“το Βραχώρι εκάη” ΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙ [/ ΑΓΡΙΝΙΟΝ] ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Γράφει ο Ιωάννης Γ. Νεραντζής, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Πάρεδρος ε.θ. Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων ΑιτωλοΑκαρνανίας
Στα τέλη του 17ου αιώνα σημειώνονται μεταβολές στη συγκρότηση της κεντρικής διοίκησης του Σαντζακίου του Κάρλελι.(1). Μεταφέρεται η πρωτεύουσα αυτού από το Αγγελόκαστρο στο Βραχώρι (Αγρίνιο), που σημειωτέον ήταν από τα μέσα του 16ου αιώνα πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά.(2). Και το πιθανότερο τότε υπάγεται στην κατηγορία των σαντζακίων των παραχωρουμένων ως χάς πασά. [(για παράδειγμα: το 1732 ο πασά βεζίρης διοικητής του σαντζακίου της Ναυπάκτου Χατζή Μεχμέτ εκμεταλλευόταν τις προσόδους (= χάς) του σαντζακίου του Κάρλελι, «εν είδει σιτηρεσίου».(3). Το 1733 το Κάρλελι ενέμετο, ως χάς πασά, ο πασάς του σαντζακίου Ευρίπου, ή ως χάς προσώπου της Αυλής του Σουλτάνου με διοικητή κάποιον εκπρόσωπο αυτών, μουτεσελλίμην, γιαυτό και ονομάζονταν και ‘‘μουτεσελλιμλίκιον του Κάρλελι’’.(4). Εξακολούθησε δε να διοικείται από μουτεσελλίμη μέχρι την Επανάσταση του 1821.(5).
Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ‘‘Σαντζακίου του Κάρλελι’’ στο Βραχώρι υπαγορεύθηκε αφενός μεν από την επελθούσα καταστροφή του Αγγελοκάστρου, στη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου στα έτη 1684-1699, (ενώ το Βραχώρι, κατά τον Κ. Σάθα, δεν καταλήφθηκε υπό των Βενετών), αφ’ ετέρου δε από την ακμή του Βραχωριού στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα.(6).
Το Βραχώρι, το 1668, όταν πέρασε από εκεί ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, είχε τριακόσια σπίτια, όπου κατοικούσαν πλούσιοι και επίσημοι Οθωμανοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τά κτήματα τής γύρω από αυτό εύφορης πεδιάδας.(7).
Επόμενο ήταν, είτε κατά την διάρκεια του προαναφερθέντος Βενετοτουρκικού πολέμου, είτε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς (1699), να προτιμηθεί το Βραχώρι ως πρωτεύουσα του σαντζακίου του Κάρλελι.
Ως εκ τούτου, η Επανάσταση στο Βραχώρι (Αγρίνιο), το 1821, άργησε να εκδηλωθεί.(8). Τούτο, επαναλαμβάνουμε, οφείλεται στο ότι το Βραχώρι ήταν η έδρα ισχυρών Τουρκικών στρατευμάτων και το Τούρκικο στρατιωτικό κέντρο της “Δυτικής Χέρσου Ελλάδος”.(9). Ακόμη στο Βραχώρι (Αγρίνιο) ήσαν συγκεντρωμένοι πολλοί αξιωματούχοι Τούρκοι, επειδή ήταν και το διοικητικό κέντρο της περιοχής.(10). Το Βραχώρι (Αγρίνιο), λοιπόν, ήταν για τη δυτική Ελλάδα, ό,τι η Τριπολιτσά για την Πελοπόννησο.(11).
Τόσον ο Διονύσιος Κόκκινος,(12), όσον και η Ιωάννα Διαμαντούρου (13), αντλώντας από τον Ιωάννη Φιλήμωνα (14), γράφουν ότι στο Βραχώρι, κάθε διώροφη ή τριώροφη τουρκική οικοδομή, ήταν τριγυρισμένη με διπλό και τριπλό καμμιά φορά τείχισμα και αυλόθυρες σε πολλές μεριές -μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ελλάδα - πράγμα που δηλώνει την άγρια τυραννία των Τούρκων και την τραγική θέση των Χριστιανικών οικογενειών, που ήσαν υπερδιπλάσιες των Τουρκικών.(15).
Η τυραννία έγινε αβάσταχτη ιδίως τις παραμονές της Επανάστασης, όταν στρατιωτικός διοικητής του Βραχωρίου ήταν ο Τουρκαλβανός Νούρκας Σέρβανης και πολιτικός διοικητής ο Αλάμπεης (Αλή-Μπέης).
Όμως, μετά τα πρώτα επαναστατικά κρούσματα στην Αιτωλοακαρνανία, οι Τούρκοι άρχισαν ν’ ανησυχούν και ο φόβος τους μεγάλωσε, όταν στην πόλη άρχισαν να μαζεύονται και οι ομόθρησκοί τους της υπαίθρου.
Η δύναμη της φρουράς της πόλης που αποτελούνταν από ντόπιους Τούρκους και από Αλβανούς ενισχύθηκε με τις τουρκικές φρουρές του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, του Γαλατά, και του Μποχωριού, που είχαν καταφύγει εκεί, καθώς και με τις φρουρές των Κραβάρων και του Απόκουρου, τις οποίες ο Σέρβανης είχε ανακαλέσει στο Βραχώρι.
Εκ παραλλήλου, ο Σέρβανης προσπάθησε να παγιδεύσει και τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο, τον οποίον κάλεσε με πολύ φιλικό τρόπο να τον επισκεφτεί στο Βραχώρι. Ο Βλαχόπουλος αποποιήθηκε την πρόσκληση. Ήρθε μάλιστα σε συννενόηση με τον Μακρή, τον Ραζηκότσικα και άλλους Οπλαρχηγούς της περιοχής, και αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του Βραχωριού. Κάλεσαν και τον Κώστα Σιαδήμα, που ήταν με το τμήμα του στην πολιορκία της Ναυπάκτου να επιστρέψει. Πράγματι, ο Σιαδήμας με 500 άνδρες γύρισε, και μεταξύ 27 και 28 Μαϊου, στρατοπέδευσε στο Ντογρί Τριχωνίδος. Μαζί του ενώθηκαν και 200 άνδρες του Γρίβα, που έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή.
Οι Οπλαρχηγοί αποφάσισαν να επιτεθούν κατά της πόλης στις 28 Μαϊου, την ημέρα που οι Μωαμεθανοί γιόρταζαν το Ραμαζάνι.
Στις 27 Μαϊου, ο Μακρής και ο Ραζηκότσικας με 700 άνδρες έπιασαν τα πετροκάμαρα "Γεφύρια τού Αλάμπεη", στον βαλτότοπο ανάμεσα από τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία, ώστε να είναι διαβατός ο δρόμος από το βαθύπεδο τών λιμνών όπου το Βραχώρι προς την παράλια Αιτωλία όπου το Μεσολόγγι.
Στις 26 με 27 Μαϊου, (ή κατά τον Θεόδωρο Χαβέλα στις 19 Μαϊου, ημέρα της Πεντηκοστής του Πάσχα), οι επαναστατικές δυνάμεις της Αιτωλίας και Ακαρνανίας καταλάβανε θέσεις γύρω από το Βραχώρι για να το εκπολιορκήσουν.(16).
Το βράδυ της 28ης Μαϊου 1821 ο κλοιός γύρω από το Βραχώρι είχε ολοκληρωθεί και τα χαράματα της ίδιας νύχτας (28-5-1821) άρχισε γενική επίθεση απ’ όλες τις μεριές, πρώτα προς τις απόκεντρες συνοικίες της πόλης.
Ο Βλαχόπουλος με πεντακόσιους άνδρες, μεταξύ των οποίων ήσαν και αρκετοί άνδρες του Τσόγκα, επετέθησαν από την επάνω πλευρά κατά της πόλης. Μετά την εκδήλωση της επίθεσης ενώθηκαν με τους ΄Ελληνες και αρκετοί κάτοικοι της πόλης, με επικεφαλής τον Γεώργιο Στάϊκο, καθώς και αρκετοί κάτοικοι της γύρω περιοχής, οι οποίοι όντας βέβαιοι για τη νίκη των Ελλήνων, προσδοκούσαν να αποκομίσουν πλούσια λάφυρα από τα Τουρκικά και Εβραϊκά πλουσιόσπιτα.
Οι πρώτοι ένοπλοι Έλληνες, που πατήσανε στην πόλη, υπό την αρχηγία του Κώστα Σιαδήμα και του Γρίβα, βάλανε φωτιά στα πρώτα σπίτια.
Και οι εντός της πόλης Βραχωρίτες όμως περιμένανε την επίθεση. Γιαυτό, μόλις άρχισε, βάλανε μόνοι τους φωτιά στα σπίτια τους, για να επιτείνουν τον πανικό στους Τούρκους.(18). Η έφοδος μερικώς μόνον αιφνιδίασε τους Τούρκους, που πιστεύανε ότι οι Αιτωλοακαρνάνες δεν θα αποτολμούσαν επίθεση εναντίον της πανίσχυρης στρατιωτικής έδρας τους στο Βραχώρι. Αν και γιορτάζανε το «Ραμαζάνι» τους εκείνη την ημέρα, ήσαν σε επιφυλακή και μόλις ακούσανε τους πυροβολισμούς των Ελλήνων σπεύσανε στα «ενδότερα» της πόλης και οχυρώθηκαν στα κεντρικά σπίτια, απ’ όπου άρχισαν να αμύνονται με γενναιότητα.(17).
Όμως, βλέποντας ότι ο κλοιός γύρω τους στένευε συνεχώς ζήτησαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες. Το αίτημά τους έγινε δεκτό. Όμως ο Μπέης που έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους, αντί να συζητήσει τους όρους παράδοσής τους, που θα έβγαζαν τους Τούρκους από το αδιέξοδο, τους διαβίβασε τη “μεγαλόψυχη” προσφορά τού δερβέναγα, πως αν έλυναν την πολιορκία και έφευγαν δεν θα τους πείραζε κανείς. Φαίνεται πως οι Τουρκοι και οι Αλβανοί, παρά τη δύσκολη θέση στην οποίαν είχαν περιέλθει, ήλπιζαν πως γρήγορα θα τους έρχονταν βοήθεια από την ΄Αρτα και τα Ιωάννινα. Φυσικά αυτή η πρόταση του Τούρκου Μπέη δεν συζητιόταν διόλου. Οι Έλληνες παρήγγειλαν με τον Μπέη στον Αλβανό Νούρκα Σέρβανη πως, αν ο ίδιος με τους Αλβανούς ήθελαν να φύγουν, θα τους άφηναν τα όπλα τους, και τους εγγυόνταν τήν ασφάλειά τους μέχρι να περάσουν το Μακρυνόρος, και πως αυτοί ήρθαν στο Βραχώρι να διώξουν τους Τούρκους.
Οι επιθέσεις των Ελλήνων πολιορκητών επαναλήφθηκαν με μεγαλύτερη ένταση, γιατί στις 30 Μαϊου ήρθαν νέες ενισχύσεις με τον Γιώτη Βαρνακιώτη, αδερφό του Γιώργη, και στις 3 Ιουνίου κατέφθασε και ο ίδιος ο Γεώργιος Βαρνακιώτης με πολλούς Ξηρομερίτες, που ανέβασαν τον συνολικό αριθμό των Ελλήνων στις 4.000.
Ενεκά αυτής της άφιξης και νέων ελληνικών δυνάμεων οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί βρίσκονταν σε δύσκολη θέση: Τα τρόφιμά τους και τα πολεμοφόδειά τους άρχισαν να σπανίζουν. Πολλές αποθήκες τους είχαν περιέλθει στην κατοχή των Ελλήνων. Η δύναμη των 1.800 ανδρών που είχε στείλει ο Χουρσίτ με τον Ισμαήλ Πλιάσα, δεν κατόρθωσε να περάσει το Μακρυνόρος, γιατί τους έφραξε τον δρόμο ο Ανδρέας ΄Ισκος.
Η δύσκολη κατάσταση στην οποίαν είχαν περιέλθει οι πολιορκούμενοι όξυνε τις αντιθέσεις και τις διχόνοιες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών. Ο Νούρκα Σέρβανης αποφάσισε να έρθει σε ξεχωριστή συμφωνία με τους ΄Ελληνες, και γι’ αυτόν τον σκοπό εκμεταλλεύτηκε τη φιλία του με τον Βλαχόπουλο. Συμφωνήθηκε να επιτραπεί στους Αλβανούς να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους τα ατομικά τους είδη, και οι ΄Ελληνες τούς εγγυόνταν να φθάσουν και να περάσουν το Μακρυνόρος ασφαλείς. Ο Σέρβανης μάλιστα προσφέρθηκε να αφήσει τον γιό του όμηρο στα χέρια των Ελλήνων, ως εγγύηση ότι θα τηρούσε τη συμφωνία. Αυτή η απόχώρηση των Αλβανώς ευνόητον ότι θα αδυνάτιζε την άμυνα των πολιορκημένων και το ηθικό τους. Οι Αλβανοί όμως δεν τήρησαν τη συμφωνία. Εξανάγκασαν τους Τούρκους και τους Εβραίους του Βραχωριού να τους δώσουν ό,τι πολύτιμο θησαυρό είχαν και έφυγαν κρυφά τη νύχτα με κατεύθυνση το Καρπενήσι. Οι έλληνες Οπλαρχηγοί, κατά μια εκδοχή, πληροφορημένοι από τους Τούρκους Μπέηδες για τη φυγή των Αλβανών, ειδοποίησαν έγκαιρα τον Κώστα Γιολδάση και τ’ αδέρφια του για το δρομολόγιο των Αλβανών. Οι Γιολδασαίοι τους έστησαν ενέδρα και τους αποδεκάτισαν. ΄Επιασαν αιχμάλωτον και τον ίδιον τον Νούρκα Σέρβανη, τον οποίον αργότερα αντάλλαξαν με αιχμάλωτα μέλη της οικογένειάς τους. Παραμένει όμως ακόμα άγνωστος ο τόπος που έκρυψε αυτούς τους θησαυρούς.
Και ενώ οι Τούρκοι περιέρχονταν σε όλο και πιο δεινή θέση, εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδείων, οι ΄Ελληνες κάλυψαν, ως ένα μεγάλο βαθμό, τις ανάγκες τους σε πολεμικό υλικό, αγοράζοντας από τον άγγλο πλοίαρχο ΄Αντερσον ένα φορτίο πολεμοφόδεια, μαζί και ένα μικρό κανόνι. Ο άγγλος πλοίαρχος, καλυπτόμενος από την αγγλική “ουδετερότητα”, έκανε εμπόριο πολεμικού υλικού. Όταν το πλοίο βρισκόταν στα ανοιχτά του Μεσολογγίου, ο ΄Αντερσον πληροφορήθηκε τα γεγονότα του Βραχωριού (Αγρινίου). Ξεφόρτωσε το πολεμικό υλικό στο Μεσολόγγι, το μετέφερε στο Βραχώρι (Αγρίνιο), όπου και το πούλησε στους ΄Ελληνες.
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι που δεν περίμεναν πλέον καμμία βοήθεια, μη έχοντας άλλη διέξοδο ήρθαν σε συμφωνία με τους ΄Ελληνες να παραδοθούν, υπό τον όρο να γίνει σεβαστή η ζωή και η τιμή τους. Η συμφωνία τηρήθηκε: οι έγκλειστοι στο Βραχώρι Τούρκοι, με τον Δερβέν αγά Ταχήρ Παπούλια, που δεν ήταν Αλβανός, υπογράψανε συμφωνία με τον στρατηγό Γ. Βαρνακιώτη, που υποχρέωνε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε όπου θέλουν.
Έτσι, στις 11 Ιουνίου 1821, έπεσε το Βραχώρι (Αγρίνιο), που ήταν το προπύργιο των Τούρκων στη Δυτική Ελλάδα.
«Και ούτως εκυριεύθη το περίφημο Βραχώρι, η πρωτεύουσα της ηγεμονίας της υπό των Οθωμανών ονομαζομένης Κάρλελη», γράφει ο αγωνιστής Λάμπρος Κουτσονίκας στα Απομνημονεύματά του.(20).
Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε την πολιορκία του Βραχωρίου με το εξής δημοτικό τραγούδι, που το έχει καταχωρημένο ο Πετρώφ στη συλλογή του.(21).
Σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά, /
σ’ όλον τον κόσμο ήλιος, /
και στο Ζαπαντο-Βράχωρο /
όλο καπνός κι αντάρα. /
Καπιταναίοι τόκαψαν /
καπιταναίοι το καίνε. /
Μετά την επιτυχή –στην πρώτη της φάση– έκβαση της Επανάστασης στην Αιτωλία και Ακαρνανία και την εκδίωξη των Τούρκων από το Βραχώρι, προέκυψε θέμα διοικητικής οργάνωσης της ελεύθερης πια περιοχής και εκλογής Τοπικής Αρχής.(22).
Όμως το θέμα, που αφορά στον Οργανισμό της Διοίκησης Δυτικής Ελλάδας, οι ιστορικοί σκόπιμα το αφήνουν αδιευκρίνιστο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι πρώτος αντιλήφθηκε την ανάγκη του ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος.(23).
Αυτό είναι λάθος. Γιατί ο στρατηγός Γεώργιος Βαρνακιώτης, αμέσως μετά την κατάληψη του Βραχωριού, «συνεκάλεσε τους προκριτοτέρους άνδρας της Δυτικής Ελλάδος εν Αγρινίω και συνεκρότησε εκεί μυστικήν σύνοδον προς αποκατάστασιν προσωρινής τοπικής διοικήσεως, ήτις και ωνομάσθη Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος».(24). Το γεγονός αναφέρεται και σε έγγραφο του Αγώνα, που δημοσιεύεται από τον Ν. Φυσεντζίδη, που γράφει ότι «αμέσως ο καπετάν Γεωργάκης εσύστησε Γερουσία από τους παλιούς προεστώτας των επαρχιών και επάρχους εις τας επαρχίας».(25). Έδρα της Γερουσίας ορίσθηκε το Βραχώρι.
Ο Μαυροκορδάτος όμως, που είχε φθάσει στο Μεσολόγγι στις 21 Ιουλίου 1821, κατάλαβε ότι για να προγματοποιήσει τα πολιτικά του σχέδια και να αναλάβει την απόλυτη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της “Δυτικής Χέρσου Ελλάδος”, έπρεπε να υπερσκελίσει την ιδρυθείσα υπό του Γ. Βαρνακιώτη «Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος», ώστε να φαίνεται ότι η πολιτική της οργάνωση ανήκει σ’ αυτόν ευθύς εξαρχής. Και φυσικά ο μόνος τρόπος που μπορούσε να το πετύχει ήταν να συγκαλέσει Συνέλευση στο Μεσολόγγι με πρόσωπα κατάλληλα και έμπιστά του, αφού ήδη προηγουμένως «παρέλυσε το καλώς υπό του Βαρνακιώτου διοργανισθέν Ελληνικόν σύστημα».(26).
Η εντολή όμως έπρεπε να δοθεί «άνωθεν», δηλαδή από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Εξέθεσε στον Υψηλάντη τις σκέψεις του για την (δήθεν) ανάγκη της διοικητικής οργανώσεως των επαρχιών της Δυτικής Ελλάδος υπό ενιαίαν αρχήν με έδρα το Μεσολόγγι.(27). Ο δε Υψηλάντης ανέθεσε στον Αλ Μαυροκορδάτο την πολιτική οργάνωση ολοκλήρου της Στερεάς με τον τίτλον του πληρεξουσίου του.(28).
Ο Μαυροκορδάτος άρχισε, από του δευτέρου δεκαημέρου του Σεπτεμβρίου, τις ενέργειές του στο Μεσολόγγι και το Βραχώρι.(29) Ύστερα από αλλεπάλληλες επαφές, έστειλε στους προκρίτους επιστολές, όπου και καθοριζόταν η επίσημη έναρξη της Συνέλευσης της Δυτικής Ελλάδος την 1ηΟκτωβρίου 1821 στο Βραχώρι, την επί τουρκοκρατίας πρωτεύουσα του νομού.(30). Η συνέλευση όμως αυτή δεν έγινε, γιατί δεν εξασφαλίστηκε η συμμετοχή του στρατηγού Γ. Βαρνακιώτη, που ήταν απαραίτητη.
Ο Μαυροκορδάτος όμως, μετά από αλλεπάλληλες ενέργειες, πέτυχε να γίνει συνάντησή του με το Γ. Βαρνακιώτη και συμφώνησαν να γίνει η Συνέλευση στο Μεσολόγγι, στις 4 Νοεμβρίου 1821, που της δόθηκε η ονομασία «Συνέλευσις της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» και κράτησε έξι (6) μέρες. Η Συνέλευση εξέλεξε πρόεδρο τον Αλ. Μαυροκορδάτο, ίδρυσε δεκαμελή τοπική Διοίκηση, που πήρε την ονομασία «Γερουσία» με έδρα το Μεσολόγγι και ψήφισε το «πρώτο Ελληνικό Πολίτευμα», αν μπορεί να το αποκαλέσει έτσι κανένας.(31).
Στο τέλος Νοεμβρίου 1821, έδρα της «Γερουσίας» ξανάγινε το Βραχώρι, επειδή κρίθηκε η θέση καταλληλότερη για το συντονισμό των ενεργειών της.(32). «Εδώ πλέον ο ομφαλός του Ρωμέϊκου, ήτοι της Δυτικής Στερεάς, έβλεπες κάποιον ίσκιον πολιτικής αρχής», γράφει ο Κασομούλης (33), που είχε έρθει στο Βραχώρι το καλοκαίρι του 1822.
Στο Βραχώρι, ο Αρχιγραμματέας της «Γερουσίας» εξέδιδε χειρόγραφη εφημερίδα με τίτλο ΑΧΕΛΩΟΣ. Σώζεται το φύλλο της 24/2/1822.(34).
Το Σύνταγμα που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου την 1ην Ιανουαρίου 1822, διατήρησε τη «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδαος».(35). Το Βραχώρι εξακολούθησε να είναι έδρα της «Γερουσίας» μέχρι τής πυρπολήσεως αυτού κατά τα τέλη Αυγούστου 1822, ή το πιθανότερον κατά το δεύτερον δεκαπενθήμερον του Σεπτεμβρίου ή και λίγες μέρες αργότερα. Την πόλη τους, το Βραχώρι, το έκαψαν οι ΄Ελληνες κάτοικοι αυτής για να μη βρουν τίποτε οι κατερχόμενοι στο Μεσολόγγι Ομέρ Βρυώνης και Κιουταχής.(36). Οπότε μετά η έδρα της ‘Γερουσίας’ μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι.(37).
Η ‘‘Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους’’, με ψηφίσματά της στις 30 Μαρτίου 1823 κατάργησε τη ‘‘Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος’’.(38).
Ότι το Βραχώρι παρέμεινε η έδρα της Γερουσίας μέχρι της πυρπολήσεώς του – κατά την έρευνά μου μάλλον τον Οκτώβριο του 1822 –, προκύπτει από πολλές πηγές.(39). Κατ’ αρχήν από το φύλλο που σώζεται, της εφημερίδας «Αχελώος» της 24/2/1822. Επίσης αναφέρεται από τον Σπηλιάδη σταΑπομνημονεύματά του (τ. Α΄, 356) που αναφέρει εγκύκλιο της Γερουσίας από το Βραχώρι της 23/2/1822. Και ο Κάρπος Παπαδόπουλος στα δικά του Απομνημονεύματα αγωνιστών τού ’21, («έκδοση Τσουκαλά», τόμος 13ος, σ. 168-169), αναφέρει τα από 22 και 27 Μαρτίου 1822 ψηφίσματα της Γερουσίας στο Βραχώρι. Τέλος και ο Ιωάννης Φιλήμων στο Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως (τ. Δ΄, 507-508) αναφέρει ψήφισμα της Γερουσίας στο Βραχώρι της 12/3/1822.
Ας δούμε όμως και τη στάση την οποίαν επέδειξαν οι Βραχωρίτες και στις αποφράδες ημέρες του Αγώνα, κατά το 1822, που η Επανάσταση κινδύνεψε σοβαρά από την εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή στη Δυτική Ελλάδα. Πρώτα, όμως, ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στη στρατηγική γεωπολιτική θέση του Βραχωριού (Αγρινίου), πράγμα που θα μας βοηθήσει και στην καλύτερη κατανόηση των όσων γεγονότων ακολουθούν.
Το Βραχώρι (Αγρίνιο) δεσπόζει του ενός από τους δύο δρόμους που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, για να εισβάλουν από τα βορειοδυτικά στη κεντρική και στη νότια Ελλάδα. Αυτός ο δρόμος, με βάση ανεφοδιασμού και αρχικό ορμητήριο τα Ιωάννινα, με δεύτερο σημαντικό σταθμό την Άρτα, περνούσε μέσα από τα περίφημα στενά του Μακρυνόρους, φυσικά οχυρά για τον αγωνιζόμενο, και προχωρούσε προς το Βραχώρι, συνεχίζοντας προς Μεσολόγγι και Ναύπακτο.(40).
Αυτόν ακριβώς το δρόμο διάλεξαν οι Τούρκοι στρατηγοί Ομέρ Βρυώνης και Κιουταχής, για να προελάσουν από την Άρτα προς την Νότια Ελλάδα και να καταπνίξουν την Επανάσταση, μετά την τουρκική νίκη στο Πέτα (4-7-1822).
Όμως ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής δεν επωφελήθηκαν από την καταστροφή των Ελλήνων στο Πέτα, και από τον πανικό των ελληνικών στρατευμάτων και πληθυσμών, ώστε να προελάσουν αμέσως προς το εσωτερικό. Και μόνο στις αρχές Αυγούστου του 1822 κινήθηκαν και μάλιστα αργά.
Δεν επωφελήθηκαν όμως και οι Έλληνες της Αιτωλίας και Ακαρνανίας από την Τουρκική αργοπορία, ώστε να οργανωθούν και να τους αποκρούσουν στα φυσικά οχυρά του Μακρυνόρους. Οι οπλαρχηγοί της Αιτωλο-Ακαρνανίας, αντί να ενωθούν και να αντιμετωπίσουν ενωμένοι την επερχόμενη λαίλαπα των Τούρκων, μάχονταν αναμεταξύ τους για τα αρματολίκια και τη μοιρασιά των εθνικών προσόδων. «Όλη εκείνη η περιφέρεια είχε παραδοθεί στη λεηλασία. Την λεηλατούσαν οι Αρβανίτες, οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Ο λαός της Ακαρνανίας, κουρασμένος και αηδιασμένος, έκαιγε κι αυτός ό,τι έμενε και τράβαγε για τον Κάλαμο [τη νησίδα του Ιονίου]».(41). Αλλά και στην Αιτωλία, «όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει στα χωριά τους τα έκαιαν και έφευγαν».(42). Ο λαός, λοιπόν, της Αιτωλο-Ακαρνανίας στο σύνολό του, εκτός από τις προδοτικές εξαιρέσεις, έμεινε πιστός στην υπόθεση της δίκαιης επανάστασής του, γιαυτό και «ο Τουρκικός στρατός επροχώρησε προς τα κάτω διαβαίνων διά μέσου τόπων φλεγομένων, χωρίων κατεστραμμένων και με κενάς τας αποθήκας».(43).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης αυτής ήταν και το κάψιμο του Βραχωριού (Αγρινίου) από τους ίδιους τους Βραχωρίτες αυθόρμητα και ομόφωνα «ότε η απόφασις –της Γερουσίας- εγένετο περί αποτεφρώσεως της πόλεως».(44). Συγκεκριμένα, η Γερουσία «υποπτευθείσα την εις Βραχώριον εισβολήν των Τούρκων, καλέσασα τους προκριτοτέρους του τόπου συνήλθεν εν κοινώ συμβουλίω και άπαντες οι πρόκριτοι από κοινού έγνωσαν να πυρπολήσωσι την πόλιν».(45).
Ο Διον. Κόκκινος, που υπερτονίζει τη δραστηριότητα και το ρόλο του Μαυροκορδάτου στα σχετικά γεγονότα, γράφει ότι ο Μαυροκορδάτος πραγματοποίησε κατά την κρίσιμη εκείνη ώρα το αρχικό του σχέδιο περί της δηώσεως και της ερημώσεως της εγκαταλειπομένης χώρας, ώστε να καταστεί δύσκολος ο δρόμος του εχθρού.(46). Το σχέδιό του αυτό ήδη το είχε εκθέσει με επιστολή του, στις 13 Αυγούστου 1822, στον Γ. Βαρνακιώτη, λέγοντάς του «περί του τρόπου της αμύνης και της επιθέσεως κατά του εχθρού, κατά την κάθοδόν του δια μέσου της χώρας. Επρότεινε να πυρπολυθούν τα πεδινά μέρη, όλα τα κέντρα, από τα οποία θα διήρχετο ο εχθρικός στρατός, και αυτό ακόμη το Βραχώρι».(47).
Μετά την πυρπόληση της πόλης του Βραχωριού, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος γράφει, την 1ηνΟκτωβρίου 1822, προς τον Αντιπρόεδρον του Εκτελεστικού: «Το Βραχώρι εκάη, ομοίως και όλα τα χωρία και μαγαζιά τα ευρισκόμενα εις τον κάμπον κατά παραγγελίαν μου».(48).
Πρέπει δε να είχε προηγηθεί και συζήτηση περί του στρατηγήματος «της καμμένης γης» μεταξύ Μαυροκορδάτου και Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας και πρώην Άρτης Ιγνατίου, όπως φαίνεται από επιστολή του τελευταίου προς τους Γ. Βαρνακιώτη και Ανδρέα Καραΐσκο, την 30ην Οκτωβρίου 1822, από Πίζα Ιταλίας, μη γνωρίζοντας βέβαια ότι η πυρπόληση του Βραχωρίου είχε ήδη συντελεστεί: «Το πρόβλημά (= πρόταση) μου δια να γενή σκορποχώρι εις την ανάγκην, όσον δύσκολον και αν είναι, σας βεβαιώνω ότι είναι το μόνον σωτήριον… Οι Ρώσοι εσώθηκαν, διότι έκαυσαν την Μόσχαν…».(49).
Η απόφαση όμως περί πυρπολήσεως τού Βραχωριού πάρθηκε συλλογικά από τη Γερουσία και υλοποιήθηκε από τους ίδιους τους Βραχωρίτες, που χωρίς διαμαρτυρία δέχθηκαν την απόφαση να κάψουν τα σπίτια τους και τα έκαψαν μόνοι τους.
Έτσι, γύρω στα τέλη Αυγούστου (50) με αρχές Σεπτεμβρίου, του 1822 – προτείνονται και ημερομηνίες χρονικού ανύσματος που φτάνει ως στις τριάντα Οκτωβρίου του 1822 – κι αφού πια οι Τουρκικές δυνάμεις του Κιουταχή είχαν φθάσει στην Αμφιλοχία, οι Βραχωρίτες «αυθόρμητοι κατέκαυσαν τας οικίας και περιουσίας των (51) και «θέτοντες πυρ ο εις εις την οικίαν τού άλλου επυρπόλησαν πάσαν την πόλιν».(52). Ο άμαχος πληθυσμός κουβαλώντας μαζί του ό,τι μπορούσε απ’ το νοικοκυριό του, απομακρύνονταν απ’ την πόλη, βλέποντας τις φλόγες να υψώνονται στους ουρανούς.(53).
Έτσι, ο Κιουταχής, όταν διάβηκε τον Αχελώο ποταμό, «εισήλθεν εις το καιόμενον Βραχώρι»(54), από τούς ίδιους τούς κατοίκους του, «τήν αυγήν τής αυτής, καθ’ ην εισήλθεν εις αυτό».(55).
Το κάψιμο όμως του Βραχωριού (Αγρινίου) το γνωρίζουμε και από άλλες πηγές:
Ο Δήμος Σκαλτσάς σε επιστολή του προς τον Θεόδ. Κολοκοτρώνη, στις 3 Οκτωβρίου 1822, από το Λιδωρίκι, γράφει: «Όθεν ιδόντες οι καπεταναίοι μας τοιούτον κίνδυνον, έστειλαν και έκαυσαν όλα τα χωρία του κάμπου και το Βραχώρι, και δεν άφησαν ούτε καλύβι».(56).
Επίσης ο αγωνιστής Αναγνώστης Κοντάκης (57), αυτόπτης μάρτυρας και αυτουργός της πυρπόλησης του Βραχωριού, γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Τα νερά του ποταμού [Αχελώου] ήταν πολύ χαμηλά, ώστε να σκεφθούμε να κρατήσουμε άμυνα. Αφού κάψαμε το Βραχώρι, όλα τα χωριά και τους μύλους του Βλοχού, περάσαμε τη λίμνη Σούδι». Τέλος, σ’ ένα έγγραφο των εφόρων Μαλανδρίου πιθανότατα, προς τον Ανδρέα Ζαϊμη, γραμμένο στις 5 Οκτωβρίου 1822, διαβάζουμε: «Έπειτα εμψυχώνονται οι Έλληνες δυνατά, βλέπουν και οι εχθροί ότι δεν τρέφονται εύκολα, ούτε στέκονται, επειδή και έκαυσαν όλα τα χωρία και επαρχίας εκείθεν οι καπιταναίοι, όπου δεν άφησαν σχεδόν ούτε καλύβι».(58).
Και θα κλείσουμε τη μικρή αυτή μελέτη, παραθέτοντας ως κατακλείδα ένα απόσπασμα από τηνΙστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρωτογραμμένη το 1853 [ανατ. 1971], που καταδεικνύει πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε και η πυρπόληση του Βραχωριού (Αγρινίου) στην λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου υπό των Τούρκων, καθώς και στον Ιερό Αγώνα γενικότερα. Γράφει λοιπόν: «Έκαυσαν και το Βραχώρι τήν αυγήν τής αυτής ημέρας, καθ’ ην εισήλθεν εις αυτό περί το εσπέρας ο Κιουταχής. Έτσι οι Τούρκοι επροχώρουν μεν πάντη ανεπηρέαστοι εντός τής Αιτωλίας, αλλ’ ουδαμού απήντων ψυχήν γεννητήν και πέριξ αυτών δεν έβλεπον ει μη καπνούς, φλόγας και παντελή ερημίαν».(59).
Έτσι, ο καμμένος κάμπος τού Βραχωριού έγινε και ο τάφος τών πολιορκητών τού Μεσολογγίου.
Κλείνω επισημαίνοντας το εξής σχετικά με την ημερομηνία καψίματος τού Βραχωριού: Αν και ο Θ. Μ. Πολίτης, ό.π., σ. 98-99, γράφει ότι η πυρπόληση του Βραχωριού θα πρέπει να έγινε στο τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, η δική μου έρευνα με οδήγησε στο ιστορικό πόρισμα ότι: το πιθανότερο είναι να έγινε η πυρπόληση τού Βραχωριού το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου ίσως και αργότερα σε ένα άνυσμα χρόνου που φθάνει ως στις 30 Οκτωβρίου τού 1822: τούτο προκύπτει σε συσχετισμό με τα άλλα γεγονότα που ακολούθησαν και αφορούν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822.
Θα ακολουθήσει δεύτερη έρευνά μου για την ακριβή ημερομηνία τής πυρπόλησης τού Βραχωριού από τους Έλληνες κατοίκους του.
Βιβλιογραφικές αναφορές
(1) Για το Σαντζάκιον του Κάρλελι επί Τουρκοκρατίας δες: -Ιωάν. Νεραντζής, «Το Σαντζάκιον του Κάρλελι στην περίοδο της τουρκοκρατίας στη Ελλάδα», ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, (“Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας”), τχ. 6, Ιαν.-Ιούν. 2006, σσ. 91-96. – Ιωάννης Γ. Γιαννόπουλος, Η Διοικητική Οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδας κατά την Τουρκοκρατίαν, 1393 – 1821, Αθήνα 1971), σ. 74-75.
(2) Βλ. Κασβίκης Δ. Β., Εγχειρίδιον του εν ισχύϊ Οθωμανικού Δικαίου, (Αθήνα 1859), σ. 94-97, 98-105, 119-125.
(3) Βλ. Ιωάν. Γιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σ. 75-76.
(4) Βλ. Κ. Σάθας, «Ειδήσεις τινές περί του εμπορίου και φορολογίας εν Ελλάδι επί Τουρκοκρατίας»,Οικονομική Επιθεώρησις 6 (1878-9), σημ. 5.
(5) Ιστορικές Πηγές απ’ όπου συνάγεται αυτή η διοικητική μεταβολή βλέπε στον Ι. Γιαννόπουλο, όπου παραπάνω, σελ. 74-76.
(6) Κ. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, σ. 408.
(7) Βλ. Γιαννόπουλος Ι., «Η περιήγησις του Εβλιά Τσελεμπή ανά την Στερεάν Ελλάδα», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 2, (1969), σσ. 191-193.
(8) Η μελέτη αυτή σε μια πρώτη μορφή δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στην εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ (έδρα Αγρίνιον), φ. της 19-7-1981, σ. 3, και φ. της 26-7-1981, σ. 2. Αναδημοσιεύθηκε: Νεραντζής Ιωάν., «Το Βραχώρι στην Επανάσταση του 1821», περιοδ. ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ, τχ. 155 (Μάϊος 1982), σ. 10/138 – 13/141.
(9) -Ιωάννης Νεραντζής, «Το Σαντζάκιον του Κάρλελι στην περίοδο της τουρκοκρατίας στη Ελλάδα»,ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, (“Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας”), τχ. 6, Ιαν.-Ιούν. 2006, σσ. 91-96). –Ιωάννης Νεραντζής, «Το Βραχώρι στην Επανάσταση του 1821», εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ(Αγρίνιον), φ. της 19-7-1981, σ. 3. –Ιωάν. Νεραντζής, «Το Βραχώρι στην Επανάσταση του 1821», περιοδ. ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ, τχ. 155 (Μάϊος 1982), σ. 10/138 – 13/141. –Ιωάν. Νεραντζής, «Απόψεις και κρίσεις του στρατηγού Μακρυγιάννη για τον Κολοκοτρώνη», περιοδ. ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ, τχ. 156 (Ιούν. 1982), σ. 24/184 – 27/187, και τχ. τχ. 157 (Ιούλ. 1982), σ. 24/216 – 25/217 & 31/223. -Ιωάννα Διαμαντούρου, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (συλλογικό έργο, “Εκδοτική Αθηνών”, 1975), τ. ΙΒ΄, σ. 122. -Τh. Gordon, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, (έκδ. Μπάϋρον), βιβλ. Α΄, τ. 2 σ. 100.
(10) Ιωάννης Γ. Γιαννόπουλος, Η Διοικητική Οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδας κατά την Τουρκοκρατίαν, 1393 – 1821, Αθήνα 1971), σσ. 74-75.
(11) -Τh. Gordon, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, (έκδ. Μπάϋρον), βιβλ. Α΄, τ. 2, σ. 100. Διαμαντούρου Ι., ό.π.
(12) Διονύσ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάσταση, (έκδοση ΜΕΛΛΙΣΑ), τόμ. Α΄, σ. 531.
(13) Ιωάννα Διαμαντούρου, ό.π.
(14) Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄, σ. 338.
(15) Ιωάννα Διαμαντούρου, ό.π.
(16) Θεόδ. Α. Χαβέλλας, Ιστορία των Αιτωλών, (1883), σ. 55.
(17) Τh. Gordon, όπου παραπάνω, σ. 102.
(18) Θεόδ. Μ. Πολίτης, Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην Επανάσταση του 1821, (1974), σ. 56.
(19) Κώστας Σαρδελής, Γεώργιος Βαρνακιώτης, (Αθήνα 1980), passim.
(20) Λάμπρος Κουτσονίκας, Απομνημονεύματα, (εκδόσεις Κοσμαδάκη, της σειράς τόμ. 6ος), σ. 56.
(21) Θ. Α. Χαβέλλας, όπου παραπάνω, σ. 60.
(22) Απόστ. Δασκαλάκης, Οι Τοπικοί Οργανισμοί της Επαναστάσεως του 1821 και το πολίτευμα της Επιδαύρου, (εκδ. Ευτ. Γ. Βαγιονάκη, 1980), σ. 62-64.
(23) Κ. Σαρδελής, Γεώργιος Βαρνακιώτης, (1980), σ. 112.
(24) Κάρπος Παπαδόπουλοος, Τα κατά Βαρνακιώτη, (εκδόσεις Τσουκαλά, της σειράς τόμ. 12ος), σ. 167. Τα αυτά επαναλαμβάνει στις σελίδες 176-177, 190, 198 και 219.
(25) Ν. Φυσεντζίδης, Αυτόγραφοι επιστολαί των επισημοτέρων Ελλήνων οπλαρχηγών και διάφορα προς αυτούς έγγραφα της διοικήσεως μεθ’ ιστορικών σημειώσεων, (Αλεξάνδρεια 1893), σσ. 217-261. Βλέπε επίσης και: Απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821, έκδοση Τσουκαλά, τόμος 12ος, σ. 242.
(26) Κάρπος Παπαδόπουλος, Τα κατά Βαρνακιώτη, (εκδόσεις Τσουκαλά, της σειράς τόμ. 12ος), σ. 174. Πρβλ.: Απ. Δασκαλάκης, Οι Τοπικοί Οργανισμοί της Επαναστάσεως του 1821 και το πολίτευμα της Επιδαύρου, (εκδ. Ευτ. Γ. Βαγιονάκη, 1980), σ. 62-64.
(27) Διονύσ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάσταση», (έκδ. «ΜΕΛΙΣΣΑ»), τ. 2, σ. 64.
(28) Διονύς. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τομ. 2, σ. 111.
(29) Διον. Κόκκινος, όπου παραπάνω τομ. 2, σ. 325.
(30) Ο Κ. Σαρδελής, όπου παραπάνω σ. 125-126, αναγράφει επιστολή του Μαυροκορδάτου προς Βαρνακιώτη από Μεσολόγγι στις 25 Σεπτεμβρίου 1821, όπου γράφει: «Εκρίναμεν εύλογον ότι η συνέλευσις να γίνει εις το Βραχώρι».
(31) –Απόστ. Δασκαλάκης, Οι Τοπικοί Οργανισμοί της Επαναστάσεως του 1821 και το πολίτευμα της Επιδαύρου, (εκδ. Ευτ. Γ. Βαγιονάκη, 1980), σ. 62-64. -Διον. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τομ. 2, σ. 351.
(32) Θ. Μ. Πολίτης, Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην Επανάσταση του 1821, (έκδοση του 1974), σ. 85.
(33) Θ. Μ. Πολίτης, όπου παραπάνω, σ. 86.
(34) Θεόδ. Δ. Θωμόπουλος, Ο τύπος της Δυτικής Ρούμελης, (1959), σ. 22.
(35) Ν. Κασομούλης, Στρατιωτικά ενθυμήματα, τ. Α΄, σ. 223.
(36) -Θεόδ. Δ. Θωμόπουλος, Ο τύπος της Δυτικής Ρούμελης, σ. 5-6. Του ίδιου, Το Αγρίνιο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, (1954), σ. 75. –Καψάλης Γ., Αι εφημερίδες του 1821, passim.
(37) Θ. Μ. Πολίτης, όπου παραπάνω, σ. 86.
(38) Γ. Επαμ. Παπαγιάννης, Αι τρεις μεγαλύτεραι συμφοραί των Ελλήνων κατά τον Ιερόν Αγώνα, (1978), σ. 95.
(39) Θ. Μ. Πολίτης, όπου παραπάνω, σ. 86.
(40) Απόστ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, (Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1971), σ. 87.
(41) Κώστας Καλατζής, Ιστορία της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως, (Εταιρείας Ελληνικών Εκδόσεων), τ. Α΄, σ. 486-487.
(42) Απ. Βακαλόπουλος, όπου παραπάνω, σ. 217.
(43) Διον. Κόκκινος, ό.π., τ. 3, σ. 164.
(44) Θεόδ. Α. Χαβέλας, Ιστορία των Αιτωλών, (1883), μέρος τρίτο, σ. 61.
(45) Θ. Α. Χαβέλλας, όπου παραπάνω, σ. 64-65.
(46) Διονύσ. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τ. 3, σ. 164.
(47) Διονύσ. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τ. 3, σ. 142.
(48) Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, σε έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών υπό Εμμαν. Πρωτοψάλτη, τόμος Ε΄, τεύχος ΙΙ: Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Αθήνα 1965, σ. 244.
(49) Εμ. Πρωτοψάλτης, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, (Αθήνα 1965), τόμ. Δ΄, τεύχος 2ον, σ. 149-150. -Κ. Σαρδελής, Γεώργιος Βαρνακιώτης, (1980), σ. 367.
(50) Ο Θ. Μ. Πολίτης, ό.π., σ. 98-99, γράφει ότι η πυρπόληση του Βραχωριού θα πρέπει να έγινε στο τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, αλλά το πιθανότερο είναι να έγινε η πυρπόληση το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου ίσως και αργότερα, ως προκύπτει σε συσχετισμό με τα άλλα γεγονότα που ακολούθησαν και αφορούν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822.
(51) Θ. Α. Χαβέλλας, όπου παραπάνω, σ. 61.
(52) Θ.Α. Χαβέλλας, όπου παραπάνω, σ. 65.
(53) Θ. Θωμόπουλος, Το Αγρίνιον …, σ. 84.
(54) -Διον. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τ. 3, σ. 164. -Κ. Καλατζής, ό.π., τ. Α΄, σ. 488.
(55) Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, (1853), τόμ. Β΄, σ. 304.
(56) Διον. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τ. 3, σ. 155-6.
(57) Σε έκδοση Κοσμαδάκη, τομ. 11ος, σ. 213.
(58) Διον. Κόκκινος, όπου παραπάνω, τομ.3ος, σ. 156.
(59) Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, (πρωτογραμμένη το 1853 [ανατ. 1971]), τ. Β΄, σ. 304.
δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής
πηγή: http://agrinionews.gr