Του Άκη Ροδίτη
Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, σαν κι αυτές που αποτελούν τη βάση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» που απολαμβάνουμε ως χώρα τα τελευταία 40 χρόνια αδιαλείπτως, τα πολιτικά κόμματα και οι ομάδες συμφερόντων (συνδικάτα, ενώσεις πολιτών) δεν αποτελούν μόνο τον κορμό του αντιπροσωπευτικού μας πολιτεύματος, αλλά συνδέονται λειτουργικά με όλες τις όψεις του κοινωνικού σχηματισμού.
Εκτός όμως από τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα, στα οποία συχνά κυριαρχεί μια άτυπη και ισχυρή πατρωνία μεταξύ των μελών τους, η κοινωνία των πολιτών ως το σύνολο των συλλογικών φορέων που καταλαμβάνουν τον κοινωνικό χώρο, έρχεται να καλύψει το κενό στην συμμετοχική διαδικασία. Όχι πάντα με δημοκρατικό τρόπο και συχνά χωρίς να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κυρίως λόγω των δομικών ατροφιών που αυτή κουβαλάει. Μια τέτοια ατροφία είναι η έλλειψη πολιτικού κεφαλαίου και ως τέτοιο αποτιμάται ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς. Μια άλλη ατροφία της είναι η τάση να προσελκύει λιγότερο ευπρόσδεκτους συλλογικούς φορείς, όπως ακροδεξιές και ακροαριστερές οργανώσεις αλλά και ομάδες φανατικών κάθε είδους. Αυτούς που τα τελευταία χρόνια συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ψεκασμένους».
Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η οποία ξεκινάει τυπικά με την ένταξη της χώρας στο μηχανισμό οικονομικής στήριξης το 2010, αποτέλεσε ένα ισχυρό χαστούκι για την ελληνική κοινωνίας στο σύνολό της. Παθογένειες και παρασιτικές νοοτροπίες, που με τα χρόνια κατοχυρώθηκαν στη συλλογική συνείδηση ως αξίες, τέθηκαν εν αμφιβόλω και μπήκαν στο στόχαστρο της οικονομικής εξυγίανσης.
Η κοινωνία των πολιτών, κάτω από την πίεση των οριζόντιων οικονομικών μέτρων που έπλητταν κυρίως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα για να προστατέψουν το διορισμένο «πελατολόγιο» των κομμάτων, αποφάσισε να κινητοποιηθεί κάνοντάς το όμως με αντιφατικό τρόπο, αφού αποτέλεσε τον χώρο στον οποίο πολίτες που για χρόνια είχαν απομακρυνθεί από την παραδοσιακή πολιτική συμμετοχή μέσω των κομμάτων, τώρα πρόβαλλαν αξιώσεις έναντι του κράτους, με μεγαλύτερη από ότι στο παρελθόν ένταση και έξω από κάθε δημοκρατική διαδικασία. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, αυτή αποτέλεσε τον χώρο ανάδυσης και προβολής ομάδων και κινημάτων που δεν επιδιώκουν απλώς την αντιπαράθεση με τους θεσμούς του πολιτεύματος αλλά την κατάλυση και την ανατροπή του.
Άλλα κινήματα που εμφιλοχώρησαν στην κοινωνία των πολιτών και δραστηριοποιήθηκαν στην πλατεία Συντάγματος, απλώς προσπάθησαν να εξυπηρετήσουν την πολιτική τακτική συγκεκριμένων κομμάτων. Για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων μικρότερων κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο κάτω μέρος της πλατείας και των ακροδεξιών όπως της Χρυσής Αυγής και των ΑΝΕΛ στο πάνω μέρος της. Τέτοιο ήταν και το κίνημα του «Δεν Πληρώνω». Μετά την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, αυτό διελύθη εις τα εξ’ ων συνετέθη, ενώ κορυφαία μέλη του ανταμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους, καταλαμβάνοντας θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και εγκαταλείποντας τη μάζα των υποστηρικτών τους να αντιμετωπίζουν μονάχοι τους αγώγιμες αξιώσεις των εταιριών διαχείρισης των διοδίων που δεν πλήρωσαν.
Οι κρίσεις, οικονομικές και επιδημιολογικές, ευνοούν τη δημιουργία κινημάτων, που μέσω της οδού της κοινωνίας των πολιτών και της αμεσοδημοκρατικής ψευδαίσθησης που αυτή προσφέρει, επιδιώκουν κάθε φορά να προβάλλουν ανυπόστατες επιστημονικά θέσεις (οικονομικές στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και λοιμωξιολογικές στην περίοδο της πανδημίας) με στόχο το πολιτικό όφελος. Όπλο τους σε αυτή την προσπάθεια ο λαϊκισμός, λανσαρισμένος ως «πολιτική θεολογία», με αναγωγές που είναι αυταπόδεικτες, αυτοαναφορικές και που δεν μπορούν να τεθούν υπό κανέναν έλεγχο.
Διάδοχη κατάσταση του κινήματος «Δεν Πληρώνω», με πανομοιότυπα ποιοτικά χαρακτηριστικά, μεθοδολογία δράσης, ρητορική, κοινούς υποκινητές και φυσικά αντικειμενικό σκοπό που δεν είναι άλλος από το πολιτικό όφελος που δημιουργεί η κοινωνική αναταραχή, είναι και το κίνημα των «ψεκασμένων» αρνητών των εμβολίων και της μάσκας. Όπως και στην περίοδο του «αντιμνημονίου» έτσι και τώρα, κομματικοί μηχανισμοί υποκινούν κοινωνικές ομάδες με κοινές ανησυχίες, χαμηλή αντιληπτική ικανότητα και καχυποψία προς την ορθή πολιτική διαδικασία που εύκολα μπορούν να παρεκτραπούν και να βιαιοπραγήσουν, όπως είδαμε και στο περιστατικό σε σχολείο της Κρήτης. Όπως τότε έτσι και τώρα, μπροστάρηδες και υποκινητές ορίζονται άτομα που εκμεταλλευόμενα την διεισδυτικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κερδίζουν ένα πεντάλεπτο δημοσιότητας διοχετεύοντας προς τον «οχλοπολτό» ευκολοχώνευτες συνωμοσιολογίες. Η κατάληξή τους γνωστή από το πρόσφατο παρελθόν. Κάποιοι από αυτούς, ανταμείβονται με έναν διορισμό σε κάποιο πόστο του κρατικού μηχανισμού, από τον πολιτικό χώρο που εκμεταλλευόμενο την αναμπουμπούλα κέρδισε και τις εκλογές. Κάποιοι άλλοι, που δεν διακρίθηκαν ιδιαιτέρως, εμφανίζοναι ακόμα και ως υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι στα χωριά τους, εξαργυρώνοντας την αναγνωσιμότητα που απέκτησαν.
sinidisi.gr