Οι ιστορίες πίσω από διάσημες φράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά.
«Έμεινε στο ράφι»
Στο Βυζάντιο, οι άνθρωποι συνήθιζαν να τοποθετούν τα παλιά οικογενειακά αντικείμενα πάνω σε ράφια για διακόσμηση. Επομένως, όταν λέμε ότι «κάποιος/α έμεινε στο ράφι», εννοούμε ότι έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, που πρέπει να μπει στη θέση με τα κειμήλια. Συνήθως το έλεγαν ο παλαιότεροι για όσες γυναίκες έμεναν ανύπαντρες.
«Πήρε το κρίμα στο λαιμό του»
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όταν κάποιος πλούσιος διέπραττε αδίκημα και έπρεπε να μπει στη φυλακή, μπορούσε να πληρώσει κάποιον άλλον για να τον αντικαταστήσει. Όμως, το δικαίωμα είχαν όσοι θα φυλακίζονταν για 1 χρόνο.
Αυτοί που δέχονταν να πάρουν τη θέση του πλούσιου λέγονταν «κριματάρηδες», καθώς επωμίζονταν τις ευθύνες άλλων.
«Νισάφι πια»
Με την έκφραση αυτή θέλουμε να δείξουμε την αγανάκτησή μας και να ζητήσουμε έλεος. Δεν υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο για την έκφραση, αλλά εξηγείται ετυμολογικά. Προέρχεται από την τουρκική λέξη «Insaf» που σημαίνει «έλεος» και από την αραβική «νασφ» ή «νασφέτ» που σημαίνει «δικαιοσύνη» ή «όταν πράττεις δίκαια».
«Γλέντι τρικούβερτο»
Στη γλώσσα των ναυτικών, κουβέρτα ονομάζεται το κατάστρωμα. Επομένως, η φράση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε ένα γλέντι μεγάλο, παρομοιάζοντάς το με ένα τεράστιο καράβι που έχει τρία καταστρώματα.
«Mάζευε κι ας είν’ και ρώγες»
Κάποτε, υπήρχε στα Σπάτα Αττικής ένας μεγάλος γαιοκτήμονας που καλλιεργούσε αμπέλια. Κάθε χρόνο, η σοδειά του ήταν πολύ μεγάλη. Συνήθιζε να αφήνει τα μικρά τσαμπιά με σταφύλια πάνω στα κλήματα για να τα παίρνουν οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής.
Όμως, κάποια χρονιά, η σοδειά ήταν μικρή και τα κέρδη πενιχρά. Τότε, ο γιος του αμπελοκτηματία τον ρώτησε αν θα μάζευαν όλα τα τσαμπιά, ακόμα και αυτά με τα μικρά σταφύλια, παρόλο που δεν το είχαν κάνει ποτέ. Τότε, ο πατέρας του του είπε: «Μάζευε κι ας είν’ και ρώγες».
«Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς»
Όταν ο Όθωνας ήταν βασιλιάς της Ελλάδας, είχε επισκεφτεί το Ναύπλιο. Κάποια στιγμή, βρέθηκε στην ταβέρνα της Μιχαλούς. Ήταν αρκετά παραδόπιστη ενώ εκμεταλλευόταν τον κόσμο. Μετά τον θάνατο του άντρα της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που της έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός.
Όποιος δεν ήταν συνεπής, η Μιχαλού τον προσέβαλλε πολύ άσχημα. Κάποτε, κάποιος άνδρας της χρωστούσε χρήματα, αλλά δεν μπορούσε να βρει πώς θα την εξοφλήσει. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έπαιρνε τους δρόμους και παραμιλούσε μέσα στην απελπισία του γιατί δεν ήταν εύκολο να τα βάλει με τη Μιχαλού.
Όταν κάποιος ρωτούσε τι του συνέβαινε και είναι σε αυτή την άθλια κατάσταση, του έλεγαν: «χρωστάει της Μιχαλούς»