Η 8Η Ιουνίου 2020 αποτελεί πλέον μία μέρα ορόσημο για ολόκληρη τη χώρα. Μετά από μία αδιάλειπτη λειτουργία 60 και πλέον ετών της λιγνιτικής παραγωγής, καμία εκ των λιγνιτικών μονάδων δεν εντάχθηκε στο σύστημα παραγωγής ενέργειας.
Τα στοιχεία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας λοιπόν επιβεβαιώνουν πως η μετάβαση στη μετά-λιγνίτη εποχή, ακόμα και αν δεν είχε ανελαστικές προθεσμίες, έχει ήδη ξεκινήσει.
Ο λόγος της μη ένταξης των λιγνιτικών σταθμών είναι πλέον το αυξημένο κόστος παραγωγής ενέργειας από τον λιγνίτη, όπως προκύπτει κυρίως λόγω των ρύπων, της αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων αλλά και την τάση περιορισμού των δικαιωμάτων εκπομπής αυτών. Κατά την τελευταία πενταετία, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, ο λιγνίτης παρουσίασε μία σταθερή τάση μείωσης, με το 2018 να αποτελεί σημείο καμπής, καθώς εκείνη τη χρονιά παρουσιάστηκε μεγάλη αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Αντιστρόφως ανάλογη ήταν όμως η συμμετοχή του αερίου το οποίο, αν και αποτελεί επίσης ορυκτό καύσιμο και προϊόν εισαγωγής, ενισχύθηκε σταθερά (*στοιχεία ΑΔΜΗΕ), αφήνοντας πίσω τις καθαρές πηγές ενέργειας που δυστυχώς όπως φαίνεται δεν αποτελούν ακόμα τον κύριο οδηγό της ενεργειακής μετάβασης αυτή τη δεδομένη στιγμή.
Η μεταλιγνιτική περίοδος ως πρόκληση
Η μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους και τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών. Αποτελεί μια συλλογική οφειλή προς τις τοπικές κοινωνίες που τόσες δεκαετίες πρωτοστατούν στην ηλεκτροδότηση της χώρας. Πρωτίστως όμως, αποτελεί μία τεραστίων διαστάσεων εθνική –και ευρωπαϊκή- πρόκληση που απαιτεί ευρεία κινητοποίηση πόρων, καθώς αφορά το οικονομικό, ενεργειακό, παραγωγικό και περιβαλλοντικό μέλλον της Ελλάδας.
Σε αυτό το πλαίσιο και με τόσο μεγάλο διακύβευμα απαιτείται ενωτικό πνεύμα, συνεργασία και κατανόηση της πραγματικότητας. Απαιτείται από όλους μας συστράτευση για τη διεκδίκηση περισσότερων πόρων, τεχνικής βοήθειας και οργανωτικής υποδομής, προκειμένου να διασφαλιστεί πως η μετάβαση θα είναι πραγματικά δίκαιη και θα φέρει ζωντάνια, ανάπτυξη και καινοτομία στις πληττόμενες λιγνιτικές περιφέρειες.
Η πρόταση της Κομισιόν
Η Ελλάδα αποτελεί πλέον μία από τις πρώτες χώρες που θα εφαρμόσουν τις διατάξεις και προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας στην πράξη. Η κυβέρνηση, από τα χείλη του Πρωθυπουργού, ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο του 2019 από τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα, το πλάνο της που αφορά στο κλείσιμο όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023 και τη διατήρηση της υπό κατασκευής μονάδας Πτολεμαΐδας V στη ζωή μέχρι το 2028. Ωστόσο δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα τι μέλλει γενέσθαι για την υπόψη μονάδα μετά το 2028.
Η συζήτηση που πραγματοποιείται και στην Ευρωβουλή σχετικά με τη δίκαιη μετάβαση και το σχετικό ταμείο γίνεται ακόμα πιο αποτελεσματική, όσο περισσότερο ενώνουν δυνάμεις ευρωβουλευτές προερχόμενοι και από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, καθώς ενισχύεται περαιτέρω η θέση της χώρας στη διεκδίκηση σχετικών κονδυλίων και αλλαγή των κριτηρίων χρηματοδότησης από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Η συνεργασία θα πρέπει να εδράζεται απαραιτήτως στο πεδίο της συνομιλίας με τις τοπικές κοινωνίες και όχι ερήμην τους, ακούγοντας και μεταφέροντας τις εύλογες ανησυχίες, δηλαδή με έναν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας.
Η διαπραγμάτευση
Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης αποτελεί έναν εκ των τριών πυλώνων του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης, με βασική στόχευση την παροχή στήριξης στις πληττόμενες περιοχές της ΕΕ λόγω της μετάβασης σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία το αργότερο το 2050. Τον Ιανουάριο η –αρχική- πρόταση της ΕΕ εξασφάλιζε μια χρηματοδότηση 7,5 δισεκ. ευρώ στο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης κάτι που είχαμε επισημάνει πως είναι ανεπαρκές, με την Ελλάδα να εξασφαλίζει 294 εκατ. ευρώ (3,92% του συνολικού προϋπολογισμού), τα οποία με τις κατάλληλες μοχλεύσεις θα έφταναν σε ένα ποσό περίπου 4 δισεκ. ευρώ, ενώ στην αναθεωρημένη πρόταση δεν καθίσταται υποχρεωτική η μόχλευση με ποσά από άλλους πόρους/ταμεία για το σύνολο του ποσού.
Μετά και την έλευση της πρωτοφανούς πανδημίας και στον απόηχο των κινήσεων της ΕΕ στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της ενεργειακής μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρεί την πρότασή της, αυξάνοντας τη χρηματοδότηση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης στα 40 δισεκ. ευρώ, με την Ελλάδα να λαμβάνει περί τα 1,7 δισεκ. ευρώ (4,32% του νέου προϋπολογισμού). Τα 10 δισεκ. ευρώ -από τα 40 συνολικά- του ΤΔΜ προέρχονται από τον αναθεωρημένο προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-2027, ενώ τα υπόλοιπα 30 δισεκ. ευρώ από το νέο εργαλείο που ονομάζεται «Next Generation EU /ΕΕ - Επόμενη Γενιά», βασικό συστατικό του συνολικού ευρωπαϊκού πακέτου ανάκαμψης με εκταμίευση περί τα 7,5-8δισεκ. ευρώ το χρόνο, αρχής γενομένης από το 2021 έως το 2024.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της χρηματοδότησης, αυξήθηκε το ανώτατο όριο χρηματοδότησης που δύναται να λάβει μία χώρα από τα 2 δισεκ. ευρώ στα 8 δισεκ. ευρώ καθώς και η ενίσχυση ανά κάτοικο χώρας από τα 6 ευρώ στα 32 ευρώ, κάτι που έχει ως συνέπεια η Γαλλία πχ να χρηματοδοτείται ποσοστιαία –και σε απόλυτα νούμερα- περισσότερο κι από την Ελλάδα, κάτι καταφανώς άδικο. Τα 10 δισεκ. ευρώ που προκύπτουν από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό υπάγονται στη λογική της μόχλευσης του παλιού μηχανισμού, ενώ τα υπόλοιπα 30 δισεκ. ευρώ όχι.
Δυστυχώς, το κριτήριο της ταχύτητας απολιγνιτοποίησης δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη, κάτι επίσης άδικο για χώρες που είναι στην πρώτη γραμμή, όπως η Ελλάδα. Επιπλέον, ανησυχία προκαλούν προσπάθειες ένταξης του φυσικού αερίου στο πλαίσιο των χρηματοδοτούμενων δράσεων του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης (αν και υπάρχει ισχυρή πλέον αντίσταση ακόμα και στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου), καθώς αν θέλουμε πραγματικά να μεταβούμε προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία το 2050 το αργότερο, δεν ωφελεί να σπαταλάμε δισεκατομμύρια ευρώ των ευρωπαίων φορολογούμενων σε ορυκτά καύσιμα που υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουν «αδρανή κεφάλαια» (stranded assets), αλλά θα πρέπει να επενδυθούν στην συνοχή των τοπικών κοινωνιών που καλούνται να αλλάξουν άρδην το παραγωγικό τους μοντέλο και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους.
Η επόμενη ημέρα
Το στοίχημα λοιπόν της επόμενης ημέρας είναι διπλό και αφορά το μέλλον των εργαζομένων και την ταυτόχρονη συνολική απεξάρτηση της χώρας μας από τα ορυκτά καύσιμα (απανθρακοποίηση, όχι μόνο απολιγνιτοποίηση). Οι λιγνιτικές περιοχές που λόγω και της παρελθούσης (και της επερχόμενης λόγω πανδημίας) κρίσης αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις, όπως είναι η μακροχρόνια δομική ανεργία, η φτωχοποίηση, η έλλειψη ευκαιριών εργασίας ή ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων, η υψηλότατη εξάρτηση της οικονομικής δραστηριότητας από το λιγνίτη λόγω της μονοκαλλιέργειας, πρέπει να στηριχτούν ουσιαστικά σε αυτή τη διαδικασία από την Πολιτεία, για παράδειγμα με εργαλεία για την αποτελεσματική απορρόφηση των χρηματοδοτήσεων.
Το WWF Ελλάς ιεραρχεί πολύ ψηλά τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης με κλιματική δικαιοσύνη και κοινωνική συμμετοχή. Για αυτό το λόγο, επιθυμούμε να συμβάλλουμε στη βελτίωση της διαδικασίας εύρεσης λύσεων για τις τοπικές κοινωνίες την επόμενη μέρα της παύσης της λιγνιτικής δραστηριότητας, με την εκπόνηση Μελέτης για τη Δημιουργία θέσεων εργασίας στη Δ. Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη. Αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη μίας διαδικασίας ριζικής αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου που πρέπει να γίνει κτήμα των τοπικών αρχών και κοινωνιών, αναλαμβάνουμε παράλληλα την πρωτοβουλία συναντήσεων –μέσω τηλεδιασκέψεων- με φορείς των περιοχών (δημοτική και περιφερειακή αρχή, επιμελητήρια, επιστημονικοί και ακαδημαϊκοί φορείς, αναπτυξιακές εταιρίες, πολίτες, εργαζομένους ΔΕΗ και ευρύτερα) προκειμένου να καταθέσουν τις προτάσεις τους.
Η μάχη της δίκαιης ενεργειακής μετάβασης στη χώρα μας πρέπει να κερδηθεί. Πρέπει να σχεδιαστεί από κοινού μία διαδικασία που θα τους χωράει όλους και που θα αποτελέσει την φωνή των τοπικών κοινωνιών για μία πραγματικά δίκαιη και συμπεριληπτική μετάβαση, με την Πολιτεία αρωγό και συμπαραστάτη. Παράλληλα όμως, θα πρέπει να συνεχιστεί και να εντατικοποιηθεί η προσπάθεια αναχαίτισης της κλιματικής κρίσης με κλιματική δικαιοσύνη, στην οποία το αέριο, ως ένα ακόμα ορυκτό καύσιμο και προϊόν εισαγωγής, δεν θα έχει θέση. Η ενεργειακή μετάβαση θα είναι δίκαιη και επιτυχημένη μόνο εφόσον αποτελέσει προϊόν διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες γνωρίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο τους, συνδυαζόμενη με την αξιοποίηση των καλύτερων επιστημονικών και πολιτικών προσεγγίσεων.
Δημήτρης Τσέκερης