Ως πρόγευση των δυσκολιών που θα συναντήσει η Ελλάδα στη μάχη για να μειωθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους πιστωτές ερμηνεύεται η διάσταση απόψεων στους κόλπους του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ για το θέμα αυτό.
Σύμφωνα με την αποτίμηση της έκθεσης του Ταμείου για την Ελλάδα από το Συμβούλιο, η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεση, ορισμένοι από τους Εκτελεστικούς Διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της μείωσης των στόχων, όμως υπήρξαν και άλλοι (προφανώς προερχόμενοι από ευρωπαϊκές χώρες) που εξέφρασαν αντίθετη άποψη.
Η σχετική συζήτηση πραγματοποιήθηκε προχθές και στη διάρκειά της αναγνωρίστηκε η πρόοδος που έχουν σημειώσει οι ελληνικές αρχές στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων κατά τη διάρκεια του προγράμματος, καθώς και η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά τονίστηκε ότι «σημαντικές προκλήσεις παραμένουν».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «ορισμένοι Εκτελεστικοί Διευθυντές θεώρησαν ότι οι αρχές πρέπει να οικοδομήσουν συναίνεση με τους Ευρωπαίους εταίρους για χαμηλότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος, ώστε να υποστηριχθούν οι αναπτυξιακοί στόχοι. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι Διευθυντές υπογράμμισαν τη διατήρηση του στόχου, ο οποίος σημείωσαν ότι συμφωνήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τις επιπτώσεις τους για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
Κατά τα λοιπά, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ «έλαβε θετικά υπόψη τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης να συνεχίσει τις φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές συνοχής και χαιρέτισε τις πρώτες κινήσεις πολιτικής της». Εντούτοις, υπογράμμισε ότι «η βιώσιμη και βαθύτερη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, με το ξεδίπλωμα μιας πλήρους γκάμας εργαλείων πολιτικής, και η ισχυρή πολιτική βούληση για αντιμετώπιση των κατεστημένων συμφερόντων θα είναι απαραίτητα, για να προωθηθούν σημαντικά οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή».
Τα καλά νέα και οι θετικές κινήσεις της κυβέρνησης
Οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του Ταμείου επικρότησαν τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να μειώσει συντελεστές άμεσων φόρων και το σχέδιο «Ηρακλής» για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην έκθεση, «οι Διευθυντές υπογράμμισαν τη σημασία της αποκατάστασης της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και της ικανότητάς του να υποστηρίξει την ανάπτυξη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, χαιρέτισαν τους πιο φιλόδοξους στόχους της κυβέρνησης για μείωση της έκθεσης στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα», σημειώνοντας ότι ο «Ηρακλής» μπορεί να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο, ζήτησαν πιο συνεκτική και φιλόδοξη στρατηγική εκκαθάρισης των τραπεζικών ισολογισμών με βάση μηχανισμούς βασισμένους στην αγορά.
Επιπροσθέτως, το Εκτελεστικό Συμβούλιο επισήμανε ότι η χώρα μας χρειάζεται αύξηση της παραγωγικότητας και μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και, «στο πλαίσιο αυτό, χαιρέτισε τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ξεμπλοκάρει ιδιωτικοποιήσεις, να εφαρμόσει απορρύθμιση των επιχειρήσεων και να αποκαταστήσει στοιχείων των ακρογωνιαίων λίθων των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας οι οποίες έγιναν στη διάρκεια των προγραμμάτων» (σ.σ. των Μνημονίων).
Τα κακά νέα και οι σκληρές συστάσεις του ΔΝΤ
Στον αντίποδα, το Εκτελεστικό Συμβούλιο:
- Επέμεινε στην ανάγκη διεύρυνσης των φορολογικών βάσεων (δηλαδή, στη μείωση του αφορολογήτου ορίου) και βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης.
- Ζήτησε να καταργηθεί η προστασία της Α΄ κατοικίας, με το επιχείρημα ότι αυτό θα ενισχύσει την κουλτούρα πληρωμών.
- Συνέστησε να δοθεί μεγαλύτερη προτεραιότητα προς περισσότερες επενδυτικές δαπάνες και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, ενισχύοντας παράλληλα τη διαχείριση των δημοσιονομικών κινδύνων και τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης.
- Υπογράμμισε τη σημασία της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας του δικαστικού συστήματος και της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της διαφθοράς.
Τα κεντρικά συμπεράσματα του Ταμείου
Συνοψίζοντας τα κεντρικά συμπεράσματα της έκθεσης των στελεχών του για την Ελλάδα, το ΔΝΤ εστιάζει στο σχετικό δελτίο Τύπου στα ακόλουθα:
- «Η ανάπτυξη επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά μέχρι τώρα είναι κατώτερη των προσδοκιών». Όπως σημειώνεται, μετά την οικονομική μεγέθυνση ύψους 1,9% το 2018, η ανάπτυξη μετριάστηκε το 1ο εξάμηνο του 2019, καθώς «περιορίστηκε από τις ανεπαρκείς ιδιωτικές επενδύσεις και την υποεκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων». Το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 16,9% (εποχικά προσαρμοσμένο) τον Ιούλιο, αλλά η δομική ανεργία παραμένει υψηλή και η οικονομική δραστηριότητα κάτω από το δυνητικό επίπεδο.
- «Παρά τις βελτιώσεις, οι τραπεζικοί ισολογισμοί είναι σημαντικά επιδεινωμένοι και οι τράπεζες εξακολουθούν να μειώνουν το ύψος των (καθαρών) χορηγήσεων προς την οικονομία».
- Η δημοσιονομική χαλάρωση και οι υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις που χρηματοδοτούνται κυρίως από εισροές ξένων κεφαλαίων θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη 1,8% φέτος και 2,3% το 2020. Εντούτοις, «οι αναπτυξιακές προοπτικές μεσοπρόθεσμα λυγίζουν από τα αντίξοα δημογραφικά και τη χαμηλή παραγωγικότητα».
- «Οι βραχυπρόθεσμοι καθοδικοί κίνδυνοι είναι σημαντικοί και περιλαμβάνουν την αύξηση του προστατευτισμού και την πιο αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και την περαιτέρω επιδείνωση των τραπεζικών ισολογισμών. Η μεσοπρόθεσμη προοπτική είναι πιο ισορροπημένη, ιδίως εάν οι φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης μεταφραστούν γρηγορότερα σε αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά στην πρόσθετη πρόοδο».