ΣΑΛΑΧΙ
Έμοιαζε έξυπνος άντρας. Τον συνάντησα στη Βαρκελώνη, μια μέρα που ο ήλιος έκαιγε τόσο πολύ που αχρήστευε τις βεντάλιες. Μόλις είχα βγει απ’ το ενυδρείο κι αναζητούσα μανιωδώς ένα τσιγάρο. Αν και, αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, κάτι άλλο έψαχνα.
Είχα βαρεθεί. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Όμορφοι άντρες, χωρίς περιεχόμενο.
Μόλις τον είδα, όμως, ένιωσα... Όχι, δεν ένιωσα πεταλούδες στο στομάχι, τι είμαι, δεκαπέντε χρονών να ερωτοχτυπιέμαι; Απλά, ένα απαλό τσίμπημα, ένα μικρό κεντρί μέλισσας που στιγμιαία σε βγάζει έξω απ’ την πραγματικότητά σου. Ήταν χωμένος σ’ ένα βιβλίο, χωρίς να δίνει καμία απολύτως σημασία στο χάος που δημιουργούσαν τα παιδάκια στην παραδίπλα ουρά που ήθελαν να μπουν μέσα και να παίξουν με τους πιγκουίνους. Τα σκούρα, πρασινωπά γυαλιά του έπεφταν με χάρη στην ολόισια μύτη του. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να τον πλησιάσω. Τι είχα να χάσω; Ο τίτλος του βιβλίου ήταν στα ελληνικά, άρα μάλλον θα μιλούσε κι ελληνικά.
Πήρα θάρρος.
Ζήτησα τσιγάρο. Δεν κάπνιζε. Είχε, όμως, να μου
προσφέρει κάτι άλλο.
- Θες ν’ ακούσεις μια ιστορία;
- Σχετικά με τι;
- Για το σαλάχι.
Σαλάχι, τι είναι το σαλάχι; Κάτι μου θύμιζε. Α, ναι, ήταν αυτό το παράξενο ψάρι που μοιάζει να χαμογελάει. Ας είναι. Δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω αυτή τη στιγμή.
- Ναι, πες μου.
- Ξέρεις πώς ονομάστηκε έτσι;
-…
- Πριν πολλά-πολλά χρόνια, πριν καν γεννηθούμε εσύ κι εγώ, όταν ακόμη τα δίχτυα τα έριχναν με παραδοσιακούς τρόπους, αυτό το πλάσμα ήταν πολύ-πολύ σπάνιο. Οι ψαράδες άρχισαν να λένε περνάει μόνο σα(ν) λάχει. Έτσι, ονομάστηκε σαλάχι. Κατάλαβες;
Κατάλαβα. Όπως είπα στην αρχή, έμοιαζε έξυπνος.
***
|