Ο Γιώργος σπουδάζει στην Αθήνα. Παιδί από την επαρχία, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην ζωή της πρωτεύουσας. Μένει στο Παγκράτι.
Μια μέρα κατέβηκε για να πάρει τσιγάρα στο περίπτερο από κάτω, στην πλατεία. Έδωσε είκοσι ευρώ στην περιπτερού, αυτή του έδωσε τα τσιγάρα και τα ρέστα. Την ευχαρίστησε ο Γιώργος κι έφυγε.
Ανέβηκε στο σπίτι, μέτρησε τα ρέστα… Του είχε δώσει σε ψιλά περισσότερα από τα είκοσι ευρώ που της έδωσε.
Κατέβηκε ξανά ο Γιώργος με τα τσιγάρα και τα ρέστα στο χέρι.
– Κυρία.. ήρθα πριν λίγο και πήρα αυτά τα τσιγάρα. Σας έδωσα είκοσι ευρώ, αλλά εσείς μου δώσατε ρέστα περισσότερα από αυτά που σας έδωσα…
Τον κοίταξε η κυρία, πήρε τα λεφτά στα χέρια της, τα μέτρησε, κράτησε το αντίτιμο των τσιγάρων κι έδωσε τα υπόλοιπα στον Γιώργο.
– Ευχαριστώ παιδί μου να είσαι καλά…
Πήγε να φύγει ο Γιώργος και τον φώναξε η κυρία. Γύρισε.
– Ορίστε κυρία.
– Από πού είσαι παιδί μου;
– Είμαι από την επαρχία κυρία, σπουδάζω εδώ.
– Γι’ αυτό γύρισες παιδί μου… Έχεις αρχές… Να είσαι καλά… Καλές σπουδές να έχεις… Δεν θα γύριζε άλλος στη θέση σου…
– Μα κάθεστε εδώ τόσες ώρες για ένα μεροκάματο… γιατί να σας αδικήσω;
– Σ” ευχαριστώ παιδί μου… Καληνύχτα…
Θα ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά ντράπηκε…