Ένα παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής μας που αναδεικνύει μια τραγική ιστορία με δυο αδέρφια που πνίγηκαν στον ποταμό Αχελώο.
Το τραγούδι που τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου και ο Τάκης Καρναβάς, αναφέρεται στον πνιγμό δυο αδερφιών, με το επώνυμο Σωτηρίου, που ζούσαν στο Λεσίνι.
Σύμφωνα με τις παλαιότερες μαρτυρίες, τα δυο αγαπημένα αδέρφια προσπάθησαν να σώσουν τα γουρούνια που έπεσαν μέσα στο ποτάμι, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο από τα φημισμένα ορμητικά νερά του Αχελώου που είχε πάρει αρκετούς ανθρώπους στο διάβα του τα παλιότερα χρόνια.
Είναι ένας θρήνος που έφτασε να είναι αναπόσπαστο κομμάτι του γλεντιού, δείχνοντας για άλλη μια φορά την επαφή των δύο κόσμων στην λαϊκή παράδοση.
Για το όνομα του τραγουδιού, υπάρχουν φήμες που θέλουν η μητέρα των παιδιών να ήταν παπαδιά χωρίς ωστόσο να έχει εξακριβωθεί κάτι τέτοιο. Γενικά, είναι ένας ύμνος προς τη δύσμοιρη γυναίκα που έχασε τα δυο παιδιά της. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 4/4 (2-2).
Μια μοναδική ερμηνεία από τον παπά-Γιάννη, ιερέα του Λεσινίου, σε καταγραφή Νίκου Πλακίδα.
Στίχοι
Σαν πήρα έναν κατήφορο στην ά… στην άκρη στο ποτάμι,
και το ποτά… άιντε ρούσα παπαδιά και το ποτάμι ήταν θολό.
Και το ποτάμι ήταν θολό θολό θολό κατεβασμένο,
σέρνει λιθά… άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει λιθάρια ριζιμιά.
Σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα δέντρα ξεριζωμένα,
σέρνει και μια άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει και μια γλυκομηλιά.
Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μή… τα μήλα φορτωμένη,
κι ανάμεσα άιντε ρούσα παπαδιά κι ανάμεσα στους κλώνους της.
Κι ανάμεσα στους κλώνους της δυ’ αδέ… δυ’ αδέρφια ‘γκαλιασμένα,
τονα τον λε… άιντε ρούσα παπαδιά τονα τον λέγαν Θοδωρή.
Τονα τον λέγαν Θοδωρή, τον άλλο Κωνσταντίνο άιντε ρούσα παπαδιά.
Και η φοβερή ερμηνεία από τον “άρχοντα” του δημοτικού τραγουδιού, Τάκη Καρναβά.
Γενικά, πρόκειται για ένα τραγούδι που έχει λατρευτεί από διάφορα σημεία της Ελλάδος, πρωτίστως της Ρούμελης. Έτσι, σε αυτό το ταξίδι του έχει υποστεί πολλές παραλλαγές, ανάλογα με τον τόπο. Ακολουθούν οι στίχοι έτσι όπως ερμηνεύονταν από την αείμνηστη Δόμνα Σαμίου.
Σαν πήρα έναν κατήφορο στην ά… στην άκρη στο ποτάμι,
και το ποτά… άιντε ρούσα παπαδιά και το ποτάμι ήταν θολό.
Και το ποτάμι ήταν θολό θολό θολό κατεβασμένο,
σέρνει λιθά… άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει λιθάρια ριζιμιά.
Σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα δέντρα ξεριζωμένα,
σέρνει και μια άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει και μια γλυκομηλιά.
Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μή… τα μήλα φορτωμένη,
κι ανάμεσα άιντε ρούσα παπαδιά κι ανάμεσα στους κλώνους της.
Κι ανάμεσα στους κλώνους της δυ’ αδέ… δυ’ αδέρφια ‘γκαλιασμένα,
τα κλαίει η δό… άιντε ρούσα παπαδιά τα κλαίει η δόλια η Ρούμελη.
Τα κλαίει η δόλια η Ρούμελη τα κλαί… τα κλαίει όλος ο κόσμος,
για ειδέστε τα άιντε ρούσα παπαδιά για ειδέστε τα τα κακόμοιρα.
Για ειδέστε τα κακόμοιρα για ειδέστε τα καημένα,
αν δεν φιλιώ… άιντε ρούσα παπαδιά αν δεν φιλιώνταν ζωντανά.
Αν δεν φιλιώνταν ζωντανά φιλιώ… φιλιώνται απεθαμένα,
για ειδέστε τα άιντε ρούσα παπαδιά για ειδέστε τα τα κακόμοιρα.