Να ζούμε με καθαρμένο τον νου και την καρδιά
ώστε ο Θεός να μας ανυψώσει προς το δικό Του ύψος
Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
«Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου,
τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες».
«Ξένος», ονομάζεται ο τόκος της Παρθένου, από τον ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου, και όχι μόνο ο τόκος, αλλά ξένη ήταν και υπερφυσική η σάρκωση του Θεού Λόγου, και γενικότερα, «Ξένος» ονομάζεται ο Χριστός, που όχι μόνο έκανε ξένα, παράδοξα και υπερφυσικά θαύματα, αλλά και όλη η επί γης παρουσία Του ήταν μία ξενιτία, μία κένωση, μία Άκρα Ταπείνωση.
Ο Χριστός, ως άνθρωπος, ήταν «απάτωρ εκ μητρός». Δεν είχε την φυσική πατρότητα των άλλων ανθρώπων. Είχε μεν, την φύση του Αδάμ, χωρίς όμως να είναι «εξ Αδάμ». Ήταν άνθρωπος πλήρης και τέλειος, είχε, ό,τι και ο Αδάμ (σώμα και ψυχή), χωρίς όμως την αμαρτία.
Η γέννηση του Χριστού ήταν νέα γέννηση, όπως νέα έμελλε να είναι και η φύση που θα προερχόταν απ’ αυτόν. Τα πάντα ήταν ξένα, λοιπόν, στον καινοφανή και παράδοξο τόκο της Παρθένου. Ξένα, όπως ξένο ήταν και το απερίγραπτο μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως.
Ο ποιητής μας προτρέπει, μια και είδαμε τον ξένο τόκο της Παρθένου, «ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες». Να γίνουμε ξένοι και εμείς στον κόσμο αυτό. Όχι να εγκαταλείψουμε τον επίγειο κόσμο. Είμαστε προορισμένοι, να ζούμε στην ανθρώπινη κοινωνία και να εργαζόμαστε για την δόξα του Θεού σ’ αυτήν.
Η απομάκρυνσή μας εκ του κόσμου τούτου, έχει έννοια τροπική: «τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες». Σωματικώς θα βρισκόμαστε στον κόσμο, όπου μας έταξε η πρόνοια του Θεού. Θα απουσιάζουμε όμως, από το φρόνημα του κόσμου. Είναι ο κόσμος «που εν τω πονηρώ κείται», ο κυριαρχούμενος από το πνεύμα της πονηρής επιθυμίας και της αμαρτίας, στον οποίο κυριαρχεί το πνεύμα της αποστασίας και της πλάνης. «Ότι παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου, ουκ έστιν εκ του Πατρός, αλλ’ εκ του κόσμου εστι». Ο κόσμος, που είναι εχθρικός προς τον Θεό και διώκει τους ευσεβείς και εναρέτους πιστούς και προσθέτει θλίψη στους δικαίους.
Από αυτόν τον πονηρό κόσμο, πρέπει να είναι αποξενωμένος ο πιστός. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος «και μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους», αλλά «τα άνω φρονείται, μη τα επί της γης», «αδιαλείπτως προσευχόμενοι».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στον τρίτο λόγο του, στο έργο του «Κλίμαξ» αναφέρεται σε αυτήν την «ξενιτία» λέγοντας ότι «Ξενιτία είναι η οριστική εγκατάλειψη όλων εκείνων, που υπάρχουν στον κόσμο μας και που μας εμποδίζουν να επιτύχουμε τον ευσεβή σκοπό της ζωής μας. Η ξενιτία είναι απαρρησίαστος (συνεσταλμένη) συμπεριφορά, κρυμμένη σοφία, σύνεσις που δεν φανερώνεται, ζωή μυστική, λογισμός αφανής, επιθυμία της στενοχωρίας, αιτία του θείου πόθου, πλήθος του θείου έρωτος, άρνησις της κενοδοξίας, βυθός της σιωπής. Ξενιτία, είναι ο χωρισμός από όλα όσα μας εμποδίζουν, ώστε να μείνει ο νους αχώριστος από τον Θεό».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ουσιαστικά, μας ξεκαθαρίζει, ότι πέρα από την αποξένωση από τον κόσμο της αμαρτίας, πρέπει να αποξενωθούμε και από τα πάθη μας, από τις αμαρτίες μας, από τον πεπτωκότα εαυτό μας, γι’ αυτό μας συμβουλεύει επίσης: «Απόφευγε σαν μάστιγα, τους τόπους των πτώσεων. Ας μιμηθούμε τον Λωτ και όχι την γυναίκα του. Φεύγε από την Αιγυπτο (την αμαρτία δηλαδή) ‘’αμεταστρεπτί’’ (χωρίς καμία σκέψη επιστροφής). Διότι, οι καρδιές που νοστάλγησαν την αμαρτία, την άνω Ιερουσαλήμ, δεν την αντίκρυσαν».
Άλλωστε, η αληθινή πόλη και πατρίδα του πιστού, δεν είναι η γη αυτή, αλλ’ η επουράνια, «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. 11,10). Εδώ είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α Πέτρ. 2,11). Προς αυτόν τον σκοπό, να αγωνιζόμαστε, να ζούμε με καθαρμένο τον νου και την καρδιά, με αγιασμένο φρόνημα, ώστε ο Θεός, να μας ανυψώσει προς το δικό Του ύψος, την αιώνια βασιλεία Του.