Το μεγάλο αυτό θέμα είχε απασχολήσει τους αρχαίους Έλληνες όταν, από την εποχή της αναπτύξεως της Αστρονομίας, η ιδέα της υπάρξεως ζωής σε άλλους κόσμους άρχισε να αποκτά κάποια επιστημονική βάση.
Είναι γεγονός πως πολλοί Έλληνες φιλόσοφοι, που ήταν και αστρονόμοι συγχρόνως, πίστευαν πως η Γη δεν ήταν μοναδική κατοικία λογικών όντων. Και ήταν καταπληκτική η πρωτοτυπία σκέψεως και ευφυΐα των Ελλήνων της εποχής εκείνης.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος δίδασκε πως όλα τα άστρα, ως και η Γη, αποτελούνται από το ίδιο υλικό.
Ο Αναξίμανδρος βεβαίωνε πως οι κόσμοι μπορούσαν να δημιουργηθούν και να καταστραφούν, κάτι που διαπιστώνουμε σήμερα.
Ο Αναξαγόρας πίστευε πως η Σελήνη κατοικείται, δίδασκε μάλιστα πως «αόρατοι σπόροι ζωής», από τους οποίους προέρχονται όλα τα ζωντανά όντα υπάρχουν σε ολόκληρο το Σύμπαν. Ο Αναξαγόρας δηλαδή ήταν ο δημιουργός της θεωρίας της «πανσπερμίας» που προτάθηκε και στην εποχή μας ακόμη από πολλούς επιστήμονες που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τον τρόπο δημιουργίας ζωής στον πλανήτη μας.
Οι Επικούριοι δίδασκαν πως στο διάστημα υπήρχαν πολλοί κατοικήσιμοι κόσμοι, παρόμοιοι με την Γη.*
Και άλλοι ακόμη Έλληνες φιλόσοφοι δίδασκαν πως υπάρχει ζωή σε άλλα άστρα, ως κάποιος Ανάξαρχος, που αναφέρει ο Πλούταρχος, ότι μιλούσε προ του Μ. Αλεξάνδρου «περί πολλών κόσμων». Τότε ο Αλέξανδρος δάκρυσε γιατί σκεπτόταν πως «επί απείρων όντων στον κόσμον, δεν ήδυνήθη ακόμη να κατακτήσει τoν ενα καί μόνον, τoν παρόντα».
Αργότερα τους Έλληνες αντέγραψαν οι Ρωμαίοι και ιδίως ο Λουκρήτιος που στο ποίημα του «Περί Φύσεως των πραγμάτων» αναφέρει: «Η Φύση δεν είναι μοναδική στον ορατό κόσμο. Πρέπει να πιστεύουμε πως σε άλλες περιοχές του διαστήματος υπάρχουν και άλλες γαίες, κατοικημένες από άλλους ανθρώπους και άλλα ζώα». Κατά περίεργο τρόπο ο Λουκρήτιος δεν καταλάβαινε την αληθινή φύση των άστρων που θεωρούσε σαν φωτεινούς γήινους ατμούς.
Κατά την Αναγέννηση, με την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου, αναζωπυρώθηκε το θέμα υπάρξεως εξωγήινων και ιδίως Αρειανών, γι’ αυτό και είχε τότε τεθεί το ερώτημα: «Αν ο Άρης κατοικείται τότε οι Αρειανοί κατάγονται και αυτοί από τον Αδάμ και την Εύα;» Αυτές ήταν οι αντιλήψεις για την ύπαρξη ζωής στο Διάστημα.
Όμως τι πιστεύουμε εμείς σήμερα;
Για να απαντήσουμε θα εξετάσουμε τα μέλη του Ηλιακού μας Συστήματος, με τα μέσα και τις γνώσεις μας, θα επισκεφθούμε πρώτα τους κοντινούς μας κόσμους, τα μέλη του «Ηλιακού Κράτους».
Θα γνωρίσουμε χωριστά τους πλανήτες με την ταχύτητα της φαντασίας μας και θα τους ερευνήσουμε κατά σειρά αποστάσεως τους από τον ήλιο. Την μορφή του πλανητικού μας συστήματος πρώτος συνέλαβε ο Αρίσταρχος ο Σάμιος.
Αυτόν αντέγραψε ο Κοπέρνικος ο οποίος διατύπωσε την θεωρία του «περί του ηλιοκεντρικού συστήματος» τον 16ον αιώνα – διαβάζοντας και αντιγράφοντας τα πρωτότυπα σχετικά ελληνικά συγγράμματα. Βεβαίως τότε ήταν γνωστοί οι 6 μόνο πλανήτες μέχρι δηλαδή και του Κρόνου. Πολύ αργότερα ανακαλύφθηκαν και οι υπόλοιποι 3 εξωτερικοί πλανήτες με μαθηματικούς υπολογισμούς και φυσικά την χρήση μεγάλων τηλεσκοπίων.
Οι 9 πλανήτες μας είναι: Ερμής και Αφροδίτη, δίχως δορυφόρους, Γη μ’ ένα δορυφόρο, Άρης με 2 δορυφόρους, Δίας με 16, Κρόνος με 17, Ουρανός με 15, Ποσειδών με 2 δορυφόρους και Πλούτων με 1 τον Χάρο. Φυσικά τα ονόματα τους είναι ονόματα Ελλήνων θεών γιατί οι αρχαίοι Έλληνες μελέτησαν με επιστημονικό τρόπο τους πλανήτες και τους έδωσαν θεϊκά ονόματα που σεβάστηκαν οι αστρονόμοι όλου του κόσμου.
Ο Ερμής με επιτυχία έλαβε το όνομα αυτό επειδή βρίσκεται κοντά στον ήλιο, από τον οποίο περιμένει εντολές, όπως ο Ολύμπιος ταχυδρόμος.
Το όνομα της ωραίας Αφροδίτης έπρεπε να δοθεί στον ωραιότερο και λαμπρότερο πλανήτη. Και τι περίεργο, είναι τόσο… φιλάρεσκη η Αφροδίτη ώστε πάντα είναι σκεπασμένο το σώμα της από ένα πολύ πυκνό πέπλο, αδιαπέραστο στρώμα νεφών, την ατμόσφαιρα της, που μας εμποδίζει να δούμε την επιφάνεια της, σαν να προστατεύει το σώμα της ωραίας θεάς από τα βλέμματα βέβηλων!!
Στον ερυθρό πλανήτη εδόθη το όνομα του θεού του πολέμου Άρη, γιατί το κόκκινο χρώμα του θυμίζει αίμα και φωτιά.
Ο Δίας δικαίως έλαβε το όνομα του πατέρα των θεών – πλανητών αφού σε όγκο είναι μεγαλύτερος από όλους μαζί τους πλανήτες και η μάζα του είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη της μάζας όλων συγχρόνως των πλανητών. Ως προς τη Γη είναι 1300 φορές μεγαλύτερός της. Απορεί κανείς πώς οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι ο πλανήτης αυτός ήταν γίγας και του έδωσαν το όνομα του μεγαλυτέρου και ισχυρότερου των θεών του Ελληνικού Πανθέου – του «πατρός ανδρών τε, θεών τε».
Ο Κρόνος που έρχεται μετά τον Δία πήρε το όνομα του πατέρα του Διός. Εδώ σταματούν οι Έλληνες ως «ανάδοχοι», επειδή οι τελευταίοι πλανήτες, Ουρανός, Ποσειδών και Πλούτων ήταν άγνωστοι κατά την αρχαιότητα, γιατί απλούστατα δεν τους έβλεπαν. Ως γνωστόν οι πλανήτες αυτοί παρατηρούνται μόνον με τηλεσκόπια.
Ουρανός ονομάσθηκε ο μετά τον Κρόνο πλανήτης γιατί, κατά την μυθολογία μας ήταν πατέρας του Κρόνου. Ο επόμενος ονομάσθηκε Ποσειδών γιατί νομιζόταν πως είναι ο τελευταίος στα βάθη του διαπλανητικού χώρου και πήρε το όνομα του θεού του υγρού στοιχείου.
Αλλά όταν τέλος ανακαλύφθηκε ο έσχατος πλανήτης, του έδωσαν το όνομα του Πλούτωνα, του θεού του Άδη, όχι μόνο γιατί στην απόσταση που βρίσκεται επικρατεί βαθύ σκοτάδι, αλλά για να τιμήσουν τον αστρονόμο P. Lowell, που τον ανεκάλυψε με υπολογισμό χωρίς να τον δει ποτέ. Τα δυο μάλιστα αρχικά γράμματα του Πλούτωνα είναι τα πρώτα του ονοματεπώνυμου του P. Lowell. (Παρετηρήθη από τον Tombau-gh το 1930).
Και τώρα που γνωρίσαμε όλη την σειρά των πλανητών, έστω και κατά ένα πολύ γενικό τρόπο, ας τους επισκεφθούμε, εξετάζοντας εάν πράγματι υπάρχουν εκεί οι κατάλληλες συνθήκες δημιουργίας και συντηρήσεως ζωής. Ήδη χάρη στις τεράστιες προόδους και τα μέσα που διαθέτει η αστρονομία γνωρίζουμε τι συνθήκες υπάρχουν σε κάθε πλανήτη. Απόδειξη η κατάκτηση της Σελήνης.
Οι αστροναύτες δεν μας είπαν περισσότερα από όσα γνωρίζαμε με τις απειράριθμες αστρονομικές μελέτες και παρατηρήσεις μας. Με την έρευνα των αστροναυτών είχαμε το «πείραμα», την απόδειξη πως πραγματικά δηλαδή ό,τι είχαν διαπιστώσει οι αστρονόμοι ήταν και η πραγματικότητα.
Γι’ αυτό και δημιουργήθηκε τόσος θόρυβος στην Αμερική για τα τεράστια έξοδα που είχαν γίνει για την κατάκτηση της Σελήνης, για να «μάθουμε ό,τι ήδη γνωρίζαμε», όπως είπαν οι πολέμιοι των διαστημικών ταξιδιών. Ασχέτως πάντως προς τις γνώμες αυτές, είναι γεγονός πως με τις έρευνες και τα όνειρα μας βυθιστήκαμε στο μέλλον για να τα κάνουμε πραγματικότητα. (…)