Νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις. Επαίσχυντη προσπάθεια καταστολής και συκοφάντησης της συλλογικής δράσης.
Του Πελοπίδα Αντωνάκου, Δικηγόρου, Μ.Δ. Ιστορίας και θεωρίας Δικαίου
Κατατέθηκε προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή το ανήκουστο νομοσχέδιο της Κυβέρνησης με τίτλο «σχέδιο νόμου για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» το οποίο επιχειρεί, για πρώτη φορά μετά το ν.δ. 794/1971 της δικτατορίας των συνταγματαρχών, να εισάγει τόσους και τέτοιους περιορισμούς στην ενάσκηση του ατομικού, κοινωνικού και πολιτικού δικαιώματος της ελευθερίας συνάθροισης, ώστε να μπορεί κανείς τεκμηριωμένα να μιλήσει για απόπειρα ενταφιασμού της συλλογικής πολιτικής δράσης και του κοινωνικού αγώνα. Το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι», όπως στη συνταγματική θεωρία παραδοσιακά επικράτησε να ονομάζεται το δικαίωμα της συνάθροισης, αντιμετωπίστηκε πάντοτε με εχθρότητα από την εκάστοτε εξουσία, η οποία –όχι άδικα για τα συμφέροντά της- θεωρούσε ως κατεξοχήν επικίνδυνη για τη διαιώνισή της, τον γεωμετρικό πολλαπλασιασμό των ατομικών δυνάμεων που συνεπάγεται η συλλογική δράση. Ειδικά η συνάθροιση και μάλιστα υπό τη μορφή της μαζικής διαδήλωσης μπορεί μέσα στις κατάλληλες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες να εξελιχθεί ακόμη και σε μοχλό ανατροπής ξεπερασμένων κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Ενώ είναι σε κάθε περίπτωση βέβαιο, ότι αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέσο απόσπασης κατακτήσεων που βελτιώνουν τους όρους της ανθρώπινης ύπαρξης, στο έδαφος οποιουδήποτε συστήματος. Δεν είναι για το λόγο αυτό τυχαίο, ότι μέσα στις πρώτες πράξεις καθεστώτων σε συνθήκες όξυνσης της πολιτικής και κοινωνικής πάλης, η απαγόρευση και ο έλεγχος των συναθροίσεων κατέχει την πρωτεύουσα θέση.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του ισχύοντος συντάγματος «1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. 2. Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.» Ειδικό περί συναθροίσεων νόμο, αφού «ανέστειλε» πρώτα τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις εξέδωσε για πρώτη φορά η χούντα των συνταγματαρχών ενώ καμία κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν έφερε προς ψήφιση σχετικό εκτελεστικό νόμο, αφήνοντας διευρυμένα τα όρια του σχετικού δικαιώματος, προφανώς υπό το κράτος των επίσης διευρυμένων πολιτικών διεκδικήσεων της εποχής και του μαζικού δημοκρατικού κινήματος.
Από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν μικρός. Σήμερα που πληθαίνουν τα αδιέξοδα του συστήματος, που το κράτος ως εγγυητής των συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης γίνεται όλο και αντιδραστικότερο στην προσπάθεια διαιώνισης των συμφερόντων της, εν μέσω απανωτών κρίσεων, έρχεται το εν λόγω σχέδιο νόμου, ως κρίκος μιας ευρύτερης αλυσίδας μέτρων έντασης της κρατικής τρομοκρατίας, του αυταρχισμού και της καταστολής, να περιορίσει τόσο ασφυκτικά ακόμη και τα λεγόμενα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, ούτως ώστε να σφραγίσει περαιτέρω κάθε πιθανή ρωγμή κοινωνικής αντίδρασης, που μετά βεβαιότητας ακολουθεί στις παρούσες αλλά και στις μελλοντικές συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης. Αφού πρώτα καλλιέργησε τις πρόσφορες συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού μέσα από την εικονική κατασκευή μιας τάχα «κοινής γνώμης» που αγανακτεί δήθεν για τη διατάραξη της κυκλοφορίας των πόλεων από τις πορείες, τις διαδηλώσεις και τις διεκδικήσεις των ίδιων των κατοίκων της (!), έρχεται με την ίδια την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νομοσχεδίου να καλύψει όπως λέει «ένα αναμφίβολα υπαρκτό κενό στην προστασία των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών υπό το ισχύον Σύνταγμα». Οι συντάκτες του νομοσχεδίου πιστοί στη στρεψόδικη λογική της διπλής γλώσσας βαφτίζουν το κρέας ψάρι κάνοντας λόγο για προστασία των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών, όταν στην αμέσως επόμενη πρόβλεψη τις καταργούν και τις στραγγαλίζουν.
Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου, η διαδήλωση, παύει να αντιμετωπίζεται ως μια αναγκαία και φυσική κοινωνική δραστηριότητα σχηματισμού, έκφρασης και διάδοσης πολιτικής βούλησης, και διαστρέφεται σε σύμβαση του αστικού δικαίου, με συμβαλλόμενα μέρη τον «οργανωτή της συνάθροισης» και «τον διαμεσολαβητή της Αστυνομικής ή Λιμενικής Αρχής», στον οποίο πρέπει να γνωστοποιηθούν προληπτικά από τον «οργανωτή» τέτοια και τόσα στοιχεία που εκ προοιμίου ακυρώνουν τη φύση και τον χαρακτήρα της. Στον «οργανωτή», εκτός από τα καθήκοντα γνωστοποίησης κάθε στοιχείου της διαδήλωσης προς τις αρμόδιες αρχές για την έμμεση προληπτική της αδειοδότηση (Άρθρο 3 παρ. 1), ανατίθενται ανεπίτρεπτα καθήκοντα αστυνομικής φύσης, αφού αυτός κατονομάζεται ως συνεργάτης της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής, όντας υπεύθυνος απέναντί της για την ενημέρωση των συμμετεχόντων, τον ορισμό περιφρούρησης και τη συμμόρφωση με τις κάθε φορά ανέλεγκτες περιοριστικές υποδείξεις τους. Ο «οργανωτής» και κατ’ επέκταση η διαδήλωση μπαίνει στον ασφυκτικό κλοιό του προληπτικού και κατασταλτικού αστυνομικού ελέγχου και το σχέδιο της διαδήλωσης ουσιαστικά διευθύνεται από τις αστυνομικές αρχές και κατ’ επέκταση την κυβέρνηση, κατά των πολιτικών επιλογών της οποίας όμως υποτίθεται ότι οργανώνεται και διεξάγεται!
Ταυτόχρονα και προκειμένου να ακυρωθεί περαιτέρω στην πράξη κάθε δυνατότητα -ακόμη και υπό τους όρους αυτούς- νομότυπης διεξαγωγής της διαδήλωσης, προβλέπονται για τον «οργανωτή» τέτοιες και τόσες αστικές και ποινικές ευθύνες και κυρώσεις, και μάλιστα για πράξεις ή παραλείψεις τρίτων, ακόμη και κάθε κρατικού ή παρακρατικού προβοκάτορα (!), που μετά βεβαιότητας προκύπτει ότι τέτοιο φυσικό πρόσωπο «οργανωτή» είναι αδύνατο να υπάρξει, άρα και διαδήλωση να πραγματοποιηθεί κατά τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Στην περίπτωση αυτή οι συντάκτες του νομοσχεδίου προχωρούν μεθοδικά ένα βήμα παραπέρα. Γνωρίζοντας τον απρόσφορο χαρακτήρα των παραπάνω ρυθμίσεων, ότι δηλαδή τέθηκαν τέτοια και τόσα προσκόμματα στη διεξαγωγή της υπαίθριας συνάθροισης, ώστε αυτή να είναι τελολογικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί «νόμιμα», αποδέχονται το γεγονός ύπαρξης της «αυθόρμητης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης» (Άρθρο 3 παρ. 3). Αυτή όμως δύναται να επιτραπεί, μόνο «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής» και αφού κληθούν επιπλέον οι συμμετέχοντες να ορίσουν «οργανωτή», ενώ αν δεν το πράξουν, όπως είναι αναμενόμενο να συμβεί αφού τούτο είναι εξ’ υπαρχής αδύνατο, η αστυνομική ή λιμενική αρχή «δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης» και μόνο εκ του λόγου αυτού. Οποιαδήποτε διαδήλωση και συγκέντρωση δηλαδή, καθίσταται εν τοις πράγμασι παράνομη, αφού αφενός τίθενται τύποι οι οποίοι είναι αδιανόητο να τηρηθούν, ενώ αφετέρου εναποτίθεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στις προκλητικά αόριστες κυριαρχικές εκτιμήσεις της αστυνομικής αρχής. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές (μη ορισμού αστικά και ποινικά υπεύθυνου φυσικού προσώπου «οργανωτή»), όπως και σε κάθε περίπτωση συμμετοχής σε συνάθροιση που είτε έχει απαγορευθεί με απόφαση της αστυνομικής αρχής, είτε δεν συμμορφώνεται με τους περιορισμούς που αυθαίρετα και ανέλεγκτα αυτή θέτει, δηλαδή σε κάθε περίπτωση (!), προβλέπεται για πρώτη φορά ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα για κάθε συμμετέχοντα στη συνάθροιση (Άρθρο 13 παρ. 1 και 3), ακόμη και αν αυτός διαδηλώνει ήσυχα και ειρηνικά κατά την απόλυτη συνταγματική πρόβλεψη (!). Το δε ποινικό αδίκημα αυτό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και υποστασιοποιείται από τη συμμετοχή και την παρουσία και μόνο στην όποια κινητοποίηση και συγκέντρωση. Στο σημείο αυτό το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ξεπερνά ακόμη και το σχετικό ν.δ. 794/1971 της δικτατορίας των συνταγματαρχών, το οποίο προέβλεπε ποινική ευθύνη «μόνο» για τον οργανωτή και τους ομιλητές της συνάθροισης.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό μέσα από την αλληλουχία αυτών των περιοριστικών προβλέψεων, πως η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν αποτελεί καν, έναν -έστω αδικαιολόγητο και ιδεολογικά προκατειλημμένο- εκτελεστικό νόμο της συνταγματικής πρόβλεψης του άρθρου 11 παρ. 3 εδ. β του Συντάγματος, αλλά το πρόσφορο όχημα απονέκρωσης του ίδιου του πυρήνα του σχετικού δικαιώματος. Κατά το πρότυπο των εκτελεστικών νόμων που ρυθμίζουν την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος στην απεργία (Άρθρο 23 παρ. 2 Σ), στο οποίο έδωσε εξετάσεις και η προηγούμενη κυβέρνηση (βλ. 211 του ν. 4512/2018) οδηγώντας στην πρακτική απονέκρωσή του (το 90% των απεργιών κρίνονται πλέον παράνομες ή καταχρηστικές), επιχειρείται τώρα μέσα από όλα τα σχετικά ανυπέρβλητα προσκόμματα ο στραγγαλισμός και του πλέον θεμελιώδους και αρχαιότερου δικαιώματος συλλογικής δράσης.
Αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση, ότι η κλιμάκωση των αντιλαϊκών διευθετήσεων προς όφελος της κερδοφορίας των λίγων («περιβαλλοντικό» νομοσχέδιο, εργασιακά, εκπαιδευτικό νομοσχέδιο, «αναπτυξιακός» νόμος, ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό) μέσα στις παρούσες συνθήκες εξέλιξης μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, είχε και έχει ανάγκη την επιβολή σιγής ασυρμάτου σε κάθε κοινωνική συλλογική αντίδραση και αγώνα. Καθόλου τυχαία μάλιστα, η κυβέρνηση εντάσσει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις στις "μεταρρυθμίσεις" για τη βελτίωση του "επενδυτικού κλίματος", διαφημίζοντάς το ως ένα από τα 26 που θα ψηφίσει γι' αυτόν το σκοπό μέσα στο καλοκαίρι, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων τις αμέσως προηγούμενες δικαιολογίες αυτής της νομοθετικής της πρωτοβουλίας περί δήθεν προστασίας των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών.
Είναι, όμως, βαθιά γελασμένη και ανιστόρητη η κυβέρνηση αυτή αλλά και κάθε κυβέρνηση, αν νομίζει ότι ειδικά αυτό το τερατούργημα θα εφαρμοστεί στη ζωή και θα νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του δημοκρατικού λαού, της νεολαίας αλλά και του νομικού κόσμου.
Ας το πάρουν χαμπάρι: Η ιστορική, κοινωνική και πολιτική εξέλιξη μέσα από την συλλογική δράση και τη σύμπραξη των ανθρώπων δεν σταμάτησε ποτέ με επαίσχυντα νομοσχέδια και απαγορεύσεις!».
photo credits: 902.gr