Ιστορικό διάγραμμα της πόλης – κάστρου την Βυζαντινή περίοδο
Oι μεσοβυζαντινές απαρχές της πόλης και η ίδρυση του κάστρου της Βόνιτσας, μπορούν να αναχθούν τον 9ο αιώνα. Η ομώνυμη επισκοπή αναφέρεται στα εκκλησιαστικά τακτικά του Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού, το 899. Το 1081, η πόλη καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τον βασιλιά της νορμανδικής Σικελίας, Ροβέρτο Γυισκάρδο. Στα μέσα του 12ου αιώνα, η πόλη αναφέρεται από τον άραβα περιηγητή Al-Idrisi, για πρώτη φορά ως τειχισμένη. Στα προεόρτια της 4ης Σταυροφορίας, γύρω στα 1200, καταλήφθηκε από τον Leonardo Orsini της Κεφαλονιάς.
Στην υστεροβυζαντινή και όψιμη μεσαιωνική περίοδο, η πόλη και το κάστρο της γνωρίζει επάλληλες κυριαρχίες, στα γενικότερα πλαίσια της κατάρρευσης της βυζαντινής\ εξουσίας στην βορειοδυτική Ελλάδα, μετά το 1204. Κύριος σταθμός της τρικυμιώδους αυτής περιόδου είναι η υπαγωγή της πόλης και του κάστρου της, στην κυριαρχία του Δεσποτάτου της Ηπείρου ως το 1294.
Στην συνέχεια η Βόνιτσα και το κάστρο της, ως ένα στρατηγικής σημασίας έρεισμα στον Ιόνιο και Αδριατικό χώρο, αρχίζει να προσελκύει την προσοχή των εκάστοτε ισχυρών δυνάμεων της περιοχής. Η οθωμανική κατάκτηση του 1479, σημαδεύει το τέλος της μεσαιωνικής περιόδου και την αρχή της Τουρκοκρατίας.
Φυσική Γεωγραφία και μνημειακή τοπογραφία των βυζαντινών χρόνων
Η στρατηγική σημασία της περιοχής, οδήγησε πιθανότατα στην ίδρυση της πόλης-κάστρου, στην πρώιμη μεσοβυζαντινή περίοδο, στα πλαίσια της ανασύνταξης της βυζαντινής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο.
Βασικό στοιχείο της οργάνωσης μιας τέτοιας ζωτικής περιοχής αποτελούσε στα χρόνια αυτά, η ίδρυση μιας ανάλογης οχυρωμένης πόλης. Ο ασβεστολιθικός όγκος που δέσποζε επί της ακτογραμμής, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις στρατηγικές και οχυρωματικές αρχές και αντιλήψεις της εποχής, για την ίδρυση μιας τέτοιας πόλης: Ένας οχυρός και απρόσιτος λόφος, δίπλα στην θάλασσα, με γη, υδρευόμενη με πλούσια νερά και ποτάμια, προστατευμένος παράλληλα από αυτά και τα γύρω τενάγη και πιθανότατα με ένα μόνο αποκλειστικό και εύκολα αμυνόμενο πέρασμα, ισθμό επικοινωνίας.
Η δομή του βυζαντινού κάστρου . Γενικά χαρακτηριστικά
Η Βόνιτσα, ως μια νεοιδρυμένη πόλη-κάστρο, συγκεντρώνει ως έδρα της τοπικής πολιτικής, στρατιωτικής και διοικητικής εξουσίας, όλα τα δομικά “στοιχεία” ενός τέτοιου τυπικού βυζαντινού αστικού κέντρου. Παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστρουπόλεων. Η βυζαντινή Βόνιτσα, δομούταν από το κύριο κάστρο στην κορυφή του λόφου με την άνω και κάτω ακρόπολη, τον τοιχισμένο οικισμό της “Χώρας”, επίκεντρο του αστικού οικονομικού, κοινωνικού, και καθημερινού βίου, και την μεταγενέστερη εμπορική συνοικία, το “Μποριό”, έξω από τα τείχη.
Ο περίβολος του κυρίως κάστρου, έχει ακανόνιστο καμπυλόγραμμο ατρακτοειδές σχήμα μήκους 265 μέτρων και πλάτους περίπου 105 μέτρων, με προσανατολισμό από Β.Δ. προς Ν. Α. Περικλείει έκταση εικοσιεπτά στρεμμάτων, με υψόμετρο περίπου 76 μέτρα, στην στέψη του βραχώδους εξάρματος. Το κύριο κάστρο, διαχωριζόταν σε δύο τμήματα, με την βοήθεια ενός εσωτερικού δια τειχίσματος, στην πάνω και την κάτω ακρόπολη. Ο υπόλοιπος περίβολος, προστατεύεται μόνο από την ζώνη των επάλξεων λόγω της κάλυψής του από τα κατερχόμενα σκέλη των διατειχισμάτων, το ύψος των τειχών, το δύσβατο του εδάφους και τα έλη.
Η ανάπτυξη της Βόνιτσας ως κάστρου – πόλης και η ανάγκη της αμυντικής προστασίας του οικισμού, των κατοίκων και των δραστηριοτήτων τους καθώς και η συνολική ενίσχυση της στρατηγικής θέσης της πόλης, ως ζωτικού πόλου της βυζαντινής δραστηριότητας στην περιοχή, οδήγησαν στην δόμηση δύο εξωτερικών διατειχισμάτων.
Τα διατειχίσματα αυτά, κατέρχονται από την ακρόπολη, προς τη είσοδο της αβαθούς λιμνοθάλασσας του Λιμενίου βορειοανατολικά και τα περιβάλλοντα το ύψωμα του κάστρου, τενάγη της ίδιας λιμνοθάλασσας, νοτιοδυτικά.
Το βορειοανατολικό διατείχισμα, κατέρχεται σχετικά απότομα από την ακρόπολη, προς την παρακείμενη είσοδο του λιμανιού της Βόνιτσας, του Λιμενίου. Το μεγαλύτερο τμήμα του διατειχίσματος αυτού έχει καταστραφεί. Έχει την ίδια δομή με την ακρόπολη και είναι σαφώς βυζαντινό. Μετά από μια κάμψη κατέληγε σε ένα τετράγωνο επιθαλάσσιο πύργο, χαμένο σήμερα, που έλεγχε την είσοδο του λιμανιού. Ανάλογα ισχυρό ήταν και το νοτιοδυτικό διατείχισμα. Κατέρχεται από την ακρόπολη προς τα παρακείμενα έλη της νότιας όχθης του Λιμενίου, που αρχικά ήταν πολύ περισσότερο εκτεταμένα από σήμερα.
Η κεντρική εξωτερική πύλη σχηματίζεται στην νοτιοανατολική πλευρά μεταξύ των κύριων μεγάλων εξωτερικών πύργων. Το ζωτικό και ευαίσθητο σημείο, ενισχύεται με μεγάλο τριώροφο τριγωνικό πύργο, επιδέξια τοποθετημένο δεξιά του εισερχομένου ή επιτιθεμένου, που λειτουργεί ως αμυντικός πρόβολος αλλά και παρατηρητήριο. Ο πύργος αυτός μαζί με τον αριστερό μεγάλο πε-
ντάπλευρο αδαμαντοειδή πύργο- τριγωνικό εξωτερικά, απαγόρευαν κάθε προσπάθεια προσβολής της πύλης.
Από πλευράς εκκλησιαστικών βυζαντινών μνημείων, στην μέση βυζαντινή περίοδο, ανάγεται ο αρχικάσταυρόσχημος ναός της Αγίας Σοφίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της ακρόπολης. Στη “Χώρα”, μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό κατάλοιπο είναι η σωζόμενη πιθανού μεσοβυζαντινού ναού, στο χώρο της νεώτερης”Παναγίας της Χώρας”, στο βορειοδυτικό άκρο του λόφου. Ο ναός ταυτίζεται πιθανότατα με την επισκοπή της πόλης, γνωστής από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα.
H νεώτερη διαμόρφωση του κάστρου
Οι αλλαγές που επέφερε η νεώτερη εποχή στην μορφή του πολέμου και των οχυρώσεων, λόγω της ανακάλυψης της πυρίτιδας, οδήγησε σε ευρείες προσθήκες και αλλαγές. Αυτές οι προσθήκες τον 16ο/17ο και 18ο αιώνα, επι-καλύπτουν το παλιό βυζαντινό κάστρο και του δίνουν την σημερινή μορφή του. Η επανάσταση που επέφερε στην οχυρωματική τέχνη η εισαγωγή της χρήσης των πυροβόλων όπλων και του πυροβολικού και η εξέλιξη της οχυρωτικής τέχνης και επιστήμης, συντέλεσε στην πραγματοποίηση εκτεταμένων αλλαγών στο κάστρο που αποτελούν μια δεύτερη φάση της συνολικής διαμόρφωσης των οχυρώσεων.
Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην μείζονα περιοχή του Αμβρακικού κόλπου, πεδίο έντονης αντιπαράθεσης της Βενετικής Δημοκρατίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον 15ο αιώνα ως τον 18ο αιώνα. Ιδιαίτερη οχυρωματική δραστηριότητα φαίνεται ότι επέδειξαν κυρίως οι Βενετοί, με εκτενείς μετατροπές του κάστρου.
Σε αυτούς οφείλονται πιθανότατα οι εκτενείς αλλαγές και η μετατροπή του κάστρου σε ένα οχυρό ικανό να αντεπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις του πολέμου. Η προυφιστάμενη μεσαιωνική αμυντική δομή, ενισχύθηκε εντατικά με έργα υποδομής και εξυπηρέτησης των νέων απαιτήσεων και αναγκών του τοπομαχικού πυροβολικού του κάστρου αλλά και έργα αμυντικής θωράκισης από το αντίπαλο πυροβολικό πολιορκίας, πιθανότατα μετά την κατάκτηση του κάστρου από τον Francesco Morosini το 1684.
Οι παλαιές οχυρώσεις του κάστρου με τα σχετικά λεπτή γραμμή των γραμμών (cortinae), ήταν πλέον ανίκανα από μόνα τους στις νέες μορφή του πολέμου. Φαίνεται λοιπόν ότι απλώς τα μεσαιωνικά στοιχεία διατηρήθηκαν, οριοθετώντας την οχυρωμένη περιοχή και απομακρύνοντας ελαφρά εξοπλισμένους αντιπάλους ή ενόπλους που ενδημούσαν στην περιοχή (κουρσάροι, πειρατές, ληστές και αργότερα “κλέφτες”). Οι παλαιές βυζαντινές οδοντωτές στέψεις των επάλξεων της ακρόπολης και των διατειχισμάτων, μετατράπηκαν σε τυφεκιοθυρίδες για τα ελαφρά πυροβόλα όπλα της φρουράς, ικανές να αντεπεξέλθουν στον εκ του σύνεγγυς αμυντικό αγώνα. Εφαρμόστηκε ένα ευρύ πρόγραμμα ενίσχυσης των οχυρώσεων με τα νέα αμυντικά στοιχεία της νεώτερης ευρωπαϊκής οχυρωτικής τέχνης, όπως οι προμαχώνες πυροβολικού (bastione de artilleria) και τα εξωτερικά προμαχωνικά οχυρώματα (rivellini) και τους ανεξάρτητους εξωτερικούς προμαχώνες.
Ο νοτιοδυτικός προμαχώνας (bastione), κτίστηκε στο ύψος του εσωτερικού βυζαντινού διατειχίσματος, σε σχήμα προβεβλημένου ορθογωνίου με αποτετμημένες γωνίες (πεντάγωνος), ενσωματώνοντας το παλαιό βυζαντινό τείχος. Ο προμαχώνας κτίστηκε με την τυπική βενετική τεχνική: πλατιά κεκλιμένη τοιχοποιία-scarpa, λίθινο κορδόνι (cordone) καικατακόρυφο παραπέτο (parapeto), στην στέψη. Στην στέψη, σημειώνεται η παρουσία τεσσάρων κανονιοθυρίδων, με δραστικό μέτωπο προς την παράλια ζώνη ανατολικά της πόλης.
Ο μεγάλος προβολικός βορειοδυτικός προμαχώνας (bastione), κτίστηκε επέκεινα των βυζαντινών τειχών, στο άκρο πιθανού παλαιού βυζαντινού αμυντικού προβόλου, σε σχήμα εξέχοντος τραπεζίου, με αποτετμημένες γωνίες (πεντάπλευρος).
Και ο προμαχώνας αυτός κτίστηκε επίσης με την ίδια τυπική νεωτερική τεχνική αμυντικής δόμησης. Στην στέψη του, υπάρχουν επτά περιμετρικές κανονιοθυρίδες. To ευρύ δραστικό μέτωπο του, έλεγχε, δυτικά την μικρή χερσόνησο της Αγίας Παρασκευής, τον μυχό του Λιμενίου, τον δρόμο της Λευκάδας, την πεδιάδα και τις προσβάσεις προς τα νοτιοανατολικά.
Στον λαιμό της ένωσης του προμαχώνα και στoν δυτικό του ώμο (spala) ανοίχτηκε μια νέα, τυπικά βενετσιάνικη, πύλη, η Porta del’ Μare, στην οποία οδηγούσε ανηφορικός δρόμος από το λιμάνι της πόλης, βόρεια της πόλης. Μπροστά στην νέα πύλη σχηματίστηκε μικρή πλατεία, ελεγχόμενη με ελαφρά πυρά, την πλάγια κανονιοθυρίδα του προμαχώνα και δεξιά από ημικυκλική σκοπιά (guardiola).
Στην περίοδο της Βενετοκρατίας, πρέπει να αναχθεί πιθανότατα και η δημιουργία του εσωτερικού οχυρού επιπρομαχώνα – πυροβολείου (cavalier), στην κορυφή του κάστρου, που περιέλαβε την λατινική εκκλησία της Παναγίας ή της Αγίας Ιουστίνας.Αργότερα ο ναός και το οχύρωμα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως οχυρό τουρκικό διοικητήριο και σεράι, από τον Αλή – πασά των Ιωαννίνων (1798-1820), χρήση που πιθανώς συνεχίστηκε και αργότερα, ακόμη και μετά την απελευθέρωση του κάστρου το 1829.
Για την εξυπηρέτηση των νέων προμαχώνων του κάστρου, κτίστηκαν, και οι ανάλογες εγκαταστάσεις υποδομής. Για την εξυπηρέτηση του νοτιοανατολικού προμαχώνα, κτίστηκε το συγκρότημα των κτηρίων μεταξύ του προμαχώνα και της εσωτερικής πύλης, εσωτερικά και εφαπτόμενο του παλιού βυζαντινού διατειχίσματος. Για την εξυπηρέτηση του βορειοδυτικού προμαχώνα, οι οικείες εγκαταστάσεις κτίστηκαν στην απυρόβλητη σχετικά θέση του παλιού μεσοβυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας. Ο ίδιος ο ναός, περιβλήθηκε με εξωτερικό τετραγωνισμένο μανδύα ικανού πάχους και μετατράπηκε σε πυριτιδαποθήκη.
Ελάχιστα ίχνη άλλων νεωτερικών εσωτερικών υποδομών σώζονται, παρόλο που στα γνωστά σχέδια του κάστρου από τον 18ο αιώνα ο χώρος φαίνεται σχεδόν πλήρως οικοδομημένος. Σήμερα δε σώζεται σχεδόν τίποτε, εκτός από το επίμηκες τετραμερές κτήριο – πιθανώς της πρώτης τουρκοκρατίας, στην βορειοδυτική πλευρά της πάνω ακρόπολης (σημ. αναψυκτήριο), τα ίχνη του φυλακίου της κεντρικής πύλης και έναμονόχωρο κτίσμα στην κάτω ακρόπολη.
Σε μεταγενέστερη νεώτερη φάση, μπορεί να αναχθεί η ανέγερση ενός ενδιαμέσου προτειχίσματος μεταξύ του εξωτερικού περιβόλου και του αρχικού διατειχίσματος της ακρόπολης. Έτσι η αρχική κάτω ακρόπολη, χωρίζεται σε δύο παράλληλα τμήματα. Το προτείχισμα αυτό, με τους δύο χαρακτηριστικούς μεγάλους ακανόνιστους εγχόρηγους αργολιθικούς ημικυκλικούς πύργους, και τις ενδιάμεσες επάλξεις, ενίσχυσε την αμυντική λειτουργία του νότιου τμήματος του κάστρου.
Το ανακαινισμένο δίπατο κτήριο στην πάνω ακρόπολη, είναι μάλλον έργο των αρχών του 19ου αιώνα. Πιθανότατα ταυτίζεται με το σπίτι της μικρής φρουράς του Αλή Πασά, σύμφωνα με την μαρτυρία του Leake.Μια άλλη πιθανότητα είναι να κτίστηκε από τον Ι. Καποδίστρια και να χρησίμευσε ως διοικητήριο στην περίοδο της απελευθέρωσης.
Χρονολόγηση
Ένα βασικό πρόβλημα αποτελεί η χρονολόγηση των νεώτερων αυτών επεμβάσεων. Αυτό το πρόβλημα προέκυψε από το γεγονός ότι οι οθωμανικές και βενετικές οχυρώσειςστην ευρύτερη περιοχή παρουσιάζουν έντονη ομοιότητα, οι οχυρώσεις τους εξυπηρετούσαν παράλληλες στρατηγικές επιλογές, οι αρχιτέκτονες και τα συνεργεία άλλαζαν συχνά χρηματοδότες και πελάτες και η κάθε πλευρά προσπαθούσε να οικειοποιηθεί τα επιτεύγματα του αντιπάλου.
Χρονικά περιοριζόμαστε στην περίοδο 1479-1715, στην οποία φαίνεται ότι συντελέστηκε η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμού του κάστρου. Η απουσία στοιχείων οθωμανικής αρχιτεκτονικής μας οδηγούν στην περίοδο της έντονης οχυρωματικής δραστηριότητας της Βενετίας στα Ιόνια Νησιά και τις δυτικές ακτές της Βαλκανικής, υπό την ηγεσία του δυναμικού Fransisco Morosini και του κόμητα fon Schulenburg (1684-1715), ενώ το νεώτερο διατείχισμα είναι μάλλον οθωμανικό (1715-1717).
Συμπεράσματα
Οι πολυποίκιλες ιστορικές αλλαγές και οι μεταβολές των ιστορικών εποχών βρήκαν την Βόνιτσα, πάντα στο επίκεντρο των γεγονότων. Οι πολυποίκιλες ιστορικές αλλαγές, οι μεταβολές των ιστορικών εποχών βρήκαν την Βόνιτσα, πάντα στο επίκεντρο των γεγονότων. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια και τον όψιμο μεσαίωνα, το κάστρο της, έτσι και στην νεώτερη εποχή αποτέλεσε την “καρδιά” της περιοχής, σε κάθε ιστορική συγκυρία, για περίπου χίλια χρόνια.
Η εξέταση των γεωγραφικών, τοπογραφικών, ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών δεδομένων της βυζαντινής πόλης – κάστρου, της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι αυτή αποτέλεσε το επίκεντρο της Ακαρνανίας και ένα ζωντανό και πρωτεύον ζωτικό κέντρο της βόρειας Ακαρνανίας αλλά και του ευρύτερου χώρου του Αμβρακικού κόλπου, στα βυζαντινά χρόνια αλλά και στα νεώτερα χρόνια.
Η διατήρηση μέχρι τις μέρες μας, ενός πλούσιου, υλικού και αύλου, πολιτιστικού αποθέματος και κυρίως μιας διατηρούμενης ακμαίας πολυποίκιλης πολιτιστικής κληρονομιάς της νεώτερης περιόδου, κυρίως μνημειακής τόσο στην πόλη όσο και στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούν προφανώς ένα σημαντικότατο απόθεμα αλλά και υποθήκη για μια αναπτυξιακή πορεία προς το μέλλον. Το κάστρο αποτελεί την κορωνίδα όλων. Έτσι η περαιτέρω προστασία, ανάδειξη και προβολή του, είναι πλέον μια απαραίτητη ανάγκη.
Ο Νικόλαος Καπώνης ερευνητής αφοσιωμένος στο καθήκον του. Έχει πραγματοποιήσει τεράστιο ερευνητικό έργο για τα μεσαιωνικά χρόνια στην Αιτωλοακαρνανία και έχει λάβει μέρος σε πολλές εκσκαφές και αποκαταστάσεις μνημείων όπως αυτή του Βυζαντινού Ναού του Παντοκράτορα στο Μοναστηράκι Ξηρομέρου.
Η ακόλουθη εργασία του αποτελεί επιστημονική εισήγησή του, που παρουσιάστηκε σε ημερίδα για το κάστρο της Βόνιτσας στις 7 Μαρτίου 2010. Τη δημοσιεύουμε με χαρά και τον ευχαριστούμε που μας την παραχώρησε.
katounanews