Υπήρξε ο πρώτος celebrity της σύγχρονης εποχής. Ήταν διάσημος ρομαντικός ποιητής, φλογερός επαναστάτης, οραματιστής, αλλά και διαβόητος για την προσωπική του ζωή, που προκαλούσε τους συντηρητικούς κύκλους. Ο λόγος για τον Λόρδο Βύρωνα, τον μεγάλο Βρετανό φιλέλληνα, που πέθανε πριν 200 χρόνια στο Μεσολόγγι, σε ηλικία μόλις 36 ετών. Ο θάνατός του στις 19 Απριλίου 1824 αποτέλεσε παγκόσμιο γεγονός για την Ευρώπη της εποχής και για την Αμερική, ενώ στην Ελλάδα θεωρείται εθνικός ήρωας.
Ιδιαίτερα σκανδαλώδεις ήταν οι ερωτικές του σχέσεις, με άντρες και γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η ετεροθαλής αδερφή του. Ο Βύρωνας θεωρείται «τρελός, κακός και επικίνδυνη γνωριμία», όπως τον χαρακτήρισε η εκκεντρική ερωμένη του λαίδη Κάρολαϊν Λαμπ. Τα σκάνδαλα κινδύνεψαν να καταστρέψουν τη φήμη του. Ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βρετανία και να αυτοεξοριστεί.
«Ο Λόρδος Βύρωνας ήταν μια διασημότητα. Ένας ποπ σταρ με τη σημερινή έννοια του όρου. Είναι ο πρώτος, ίσως, που έχει εφεύρει τον εαυτό του ως διασημότητα στη νεωτερική εποχή του 19ου αιώνα», λέει ο Ιωάννης Χουντής ντε Φάμπρι, σύμβουλος της Βουλής των Λόρδων, ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Ο ρομαντισμός στην εξουσία: Όψεις πολιτικής ιδεολογίας του Λόρδου Βύρωνα και η δράση του στην Ελληνική Επανάσταση».
Ο χαρακτήρας του είναι ιδιαίτερα σύνθετος. Από τη μία είναι ένας γοητευτικός ευγενής, που μαγνητίζει τα βλέμματα και αφιερώνει τον εαυτό του σε έναν σκοπό. Και από την άλλη είναι κυκλοθυμικός και κυνικός, σκληρός και μισογύνης.
«Το πιο καίριο στοιχείο στον Βύρωνα ήταν οι αντιφάσεις του. Ο Γκαίτε είχε πει ότι ήταν ένας κινούμενος όγκος αντιφάσεων. Το βλέπουμε στην πολιτική, όπου άλλες απόψεις έχει για τη Βρετανία και άλλες για την Ευρώπη. Ένα άλλο δίπολο είναι το θεωρία και πράξη. Άλλα πράγματα γράφει στην ποίησή του, άλλα στην αλληλογραφία του, άλλα πράγματα διακηρύσσει και πολλές φορές άλλα κάνει στην πραγματικότητα», σημειώνει δίνοντας ως παράδειγμα τη στάση του απέναντι στους Λουδδίτες, δηλαδή τους υφαντουργούς που εξεγέρθηκαν κατά των μηχανών. «Στη Βουλή των Λόρδων τους υποστηρίζει δημόσια. Όμως ταυτόχρονα δίνει εντολή στον δικηγόρο του να αυξήσει τα ενοίκια σε περιοχές που μένουν Λουδδίτες».
«Υποκλιθείτε στον 6ο Βαρόνο Μπάιρον»
Σύμφωνα με τον ιστορικό, οι αντιφάσεις στην προσωπικότητα του Βύρωνα εντοπίζονται ήδη από την αρχή της ζωής του.
Ο Τζορτζ Μπάιρον γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1788. Ο πατέρας του, ο «τρελός Τζακ» ήταν προικοθήρας, που παντρεύτηκε τη Σκωτσέζα κληρονόμο Κάθριν Γκόρντον. Αφού της σπατάλησε την περιουσία, τη χώρισε και έφυγε για τη Γαλλία, όπου πέθανε όταν ο γιος του ήταν 3 ετών. Με χωλό πόδι ήδη από τη γέννησή του, ο μικρός Μπάιρον έζησε με την καταπιεστική και κυκλοθυμική μητέρα του στο Αμπερντίν της Σκωτίας, ενώ ο ίδιος έπεσε θύμα κακοποίησης από την νταντά του.
Η ζωή του αλλάζει ριζικά όταν ήταν 10 ετών, με τον θάνατο του θείου του πατέρα του. «Ανοίγει η πόρτα της τάξης, μπαίνει η δασκάλα και λέει στους μαθητές “υποκλιθείτε στον 6ο Βαρόνο Μπάιρον”. Και οι συμμαθητές του σηκώθηκαν και υποκλίθηκαν. Το πώς ένιωσε αυτό το παιδί εκείνη την ημέρα, δεν το ξέρουμε», λέει ο κ. Χουντής. Σύμφωνα με την αφήγηση, ξέσπασε σε κλάματα.
Από τότε απολαμβάνει όλα τα προνόμια ενός λόρδου. Μετακομίζει στο Λονδίνο, πηγαίνει στο διάσημο σχολείο Χάροου και σπουδάζει στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Εκεί ζει «τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής του», κατά τον ίδιο. Είναι η περίοδος που δοκιμάζει τον ηδονιστικό τρόπο ζωής. Στην ηλικία των 17 ετών, ερωτεύεται τον νεαρό Τζον Έντλεστον, χορωδό στο κολέγιο Τρίνιτυ στο Καίμπριτζ
Το Grand Tour στο Λεβάντε
Το 1809, θεωρείται χρονιά-σταθμός. Αρχικά λαμβάνει επίσημα την έδρα του στη Βουλή των Λόρδων. Λίγους μήνες μετά, αναχωρεί για το Grand Tour στο Λεβάντε, τη Μεγάλη Περιοδεία, που πραγματοποιούσαν οι Βρετανοί ευγενείς, στην ενηλικίωσή τους. Το ενδιαφέρον του Λόρδου Βύρωνα για την Ανατολή είναι έντονο. Κάποιοι ερευνητές επιμένουν ότι μεταξύ άλλων επιζητούσε τη σεξουαλική ελευθερία, σε μια εποχή συντηρητικών ηθών, όπου η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν κακούργημα στη Βρετανία.
Ο Λόρδος Βύρωνας πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια στην Πορτογαλία, τη Μάλτα, το Γιβραλτάρ, την Αλβανία και την Ελλάδα. Βρέθηκε για λίγο και στο Μεσολόγγι, χωρίς να γνωρίζει ότι θα ήταν ο τόπος που 15 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Πριν επιστρέψει στην Αγγλία, έκανε σταθμό στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα, όπου φέρεται ότι σχετίστηκε με τον 15χρονο Γάλλο Νικολό Ζιρό και ερωτεύτηκε πλατωνικά την 12χρονη Τερέζα Μακρή, για την οποία έγραψε το ποίημα «Η Κόρη των Αθηνών».
Στην Αθήνα γράφει και το περίφημο ποίημα «Η Κατάρα της Αθηνάς», εκφράζοντας την αντίθεσή του για τη βαρβαρότητα του Λόρδου Έλγιν που απέκοψε με βιαιότητα τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
«Ξύπνησα το πρωί και βρήκα τον εαυτό μου διάσημο»
Επιστρέφοντας από τη Μεγάλη Περιοδεία, ο Λόρδος Βύρωνας εγκαινιάζει μια νέα φάση της ζωής του. Μεταξύ του 1811 και του 1816 είναι ενεργό μέλος της Βουλής των Λόρδων, σε μια περίοδο που ξεσπούν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι στην Ευρώπη. Η εμπειρία που αποκτά ως ενεργός πολιτικός και νομοθέτης του είναι πολύτιμη, όταν έρχεται στην Ελλάδα.
Από την άλλη ασχολείται με την ποίηση. Με το «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», εγκαινιάζει τον «βυρωνικό ήρωα», έναν χαρακτήρα ατίθασο, βασανισμένο, εκδικητικό, κυνικό αλλά και συνάμα παθιασμένο, γοητευτικό και μοναχικό. Το έργο γνωρίζει πρωτοφανή επιτυχία. Τα πρώτα δύο άσματα εξαντλούνται μέσα σε τρεις ημέρες και ο Βύρωνας γνωρίζει πλέον την καταξίωση.
«Ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα τον εαυτό μου διάσημο» θα πει. Ανάλογη επιτυχία γνωρίζουν και τα επόμενα έργα του. Ο «Κουρσάρος» εκδόθηκε σε 14.000 αντίτυπα, τα οποία εξαντλήθηκαν σε μία ημέρα.
Σκάνδαλα, ομοφυλοφιλία και αιμομιξία
Το κοινό αμέσως ταυτίζει τον Τσάιλντ Χάρολντ με τον Λόρδο Βύρωνα, που γίνεται πλέον περιζήτητος στα κοινωνικά σαλόνια, με τις γυναίκες να τον διεκδικούν επίμονα.
Ταραχώδης, αν και ρηχή ήταν η σχέση του με την Κάρολαϊν Λαμπ. Όταν ο Βύρωνας τη βαρέθηκε, αυτή προέβη σε ακρότητες. Η πιο επικίνδυνη όμως σχέση του ήταν αυτή με την ετεροθαλή αδερφή του, από την πλευρά του πατέρα του, Αυγούστα Λι. Το σκάνδαλο ήταν πρωτοφανές, σε μια περίοδο που ο Βύρωνας είχε υπερβολικά χρέη. Η ζωή του κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα.
Ως ιδανική λύση βρήκε τον γάμο με την ευγενή Αναμπέλα Μίλμπανκ. Απέκτησε μαζί της το μόνο νόμιμο παιδί του, την Άντα, που θεωρείται σημαντική φυσιογνωμία στις γλώσσες προγραμματισμού. Ο γάμος τους υπήρξε σύντομος και οι τριγμοί εμφανίστηκαν από τον μήνα του μέλιτος. Λέγεται ότι ήταν σκληρός μαζί της, ενώ οδηγήθηκε στο αλκοόλ και στις σπατάλες. Λίγους μήνες αργότερα, η Αναμπέλα πήρε την κόρη τους και έφυγαν για το πατρικό της κτήμα. Το ζευγάρι χώρισε οριστικά.
Ο Βύρωνας είναι πλέον εκτεθειμένος, από τις φήμες για την αιμομιξία και τις ομοφυλοφιλικές του σχέσεις, που προκαλούν ανεπανόρθωτο πλήγμα στην εικόνα του. Η παραμονή του στην Αγγλία είναι πλέον αδύνατη. Το 1816 ο Βύρωνας αναγκάζεται να την εγκαταλείψει, μην γνωρίζοντας ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά.
Αφοσιωμένος Φιλέλληνας
Τα επόμενα χρόνια βρίσκουν τον Βύρωνα στην Ελβετία και την Ιταλία. Συνεχίζει τον σκανδαλώδη τρόπο ζωής, κάνει παρέα με το ζεύγος Πέρσι και Μαίρη Σέλεϊ και εμπλέκεται στο Κίνημα των Καρμπονάρων, που προσπαθούσε να απελευθερώσει την Ιταλία από την αυστριακή κατοχή.
Κάπου εκεί, αρχίζει να πλήττει. «Αν διαβάσουμε την αλληλογραφία του στα τέλη του 1822 με αρχές 1823, εύκολα διαπιστώνουμε ότι ο Βύρωνας νιώθει ανία. Αρχίζει να προβληματίζεται για το τι θα κάνει, διερευνά διάφορες εναλλακτικές. Ήταν τυχοδιώκτης, όχι όμως με την αρνητική, αλλά με τη θετική έννοια του όρου. Προσπαθούσε πάντα να βρει έναν σκοπό και έναν ρόλο για τον εαυτό του», λέει ο κ. Χουντής. Τότε, αποφασίζει να έρθει στην υποδουλωμένη Ελλάδα.
«Δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί πήρε αυτήν την απόφαση», παραδέχεται ο ιστορικός. Όμως, όπως εξηγεί «υπήρξε μια αρκετά συντονισμένη προσπάθεια Βρετανών από το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και φιλοβρετανών Ελλήνων, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μητροπολίτης Ουγγαροβλαχίας Ιγνάτιος, που φιλοδοξούν η Ελλάδα να προσδεθεί στο άρμα της βρετανικής αυτοκρατορίας μετά τον πόλεμο και προσπαθούν να τον πείσουν να έρθει στην Ελλάδα. Θεωρούν ότι ο Βύρωνας, που είναι τόσο διάσημος, θα δώσει μεγάλη ενίσχυση στα αιτήματα της Ελληνικής Επανάστασης».
Το πρώτο σοκ
Ο Λόρδος Βύρωνας πείθεται και φτάνει στην Κεφαλλονιά τον Αύγουστο του 2023. Μένει στο σπίτι του Ύπατου Αρμοστή της Βρετανίας στα Μεταξάτα. Όμως η περίοδος είναι δύσκολη, αφού μαίνεται ο πρώτος ελληνικός εμφύλιος, μεταξύ των Φιλικών και τον Κοτζαμπάσηδων. Ο Βύρωνας προσπαθεί να εξακριβώσει με ποια πλευρά θα συνασπιστεί, αν θα συνταχτεί με τον Κολοκοτρώνη και τον Μοριά ή τον Μαυροκορδάτο και αυτούς που βρίσκονται στη Ρούμελη, τις Σπέτσες και την Ύδρα.
«Η κατάσταση σοκάρει και αηδιάζει τον Βύρωνα. Δεν μπορεί να κατανοήσει πώς ένας λαός, που μάχεται για την ανεξαρτησία του απέναντι σε έναν ξένο κατακτητή κατορθώνει ταυτόχρονα να κάνει έναν εμφύλιο πόλεμο», λέει ο κ. Χουντής. Οι επιστολές του εκείνη την εποχή είναι χαρακτηριστικές. «Είναι αρκετά σκληρός αλλά και δίκαιος. Γράφει ότι ήρθε στην Ελλάδα για να πολεμήσει για την ανεξαρτησία της κι όχι για τη μία ή την άλλη παράταξη», επισημαίνει.
Η ζυγαριά γέρνει υπέρ του Μαυροκορδάτου, «Τον αποκαλεί “πρίγκιπα Μαυροκορδάτο”, είναι αγγλόφιλος, μεταρρυθμιστής, μορφωμένος και τα χνώτα τους ταιριάζουν. Αντίθετα, με τον Κολοκοτρώνη η απόσταση είναι τεράστια. Οι οπλαρχηγοί του Μοριά φαντάζουν στα μάτια του ως Αφρικανοί φύλαρχοι».
Οι τελευταίες 100 ημέρες στο Μεσολόγγι
Μετά την Κεφαλλονιά, ο Βύρωνας περνά στο Μεσολόγγι, όπου προσπαθεί να αναδιοργανώσει τον επαναστατικό αγώνα πολιτικά και στρατιωτικά. «Στρατιωτικά αποτυγχάνει πλήρως, αντίθετα, πολιτικά επιτυγχάνει», λέει ο κ. Χουντής, εξηγώντας ότι ως στρατιωτικός έχει πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό του. Φτάνει με περικεφαλαίες, μεγάλες στρατιωτικές στολές, οπλισμό, χρυσοποίκιλτα ξίφη, φανταζόμενος τον εαυτό του ως έναν πρόγονό των Χαϊλάντερ. «Θέλει να επανεφεύρει τον εαυτό του όχι ως ποιητή, αλλά ως πολεμιστή. “Αφήνω την πένα και πιάνω το ξίφος. Γιατί το ξίφος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, η πένα μπορεί μόνο να τον περιγράψει”, γράφει σε επιστολή του».
Αρχικά συγκροτεί ένα μισθοφορικό σώμα Σουλιωτών. «Φιλοδοξία του ήταν να κατακτήσει τη Ναύπακτο, το Λεπάντο, το οποίο τότε ήταν οθωμανικό οχυρό. Η κατάληψη ήταν στρατηγικός στόχος. Αποτυγχάνει πλήρως. Οι Σουλιώτες του ζητούν όλο και περισσότερα χρήματα κι αυτός δίνει συνεχώς εντολές στον τραπεζίτη του να κόβει επιταγές. Στο τέλος φτάνει να τους μισεί και αναφέρει ότι ενδιαφέρονται μόνο να τον στραγγίξουν οικονομικά», επισημαίνει ο ιστορικός. Η εκστρατεία στη Ναύπακτο δεν γίνεται ποτέ. Οι στρατιωτικές φιλοδοξίες του Βύρωνας τελειώνουν με απογοήτευση ήδη από τους δύο πρώτους μήνες του 1824.
Οι πολιτικές του επιτυχίες
Αντίθετα, σε πολιτικό επίπεδο, οι επιτυχίες του είναι μεγάλες και δείχνουν ότι διαθέτει ρεαλισμό και οξύτατη αντίληψη για ζητήματα διπλωματίας και ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο κ. Χουντής εξηγεί ότι η πρώτη του επιτυχία είναι ότι απορρίπτει τα σχέδια της Ρωσίας για διαίρεση της Ελλάδας σε τρία αυτόνομα κρατίδια, λέγοντας ότι “είτε η Ελλάδα θα ενωθεί και θα γίνει ανεξάρτητη ή θα αποτύχει και θα είναι υπό των Οθωμανών την κατοχή”.
Η δεύτερη επιτυχία του είναι ότι χρηματοδοτεί από την προσωπική του περιουσία, την οποία στο τέλος ξόδεψε ολόκληρη για την ελληνική επανάσταση, τη ναύλωση πλοίου για να μεταφέρει τους Ορλάντο, Κουντουριώτη και Λουριώτη στο Σίτι, το χρηματιστηριακό κέντρο του Λονδίνου, όπου εκταμιεύονται τα περίφημα ελληνικά δάνεια. Παράλληλα, μεσολαβεί στον Ύπατο Αρμοστή της Κεφαλλονιάς, για να διευκολύνει τη διέλευση του πλοίου σε μία περίοδο που το Μεσολόγγι τελεί υπό οθωμανικό ναυτικό αποκλεισμό.
Αν και πολλά έχουν ειπωθεί για τα δάνεια, για τον κ. Χουντή έχουν μεγάλη σημασία: «Το δάνειο σημαίνει ότι η Βρετανία, επενδύει χρήματα στην επιτυχία της επανάστασης, με κίνδυνο απωλειών για τους ομολογιούχους. Αναγνωρίζει με αυτόν τον τρόπο επίσημα την Ελλάδα ως εμπόλεμο Έθνος που διεκδικεί την ανεξαρτησία του κι όχι απλά ως κάποιους εξεγερμένους κατά της Υψηλής Πύλης», αναφέρει ο κ. Χουντής, λέγοντας ότι όσα δρομολογούνται οδηγούν στο Ναβαρίνο το 1827, κάτι που χωρίς τον Βύρωνα δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Τα νέα για την εκταμίευση του δανείου τον χαροποιούν. «Στο νεκροκρέβατό του πια, γράφει στον Μαυροκορδάτο ότι έρχονται τα νέα από το Λονδίνο ότι εκταμιεύτηκε το δάνειο. Σε ελεύθερη μετάφραση, του λέει: “Τώρα μπορώ να πεθάνω, η Ελλάδα είναι ασφαλής”».
Η τελευταία του προσφορά είναι ο ίδιος ο θάνατός του, που «βοηθάει πάρα πολύ στην ευόδωση των σκοπών της Ελλάδας σε συμβολικό και διπλωματικό επίπεδο. Και φέρνει στην εμπόλεμη χώρα πάρα πολλούς άλλους φιλέλληνες. Ειδικά από τη Βρετανία, αρχίζουν και φτάνουν κατά δεκάδες».
Παρά τις διπλωματικές επιτυχίες, ο Λόρδος Βύρωνας είναι βαριά άρρωστος. Το τέλος είναι κοντά. Ο άπειρος Ελβετός γιατρός που τον φροντίζει στο σπίτι του Καψάλη που μένει, του κάνει υπερβολική αφαίμαξη. Την Κυριακή του Πάσχα, 18 Απριλίου 1824, στις 6 το απόγευμα, ο Βύρωνας λέει τη φράση: «Θέλω να κοιμηθώ τώρα». Στη συνέχεια πέφτει σε κώμα. Στις 19 Απριλίου 1824, στις 6:15 μ.μ., ο Βύρωνας είναι νεκρός, προκαλώντας παγκόσμια συγκίνηση και λατρεία από τους Έλληνες για την προσφορά του στον αγώνα.