47 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη λήξη της φοιτητικής κατάληψης του Πολυτεχνείου. Μια επαναστατική πράξη, που μπορεί να μην εκπλήρωσε τους σκοπούς για τους οποίους εκδηλώθηκε, καθόρισε όμως σε μεγάλο βαθμό την ρητορική και την ποιότητα της ελληνικής πολιτικής ζωής για τα επόμενα χρόνια.
Το γεγονός που στη συλλογική μνήμη καθιερώθηκε ως η εξέγερση που «γκρέμισε» το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών, τελικά δεν ήταν παρά το μαγικό καπέλο που πήρε το «τρόπαιο της ήττας» της κομμουνιστικής Αριστεράς στον Εμφύλιο και το μετέτρεψε σε όχημα εξουσίας του «Πασοκισμού». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός, ότι οι πρωταγωνιστές των γεγονότων, ήταν ιδρυτικά μέλη του ΠΑΣΟΚ που τα συναντάμε να λειτουργούν ως καταλύτες των πολιτικών εξελίξεων μέχρι τις μέρες μας. Εξέχοντα παραδείγματα, οι Κώστας Λαλιώτης και Αντώνης Λιβάνης και οι πρόσφατες παρεμβάσεις τους υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι φοιτητικές εξεγέρσεις του 1973 (είχαν προηγηθεί αυτές της Νομικής), πέρα από τους αντιδικτατορικούς συμβολισμούς που εξέπεμψαν, ήταν τα γεγονότα πάνω στα οποία αναβαπτίστηκε ο μύθος του αριστερού «ηθικού πλεονεκτήματος». Της ικανής συνθήκης που εξυπηρέτησε τη νομή της εξουσίας από τις στρατιές των «καθαγιασμένων ηρώων» των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου που ακολούθησαν λίγα χρόνια αργότερα. Η καθιέρωση των εορτασμών της εξέγερσης από το «δημοκρατικό» ΠΑΣΟΚ με την παράλληλη μυθοποίησή της, δεν ήταν η υποχρέωση της αναγνώρισης των πρωταγωνιστών της. Ήταν ο τρόπος για να διαχωριστεί επικοινωνιακά από την «επάρατη Δεξιά» που διαδέχτηκε. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ήταν αυτά που το βοήθησαν να χτίσει γύρω του το μύθο του «αντιδικτατορικού αγώνα» και να αποψιλώσει τα κόμματα της Αριστεράς από στελέχη και ψηφοφόρους. Το ΚΚΕ άλλωστε, αναγνώρισε την εξέγερση του Πολυτεχνείου πολύ αργότερα και για ψηφοθηρικούς λόγους. Νωρίτερα η Πανσπουδαστική, το φοιτητικό του όργανο, την είχε χαρακτηρίσει «προβοκατόρικη κατάληψη πρακτόρων».
Η Χούντα δεν έπεσε στις 17 Νοεμβρίου του 1973 από το Πολυτεχνείο. Η Χούντα έπεσε 8 μήνες αργότερα, στις 23 Ιουλίου του 1974. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι η εξέγερση δεν στάθηκε ικανή να την κλονίσει. Δεν ανατράπηκε αλλά κατέρρευσε. Εξ αιτίας των εσωτερικών αντιθέσεών της και κυρίως υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας και του ελληνοτουρκικού πολέμου που η ίδια προκάλεσε με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Ούτε και εξαφανίστηκε δια μαγείας αμέσως μετά την πτώση της. Αντιθέτως, διατηρούσε για μεγάλο διάστημα ισχυρούς θύλακες στη διοίκηση, την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις. Απόδειξη αυτού ότι ο Δημήτρης Ιωαννίδης, ένας εκ των πρωτεργατών της, κατέστη δυνατόν να συλληφθεί πολύ αργότερα, στις 14 Ιανουαρίου του 1975.
Η μετάβαση στη Δημοκρατία, δεν ήταν ούτε βίαιη ούτε επαναστατική. Αντιθέτως, αυτή ήταν μια ήπια και εν λευκώ μετάβαση, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να ορκίζεται πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης ενώπιον του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, προέδρου της Δημοκρατίας της δικτατορίας. Χαρακτηριστική είναι η πρώτη από τις συντακτικές πράξεις που εξέδωσε η κυβέρνησή του, την 1η Αυγούστου του 1974, στην οποία δεν γίνεται αναφορά στην πτώση της δικτατορίας αλλά στην «κατά την 23ην Ιουλίου 1974 επισυμβάσαν μεταβολήν και διά ταύτης ανάθεσιν της πρωθυπουργίας εις τον Κ. Καραμανλήν».
Ούτε και η αντίσταση των Ελλήνων στο καθεστώς ήταν κάτι το αξιομνημόνευτο, γεγονός που δικαιολογεί και την επταετή αδιατάρακτη επιβολή του. Με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις τις ηρωικές πράξεις του Αλέκου Παναγούλη, του Σπύρου Μουστακλή και το κίνημα του Α/Τ Βέλος του Νίκου Παππά, η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε μάλλον αδιάφορα τη στέρηση των ελευθεριών της. Πότε δημιουργώντας περιουσίες και επιχειρήσεις εκ του μηδενός συνεργαζόμενη με κορυφαία στελέχη του και πότε λαμβάνοντας «δανεικά κι αγύριστα» αγροτικά δάνεια.
Αν πρέπει κάποιος να αποτιμήσει ιστορικά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αυτή χαρακτηρίζεται από το ιστορικό επίτευγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα σε τρία επίπεδα: Με την ομαλή και ταχύτατη μετάβαση της χώρας από τη δικτατορία στη Δημοκρατία (πολύ συντομότερη σε σχέση με τις περιπτώσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας), την οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος και την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, που απάλλαξε το πολίτευμα από τις κακοδαιμονίες του Εμφυλίου και εξόπλισε τη χώρα δικαιϊκά για την ένταξή της στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης.
Του Άκη Ροδίτη
sinidisi.gr