Έχουμε επίγνωση ότι η οικονομική κρίση έδιωξε από την χώρα πέντε φορές περισσότερους νέους και μορφωμένους Έλληνες, απ’ όσους μετανάστες έχουμε σήμερα εντός των συνόρων μας;
Κι αντί να ασχολούμαστε μ’ αυτό το μισό εκατομμύριο που πρέπει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα ή έστω να μην βρει άλλους μιμητές, εμείς διχαζόμαστε με το ένα πέμπτο του που –εδώ που τα λέμε- στην πλειοψηφία του είναι κλεισμένο πίσω από σύρματα. Χαζός λαός.
Γενικώς ως λαός δείχνουμε μια ακατανίκητη ροπή προς την σαχλαμάρα. Αφήνουμε τον γάμο και πάμε για πουρνάρια. Τρεις μήνες έχει στην πλάτη της η καινούρια κυβέρνηση κι αν σκεφτούμε με τι πράγματα έχουμε ασχοληθεί εθνικώς αυτό το διάστημα, θα ‘πρεπε να ανοίξουμε την παλάμη μας και να αυτό-μουντζωθούμε.
Πρώτα μας συνεπήρε η εισβολή δύο Ζητάδων στο Αελλώ για να βγάλουν έξω πιτσιρικάδες που έβλεπαν τον ακατάλληλο Τζόκερ. Βγάλαμε τα πιστόλια κι αρχίσαμε να αλληλοπυροβολούμαστε γι αυτό το πελώριο θέμα.
Μετά ήρθε η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στην Νέα Φιλαδέλφεια, με την ξεκούρδιστη θεατρική ομάδα. Εκεί τα πράγματα σοβάρεψαν καθότι επρόκειτο για ζήτημα εθνικού συμβολισμού και ιστορικής σημασίας. Εκεί σκάψαμε χαρακώματα, ταμπουρωθήκαμε κι αρχίσαμε πυρ ομαδόν. Οι Έλληνες και οι ανθέλληνες. Αυτοί που δείχνουν σεβασμό κι αυτοί που προσβάλλουν. Αυτοί που θέλουν τις παρελάσεις κι αυτοί που τις χλευάζουν. Πόλεμος κανονικός.
Τουλάχιστον τις τελευταίες μέρες αποφασίσαμε να διχαστούμε για ένα σοβαρότερο ζήτημα. Το μεταναστευτικό. Αλλά φροντίσαμε πάλι να επιβεβαιώσουμε την γελοία πλευρά του εαυτού μας, όχι επικεντρώνοντας την συζήτηση στην ουσία του προβλήματος και στις πολιτικές του προεκτάσεις. Στήσαμε μια ψησταριά με χοιρινές μπριζόλες, βάλαμε δυο τσίπουρα στα ποτήρια μας κι αρχίσαμε να αλληλομαχαιρωνόμαστε γύρω από την θράκα. Τόσο μυαλό κουβαλάμε.
Είμαστε ο ορισμός του γελοίου. Όλοι μας. Ο πλανήτης τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς ένα μέλλον που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε, αλλά εμείς ως γνήσιοι σαχλαμαράκηδες καταναλώνουμε τον χρόνο και την ζωτική μας ενέργεια για να τρώμε κάθε μέρα τα μουστάκια μας για ψύλλου πήδημα. Έτσι που πορευόμαστε και μ’ αυτά που ασχολούμαστε, ούτε Μητσοτάκης μπορεί να μας σώσει, ούτε Τσίπρας, ούτε ο Θεός ο ίδιος.
Αλλά πάντα έτσι ήμασταν. Θυμάμαι το 1984 η Ελευθεροτυπία (αν δεν κάνω λάθος) είχε ανακαλύψει ένα μασονικό σύμβολο ανάμεσα στα δεκάδες σχεδιάκια που είχε πάνω του το καινούριο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών που είχε κυκλοφορήσει.
Επί δίμηνο ολόκληρη η χώρα είχε αποδυθεί τότε σ’ έναν κυκεώνα αντιπαραθέσεων για το πώς παρεισέφρησαν οι μασόνοι στο εθνικό τυπογραφείο και πως στήνουν υπόγεια κοινωνικά δίκτυα χρησιμοποιώντας αόρατα σχέδια που εντέχνως επιβάλλουν σε χαρτονομίσματα, γραμματόσημα, χαρτόσημα, σφραγίδες υπουργείων και σήματα δημοσίων οργανισμών.
Είχε πέσει εθνική υστερία. Όλοι έψαχναν κρυμμένα μασονικά σύμβολα ακόμα και στα πλουμιά του φουστανιού της γυναίκας τους ή στην ίδια την τουαλέτα τους. Περιττό να πω ότι όσο έψαχναν, έβρισκαν. Παντού. Ο Νταν Μπράουν στον Κώδικα Ντα Βίντσι, ήταν μπροστά τους ένας ξεφτίλας ερασιτέχνης. Μέχρι που βγήκε έξαλλος ο ίδιος ο Ανδρέας και είπε πως είναι ντροπή για έναν λαό να έχει τόσα προβλήματα κι αυτός να ασχολείται με φιδάκια που τρώνε την ουρά τους. Και κόπηκε μαχαίρι η συζήτηση, διότι μόνο τότε συνειδητοποίησαν άπαντες το γελοίο του πράγματος.
Θα μου πείτε, έγινε τίποτα; Σαράντα χρόνια έχουν περάσει κι εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι τα ίδια. Ρίχνει ένας τρελός μια πέτρα στο πηγάδι και πέφτουμε τριάντα γνωστικοί για να την βγάλουμε. Εμείς στο πηγάδι, με τον πλανήτη μας να πετά προς το διάστημα. Κρίμα.