Στήν Συνοδική θεία Λειτουργία πού τελέσθηκε σήμερα τό πρωί, Κυριακή 1 Ἰουνίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, γιά τήν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ. Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὁμίλησε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, Ἀντιπρόεδρος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, μέ θέμα: «Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ σημασία της».
Παρατίθεται ὁ ἐκφωνηθείς λόγος.
***
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ σημασία της
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τήν πασχάλια αὐτήν περίοδο, πορευόμενοι πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι θαυμαστή καί δικαίως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καθόρισε νά τήν ἑορτάση μεγαλοπρεπῶς. Αὐτό γίνεται μέ Συνοδική θεία Λειτουργία, μέ ὕμνους καί λόγους θεοπρεπεῖς, μέ σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μέ ἐκδηλώσεις πού ἁρμόζουν στήν μεγάλη αὐτήν ἑορτή, μέ τήν συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ὀνομάστηκε «Ἁγία» καί «Μεγάλη» καί ἔγινε τό πρότυπο τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀκολούθησαν, στίς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι δώσαμε ὁμολογία ὅτι θά τίς τηρήσουμε τίς ἀποφάσεις τους.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ἐντάσσεται καί ἡ παροῦσα σύντομη εὐχαριστιακή ὁμιλία, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
1. Ἡ σημασία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας «εἰς τά Βασίλεια», καί μάλιστα στήν Μεγάλη αἴθουσα τοῦ παλατίου τῆς Νικαίας. Ἡ ἔναρξή της ἔγινε τήν 20 Μαΐου τοῦ 325 προκαταρκτικῶς, καί ἔπειτα ἐπισήμως μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τήν 14 Ἰουνίου καί ἔληξε τήν 25 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 325, δηλαδή διήρκεσε περίπου δύο μῆνες.
Παρόντες ἦταν 318 Πατέρες, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πού ἦταν παρών ὡς νεαρός διάκονος, συνοδεύοντας τόν Γέροντά του Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο. Γράφει: «Διά τοῦτο γάρ καί οἰκουμενική γέγονεν ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος, τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ συνελθόντων ἐπισκόπων» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 122). Καί ἀλλοῦ γράφει: «Ἦσαν δέ πλέον ἤ ἔλαττον τριακόσιοι» Ἐπίσκοποι (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 9, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 32).
Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἴσως καί ὁ Κορδούης Ὅσιος, πού ἀποτελοῦσαν ἕνα εἶδος προεδρείου μέ κύριον Πρόεδρο τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 115)
Τό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν θεόπνευστο καί κινήθηκε σέ δύο περιοχές.
Πρῶτον, στό θεολογικό μέρος (οἱ ὅροι), ὅπως φαίνεται στά πρῶτα ἄρθρα τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως». Στήν ἀρχή τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀρνεῖται τόν γνωστικισμό, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό ἕναν κατώτερο Θεό, τόν Λόγο, γι’ αὐτό ἐξηγοῦσε τό κακό πού ὑπάρχει σέ αὐτόν. Στήν συνέχεια κατεδικάζει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, διδάσκοντας ὅτι ὁ Υἱός εἶναι τό πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, ὅτι εἶναι «ἑτερούσιος» ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι «τρεπτός» καί ἀγνοεῖ τόν Πατέρα καί ὅτι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «δεύτερη δημιουργημένη δύναμη καί τό πρῶτο διά τοῦ Υἱοῦ κτίσμα» (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, ἐν Ἀθήναις, 1960, σελ. 53-56).
Δεύτερον ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν τό κανονικό, μέ τό ὁποῖο ρυθμίστηκαν τά σχετικά μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ μέ τήν θεολογική ἀπόφαση ἐτέθησαν τά ὅρια μεταξύ ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως, μέ τούς κανόνες ρυθμίστηκαν διάφορα ζητήματα πού καθορίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέδωσε εἴκοσι (20) ἱερούς κανόνες πού ρυθμίζουν κανονικά ζητήματα, ὅπως ἡ εἰσαγωγή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συστήματος στήν Ἐκκλησία, τό πότε συγκαλοῦνται οἱ ἐπαρχιακές Σύνοδοι, γιά τήν χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων, γιά τούς καθαρούς καί Παυλικιανούς, τούς παραπεπτωκότας, γιά τούς ἀκοινωνήτους, γιά τό «μή κλίνειν γόνυ τῇ Κυριακῇ καί τῇ Πεντηκοστῇ» κ.ἄ.
Σχετικά μέ τό θέμα πότε θά ἑορτάζεται τό Πάσχα, δέν ἀναφέρεται μέν στούς κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καταγράφεται σέ διάφορες ἱστορικές πηγές (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 121) καθώς ἐπίσης περιγράφεται στήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τήν ὁποία ἀπέστειλε «ἐκκλησίαις καί ἐπισκόποις τοῖς τῆς ἁγίας καί μεγάλης ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἀπολειφθεῖσι», ὅπου γράφει ὅτι «περί τῆς τοῦ Πάσχα ἁγιωτάτης ἡμέρας γενομένης ζητήσεως ἔδοξε κοινῇ γνώμῃ καλῶς ἔχειν, ἐπί μιᾶς ἡμέρας ἅπαντας τούς ἀπανταχόσε Χριστιανούς τήν σωτήριον ἑορτήν ἐπιτελεῖν τοῦ ἁγιωτάτου πάσχα» (Πρακτικά τῶν ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Α΄ ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 193/281-194/282).
Ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις στό «Σύνταγμά» του κάνει εὑρύτατη ἀνάλυση «περί τοῦ ἁγίου Πάσχα» καί καταγράφει τούς τέσσερις «διορισμούς», ἀπό τούς ὁποίους οἱ δύο πρῶτοι καθορίζονται ἀπό τούς κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (Ζ΄) καί οἱ ἄλλοι «ἐξ ἀγράφου παραδόσεως». Πρῶτον, νά ἑορτάζεται μετά τήν ἑαρινή ἰσημερία, δεύτερον νά μή συνεορτάζεται μέ τούς Ἰουδαίους, τρίτον νά ἑορτάζεται μετά τήν πρώτη πανσέληνον μετά τήν ἑαρινή ἰσημερία, καί τέταρτον νά ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνον τῆς ἑαρινῆς ἰσημερίας (Ράλλη καί Ποτλῆ, Σύνταγμα θείων καί ἱερῶν Κανόνων, Τόμ. Στ΄, ἐκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, σελ. 420). Καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει ἕνα εὑρύτατο σχόλιο γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα (Πηδάλιον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1970, σελ. 8-11).
Ἀπό αὐτά φαίνεται καθαρά ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγκεκριμένα, καί ὅσοι βρίσκονται σέ αὐτά τά ὅρια εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἔξω ἀπό αὐτά τά ὅρια εἶναι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ὅσοι ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, ὁμολογώντας τήν ὀρθόδοξη πίστη πρέπει νά γνωρίζουν «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15).
Αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι ἀκοῦμε ἀπό πολλές πλευρές τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται ποιά εἶναι τά μέλη της καί δέν ἀποφαίνεται γιά τούς ἐκτός αὐτῆς. Ὅμως, μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη, ἀγωνίζονται νά τηροῦν τούς ἱερούς Κανόνες, ὅσοι δέ εἶναι ἐκτός τῶν ὁρίων πού καθορίζουν οἱ ὅροι-δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αἱρετικοί. Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως καί οἱ ἑπόμενες ἔθεσαν σαφῶς καί τά ὅρια καί τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἀλήθεια καί τήν πλάνη.
2. Τά δύο θεολογικά ρεύματα στήν Α΄Οἰκουμενική Σύνοδο
Ἐκεῖνο πού εἶναι σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο, καθώς μελετᾶμε τά ὅσα ἔγιναν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι ὅτι σέ αὐτήν ἐκφράσθηκαν δύο θεολογικά ρεύματα, τό ἕνα εἶναι τό φιλοσοφικοθεολογικό ρεῦμα τῶν Ἀρειανῶν πού καταδικάστηκε, καί τό ἄλλο τό ἐμπειρικό ρεῦμα τό ὁποῖο ἐξέφραζαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί στηρίζονταν στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους, καί εἶναι τό ὀρθόδοξο. Αὐτό δείχνει καί τίς προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Γιά νά τό δοῦμε αὐτό πρέπει νά ἐξετάσουμε ὅτι στό θέμα πού ἀντιμετώπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τίς δύο ἑρμηνεῖες, τήν μία φιλοσοφική καί τήν ἄλλη θεολογική-ἐμπειρική, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι προηγήθηκε διεξοδική συζήτηση, καί μάλιστα οἱ ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου βασίσθηκαν στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τό 268/269 μ.Χ.
Ὅταν ἐξῆλθαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ὁ Χριστιανικός κόσμος εἰσῆλθε σέ περιοχές ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική φιλοσοφία, ἰδίως ἡ ἀριστοτελική, ἀμέσως ἄρχισε μιά συζήτηση γιά τό ποιός ἦταν Αὐτός πού ἀποκαλυπτόταν στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἄν Αὐτός ἦταν ἄκτιστος ἤ κτιστός.
Στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, πού ἦταν κέντρο σπουδῶν τῆς Ἑλληνικῆς φιλσοφίας, ὁ Ἐπίσκοπός της Παῦλος Σαμοσατεύς ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Λόγου, χρησιμοποιώντας τήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία. Τότε συνῆλθε Σύνοδος τό 268/269 στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Παῦλο Σαμοσατέα καί ἐξέφρασε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ἀποκαλύψεις τοῦ Λόγου χωρίς σάρκα. Καί Αὐτός ὁ Ἄσαρκος Λόγος ἐνηνθρώπησε, γι’ αὐτό ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας εἶναι τό θεμέλιο τόσο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅσο καί τῶν μεταγενεστέρων, καί προσέφερε τό ὑλικό θεολογήσεως τῶν Πατέρων (Γεωργίου Σίσκου, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας [1ος -3ος αἰ.], Ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 268/269 μ.Χ. Ostracon, Ἰούλιος 2020). Τίς ἀπόψεις τοῦ καταδικασθέντος Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε, κάπως διαφοροποιημένες, ὁ Λουκιανός καί ἀκολούθως ὁ Ἄρειος.
Ἔτσι, ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. φάνηκαν στήν Ἐκκλησία αὐτοί οἱ δύο τρόποι θεολογήσεως, ὁ φιλοσοφικός πού κατέληξε σέ αἱρέσεις, καί ὁ ἐμπειρικός πού εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Αὐτό φαίνεται ἀπό τά μέλη πού συγκρότησαν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπό τήν μία πλευρά ἦταν ἅγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Νικόλαος καί ἄλλοι ὁμολογητές τῆς πίστεως. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως στό ἔργο του «περί τῶν ἁγίων Συνόδων καί αἱρέσεων» γράφει: «Πολλοί δέ τῶν ἐκεῖσε συνδεδραμηκότων ἐπισκόπων ὁμολογηταί τῆς πίστεως ἐτύγχανον, ἐν τοῖς διωγμοῖς ἀκρωτηριασθέντες ὑπό τῶν ἀσεβῶν καί ἀνόμων βασιλέων, καί τῶν μέν τά νεῦρα τῶν ποδῶν, τῶν δέ οἱ ὀφθαλμοί, καί ἑτέρων ἄλλα μέλη τοῦ σώματος ἀποτετμημένα ἐτύγχανον ὑπέρ τῆς εἰς Χριστόν αὐτῶν πίστεως καί ὁμολογίας». Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἦταν ὁ Ἄρειος καί μερικοί συνήγοροί του Ἐπίσκοποι, περίπου δέκα ἑπτά τόν ἀριθμό, στούς ὁποίους πρέπει νά προστεθοῦν καί φιλόσοφοι καί ρήτορες μέ τόν σοφιστή Ἀστέριο (Ἰωάνou N. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 114-115).
Ἑπομένως, ἀπό τά μέλη πού συγκρότησαν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο φαίνονται τά δύο αὐτά θεολογικά ρεύματα, ἤτοι ἡ θεολογία πού στηρίζεται στήν Ἀποκάλυψη-φανέρωση τοῦ Ἀσάρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, καί ἡ θεολογία πού στηρίζεται στήν φιλοσοφία πού εἶναι ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει νά ὑπογραμμίζεται ἰδιαιτέρως.
Ὁ πρωταγωνιστής στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, Μέγας Ἀθανάσιος, στά κείμενα πού συνέταξε, μετά τό πέρας τῆς Συνόδου, ἀναφέρεται στά θέματα αὐτά. Ἀπό τά τέσσερα κείμενά του «κατά Ἀρειανῶν» ἀντλοῦμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τό ὑπόβαθρο τῆς Ἀρειανικῆς αἱρέσεως.
Στήν ἀρχή τοῦ Α΄ κειμένου «κατά Ἀρειανῶν» γράφει ὅτι οἱ αἱρέσεις πού «τῆς ἀληθείας ἀπέστησαν» ἐπινόησαν τήν «μανίαν» καί ἡ ἀσέβειά τους «πάλαι πᾶσιν ἔκδηλος γέγονε». Αὐτοί οἱ αἱρετικοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό ἐμᾶς καί «τῶν τοιούτων οὔτε ἦν, οὔτε νῦν ἐστι μεθ’ ἡμῶν τό φρόνημα». Μία ἀπό τίς αἱρέσεις αὐτές εἶναι «ἡ ἐσχάτη», ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἑρμηνεύθηκε ὡς πρόδρομος τοῦ ἀντιχρίστου, εἶναι «δόλιος» καί «πανοῦργος», ἐπειδή παρετήρησε ὅτι οἱ παλαιότερες «ἀδελφές» αἱρέσεις καταδικάστηκαν, «ὑποκρίνεται περιβαλλομένη τάς τῶν Γραφῶν λέξεις, ὡς ὁ πατήρ αὐτῆς διάβολος», ἐνδύεται ἀπό ἁγιογραφικά ρητά καί προσπαθεῖ πάλιν νά εἰσέλθη στόν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας «πλήσασα ἑαυτήν ὡς Χριστιανήν», γιά νά ἀπατήση κάποιους πού φρονοῦν κατά Χριστόν «τῇ πιθανότητι τῶν παραλογισμῶν». Καί πιό κάτω γράφει: «Τί γάρ ὅμοιον ἑωρακότες τῆς αἱρέσεως πρός τήν εὐσεβῆ πίστιν φλυαροῦσιν ὡς μηδέν κακόν λεγόντων ἐκείνων;» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 28-30).
Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν συνοδικῶς, καί ὅτι ἡ «ἀρειανική αἵρεση», ἐνῶ χρησιμοποιεῖ τόν φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως, προσπαθεῖ νά τόν ἐπενδύση μέ ἁγιογραφικά χωρία. Ἀναφέρεται στόν Παῦλο τόν Σαμοσατέα, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία δέν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 2, ἔνθ. ἀν. σελ. 102,1. 136,15. 250, 21. 334,17). Μάλιστα, σέ κάποιο σημεῖο, ἀναφερόμενος στούς Ἀρειανούς γράφει: «Τοῦτο μέντοι τοῦ Σαμοσατέως ἐστιν τό φρόνημα, ὅ τῇ μέν δυνάμει καί ὑμεῖς φρονεῖτε τῷ δέ ὀνόματι μόνον ἀρνεῖσθε διά τούς ἀνθρώπους» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 150).
Ἀπό τά ἀνωτέρω ἐξάγεται ὅτι στά ὅσα προηγήθηκαν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στά ὅσα ἔγιναν κατ’ αὐτήν, καί στά ὅσα ἀκολούθησαν διακρίνονται σαφῶς οἱ δύο αὐτές θεολογικές τάσεις. Ἡ πρώτη στηριζόταν στήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ φιλοσοφικούς στοχασμούς, πού προέρχονταν, ἄλλοτε ἀπό τόν Πλάτωνα, ἄλλοτε ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἄρα ἀπό τήν κλασσική μεταφυσική, καί ἡ δεύτερη στηριζόταν στήν ἐμπειρική διδασκαλία τῶν Προφητῶν, Ἀπόστόλων καί Πατέρων. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Αὐτό σαφέστατα παραπέμπει στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στούς Προφῆτες καί τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους στό Φῶς. Ἄρα συγκρούστηκαν ὁ φιλοσοφικός στοχασμός μέ τήν ἐμπειρική-ἀποκαλυπτική θεολογία τῶν ἁγίων.
Καί αὐτό εἶναι ἕνα μάθημα γιά ὅλους ἐμᾶς τούς συγχρόνους Ἐπισκόπους καί θεολόγους, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά θεολογοῦμε κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε γιά τήν ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἁλιευτικῶς, οὐκ Ἀριστοτελικῶς» (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ἔργα 1, ΕΠΕ, σελ. 378), δηλαδή σύμφωνα μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στούς ἁλιεῖς-Ἀποστόλους καί ὄχι σύμφωνα μέ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν Ἀριστοτελικό-φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς ἐνανθρωπήσως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει νά εἶναι τό σημαντικότερο συμπέρασμα ἀπό τήν σημερινή ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς Συνοδικῆς αὐτῆς θείας Λειτουργίας.
Καί αὐτό συνδέεται μέ τό ὅτι, δυστυχῶς, σήμερα κυριαρχεῖ παντοῦ, ἀκόμη καί στόν Χριστιανισμό, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ λογικοκρατία. Εἶναι εὐνόητον ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς λογικῆς, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς λογικοκρατίας, πού παραθεωροῦν τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τόν θεούμενον ἄνθρωπο καί ὑπερυψώνουν τόν ἄνθρωπο, μέχρι τόν ὑπεράνθρωπο καί τόν μετάνθρωπο.
Εὐχηθῆτε, Μακαριώτατε Δέσποτα, καί Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, νά μήν εἴμαστε τυπικοί ἑορταστές τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά «δέκτες, φύλακες καί μεταδότες» τόσο τῶν προϋποθέσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅσο καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν.