσει επίσης με το κελάδημα του καναρινιού, καθώς κάθε φορά συνόδευε τις πολύωρες γεμάτες μυστήριο συζητήσεις τους. Η μάνα ήταν επίσης ευσυγκίνητη. Όταν άκουγε για τους βίους των αγίων έκλαιγε και ο αφηγητής την παρηγορούσε, λέγοντάς της πως μετά πήγαιναν στον παράδεισο ευτυχισμένοι. Το αγαθό της πνεύμα την έκανε να μοιάζει με μια καλοσυνάτη νεράιδα. Αυτός ήταν και ο μεγαλύτερος φόβος του παιδιού. Κι αν όντως ήταν νεράιδα και ο πατέρας του την είχε κλέψει; Κι αν εκεί που συγύριζε έβρισκε το κεφαλομάντηλό της. γινόταν νεράιδα και έφευγε αυτός τι θα έκανε, μόνος με τον πατέρα; Αυτές οι σκέψεις τον τάραζαν για χρόνια, αλλά η μάνα ήταν πάντα εκεί γι΄ αυτόν.
Η μάνα δε γελούσε. Μόνο μια φορά την είχε δει ο συγγραφέας να διασκεδάζει πραγματικά σε μια βάπτιση στη Φόδελε. Μάλιστα με την άδεια του πατέρα τραγούδησε μια μαντινάδα αφιερωμένη στον άνδρα της. Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε, ήταν φανερό ότι το απολάμβανε. Και φυσικά δεν ήταν μόνη. Η γλυκιά, βαθιά, λίγο βραχνή φωνή της τους εντυπωσίασε όλους. Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη μάνα του γιατί παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του και τονίζει τον υπομονετικό, αγαθό και ήρεμο χαρακτήρα της.
Ευτυχία Ζαρκαδούλα
iii). Ο αφηγητής περιγράφει τη μητέρα του σε ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Αναφορά στον Γκρέκο. Αναφέρει ότι η μητέρα του δούλευε στα χωράφια μαζί με άλλους χωριανούς ώσπου ο πατέρας του την παντρεύτηκε. Λέει ότι ήταν μια «άγια γυναίκα», γατί άντεξε τον περίεργο πατέρα. Είχε υπομονή, αντοχή και γλύκα. Η μητέρα του ήταν μια πολύ καλή νοικοκυρά. Πρόσεχε τα λουλούδια της, τη γαζία την οποία έβαζε στα ρούχα για να μυρίζουν ωραία. Επίσης, πρόσεχε και το καναρίνι της. Στο μυαλό του αφηγητή είχαν μείνει αυτά και όποτε τα κοίταζε θυμόταν τη μητέρα του.
Ο αφηγητής καθόταν ώρες με τη μητέρα του. Εκείνη του αφηγούνταν τη ζωή στο χωριό, του μίλαγε για τον πατέρα της τον οποίο ο πατέρας του δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Ο αφηγητής της μίλαγε για τα πάθη των αγίων και τα βάσανα που πέρασαν. Εκείνη δάκρυζε και χαμογελούσε όταν ο γιος της την παρηγορούσε.
Το μόνο παράπονο που είχε, ήταν ότι δεν είχε δει τη μητέρα του να γελάει, αλλά μόνο να χαμογελάει και να βλέπει τους ανθρώπους με καλοσύνη και υπομονή. Αυτός πίστευε ότι η μητέρα του είχε μια μαγική δύναμη σαν να ήταν νεράιδα και ο πατέρας της πήρε το κεφαλομάντηλο και την παντρεύτηκε. Φοβόταν ότι αν η μητέρα του έβρισκε το κεφαλομάντηλό της θα έφευγε. Αυτός ήταν ο φόβος του για πολλά χρόνια. Μόνο μια φορά είχε δει την μητέρα του να γελάει και να χαίρεται. Αυτό το γεγονός είχε γίνει όταν είχαν πάει σε ένα χωριό για να βαπτίσει ο πατέρας ένα παιδί. Εκείνη την ημέρα, ο πατέρας επέτρεψε στη μητέρα για πρώτη φορά να τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς ανθρώπους. Τότε εκείνη έλαμψε, γυάλισε το πρόσωπό της, σήκωσε το λαιμό και άρχισε να τραγουδά με μια μαγευτική φωνή. Η φωνή της ήταν βαθιά, γλυκιά, λίγο βραχνή και όλο πάθος. Το τραγούδι της ήταν μια μαντινάδα την οποία αφιέρωσε στον άνδρα της.
Τέλος, μπορούμε να δούμε ότι ο αφηγητής αγαπούσε πολύ τη μητέρα του γι’ αυτό της έφτιαξε ένα ολόκληρο κεφάλαιο περιγράφοντάς την.
Αλέξανδρος Ισλάμαϊ
iv). Στο κεφάλαιο αυτό του βιβλίου Αναφορά στον Γκρέκο, ο Καζαντζάκης αναφέρεται στη μάνα του. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαργή και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Οι πρόγονοί της ήταν χωριάτες. Καλλιεργούσαν τη γη και ζούσαν από αυτή. Ενδιαφερόταν για τους συγχωριανούς της, για να μαθαίνει τα νέα τους, παρόλο που η ίδια είχε παντρευτεί και δεν κατοικούσε εκεί. Ο Ν. Καζαντζάκης γράφει για τη μητέρα του με αγάπη και νοσταλγία. Την περιγράφει ως μία άγια γυναίκα» γεμάτη καλοσύνη. Είχε υπομονή, αντοχή και τη γλύκα όλης της γης. ήταν πάντα ήρεμη και χαμογελούσε αλλά ποτέ δεν την είχε δει να γελάει. Μία φορά την είχε δει να γελάει πραγματικά, σε μια βάπτιση, όπου ο άνδρας της την παρότρυνε να τραγουδήσει μπροστά σε κόσμο. Είχε βαθιά, γλυκιά, βραχνή φωνή. Ήταν διαφορετική όταν τραγούδησε, έλαμπε ολόκληρη.
Η μάνα έκανε καθημερινά τις δουλειές του σπιτιού χωρίς να διαμαρτύρεται ή να παραπονιέται και χωρίς να αντιμιλάει στον άνδρα της. Περνούσε πολλές ώρες στο περιβολάκι της αυλής. Συνήθως καθόταν κοντά στο παράθυρο και είτε έπλεκε κάλτσες, είτε καθάριζε χόρτα και ζαρζαβατικά, είτε έπλεκε τα μαλλιά της κόρης της ή της μάθαινε πώς να στραταρίζει. Οι κινήσεις της όταν έκανε δουλειές του θύμιζαν νεράιδα. Έτσι όταν ήταν μικρός, με τη φαντασία του είχε πλάσει ένα παραμύθι. Πίστευε ότι η μάνα του ήταν νεράιδα που χόρευε στο ποτάμι. Περνώντας ο πατέρας του την άρπαξε, της πήρε το κεφαλομάντηλο, την έφερε σπίτι και την έκανε γυναίκα του. Από τότε γυρίζει μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλό της, να το βάλει, να γίνει νεράιδα και να φύγει μακριά. Αυτός ήταν ο φόβος του. Ζούσε πάντα με το φόβο ότι θα τον εγκαταλείψει και θα φύγει μακριά.
Η σχέση του Καζαντζάκη με τη μάνα του ήταν πολύ στενή. Ένα χαρακτηριστικό που του έμεινε χαραγμένο στη μνήμη του ήταν το άρωμα της γαζίας. Όλη η αυλή μοσχομύριζε γαζία. Η μητέρα του τοποθετούσε τη γαζία μέσα στα ρούχα για να μοσχομυρίζουν. Ήταν το άρωμα των παιδικών του χρόνων. Όποτε μύριζε γαζία σκεφτόταν τη μητέρα του. Κάποιες φορές καθόντουσαν ο ένας απέναντι από τον άλλον και επικοινωνούσαν με τη σιωπή τους. Άλλες φορές μιλούσαν με ήσυχες κουβέντες. Η μητέρα διηγούνταν ιστορίες για τον πατέρα της και το χωριό που γεννήθηκε. Ο ίδιος της διηγούνταν τους βίους των αγίων λέγοντας ότι πέρασαν πολλά βασανιστήρια. Τότε η μάνα του ξεσπούσε σε κλάματα. Αυτός καθόταν στα γόνατά της, της χάιδευε τα μαλλιά και την παρηγορούσε. Της έλεγε ότι μπήκαν στον παράδεισο και ότι κουβέντιαζαν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Αυτή γυρνούσε, τον κοιτούσε και χαμογελούσε ρωτώντας τον αν είναι αλήθεια…
Ευαγγελία Κωστακιώτη
v). Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο, μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τις συνήθειές του, μα κυρίως για τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ένα από αυτά ήταν και η μητέρα του, που ίσως να ήταν το πιο αγαπητό πρόσωπο για εκείνον. Από τα λεγόμενά του εύκολα καταλαβαίνουμε, πόσο την αγαπούσε, πόσο πολύ την εκτιμούσε και ότι ήταν πολύ ισχυρά δεμένοι. Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει ως Αγία .και συνήθιζε να της διαβάζει βίους Αγίων. Έτσι της έδινε δύναμη και κουράγιο και της έδινε αγγελική μορφή. Επίσης, πίστευε, ότι ήταν νεράιδα και ζούσε με τον φόβο, ότι κάποια στιγμή θα έβρισκε το μαντήλι της και ,σύμφωνα με το μύθο, θα ήταν ελεύθερη να φύγει…
Επιπλέον, ο Νίκος είχε συνδέσει την παιδική του ηλικία με μια πολύ χαρακτηριστική για εκείνον μυρωδιά. Τη μυρωδιά ενός λουλουδιού, της γαζίας, που η μητέρα του συνήθιζε να την βάζει στα ρούχα τους στο σπίτι για αρωματικό. Θυμάται ότι πάντα η ίδια μύριζε γαζία και επίσης θυμάται, με τι χάρη περιπλανιόταν στο σπίτι σαν αερικό. Γι’ αυτό άλλωστε τη χαρακτήριζε νεράιδα. Όταν ήταν μόνοι στο σπίτι πάντα συζητούσαν εκείνη καθόταν στο παράθυρο κοιτώντας έξω δείχνοντας πόσο πολύ είχε την ανάγκη της ελευθερίας. Γι΄ αυτό ο μικρός Νίκος δεν την είχε δει ποτέ να γελάει, εκτός από μία φορά που με την άδεια του πατέρα του εκείνη είχε τη δυνατότητα να τραγουδήσει.
Με λίγα λόγια, η μητέρα του Ν. Καζαντζάκη, ήταν μία αρχοντική, τρυφερή γυναίκα με μεγάλη καρδιά που είχε εισπράξει αρκετές πίκρες. Είχε πολλή υπομονή, τόση που κάποιες φορές ο Καζαντζάκης απορούσε πώς άντεχε. Ήταν μία γυναίκα που ήθελε να έχει την ελευθερία να τραγουδά χωρίς να πρέπει να παίρνει άδεια, να βγαίνει έξω χωρίς να φοβάται…
Ελένη Γιαννακοπούλου
vi). Στο βιβλίο του Αναφορά στον Γκρέκο ο Νίκος Καζαντζάκης αναφέρει και για τη μητέρα του. Όπως φαίνεται και στο κείμενο ο αφηγητής αγαπούσε την μητέρα του και τη είχε σαν κάτι ιερό. Αρχικά μας αναφέρει ότι η μητέρα του ήταν μία «άγια γυναίκα», διότι σε όλη τη ζωή της έκανε υπομονή απέναντι στο σύζυγό της. Η μητέρα του είχε ακόμη και άλλα χαρίσματα στη ζωή της όπως την αντοχή και τη γλύκα της γης. Επιπρόσθετα μας παρουσιάζει την μητέρα του γεμάτη τρυφερότητα και καλοσύνη που δεν την έχει ξαναδεί ποτέ σε κανέναν. Ακόμη ο συγγραφέας αναφέρει ότι η μυρωδιά της γαζίας ήταν αφορμή που η μητέρα του ερχόταν πάντα στο μυαλό του…
Το κείμενο μας αποκαλύπτει ότι η σχέση του Ν. Καζαντζάκη με τη μητέρα του ήταν στενά συναισθηματική. Υπήρχε μεταξύ τους ένας ισχυρός και τρυφερός δεσμός που ένωνε μητέρα και γιο. Επιπλέον ο συγγραφέας στο κείμενο χαρακτηρίζει τη μητέρα του αγία. Μας αναφέρει ότι της εξιστορούσε βίους αγίων επειδή τη θεωρούσε και την ίδια αγία και της έδινε μια θέση αγγελική. Επίσης μας πληροφορεί ότι οι ώρες με τη μητέρα του ήταν γεμάτες μυστήριο. Ο αφηγητής μας λέει ότι μονάχα μία φορά είχε δει την μητέρα του να λάμπει παράξενα και το μάτι της να γελάει και να χαίρεται. Αναφέρει ότι συνέχεια έβλεπε τη μητέρα του μπροστά στο παράθυρο να πλέκει κάλτσες, να καθαρίζει χορταρικά και να μαθαίνει την αδελφή του να περπατάει… Ακόμα ο αφηγητής φοβόταν για τη μητέρα του, γιατί σαν νεράιδα πηγαινοερχόταν στο σπίτι και ήταν ανήσυχος μήπως έβρισκε η μητέρα του το μαντήλι και την έχανε για πάντα. Επιπρόσθετα μας αναφέρει ότι δεν είχε δει ποτέ την μητέρα του να γελάει. Μόνο να χαμογελάει και τα βαθουλά μαύρα μάτια να κοιτάζουν τους ανθρώπους με καλοσύνη και αγάπη. Τέλος μας αναφέρει ότι τη μορφή της την έχει κλείσει αναλλοίωτη στην καρδιά του και την κουβαλούσε μαζί του σε όλη τη ζωή μαζί με τις παιδικές του αναμνήσεις.
Τσακαρδάνος Παντελής
vii). Μάνα , μία λέξη, χίλιες σημασίες! Η κάθε μάνα είναι ξεχωριστή για το παιδί της. Έτσι και ο Νίκος Καζαντζάκης μας περιγράφει τη στοργική και γλυκιά μητέρα του Μαργή, όπως την έλεγαν. Πρώτα πρώτα την αποκαλεί «άγια γυναίκα» διότι άντεξε τον «λιόντα», όπως έλεγε τον πατέρα του, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Με όπλα την υπομονή, την αντοχή και τη γλύκα της. Οι πρόγονοι της μητέρας του ήταν πάππου προς πάππου χωριάτες και αγαπούσαν τη γη, φροντίζοντάς την. Δυστυχώς η μητέρα της είχε πεθάνει, αλλά ήταν εν ζωή ο υπέροχος πατέρας της.
Ο αφηγητής ήταν πολύ δεμένος με τη μάνα του, αφού μας μιλάει για τις ατέλειωτες ώρες που κάθονταν αντικριστά χωρίς να μιλούν, επικοινωνώντας με τα μάτια. Επίσης, μας λέει ότι εκείνη του διηγούνταν ιστορίες από την παιδική της ηλικία, τον πατέρα και το χωριό της. Ενώ εκείνος της μιλούσε για τους βίους των αγίων που διάβαζε κάνοντάς τη να συγκινηθεί με τα μαρτύρια που περνούσαν. Όμως ο αφηγητής την παρηγορούσε λέγοντάς της ότι τώρα όλοι αυτοί οι άγιοι βρίσκονταν στον παράδεισο κοντά στο θεό κι έχουν ξεχάσει όλα τα βασανιστήριά τους. Επιπλέον αναφέρθηκε στις αξέχαστες αναμνήσεις του για ένα μοσχομυρωδάτο φυτό, τη γαζία που έκανε την αυλή του να μυρίζει υπέροχα. Αυτό το φυτό το χρησιμοποιούσε η μητέρα του για την όμορφη μυρωδιά των ρούχων και των σεντονιών.
Σχεδόν σε όλη την παιδική του ηλικία ο αφηγητής είχε δημιουργήσει μια ιστορία για την μάνα του που τον έκανε να φοβάται. Πίστευε ότι ήταν μια νεράιδα κι ότι ο πατέρας του την πήρε για γυναίκα του αρπάζοντάς της το κεφαλομάντηλό της. Έτσι κάθε φορά που εκείνη καθάριζε, έτρεμε στη σκέψη μήπως βρει το κεφαλομάντηλό της γίνει νεράιδα και φύγει. Με αυτόν τον φόβο ζούσε για αρκετά χρόνια. Άλλο ένα περιστατικό που έχει στιγματίσει το μυαλό του είναι μια βάφτιση την ημέρα της πρωτομαγιάς που είδε τη μητέρα του «άλλο άνθρωπο». Εκείνη τη βροχερή μέρα η μητέρα του σηκώθηκε μπροστά σε πολύ κόσμο και τραγούδησε μια μαντινάδα αφιερωμένη στον πατέρα του. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο λαμπερή και με τόσο θάρρος. Έτσι λοιπόν περιγράφει τη μητέρα του ο Νίκος Καζαντζάκης, την ξεχωριστή για εκείνον μητέρα, δίνοντας βάση στην ηρεμία και στη γαλήνη που είχε.
Ιωάννα Πασχέντη.
viii). Η μάνα ήταν μια «άγια γυναίκα», με υπομονή και αντοχή. Καταγόταν από χωριό και η οικογένειά της ήταν γεωργοί. Είχε αδυναμία στον πατέρα της και εκείνος σε αυτή. Κάθε φορά που τους επισκεπτόταν ο πατέρας της τον ρωτούσε για τους συγχωριανούς της. Πώς είναι; Τι κάνουν; Ήταν πολύ καθαρή, και αυτό φαίνεται που όταν έπλενε τα ρούχα τοποθετούσε διάφορα αρωματικά λουλούδια από την αυλή της που μοσχομύριζαν.
Οι ώρες που περνούσε ο αφηγητής με την μητέρα του ήταν ξεχωριστές. Άλλοτε έκαναν διάφορες συζητήσεις σχετικά με το χωριό της μητέρας του και άλλοτε ανέλυαν διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν.
Ποτέ δεν είχε δει την μητέρα του να γελάει, μόνο να χαμογελάει. Επίσης πίστευε ότι η μητέρα του ήταν μια νεράιδα με ένα μαγικό κεφαλομάντηλο που το πήρε ο πατέρας του και τη μεταμόρφωσε σε απλό άνθρωπο. Κάθε φορά που την έβλεπε να καθαρίζει το σπίτι νόμιζε ότι ψάχνει το μαντήλι της να φύγει. Ήταν ο φόβος του αυτός. Κάποτε που είχαν πάει σε μία βάφτιση είδε τη μητέρα του να λάμπει από χαρά διότι της είχε ζητήσει ο πατέρας του να τραγουδήσει μπροστά σε κόσμο. Εκείνη ενθουσιασμένη με την απόφαση του άντρα της, τραγούδησε με γλυκιά, γεμάτη πάθος φωνή μια μαντινάδα για εκείνον: «Θαυμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες και πώς δε γίνεσαι αητός με τις χρυσές φτερούγες!».
Η μάνα ήταν άγια, παρομοιάζεται με τους αγγέλους που ζουν στον παράδεισο. Η μητέρα του Καζαντζάκη υποφέρει, στενοχωριέται, όπως κάθε αγνή ψυχή, όταν ακούει τα μαρτύρια των αγίων. Ο γιος της τότε την ηρεμεί…
Χριστίνα Κοσμά
ix).Ο αφηγητής Νίκος Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως «άγια γυναίκα». Συγκεκριμένα στο κείμενο αυτό δηλώνει την απορία του σχετικά με το πώς μπόρεσε η μητέρα του για πενήντα χρόνια δίχως να σπάσει η καρδιά της, να νιώθει πλάι της την αναπνοή και το χνότο του «λιόντα». Επίσης, αναφέρει πως είχε όλη την υπομονή, αντοχή, αλλά και τη γλύκα της γης. Έπειτα μας αναφέρει για τη σχέση της μητέρας του με τους προγόνους της. Όταν δίψαγε ο ένας, δίψαγε και ο άλλος. Εν συνεχεία αναφέρεται στα πρωτοβρόχια που όταν άρχιζαν «έτριζαν και φούσκωναν» τα κόκαλα όλων.
Ο Νίκος Καζαντζάκης μας λέει για τις ασχολίες της μάνας και συγκεκριμένα το πλέξιμο, το ξεχορτάριασμα και άλλα. Αρχικά μας μιλά για την αγάπη της μητέρας του σε ένα λουλούδι που ονομάζεται γαζία. Αναφέρει ότι η μητέρα του τοποθετούσε αυτό το λουλούδι στα ρούχα, στις κασέλες κάνοντας την παιδική του ηλικία να μυρίζει γαζία. Οι ώρες με τη μητέρα του, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν μυστηριώδεις. Εκείνος καθόταν στο σκαμνάκι του και εκείνη στην καρέκλα της, ο ένας απέναντι στον άλλον, και η γαζία μοσχομύριζε από πάνω τους… Οι συζητήσεις τους σχετικά με τους βίους των αγίων την έκαναν να ξεσπάσει σε κλάματα, δείχνοντας το πόσο ευσυγκίνητη ήταν, ενώ εκείνος την παρηγορούσε.
Μικρός πίστευε ότι η μητέρα του έψαχνε ένα κεφαλομάντηλο ώστε να μεταμορφωθεί σε νεράιδα κάνοντάς τον να ζει με το φόβο μην τη χάσει! Ποτέ του δεν την είχε δει να γελάει, μόνο να χαμογελάει. Επίσης, μας μιλά για τα μάτια της που ήταν γεμάτα καλοσύνη και υπομονή και που ανέκοπα και αθόρυβα έκανε τα πάντα. Στο μυαλό του υπήρξε ένας συνδυασμός: η μητέρα του, η γαζία και το καναρίνι είχαν σμίξει αχώριστα μέσα του. Πλέον δεν μπορούσε να μυρίσει γαζία και να ακούσει κελάηδισμα καναρινιού δίχως να αναστηθεί εκείνη και να ξανασμίξουν. Ωστόσο μας αναφέρει κι ένα περιστατικό που ο πατέρας του σε μια βάφτιση της επέτρεψε να τραγουδήσει με τη μελωδική φωνή της και εκείνη του αφιέρωσε μια μαντινάδα: «Θαυμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες και πώς δε γίνεσαι αητός με τις χρυσές φτερούγες!».
Βαλεντίνος Τσακανίκας
Eικόνα: Οι προτομές της Μαργής Χριστοδουλάκη-Καζαντζάκη και του Νίκου Καζαντζάκη στο χωριό Κρυονέρι Μυλοποτάμου, Κρήτη.