Η νόσος έχει σημαντική οικονομική σημασία, καθώς προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας των προσβεβλημένων ζώων και δραματική μείωση της γαλακτοπαραγωγής τους.
Ενδημεί σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες, και είναι πολύ συχνή στην Ελλάδα, όμως η συχνότητα εκδήλωσης της δεν είναι σταθερή, εμφανίζοντας περιόδους έξαρσης (συνήθως το φθινόπωρο) και ύφεσης (οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν έως και 4 χρόνια). Χαρακτηρίζεται κυρίως από φλεγμονώδεις εντοπίσεις στο μαστό, στις αρθρώσεις και στους οφθαλμούς.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Είναι σύνδρομο λοιμώδους αιτιολογίας. Οι αιτιολογικοί παράγοντες του συνδρόμου είναι διάφορα είδη Mycoplasma spp.: Mycoplasma agalactiae (κυρίως), Mycoplasma mycoides subsp. capri (συνηθέστερα σε αίγες), Mycoplasma capricolum subsp capricolum, Mycoplasma arginiκαι Mycoplasma putrefaciens.
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Η νόσος εισέρχεται σε μία καθαρή εκτροφή είτε κατόπιν εισαγωγής (π.χ. αγοράς) ζώων φορέων ή υποκλινικά ασθενών, είτε μετά από επαφή με ζώα άλλης μολυσμένης εκτροφής (συχνότερα το καλοκαίρι), είτε με την μετακίνηση ατόμων που επισκέφτονται διαφορετικές εκτροφές μικρων μηρυκαστικών, όπως μέλη του προσωπικού των εργοστασίων συλλογής γάλακτος ή των παρασκευαστηρίων ζωοτροφών ή ακόμα και κτηνίατροι.
Εντός της ίδιας εκτροφής, η μόλυνση μέσω της θηλής από τα χέρια των αρμεκτών ή από τα θήλαστρα της αρμεκτικής μηχανής είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στα αρνιά ή ερίφια η μόλυνση γίνεται συχνότερα από το στόμα ύστερα από κατανάλωση μολυσμένου γάλακτος, ενώ στα ενήλικα ζώα ύστερα από κατανάλωση μολυσμένης τροφής ή νερού. Επίσης, παρατηρείται μόλυνση μέσω της αναπνευστικής οδού (μολυσμένη σκόνη) και πιο σπάνια μόλυνση με οφθαλμικά εκκρίματα. Τέλος, έχει αναφερθεί το ενδεχόμενο μεταφοράς μυκοπλασμάτων από μολυσμένα ζώα σε υγιή μέσω ακάρεων (Psoroptes ovis) του έξω ακουστικού.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της νόσου είναι η μείωση της γαλακτοπαραγωγής, η οποία παρουσιάζεται εντός 2 έως 3 ημερών μετά τη μόλυνση του ζώου. Η γαλακτοπαραγωγή μπορεί να μειωθεί ελαφρά (έως 10%) ή να διακοπεί πλήρως. Η προσβολή των μαστικών αδένων είναι σχεδόν πάντοτε αμφοτερόπλευρη, λόγω της αιματογενούς μόλυνσης των μαστικών αδένων. Το μαστικό έκκριμα μπορεί να γίνει ορώδες, υφάλμυρο με έντονο κίτρινο ή πράσινο χρώμα, να περιέχει νιφάδες ή πήγματα, ενώ σπανιότερα μπορεί να γίνει οροαιμορραγικό. Στο αρχικό στάδιο, οι μαστικοί αδένες είναι διογκωμένοι και θερμοί, προοδευτικά όμως επέρχεται σμίκρυνση και ατροφία τους.
Τα αρθρικά και οφθαλμικά συμπτώματα παρουσιάζονται σε 10-20% των ζώων της εκτροφής. Προσβάλλονται συνήθως μία ή περισσότερες από τις πηχιοκαρπικές, κνημοταρσικές, καρπομετακάρπιες και ταρσομετατάρσιες αρθρώσεις. Οι προσβεβλημένες αρθρώσεις είναι διογκωμένες, θερμές , επώδυνες και εμφανίζουν δυσκαμψία έως πλήρη ακαμψία. Συνήθως τα ζώα εκδηλώνουν χωλότητα, αν και σε βαριές περιπτώσεις παραμένουν ξαπλωμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα, σηκώνονται δε ύστερα από μεγάλη προσπάθεια και μόνο για κατανάλωση τροφής και νερού.
Ο βαθμός προσβολής ενός ή και των δύο οφθαλμών του ζώου ποικίλει από απλή επιπεφυκίτιδα, δακρύρροια και φωτοφοβία έως παρεγχυματική κερατίτιδα με διαταραχή της όρασης και κνησμώδη κερατοεπιπεφυκίτιδα. Συνήθως τα οφθαλμικά συμπτώματα είναι παροδικά και η όραση επανέρχεται, αν και σε σπάνιες περιπτώσεις απολήγει σε πανοφθαλμία, απώλεια του οφθαλμού και τύφλωση.
Εφόσον τα προσβεβλημένα ζώα είναι έγκυα, μπορεί να αποβάλλουν, ιδιαίτερα καθώς η ασθένεια προχωρά προς τη χρόνια φάση της. Έτσι, οι αποβολές στην εκτροφή μπορεί να εκδηλωθούν σποραδικά ή ταυτόχρονα σε πολλά ζώα, ενώ μπορεί να παρατηρηθεί και γέννηση θνησιγενών εμβρύων.
Τα αναπνευστικά συμπτώματα δεν είναι χαρακτηριστικά και σταθερά, οπότε στα ενήλικα συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη, αντίθετα στα αρνιά ή στα ερίφια τα αναπνευστικά συμπτώματα μπορεί να είναι βαριά και να οδηγήσουν σε θάνατο. Επίσης, έχει αναφερθεί πρόκληση εγκεφαλίτιδας.
Τέλος, η νόσος μπορεί να εμφανιστεί άλλοτε με οξεία και άλλοτε με υποξεία ή χρόνια μορφή. Στην οξεία μορφή παρατηρείται υψηλός πυρετός, καταβολή και οι παραπάνω εντοπίσεις. Μέσα σε λίγες μέρες τα ασθενή ζώα απολήγουν στο θάνατο (10-20%) ή στη χρόνια μορφή. Στη χρόνια μορφή, η οποία είναι συχνότερη, τα γενικά συμπτώματα είναι ελαφρά και έχουμε βαθμιαία εμφάνιση των εντοπίσεων, όπως μείωση της γαλακτοπαραγωγής, χωλότητες και τύφλωση. Στα ζώα που κυοφορούν είναι δυνατό να παρατηρηθούν αποβολές κατά την περίοδο της νόσου ή αργότερα. Στη χρόνια μορφή ο μαστός παρουσιάζει ατροφία και διάσπαρτους ινώδης όγκους ή ολική σκλήρυνση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η εξάλειψη των κλινικών συμπτωμάτων βασίζεται στη χορήγηση αντιμικροβιακών παραγόντων σε όλα τα ζώα της εκτροφής. Για την επιτυχή αντιμετώπιση των μυκοπλασμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν μακρολίδια (π.χ. τυλοζίνη, ερυθρομυκίνη, σπιραμυκίνη), οι λινκοζαμίδες (π.χ. λινκομυκίνη) και οι φθοριοκινολόνες (π.χ. ενροφλοξακίνη), ωστόσο οι τελευταίες πρέπει να χορηγούνται σε αυξημένες δόσεις λόγω της περιορισμένης διάχυσης τους στις αρθρώσεις. Ιδιαίτερα αποτελεσματικά θεωρούνται ο συνδιασμός λινκομυκίνης- σπεκτινομυκίνης (lincospectin, lincovet-s) σε δοσολογία 1 ml ανά 10 κιλά σωματικού βάρους ενδομυϊκά κάθε μέρα επί 3 μέρες, η τυλοζίνη (tylan, tilocen- 20) σε δοσολογία 0,5 ml ανά 10 κιλά σωματικού βάρους ενδομυϊκά κάθε μέρα επί 3-5 μέρες, καθώς και η ενδομυϊκή χορήγηση οξυτετρακυκλίνης σε συνδυασμό με την ενδομαστική χορήγηση λινκομυκίνης ή ερυθρομυκίνης. Η θεραπεία πρέπει να συνδιάζεται με εφαρμογή ευρείας έκτασης απολύμανσης στην εκτροφή (ταϊστρες, αρμεκτήριο, ξύλινες κατασκευές) για τη μείωση της μόλυνσης στο περιβάλλον και τον περιορισμό της διασποράς της.
ΠΡΟΛΗΨΗ
Σε εκτροφές απαλλαγμένες από την ασθένεια, πρέπει να λαμβάνονται αυστηρά μέτρα βιοασφάλειας, όπως η εξέταση των ζώων που εισάγονται στην εκτροφή, περιορισμός επισκέψεων ατόμων που έχουν επισκεφθεί άλλες εκτροφές, αποφυγή επαφής με ζώα άλλων κοπαδιών., ώστε να αποφευχθεί η εισαγωγή της. Εφόσον εκδηλωθεί κρούσμα της νόσου, συνιστάται η άμεση θανάτωση των νοσούντων ζώων και η χορήγηση αντιμυκοπλασματικής θεραπείας στα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής.
Σε περιοχές, όπου η νόσος ενδημεί, εφαρμόζονται
εμβολιασμοί (agalax ), οι οποίοι αποσκοπούν στη μακρόχρονη προστασία της εκτροφής. Χορηγούνται υποδόρια 2 ml σε κάθε ζώο και προτιμάται η περιοχή της μασχάλης, πίσω από τον αγκώνα όπου δεν υπάρχει μαλλί. Συνίσταται επανεμβολιασμός των ζώων που εμβολιάζονται για πρώτη φορά μετά από ένα μήνα και στη συνέχεια ετήσιος εμβολιασμός. Σε περιοχές που ενδημεί η νόσος συνιστάται ο εμβολιασμός κάθε 6 μήνες. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εμβολιασμοί πρέπει να γίνονται κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου, διότι αλλιώς μειώνεται δραματικά η γαλακτοπαραγωγή των ζώων. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα διαθέσιμα εμβόλια περιέχουν μόνο αντιγόνα Mycoplasma agalactiae, οπότε προσφέρουν μικρή προστασία από τα άλλα είδη μυκοπλασμάτων που εμπλέκονται στην αιτιολογία της νόσου.
Σε μια εκτροφή, όπου υπάρχει υπόνοια λανθάνουσας λοίμωξης, μπορεί να εφαρμόζεται επίσης χορήγηση αντιμυκοπλασματικών φαρμάκων σε όλα τα ζώα στην αρχή της περιόδου των τοκετών, ώστε να ελεγχθούν οι υποκλινικές λοιμώξεις και να μειωθεί η διασπορά των μικροοργανισμών εντός της εκτροφής. Επιπλέον, η εφαρμογή μέτρων πρόληψης της μαστίτιδας συντελεί και στη μείωση της μετάδοσης των μυκοπλασμάτων κατά τη διάρκεια της άλμεξης.
Τέλος, σημειώνεται ότι σε περίπτωση χρόνιας νόσου, τα μέτρα αντιμετώπισης στοχεύουν στον περιορισμό των κλινικών εκδηλώσεων και των οικονομικών απωλειών από την ασθένεια. Εκτροφές με χρόνια λοίμωξη απαλλάσονται από την ασθένεια πολύ δύσκολα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Η.Α. Φράγκου και Χ. Μπρόζος (Αναπαραγωγή μικρων μηρυκαστικων: Παθολογία της αναπαραγωγής- Μαιευτική- Αναπαραγωγική διαχείρηση 2008)
- "Διερεύνηση των αιτιών που οδηγούν τα μεγάλα αιγοπρόβατα (μεγαλύτερα των 14 μηνών) σε σφαγή." Μεταπτυχιακή διατριβή της Παγώνα Π. Αναστασίας, Θεσσαλονίκη 2010
ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ