«Αν καταφέρω να φέρω έστω και μια καινούργια οικογένεια στο χωριό μου, τη Φουρνά, θα είναι επιτυχία». Αυτόν τον στόχο είχε θέσει ο Κωνσταντίνος Μπούργος, δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Ευρυτανίας, πριν από την εκλογή του· και σήμερα αποδεικνύεται προφητικός. Η Φουρνά, που βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μέτρων και κατοικείται από μόλις 120 μόνιμους κατοίκους, έγινε τις τελευταίες μέρες viral.
Η τοπική κοινωνία με επικεφαλής τον ιερέα του χωριού, πατέρα Κωνσταντίνο, και την εκπαιδευτικό Παναγιώτα Διαμαντή, την υποστήριξη της Μητρόπολης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, απηύθυναν μέσω Facebook την Παρασκευή 23 Αυγούστου ανοιχτό κάλεσμα σε οικογένειες με παιδιά να μετοικήσουν στη Φουρνά· με τη δέσμευση να προσφέρουν σπίτι, εργασία τουλάχιστον στον πατέρα της οικογένειας, αλλά και υλικοτεχνική υποστήριξη σε όλα τα μέλη της. Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. «Επικοινωνούσαν μαζί μας με κάθε μέσο, τηλέφωνο ή ηλεκτρονικό μήνυμα, ενώ αμέτρητοι ήταν εκείνοι που καλούσαν απευθείας τον ιερέα στο κινητό του», μεταφέρει στην «Κ» ο Ηλίας Τσώνης, εκδότης των «Ευρυτανικών Νέων», που ανέδειξαν την πρωτοβουλία. «Το δημογραφικό είναι το κατεξοχήν πρόβλημα στα μέρη μας: στην τελευταία απογραφή ο πληθυσμός του νομού μας μειώθηκε κατά 13%».
Ηδη τρεις οικογένειες με δέκα παιδιά έχουν εκδηλώσει πρόθεση να μετακομίσουν στη Φουρνά. «Με καλούσαν άνθρωποι κυρίως από την Αθήνα, είχα όμως ενδιαφερόμενους και από την Κρήτη, τη Χίο και άλλα μέρη», διηγείται ο πατέρας Κωνσταντίνος. «Ηταν σε αδιέξοδο, oικογένειες που αν και δουλεύει τουλάχιστον ο ένας γονέας, αδυνατούν να προσφέρουν τα στοιχειώδη στα παιδιά τους».
Η τοπική κοινωνία της Φουρνάς απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα σε οικογένειες με παιδιά να μετοικήσουν, με την ανταπόκριση να είναι θερμή.
Γέννημα θρέμμα του χωριού ο 49χρονος δημοτικός σύμβουλος έχει ζήσει στο πετσί του τη σταδιακή ερήμωση του χωριού. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Φουρνά», λέει, «έφυγα μετά το γυμνάσιο και εγκαταστάθηκα στο Καρπενήσι». Στα παιδικά χρόνια του 49χρονου το χωριό έσφυζε από ζωή. «Είναι που έχουμε το καλύτερο ελατόδασος». Η τοπική οικονομία στηριζόταν στην υλοτομία. Η περίοδος ακμής του ορεινού χωριού διήρκεσε από το ’50 έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν λειτουργούσε το εργοστάσιο ξυλείας Φουρνά με περίπου 80 εργάτες. Την περίοδο 1986-87 το εργοστάσιο περνάει στη ΔΕΒΙΕ με στόχο τον εκσυγχρονισμό του, αλλά το εγχείρημα ναυάγησε. Το όνειρο της επαναλειτουργίας του εργοστασίου είναι ο καημός των λιγοστών πλέον κατοίκων.
«Απ’ όλους μου τους συμμαθητές, στο χωριό μας ζει μόνον ένας που εργάζεται στην Πυροσβεστική», σημειώνει ο κ. Μπούργος. Στο μονοθέσιο δημοτικό οι μαθητές μέχρι πρότινος ήταν τρεις, στο γυμνάσιο (σ.σ. διαθέτει και λυκειακές τάξεις) οι μαθητές είναι περισσότεροι, αλλά ενισχύονται και από τον πληθυσμό του διπλανού χωριού. Σε πείσμα της συρρίκνωσης του πληθυσμού, στη Φουρνά υπάρχει ΚΕΠ, Δασαρχείο, Πυροσβεστική, πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι», δημοτικός ξενώνας. Η προοπτική είναι οι οικογένειες να στεγαστούν σε διαθέσιμα σπίτια, τα οποία βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Τι μπορεί, ωστόσο, να κάνει ένας νέος άνθρωπος επαγγελματικά στη Φουρνά; «Μπορεί να εργαστεί ως ανεξάρτητος δασεργάτης, να ασχοληθεί με αρωματικά φυτά και βότανα, ακόμη και με καρύδια», απαντάει ο πατέρας Κωνσταντίνος.
«Δεν υπάρχει κανείς να τα μαζέψει και τα τρώνε οι σκίουροι, τη στιγμή που πωλούνται 13 ευρώ το κιλό». Αν υπάρχει κάποιο κεφάλαιο, «υπάρχει ανάγκη για φούρνο που δεν έχουμε, ένα δεύτερο εστιατόριο αλλά και ξενώνα, πολλοί ταξιδιώτες σταματούν εδώ καθ’ οδόν ενώ ορισμένοι έρχονται για αναψυχή». Ο ίδιος έχει χειροτονηθεί ιερέας τα τελευταία τρία χρόνια. «Πριν υπήρξα υλοτόμος και μετά είχα αναλάβει τον δημοτικό ξενώνα». Η επιβίωση σε ένα μικρό χωριό φαίνεται ότι απαιτεί προσαρμοστικότητα. Η κ. Διαμαντή, κάτοχος δύο μεταπτυχιακών και υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, 4η γενιά Ευρυτάνισσα, επέλεξε να επιστρέψει στη Φουρνά με την ευκαιρία του μόνιμου διορισμού της. «Αρχικά ήμουν διστακτική», λέει στην «Κ» η εκπαιδευτικός, «αλλά διαψεύστηκα μια και οι συνθήκες διαβίωσης είναι σαφώς καλύτερες από αυτές των αστικών κέντρων».