Από το 1943 και την ίδρυση της ως το 1960 σχεδόν, η Φίνος Φιλμ κράτησε στα σενάριά της μια νοσταλγική, αλλά και απολογητική στάση απέναντι στο παλιό που φεύγει.
Οι περισσότερες ταινίες της είχαν ως κύριο ή περιφερειακό θέμα την σύγκρουση ανάμεσα στον κόσμο που φεύγει και τον νέο που ανατέλλει.
Ο Ανέστης ο αμαξάς στο «Αμαξάκι», ο Παυλάρας με τον Πετράκη στην «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», η Θεώνη στο «Θησαυρό του μακαρίτη», ο Βάγγος στο «Σωφεράκι» και η κυρά Καλλιόπη με τα μαντζούνια της στο «Η κυρά μας η μαμή».
Μας παραδίδονται από τους συγγραφείς αξιοπρεπείς, αλλά ηττημένοι από τον νέο κόσμο. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι αγωνιστές της ζωής αποχωρούν με το κεφάλι ψηλά.
Ο Βάγγος, ο ταξιτζής Μίμης Φωτόπουλος στο «Σωφεράκι» του Γ. Τζαβέλλα το 1951, επιμένει να οδηγεί το σαραβαλάκι του. Ένα προπολεμικό Φίατ του 1928 στο οποίο ο Βάγγος, όχι απλώς είναι προσκολλημένος επάνω του, αλλά το σέβεται και γνωρίζει όλες «τις ιδιοτροπίες του» πάρα πολύ καλά.
«Λεκούμι και νερό» είναι αυτό που χρειάζεται όταν μουλαρώνει. Η ερμηνεία του Φωτόπουλου τον ανέδειξε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950. Έτσι έγινε ο πρώτος έλληνας ηθοποιός που υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με εταιρεία παραγωγής.
Ο Ταξίαρχος Χαρίλαος Ορέστης Μακρής από τη «Θεία απ’ το Σικάγο» είναι ο αρτηριοσκληρωτικός πατέρας αγκιστρωμένος στα πατροπαράδοτα.
Τόσο, που στην αρχή της ταινίας πηγαίνει να αγοράσει ο ίδιος κάλτσες για τις κόρες του – ούτε καν η μητέρα- και τις θέλει και “πηχτές”! Η σύγκρουση με την κοσμοπολίτικη αδερφή του Καλλιόπη, που τους επισκέπτεται με τον αέρα της Αμερικάνας, ήταν αναπόφευκτη.
Η θεία φουμάρει και ντύνεται με πολύχρωμα φορέματα, ή με τζιν παντελόνι και μεξικέν καπελαδούρα.
Ο Ανέστης, που υποδύεται ο Ορέστης Μακρής στο «Αμαξάκι», μας παραδίδεται από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη στο σενάριο, ως ο ορισμός της Αθήνας που χάνεται.
Οι αμαξάδες, στην αρχή χάνουν την πιάτσα τους με “τζίφρα υπουργική” και στη συνέχεια τα “αεροδυναμικά ταξί” κερδίζουν τόσο γρήγορα έδαφος, που ο συνάδελφός του Βασίλης Αυλωνίτης μαθαίνει ως και το “πουανμόρ”.
Στην ίδια ταινία έχουμε και άλλη σύγκρουση με το παλιό. Έχουμε όλη την αίγλη τής προπολεμικής Αθήνας των σαλονιών να ζει μέσα στο φαντασιακό της σαλεμένης πια αρχόντισσας, που ερμηνεύει η Χριστίνα Καλογερίκου.
Η Φίνος Φιλμ, μέσα από τα σενάρια των πολυτάλαντων συνεργατών της δεν τσαλαπάτησε το παλιό, δεν το μουτζούρωσε, αλλά ούτε και το υποβάθμισε.
Δεν το παρουσίασε ως καρικατούρα στα σαρκαστικά νύχια των σεναριογράφων. Του φέρθηκαν με σεβασμό και στάθηκαν με κατάνυξη στο αποχαιρετισμό του.
Η Γεωργία Βασιλειάδου είτε ως Καλλιόπη στο φιλμ του Σακελλάριου «Η κυρά μας η μαμή», είτε ως Θεώνη στο «Θησαυρό του μακαρίτη» του Τσιφόρου, παραμένει όχι απλά αμετακίνητη στο παλαιό, αλλά και συγκρουσιακή.
Η μαμή Καλλιόπη πεισματικά προσκολλημένη στα μαντζούνια και στα βοτάνια της εκμεταλλεύεται την αφέλεια και τη δεισιδαιμονία των χωρικών κόντρα στην επιστήμη που εκπροσωπεί ο Ορέστης Μακρής. Παράλληλα, είναι η μητέρα της νέας επιστήμης, της νέας γενιάς της ιατρικής, του Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Και η Καλλιόπη στο «Θησαυρό του Μακαρίτη» επίσης πεισματικά αρνείται στον εργολάβο να δώσει το σπιτάκι της για πολυκατοικία.
Ο Θόδωρος, Μίμης Φωτόπουλος όσα δίκαννα κι αν επικαλεστεί, στο ομότιτλο κείμενο του Τσιφόρου στο τέλος το παίρνει απόφαση: σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι με «τις νέες ιδέες τους».
Η Τζένη Καρέζη ως «Η νύφη το’ σκασε» επιδίδεται σ’ ένα αγώνα δρόμου με το νυφικό της, ώστε να συναντήσει τον αγαπημένο της, κόντρα σε όλο το παλαιικό καθεστώς. Οι δύσκαμπτες αντιλήψεις των γονιών της που επιτάσσουν να «παντρευτείς αυτόν που σου επιλέξαμε εμείς» φέρνουν και την σύγκρουση και την επανάσταση.
Το αντίο της λατέρνας
Ο Αλέκος Σακελλάριος δημιούργησε έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους τής παλιάς Αθήνας που χάνεται: τον Παυλάρα.
Σηκώνει το μαντήλι και αποχαιρετά με μια πικρή ευαισθησία τη λατέρνα του. Μάλιστα, ο κυρ Αλέκος στην επανάληψη, στο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο» βάζει το μαχαίρι ακόμη πιο βαθειά. Φτάνει στο σημείο να κηδέψει, έστω και σε μια ονειρική σκηνή, την ίδια του τη λατέρνα σε μια σκηνή ανθολογίας.