Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας
Πέμπτη βράδυ στις 24 Οκτώβρη παρουσιάστηκε στο Αγρίνιο το τελευταίο-έβδομο κατά σειρά-βιβλίο του Αιτωλοακαρνάνα παλαίμαχου Δημοσιογράφου Παναγιώτη Σόμπολου, με τίτλο «Βεντέτες» όπου περιγράφονται εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα.
Ο Δήμος Αγρινίου και οι Εκδόσεις Πατάκη, που εκπροσωπούνται στο Αγρίνιο από το Βιβλιοπωλείο «Βιβλιοτρόπιο» της κυρίας Ματίνας Δάμπλια, οργάνωσαν την εκδήλωση στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αγρινίου, στο σχεδόν εκατόχρονο κτήριο όπου στεγαζόταν η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Πλατεία Δημοκρατίας στο κέντρο του Αγρινίου.
Η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά με πάνω από 120 φιλομαθείς πολίτες του Αγρινίου αλλά και από άλλες περιοχές. Πολλοί συνωστίστηκαν στην είσοδο αλλά και στα προπύλαια του εμβληματικού κτηρίου.
Συντονιστής στην βιβλιοπαρουσίαση ήταν ο εκδότης της Αγρινιώτικης Εφημερίδας «Μαχητής» (η αρχαιότερη εφημερίδα της Αιτωλοακαρνανίας, ιδρύθηκε πριν 63 χρόνια) κύριος Νικόλαος Κανής, γνώστης της ειδησεογραφίας πολλών δεκαετιών.
Καλωσόρισε τους καλεσμένους στην εκδήλωση και κάλεσε στο βήμα τον Πρωτοπρεσβύτερο πατέρα Ιωάννη Γκιάφη, Πολιτικό Επιστήμονα-Θεολόγο, Προϊστάμενο του Ιερού Ναού Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου «Βεντέτες» του Πάνου Σόμπολου, εκ μέρους του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.κ. Δαμασκηνού.
Ακολούθησε ο χαιρετισμός του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου του Αγρινίου, κυρίου Κωνσταντίνου Ανδ. Ζώη, ο οποίος απευθύνθηκε στο κοινό του Αγρινίου, στον συγγραφέα και τους εισηγητές λέγοντας:
«Είναι ιδιαίτερη χαρά να βρίσκομαι σήμερα εδώ και να εκπροσωπώ τον Δήμο Αγρινίου, αλλά περισσότερο διακατέχομαι από συναισθήματα συγκινήσεως, διότι χαιρετίζω σε μία εκδήλωση για την παρουσίαση ενός βιβλίου που συνέγραψε ένας συγγραφέας, ο κύριος Σόμπολος που υπήρξε ένας διαπρεπής δημοσιογράφος σε όλη του την σταδιοδρομία».
Στο πάνελ των εισηγητών παρακάθησαν οι εξ’ επαγγέλματος γνώστες των θεμάτων των βιβλίων του Συγγραφέα Πάνου Σόμπολου. (οι ομιλίες των συντονιστών ακολουθούν στο τέλος του κειμένου).
Ο κύριος Νικόλαος Κατσακιώρης, Αντιπεριφερειάρχης Οικονομικής Πολιτικής και Δημοσιονομικού Ελέγχου Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, με γνώση των κοινωνικών θεμάτων που απορρέει από τις θέσεις του που υπηρέτησε και υπηρετεί τον τόπο.
Η κυρία Παναγιώτα Βαρσάμου, Αντεισαγγελέας Εφετών, που υπηρετεί το Νομικό σύστημα της χώρας μας, γνωρίζει όλες τις πτυχές του νόμου που διέπει τα τελεσθέντα σοβαρά εγκλήματα, ειδικά αυτά που καταγράφει ο συγγραφέας στα βιβλία του.
Ο Αστυνόμος Α’ της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αγρινίου κύριος Θωμάς Μπαρμπάκης, σαν διώχτης του εγκλήματος, είναι ο κατ’ εξοχήν γνώστης των συνθηκών που συνέβησαν πολλά αποτρόπαια εγκλήματα στην Ελλάδα, σαν αυτά που περιγράφει ο συγγραφέας.
Η Εκδότρια της καθημερινής Αγρινιώτικης εφημερίδας «Συνείδηση», κυρία Νάντια Σαμαρά σαν επαγγελματίας δημοσιογράφος, γνωρίζει και δημοσιεύει στην έγκριτη εφημερίδα της ότι συμβαίνει στην κοινωνία, συμβάλλοντας με τις δημοσιεύσεις της στην ενημέρωση των πολιτών και κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αποφυγή μελλοντικών εγκλημάτων.
Και τέλος ο Συγγραφέας επί 45ετία-όπως «ομολόγησε»- Πάνος Σόμπολος, που έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα καλύπτοντας το Αστυνομικό ρεπορτάζ. Με τα χρόνια της εμπειρίας του έγινε μοναδικός και αξεπέραστος παρουσιαστής των σοβαρών εγκλημάτων στην χώρα τα τελευταία 40-50 χρόνια. Η εργασία του τον έφερνε στον τόπο του εγκλήματος και οι συνεντεύξεις του με τους άμεσα εμπλεκόμενους ήταν «εξ επαφής».
Και μπορούμε να πούμε ότι η νηφαλιότητα και η ειλικρίνεια των συνεντεύξεων του τον έκανε αγαπητό σε όλους, ειδικά στους Αστυνομικούς της δίωξης του εγκλήματος, γιατί δεν «μπλεκόταν στα πόδια τους», όπως με εριστικό τρόπο κάνουν πολλοί συνάδελφοί του, προκειμένου να εκμαιεύσουν με επιθετικό τρόπο, από τους αστυνομικούς την ώρα που κάνουν την δουλειά τους, στοιχεία του διαπραχθέντος εγκλήματος.
Ακόμα ο Πάνος με τον μειλίχιο τρόπο της ομιλίας του προσέγγιζε ακόμα και τους στυγερότερους εγκληματίες εκτελώντας το λειτούργημά του σαν Αστυνομικός συντάχτης. Έτσι γινόταν ομιλητικοί μαζί του, ενώ με άλλους είχαν «ραμμένο το στόμα» και μάλιστα πολλοί από αυτούς του εκμυστηρεύτηκαν τον περίπλοκο τρόπο σκέψεώς τους, που τους οδήγησε στην διάπραξη αποτρόπαιων εγκλημάτων, μη κατανοητών από τον κόσμο…
Όλη αυτή την άμεση εμπειρία του την μεταφέρει στα βιβλία του και φωτίζει πτυχές σκοτεινές από τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την χώρα.
Στο βιβλίο που παρουσιάστηκε καταπιάνεται με 30 περιπτώσεις βεντέτας στον Ελλαδικό χώρο και μίας στο Εξωτερικό.
Όταν μίλησε, τελευταίος από όλους τους επιστήμονες εισηγητές, αναφέρθηκε σε αυτή την μοναδική βεντέτα που περιγράφει με τα παρακάτω λόγια:
«Η λέξη βεντέτα είναι Λατινο-Ιταλική και σημαίνει εκδίκηση. Άρχισε από πολύ παλιά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται πάνω από τριάντα περιπτώσεις βεντέτας και μία εκτός Ελλάδας.
Είναι η περίπτωση μιάς μάνας που μέσα στο δικαστήριο και εδώ είχαμε παρόμοιο περιστατικό, που πατέρας σκότωσε μέσα στο δικαστήριο τον φονιά του παιδιού του, έγινε το ίδιο λοιπόν και σε μια πόλη της Γερμανίας.
Μια μάνα μπήκε μέσα στο δικαστήριο και σκότωσε τον φονιά της κορούλας της επτά χρόνων. Το κοριτσάκι αυτό έφυγε από το σπίτι να πάει στο σχολείο, το βρίσκει ο γείτονάς τους καθ’ οδόν και το παρέσυρε στο δωμάτιό του στο σπίτι του. Εκεί το κακοποίησε, το βίασε, το κοριτσάκι όπως είναι φυσικό φώναζε «Θα το πω στην μάνα μου, θα το πω στον πατέρα μου», τελικά το στραγγάλισε το παιδάκι, τόβαλε σε ένα χαρτοκιβώτιο και το πέταξε σε ένα ρέμα.
Βρέθηκε το σώμα του, συνελήφθη ο δράστης και την πρώτη μέρα που κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου να δικαστεί, μπήκε η μάνα μέσα στην αίθουσα, πυροβόλησε και σκότωσε τον φονιά του παιδιού της.
Αυτή η υπόθεση απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης για πολύ καιρό στο εξωτερικό, δίχασε δικαστές, δίχασε δημοσιογράφους και πολλές φορές αναβλήθηκε η δίκη της μάνας γιατί οι δικαστές σκέφτονταν πολύ για να βγάλουν την σωστή απόφαση. Να την καταδικάσουν ή να την αθωώσουν;
Προβληματίζονταν πολύ και συνεχώς αναβάλλονταν η δίκη».
Συνέχισε ο κύριος Σόμπολος ότι για υποθέσεις βεντέτας στην Κρήτη την Μάνη και την υπόλοιπη Ελλάδα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι εξέλιπε.
Αλλά συνέχισε, «κυρίως στην Κρήτη, ειδικά στις ορεινές περιοχές, δεν θα βρείτε μόνο όπλο, αλλά όπλα όλων των ειδών! Έλεος θεέ μου, τι θα γίνει, δεν υπάρχει κράτος δεν υπάρχει κυβέρνηση να τελειώσει αυτή η ιστορία της οπλοκατοχής».
Είπε ότι στην δεκαετία του 1930, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη της Μάνης, έγινε μία «σταυροφορία» σε συνεννόηση με τους Προέδρους των κοινοτήτων, το Νομάρχη και όλα τα πρόσωπα που επηρέαζαν την τοπική κοινωνία, συμφώνησαν όλοι και ξεκίνησαν μια εκστρατεία κατά της βεντέτας.
Αυτή η εκστρατεία-είπε-«είχε αποτελέσματα, οι σκοτωμοί περιορίστηκαν και όλοι δήλωσαν έτοιμοι να συμβάλλουν για την επιτυχία της.
Ένας μόνον ήταν αντίθετος στην ιδέα, ήταν ο Βουλευτής της περιοχής της Μάνης! Την ιστορία αυτή την αναφέρει στο βιβλίο με ονόματα.
Ήταν αντίθετος γιατί αν στρεφόταν κατά της οπλοκατοχής δεν θα το έβλεπαν με «καλό μάτι» οι ψηφοφόροι του…
Σήμερα, η τωρινή κυβέρνηση θα πρέπει να βάλει ένα τέλος στον παραλογισμό της χρήσης των όπλων και σε συνεργασία με την Ελληνική Αστυνομία να το πετύχει ώστε να εκλείψουν-όσο γίνεται-τα εγκλήματα στην χώρα μας.
Κάποια στιγμή ετούτη, η αυριανή, η μεθαυριανή κυβέρνηση να τελειώσει την οπλοκατοχή, την οπλοφορία και την οπλοχρησία».
Στα πολλά ταξίδια του στην Κρήτη επισκέφθηκε και χωριά που κυριολεκτικά έχουν ερημώσει λόγω του φόβου των αντιποίνων σε περιπτώσεις βεντέτας. Εγκαταλείπουν οι κάτοικοι τα σπίτια και τις περιουσίες τους και φεύγουν μακριά.
Ανέφερε παραδείγματα που κάποιοι έφθασαν μέχρι την Κομοτινή προκειμένου να φύγουν όσο γίνεται πιο μακριά από το χωριό τους που κατάντησε εφιαλτικό να μένει κανείς.
Μετανάστευση λόγω βεντέτας…
«Αν πάει κάποιος-συνέχισε- στα ερημωμένα χωριά της Κρήτης και της Μάνης στα νεκροταφεία τους, βλέπει στους σταυρούς τα ονόματα και αιτιολογικό θανάτου την δολοφονία τους…»
Και έκλεισε λέγοντας: «Κάποτε θα πρέπει να σταματήσουμε να «παίρνουμε τον νόμο στα χέρια μας», έχουμε δικαιοσύνη, δικαστές και εισαγγελείς που επιβάλουν τον νόμο. Πέρασε η εποχή του Μωσαϊκού νόμου που έλεγε «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Πάνε αυτά, αλλοίμονο, θα γυρίσουμε τώρα χιλιάδες χρόνια πίσω; Είμαστε στο 2024!»
Ακολούθησαν πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις στον συγγραφέα από 3-4 ακροατές στην αίθουσα σχετικά με τα στυγερότερα εγκλήματα που συνάντησε στην καριέρα του, καθώς και για την σύγχρονη εποχή που ζούμε μια έξαρση των ανθρωποκτονιών και της παραβατικότητας των ανηλίκων.
Ο κύριος Σόμπολος απάντησε σε όλα τα ερωτήματα και τελείωσε λέγοντας ότι τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν έξαρση γιατί η γυναίκα δεν είναι πλέον όπως παλιά που «έσκυβε» το κεφάλι στον τύραννο του σπιτιού…
Τώρα πλέον η γυναίκα δεν ανέχεται καταπιεστικές ταχτικές από τον άνδρα και αντιδρά με κάθε τρόπο υπερασπιζόμενη τα δικαιώματά της στην ζωή και στην οικογένεια.
Πράγμα που κάποιοι δεν μπορούν να το «χωνέψουν» και φθάνουν στο έγκλημα.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας κύριος Νεκτάριος Φαρμάκης, ο Δήμαρχος Θέρμου κύριος Σπυρίδων Κωνσταντάρας, η Αντιδήμαρχος Αγρινίου κυρία Γεωργία Μπόκα, Δημοτικοί Σύμβουλοι, δημοσιογράφοι, Πρόεδροι Κοινοτήτων του Δήμου Αγρινίου, ο κύριος Βαϊνάς, πρώην Δήμαρχος Αγρινίου, Νομάρχης Αιτ/νίας και Βουλευτής, πρόεδροι φορέων και συλλόγων, αστυνομικοί και πολλοί φίλοι του καλού βιβλίου, που δεν παρέλειψαν φεύγοντας να ζητήσουν από τον συγγραφέα να υπογράψει τα βιβλία που προμηθεύτηκαν από την κυρία Ματίνα στην είσοδο της αίθουσας, διαδικασία που κράτησε μία ώρα καθώς ο «λαοφιλής» συγγραφέας έκανε διάλογο με όλους, κατά την υπογραφή του βιβλίου τους.
Ακολουθούν οι πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες των εισηγητών του βιβλίου.
———————ο——————
Ομιλία κυρίας Παναγιώτας Βαρσάμου, Αντεισαγγελέως Εφετών.
Βεντέτα: Πρόκειται για λέξη Ιταλική η οποία σημαίνει εκδίκηση ή «γδικιωμός» κατά την λαϊκή γλώσσα. (Σημ. 1η)
Βεντέτα: Εκδίκηση, έθιμο κατά το οποίο σε περίπτωση προσβολής της τιμής ή φόνου, αυτός που υπέστη την προσβολή ή κάποιος συγγενής του θύματος ανταποδίδει την προσβολή με παρόμοια ή βαρύτερη πράξη κατά του δράστη ή συγγενικού του προσώπου.
Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Κορσική και σήμαινε κατάσταση έχθρας προερχόμενης από ύβρη ή φόνο η οποία επεκτείνονταν και μεταδιδόταν σε όλους τους συγγενείς του θύματος μέχρι την στιγμή κατά την οποία λάμβαναν και αυτοί ικανοποίηση με τον ίδιο τρόπο.
Στο τέταρτο αυτό μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, μετά την Σικελία, την Σαρδηνία και την Κύπρο, η χρόνια διαμάχη μεταξύ των οικογενειών ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη.
Όπως αναλυτικά επισημαίνεται στο βιβλίο του κ. Πάνου Σόμπολου και στη χώρα μας, στην Κρήτη και στη Μάνη οι πράξεις αυτοδικίας και οι βεντέτες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες, τροφοδοτούμενες από ένα μακροχρόνιο κύκλο ανταποδοτικής βίας.
Αυτός ο συνεχής κύκλος εκδίκησης και αντιποίνων καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον τερματισμό της διαμάχης ειρηνικά.
Οι διαμάχες που αφορούν μέλη της οικογένειας ή συνεργάτες των αρχικών μερών οδηγούν σε ακραίες πράξεις βίας, όπως αυτή με την οποία ξεκινά το βιβλίο με τον τίτλο «Η σφαγή στα Βορίζια» .
Τα Βορίζια είναι ένα χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη, στο οποίο ανήμερα της γιορτής του του προστάτη του Αγίου Φανουρίου, στις 27 Αυγούστου 1955, μετά την διάπραξη τριών φόνων από την μια και την άλλη πλευρά, ανιψιός της συζύγου του πρώτου δράστη που διέπραξε τον πρώτο φόνο σκοτώνοντας τον Δασοφύλακα του χωριού, πήρε στα χέρια του μια χειροβομβίδα και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του δολοφονημένου δασοφύλακα.
Η ρίψη της είχε αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο τρεις άνθρωποι και να τραυματιστούν δεκατέσσερις, πολλοί από τους οποίους ακρωτηριάστηκαν από την έκρηξη.
Η πράξη της ρίψης της χειροβομβίδας σε πλήθος που μοιρολογεί νεκρό παραβαίνει τον πανάρχαιο εθιμικό κώδικα για τον σεβασμό των νεκρών και μπορεί να προσδιοριστεί ως τυφλό και μαζικό έγκλημα.
Πρόκειται για ακραία βία η οποία εκδηλώνεται ακόμη και σε περιστάσεις που κοινωνικά έχουν επενδυθεί με τον ύψιστο σεβασμό: το μοιρολόι γύρω από τη σωρό ενός νεκρού αμέσως μετά τον θάνατό του.
Ποια ήταν η αντιμετώπιση του δράστη που έριξε την χειροβομβίδα από τη δικαιοσύνη; Του επιβλήθηκε κάθειρξη είκοσι πέντε ετών και χρηματική ποινή 15.000 Δραχμών ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη για μια πράξη που προκάλεσε τον θάνατο τριών και το βαρύ τραυματισμό δεκατεσσάρων συγχωριανών του.
Αντί να βασανιστεί και να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, αντιμετωπίστηκε με επιείκεια και δεκαπέντε χρόνια μετά την καταδίκη του αποφυλακίστηκε!
Στην περίπτωση των Βοριζίων προκαλούν απορία οι κοινωνικές περιστάσεις όπου έγιναν τα εγκλήματα (ημέρα της γιορτής του Προστάτη Αγίου), ο μαζικός χαρακτήρας τους (6 νεκροί και 14 τραυματίες σε διάστημα λιγότερο της μισής ώρας) και ο κλονισμός που έχει επιφέρει στη συλλογική ζωή της κοινότητας μέχρι σήμερα ο φόβος μήπως συμβεί κάτι ανάλογο με τα γεγονότα του 1955.
Στη βεντέτα εντυπωσιάζουν η ομοιότητα των αντιπάλων, η ταυτότητα των στόχων και των κινήσεών τους, η ίδια επαναλαμβανόμενη πράξη η οποία είναι ο φόνος που εκτελείται ως εκδικητική μίμηση ενός προηγούμενου φόνου.
Η μίμηση του προγενέστερου φόνου εξαπλώνεται ολοένα και περισσότερο στην κοινωνία και κυριεύει τους πάντες καθώς μπορεί να επιβληθεί ως καθήκον ακόμα και σε μακρινούς συγγενείς εξ’ αίματος, άσχετους με την προγενέστερη πράξη του φόνου υπερβαίνοντας με τον τρόπο αυτό, καθώς συνεχίζεται η διαδικασία από τη μια γενιά στην άλλη τα όρια του χώρου και του χρόνου.
Οι συγκεκριμένες κοινωνίες στην περιοχή της Μάνης αλλά ιδιαίτερα στην Κρήτη, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «Κοινωνίες βεντέτας».
Πρόκειται δηλαδή για τακτικές όπου η βεντέτα αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση τακτικών και δράσεων στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο σχέσεων, επομένως συνιστά συστατικό στοιχείο της δομής της.
Εξαναγκάζουν το άτομο να ακολουθήσει συγκεκριμένους τρόπους σκέψης και δράσης. Το πέρασμα από την σκέψη στην δράση χαρακτηρίζεται από τη σφοδρότητα της εκδικητικής-δολοφονικής πράξης, την αυτόματη και ταχύτατη εγκληματική και εκδικητική εμπλοκή, την ταχύτητα με την οποία η ατομική πράξη γίνεται συλλογική, την αίσθηση αδυναμίας προφύλαξης και το συνακόλουθο αίσθημα του φόβου που γεννάται από την αλυσιδωτή εκδίκηση.
Αυτή η ακραία έξαρση των κοινωνικών σχέσεων που γεννά η βεντέτα δεν μπορεί να γίνει ανεκτή σε μια ευνομούμενη κοινωνία.
Θεωρώ ότι στην περίπτωση της Κρήτης στην οποία η βεντέτα παρατηρείται από τα παλιά χρόνια και εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, η Πολιτεία επέδειξε μια ύπουλη ανοχή.
Δεκαετίες ολόκληρες έχει γίνει αντιληπτή η ύπαρξη εκατοντάδων όπλων στα σπίτια των κατοίκων της. Ουδέποτε η Πολιτεία επέδειξε την βούλησή της να κατάσχει τα όπλα που κατέχονται παράνομα με αποτέλεσμα η κατάσταση να διαιωνίζεται και οι φονικές πράξεις αντεκδίκησης να μην έχουν τελειωμό και να συνεχίζονται έως τις μέρες μας.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση του δράστη από την ποινική νομοθεσία, ανατρέχουμε στην ποινή που προβλέπεται για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σύμφωνα με το άρθρο 229 του Π.Κ.
Πριν περίπου από τρεις δεκαετίες, για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, όταν αποφασιζόταν ή εκτελούνταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, απειλούνταν η ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ, όταν η πράξη αποφασιζόταν και εκτελούνταν σε βρασμό ψυχικής ορμής, η απειλούμενη ποινή ήταν πρόσκαιρη κάθειρξη διαρκείας 20 ετών κατ’ ανώτατο όριο.
Με το άρθρο 33 § 1 του νόμου 2172/1993 η ποινή του θανάτου καταργήθηκε στο ποινικό δίκαιο.
(Παρέμεινε μόνο στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα στο άρθρο 8 μόνο για κακουργήματα που έχουν τελεσθεί σε πολεμική περίοδο. Ήδη με το άρθρο 2 του Νόμου 3289/2004 καταργήθηκε η θανατική ποινή και στο χώρο του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου).
Με βάση τη διάταξη αυτή κάθε ανθρωποκτονία πλέον που αποφασιζόταν ή τελούνταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση απειλούνταν μόνο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ όταν συνέτρεχαν οι όροι του βρασμού ψυχικής ορμής η ποινή παρέμενε πρόσκαιρη κάθειρξη.
Στην σημερινή του μορφή το άρθρο 299 Π.Κ. έχει ως εξής: «Όποιος σκοτώσει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται κάθειρξη».
Η νομοθεσία και συγκεκριμένα ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει στο άρθρο 84 τη δυνατότητα χορήγησης ελαφρυντικών, όπως π.χ. το γνωστό σε όλους ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου, τα οποία, όταν αναγνωριστεί ότι συντρέχουν από το δικαστήριο, μεταβάλλουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε πρόσκαιρη κάθειρξη 20 ετών κατ’ ανώτατο όριο και της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών ακόμα σε φυλάκιση δύο ετών!
Αυτό είναι το νομικό πλαίσιο που διέπει την τιμώρηση του δράστη ενός φόνου.
Κλείνοντας αυτή την ομιλία, θεωρώ ότι οι εφαρμοστές του Δικαίου, δηλαδή οι συνάδελφοι δικαστές αλλά και οι εισαγγελείς που υποχρεωτικά συμμετέχουμε στη σύνθεση των ποινικών δικαστηρίων, ετοιμάζοντας και εισάγοντας τις ποινικές δικογραφίες προς εκδίκαση, θα συμβουλεύαμε τους πολίτες να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη και να μην λύνουν τις διαφορές τους με ανθρωποκτόνες αυτοδικίες.
Το ερώτημα όμως είναι αν υπάρχει εμπιστοσύνη των πολιτών τόσο στην ελαστική ποινική νομοθεσία όσο και στην εφαρμογή της από τα ποινικά δικαστήρια.
Μήπως η κατάργηση της θανατικής ποινής μπορεί να προκαλέσει αύξηση των ανθρωποκτονιών; Ανθρωποκτονιών που θα προέρχονται όχι μόνο από την πλευρά των ψυχρών δραστών (που είναι δεδομένο ότι δεν φοβούνται πιά) αλλά και από την πλευρά των θυμάτων που θα αυτοδικούν κρίνοντας ανεπαρκή την κρατική αντίδραση.
Δημιουργείται τότε μια κατάσταση ανάγκης στα πλαίσια της οποίας μια περιχαρακωμένη με εγγυήσεις ποινική θανάτωση θα μπορούσε να συντελέσει στην αποτροπή πολλών άλλων ανθρωποκτονιών.
———————ο——————-
Ομιλία κ. Νίκο Κατσακιώρη, Αντιπεριφερειάρχη Οικονομικής Πολιτικής και Δημοσιονομικού Ελέγχου Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας.
«Είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή για μένα να συμμετέχω στην παρουσίαση ενός ακόμη βιβλίου του συμπατριώτη μας και καταξιωμένου δημοσιογράφου και συγγραφέα Πάνου Σόμπολου.
Πριν κάνω οποιαδήποτε αναφορά στο νέο του βιβλίο, θέλω να επισημάνω ότι αδιαμφισβήτητα στο πρόσωπο του Πάνου Σόμπολου η δημοσιογραφία βρήκε τον άνθρωπο της ψυχραιμίας, της αλήθειας, και του μέτρου, γεγονός που αποδεικνύουν τα σαράντα χρόνια της δημοσιογραφικής του πορείας. Έχει καλύψει εκτενώς και επαρκώς, κυρίως μέσα από το αστυνομικό ρεπορτάζ, σχεδόν όλα τα μεγάλα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και όχι μόνο, με οξυδερκή και διεισδυτική ματιά έχοντας ως εργαλείο την ενδελεχή έρευνα και την αντικειμενική διασταύρωση των στοιχείων για την παρουσίασή τους με νηφαλιότητα και σεβασμό στο κοινό. Ανθρωπιά και αίσθημα ευθύνης ακολουθούσαν κάθε του ρεπορτάζ στην πολύχρονη διαδρομή του.
Αυτό, λοιπόν, αποτυπώνεται και στο τελευταίο του βιβλίο «Βεντέτες», το 7ο νομίζω κατά σειρά, στο οποίο μιλάει με σημαντικές ιστορικές αναφορές για τριάντα εγκλήματα βεντέτας που απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη από το 1920 έως και το τέλος του 20ού αιώνα. Βεντέτες για την τιμή της οικογένειας, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντιδικίες για αγροτεμάχια, βοσκοτόπια κι άλλες αιτίες. Το βάρβαρο αυτό έθιμο, για πολλά χρόνια δίχασε κοινωνίες, κατέστρεψε οικογένειες, ξεκλήρισε ολόκληρα χωριά, στην Κρήτη, στη Μάνη αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπως και σε κάποιες χώρες του εξωτερικού.
Με βάση λοιπόν την πολύτιμη εμπειρία του στο αστυνομικό ρεπορτάζ και όντας πιστός στην έρευνα και τη διασταύρωση στοιχείων, εργαλεία πολύτιμα στη διάρκεια της καριέρας του, συνέλεξε, μέσα από έγκυρες πηγές, το υλικό για τη συγγραφή των βιβλίων του. Επικοινώνησε με κομβικά πρόσωπα εμπλεκομένων οικογενειών, με δικηγόρους που διαχειρίζονταν υποθέσεις βεντέτας, αστυνομικά στελέχη στην Κρήτη, ερεύνησε ψηφιοποιημένα αρχεία, μελέτησε λεπτομερώς το βιβλίο του αείμνηστου ποινικολόγου Δημήτρη Ξυριτάκη, παλιές εφημερίδες, κ.λπ.. Αλλά φυσικά και από το προσωπικό του αρχείο. Επειδή, λοιπόν, ο Πάνος Σόμπολος κάποιες από τις βεντέτες μας τις μετέδωσε ως δημοσιογράφος, και ως ένας απόλυτα αξιόπιστος επαγγελματίας, συνομίλησε με τους πρωταγωνιστές τους, και με τις οικογένειες θυμάτων κατέδειξε με ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο τρόπο τις κοινωνικές και προσωπικές αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν τα εγκλήματα αυτά. Θα έλεγα λοιπόν ότι όπως από όλα τα βιβλία του, έτσι και από τις Βεντέτες μπορεί, κάποιος ειδικός, ν΄ αντλήσει πολλά στοιχεία για την κατανόηση ενός εγκλήματος.
Γιατί η επιστήμη της εγκληματολογίας, που είναι ένας κλάδος των κοινωνικών επιστημών (που σχετίζονται και με τις δικές μου πρώτες σπουδές), μελετά τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που συντελούν στην εγκληματική συμπεριφορά, με στόχο να προσδιορίσει τα αίτια της εγκληματικότητας και να προτείνει στην πολιτεία, μέτρα για την αντιμετώπιση και τη μείωσή της.
«Οι βεντέτες» είναι ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας, μέσα από ενδελεχή έρευνα, εντοπίζει το έθιμο της αυτοδικίας από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, που πιστεύω ότι εκτός του ότι θ’ αποτελέσει πολύ χρήσιμο εγχειρίδιο για τον ιστορικό του μέλλοντος, θα προσθέσει ένα ακόμη λιθαράκι για την αποτροπή του βάρβαρου αυτού εθίμου, που τουλάχιστον στην Κρήτη υπάρχει ακόμα. Δεν είναι τυχαίο πως στις «Βεντέτες» του, ο Πάνος Σόμπολος, με την πείρα και την ευαισθησία που τον χαρακτηρίζουν, δεν αποκαλύπτει τα ονοματεπώνυμα των «πρωταγωνιστών» του για να μην τραυματίσει τους συγγενείς των κατοπινών γενεών και να μην αναμοχλεύσει πάθη ή ανοίξει ξανά παλιές πληγές.
Γιατί ο τρόπος της αφήγησης του Πάνου Σόμπολου αναβιώνει με μυθιστορηματικό ύφος το θρίλερ της πραγματικής ζωής με κάθε λεπτομέρειά του, η οποία συγκλονίζει πραγματικά τον αναγνώστη. Για παράδειγμα. περιγράφει πώς στα Βορίζια της Κρήτης, τη δεκαετία του 1950, μέσα σε δύο ώρες έγινε μια πραγματική σφαγή που άφησε πίσω της 6 νεκρούς και 14 τραυματίες. Σ΄ αυτή τη βεντέτα, η οποία ξεκίνησε από μια δασική παράβαση για παράνομη κοπή ξύλων, χρησιμοποιήθηκαν όλων των ειδών τα όπλα, ακόμη και χειροβομβίδες που ακρωτηρίασαν ανθρώπους και τους άφησαν ανάπηρους για όλη τους τη ζωή. Διαβάζοντας αυτά και άλλα πολλά περιστατικά βεντέτας ένας σύγχρονος άνθρωπος που θλίβεται με τους νεκρούς των πολέμων στον πλανήτη δεν μπορεί να μην συγκλονίζεται που με αφορμή κάποια, συνήθως ασήμαντα για τον σύγχρονο άνθρωπο, ζητήματα προσβολής ή αμφισβήτησης της τιμής ξεκινούσε ένα ματωμένο γαϊτανάκι φονικών, που διαρκούσε ακόμα και αιώνες μετά, πλήττοντας πολλές γενιές.
Ας ευχηθούμε ότι «Οι βεντέτες», που έφτασαν κάποτε να αποτελούν μόνιμες στήλες στην καθημερινή ειδησεογραφία, και ακόμη υπάρχουν, όπως αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος, κάποτε να μην αποτελούν παρά ζοφερά λαογραφικά στοιχεία του παρελθόντος.
Γιατί η αντίδραση τόσο του θύτη όσο και του περιβάλλοντος του θύματος σ΄αυτού του είδους τα εγκλήματα, όπως και σε κάθε έγκλημα θα προκαλεί πάντα τις πολιτισμένες κοινωνίες, που εργάζονται διαρκώς και αδιαλείπτως στην υπόθεση συντήρησης του οικοδομήματος του νομικού και κοινωνικού πολιτισμού.
Πιστεύω όμως ότι όπως λένε οι νομοθέτες μας, το θέμα δεν είναι να επιβάλεις τιμωρία στον πολίτη που εκτελεί βεντέτα. Το θέμα είναι να προλάβεις το φονικό και ο μόνος τρόπος για να το πετύχεις, είναι να εκπαιδεύσεις τον πολίτη, ώστε να μη χρειαστεί καν να το σκεφτεί.
Ευελπιστώ, τέλος, ότι οι προηγμένες κοινωνίες θα αποτελούνται από πολίτες, που θα ελέγχουν το θυμικό τους, θα εμπιστεύονται στον νόμο την αποκατάσταση της τιμής και της υπόληψής τους και δεν θα αυτοδικούν μέσα σ΄ ένα φαύλο κύκλο αίματος, αλλά θα εμπιστεύονται τα θεσμοθετημένα όργανα του κράτους.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω και πάλι ότι είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα να βρίσκομαι εδώ, γιατί ο Πάνος Σόμπολος, από τον Καραϊσκάκη του Αστακού Αιτωλοακαρνανίας, διέγραψε μια απόλυτα φωτεινή επαγγελματική πορεία, με πολλά εύσημα κι αυτό νομίζω κάνει περήφανο κάθε συμπολίτη μας. Γιατί κατάφερε με το σπάνιο ήθος του και τις αξίες με τις οποίες εργάστηκε ν΄ αφήσει παρακαταθήκη στις νέες γενιές δημοσιογράφων που νομίζω ιδιαίτερα σήμερα χρειάζονται τέτοιους δασκάλους. Ας πατήσουν λοιπόν στα βήματά του. Γιατί τον δημοσιογραφικό πολιτισμό τον έχουν ανάγκη και η σύγχρονη δημοσιογραφία αλλά και όλοι εμείς.
Όσο για το βιβλίο του, θεωρώ πραγματικά ότι αποτελεί μια εξαιρετική αφορμή να σηκώσουμε τα μάτια από τις οθόνες των κινητών μας.
Σας ευχαριστώ».
——————-ο———————
Ομιλία κ. Θωμά Μπαρμπάκη, Αστυνόμου Α’ της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αγρινίου.
Καλησπέρα σας. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος σήμερα να προλογίζω το βιβλίο του εξαιρετικού δημοσιογράφου και συγγραφέα κ. Πάνου Σόμπολου τον οποίο και ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνει να βρίσκομαι εδώ στο πάνελ της παρουσίασης του νέου του βιβλίου. Η αλήθεια είναι, ότι τον κ. Πάνο Σόμπολο αν και δεν τον ήξερα προσωπικά, πάντα για εμάς τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, αποτελεί μια οικεία προσωπικότητα, ο οποίος αφουγκραζόνταν τα προβλήματα και τις ανησυχίες του επαγγέλματος μας, οπότε όπως καταλαβαίνετε θεωρώ αυτή την στιγμή αρκετά τιμητική αλλά και συγκινητική για μένα, να προλογίζω δηλ. το βιβλίο του.
Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο «Βεντέτες-Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα», το πρώτο πράγμα που έκανε ιδιαιτέρως θετική εντύπωση και στο οποίο που θα ήθελα να σταθώ είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο με εμφανή την κοινωνική του διάσταση μέσα από την καταγραφή των περιστατικών και των εγκλημάτων βεντέτας. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτυπώνει μέσω της ερευνητικής αλλά και δημοσιογραφικής προσπάθειας ένα τεράστιο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και όχι μόνο ελληνικής, διότι όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου τα εγκλήματα βεντέτας δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Και ασφαλώς είναι κοινωνικό πρόβλημα, διότι όπως πολύ γλαφυρά καταδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Βεντέτες», οι συνέπειες αυτού του «εθίμου» δυστυχώς αφήνουν μέχρι και σήμερα το αποτύπωμά τους, επηρεάζοντας ανθρώπους, οικογένειες ή ακόμη και ολόκληρα χωριά ή κωμοπόλεις.
Συνηθίζεται, στις παρουσιάσεις βιβλίων να μιλάμε για την αξία αυτών. Όσο όμως τετριμμένο κι αν ακούγεται, η αξία του βιβλίου «ΒΕΝΤΕΤΕΣ» είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς αφήνει μια μεγάλη κληρονομιά αποτυπώνοντας το ιστορικό του ιδιαίτερα σκληρού αυτού εθίμου της βεντέτας στην Ελλάδα. Η γνώση που προσφέρεται μέσω της καταγραφής των πραγματικών περιστατικών, είναι πολύτιμη καθώς έρχονται στην επιφάνεια πτυχές του εθίμου οι οποίες χωρίς αυτήν την συγγραφή δεν γίνονταν ποτέ ευρέως γνωστές. Και όπως σωστά έχει ειπωθεί «Όποιος ξεχνά το παρελθόν του είναι υποχρεωμένος να το ξαναζήσει». Εκτός από την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων, τα οποία από μόνα τους έχουν τεράστιο ενδιαφέρον, καθώς αναφέρονται και περιστατικά τα οποία μπορεί να είναι και μοναδικά στο αστυνομικό ή δικαστικό χρονικό της ελληνικής κοινωνίας, εγώ θα ήθελα να σταθώ και στο γεγονός ότι μέσα από τις γραμμές του βιβλίου του κ. Πάνου Σόμπολου γίνεται, με διακριτικό αλλά σαφή τρόπο, και μία προσπάθεια εντοπισμού των αιτιών που οδήγησαν στην διαιώνιση αυτού του «εθίμου». Ποιο ήταν αυτό το ισχυρό κίνητρο που οδηγούσε τους δράστες να προβαίνουν στα εγκλήματά τους αν και ήξεραν, και αυτό είναι και σημαντικό, το γεγονός δηλ. ότι ήξεραν, ότι οι συνέπειες θα ήταν σημαντικές και γι’αυτούς. Ή θα κατέληγαν με κάποια σοβαρή καταδίκη ή θα κατέληγαν να είναι τα επόμενα θύματα. Ποια ήταν η γενεσιουργός αιτία αυτού του εθίμου. Ήταν οι εγωιστικές συμπεριφορές και τα πάθη; Ήταν η βαθιά πίστη σε κάποιες παραδόσεις έστω και βάρβαρες ή θανατηφόρες; Ήταν η δίψα για εκδίκηση; Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, τουλάχιστον εγώ, και φαντάζομαι και ο μελλοντικός αναγνώστης, θα προβληματιστεί αρκετά σε σχέση με αυτήν την πτυχή των εγκλημάτων βεντέτας στην Ελλάδα.
Εκτός όμως από την πολύτιμη συνεισφορά του βιβλίου, ο μελλοντικός αναγνώστης μπορεί να είναι βέβαιος ότι πρόκειται και για ένα πολύ ενδιαφέρον σύγγραμα. Και είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, γιατί η όλη συγγραφική προσπάθεια δεν αποτελεί μια στείρα καταγραφή των γεγονότων βεντέτας στην Ελλάδα μέσα από την απλή αναφορά των περιστατικών που έγιναν. Ο κ. Πάνος Σόμπολος καταφέρνει μέσα από την γραφή του να συνδέσει υπό το μανδύα της καταγραφής των περιστατικών βεντέτας διάφορες οπτικές και προβληματισμούς. Διάχυτη στο βιβλίο ασφαλώς υπάρχει η δημοσιογραφική ματιά του Πάνου Σόμπολου, μέσω της έρευνας που έχει διενεργήσει για να συλλέξει τα στοιχεία, η οποία πρέπει να αναγνωρίσω ότι σίγουρα θα ήταν αρκετά δύσκολη. Υπάρχει όμως και το δικαστικό ενδιαφέρον, μέσα από την κρίση των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για τα διάφορα εγκλήματα, υπάρχει και το αστυνομικό ενδιαφέρον μέσα από την αντιμετώπιση των γεγονότων και την προσπάθεια πρόληψης αυτών και σίγουρα όπως είπαμε υπάρχει και ο κοινωνικός προβληματισμός που θα δημιουργήσει το βιβλίο στον αναγνώστη σχετικά με το έθιμο της βεντέτας. Και οφείλω να αναγνωρίσω οι αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος έκδοσης αυτού του βιβλίου θα ήταν αρκετές και δύσκολες, καθώς μιλάμε για μια έρευνα η οποία ξεκινά από την δεκαετία του 1930, με ότι αυτό συνεπάγεται για την εξεύρεση πηγών και αρχείων. Aλλά δεν είναι μόνο τα αρχεία που καθιστούν αυτό το εγχείρημα δύσκολο, αλλά και το γεγονός ότι ο Πάνος Σόμπολος ταξίδεψε σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, προκειμένου να βρει πηγές και να συνομιλήσει με ανθρώπους για τα περιστατικά που αναφέρονται στο βιβλίο του έτσι ώστε να τα αποτυπώσει με όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικό τρόπο.
Τελειώνοντας, θα ήταν σημαντική παράλειψη μου να μην αναφέρω ότι όλα τα ανωτέρω αποτυπώνονται με την αντικειμενική γραφή του Πάνου Σόμπολου. Ο κ. Σόμπολος νομίζω ότι είναι γνωστός για την αντικειμενικότητα των ρεπορτάζ του, και δεν θα μπορούσε να μην γίνει το ίδιο γίνεται και στο βιβλίο του, καθώς τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσω της ακριβούς παράθεσης του, χωρίς να υπάρχει έστω στο ελάχιστο κάποια υποκειμενική προσέγγιση υπερ της μίας ή της άλλης πλευράς.
Κ. Σόμπολε, εύχομαι καλοτάξιδο το νέο σας βιβλίο, στους μελλοντικούς αναγνώστες μπορώ να τους διαβεβαιώσω ότι θα εντυπωσιαστούν από την συγγραφική αυτή προσπάθεια, και προσωπικά αναμένω με ανυπομονησία την νέα σας προσπάθεια με την ευχή να μην αργήσει. Ευχαριστώ.
———————-ο———————
Σημ. 1η γράφοντος. Στην Μανιάτικη γλώσσα «γδικιωμός» δεν είναι μόνο η εκδίκηση. Είναι και η τιμωρία μιας αδικίας, που με τον φόνο αποκαταστάται η δικαίωση.
Α.Κ.Κ.
agrinionews.gr