Είναι γνωστό σε όλους ποια ήταν η αμαρτία των πολιτών των πόλεων των Σοδόμων και των Γομόρρων, η οποία ανάγκασε την Αγία Τριάδα να κατέβει και να πει στον πατριάρχη Αβραάμ: «είπε δέ Κύριος· κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. ΙΗ΄, 20). Μ’ αυτήν τη φράση ο Θεός, ως Οριοθέτης του καλού και του κακού, προβαίνει ο Ίδιος στον χαρακτηρισμό αυτών των παθών, λέγοντας ότι ενώπιόν Του: «αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. ΙΗ΄, 20). Καί συνεχίζει: «καταβάς ουν όψομαι, ει και κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται. ει δε μη, ίνα γνω» (Γεν. ΙΗ΄, 21).
Αφού λοιπόν πήγε κοντά και διαπίστωσε τις αμαρτίες τους (φυσικά, ο Θεός είναι Παντογνώστης και δεν είχε ανάγκη «να μεταβεί εκεί», για να «διαπιστώσει»), τότε: «Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον, και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού και κατέστρεψε τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίχωρον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσι και τα ανατέλλοντα εκ της γης… Ώρθρισε δε Αβραάμ τω πρωί εις τον τόπον, ου ειστήκει εναντίον Κυρίου. και επέβλεψεν επί πρόσωπον Σοδόμων και Γομόρρας και επί πρόσωπον της περιχώρου και είδε, και ιδού ανέβαινε φλοξ εκ της γης, ωσεί ατμίς καμίνου» (Γεν. ΙΘ΄, 24-25,27-28).
Εδώ ο Τριαδικός Θεός δεν δείχνει απλώς να οριοθετεί και να νομοθετεί κατά της σοδομικής αμαρτίας ούτε δείχνει πρόθεση να αποστείλει κάποιον Προφήτη Του να τους ζητήσει να μετανοήσουν, όπως έκανε με τον Ιωνά στη Νινευΐ, τον Ιερεμία στο Ισραήλ κλπ. Θέλοντας να δείξει τη σοβαρότητα της αμαρτίας και εκτροπής θα προβεί σε μία ενέργεια άνευ προηγουμένου. Για πρώτη φορά αναγκάζεται να κατέβει «αυτοπροσώπως» η Αγία Τριάδα, η Οποία όχι διά μέσω Προφήτου, αλλά η Ίδια έρχεται στα Σόδομα και αποφαίνεται: «αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. ΙΗ΄,20)· ούτε απευθύνει προτροπή μετανοίας, αλλά τους τιμωρεί σκληρά και παραδειγματικά, καίγοντας τους ίδιους και τις πόλεις τους με φωτιά και θειάφι.
Ο Λόγος του Θεού γνωρίζοντας πολύ καλά τη σοβαρότητα της σοδομιτικής παρεκτροπής και αμαρτίας και ότι ανατρέπει όλη την κατά φύσιν λειτουργία του ανθρώπου, εντέλλεται: «μνημονεύετε της γυναικός Λωτ» (Λουκ. ΙΖ΄,32). Μας υπενθυμίζει ότι η Πανάγια θέλησή Του ήταν να μην κάνουν ούτε καν ένα απλό κοίταγμα προς τις πόλεις-βδελύγματα. Το απλό περίεργο κοίταγμα προς αυτές επέσυρε την ολέθρια τιμωρία που επιβλήθηκε και σε αυτήν ακόμη τη γυναίκα του δίκαιου Λωτ, την οποία –ας σημειωθεί– όταν κοίταξε πίσω, την κρατούσε από το χέρι Άγγελος Κυρίου!
Ο Δημιουργός όλης της κτίσεως αυτοδικαίως και αυτονόητα είναι ο μόνος Κύριος, ο Οποίος έχει την κυριότητα όλων των δημιουργημάτων Του: «Άκουε, Ισραήλ· Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις εστί· και αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου» (Δευτ. ΣΤ΄,4-5). Είναι αυτονόητο ότι ο Κύριος ως Δημιουργός είναι ο Δημιουργός των νόμων και των όρων της φύσεως που έχει ενθέσει στα όντα από την αρχή της δημιουργίας τους, και τα οποία μέχρι τη συντέλεια των αιώνων δεν επιδέχονται αλλοίωση, πρόσθεση ή αφαίρεση: «έγνων ότι πάντα, όσα εποίησεν ο Θεός, αυτά έσται εις τον αιώνα· επ᾿ αὐτώ ουκ έστι προσθεῖναι, και απ᾿ αυτού ουκ έστιν αφελείν» (Εκκλησιαστής Γ΄,14· βλ. και Δευτ. Δ΄,1-2).
Ενσαρκωθείς ο Λόγος του Θεού, από τα πρώτα ζητήματα που έσπευσε να διευκρινίσει στους ανθρώπους είναι ότι ο Νόμος Του είναι αιώνιος και παραμένει ο αμετάβλητος και ότι μέχρι τη συντέλεια των αιώνων δεν πρέπει από αυτόν τον Νόμο Του να αλλοιωθεί ακόμη και «ιώτα εν», δηλαδή απλό γράμμα της αλφαβήτου, δείχνοντας έτσι την τελειότητα των φυσικών νόμων που έχει ενθέσει στα όντα και έχει οριοθετήσει τους νόμους και όλης της φύσεως: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται» (Ματθ. Ε΄,17-18). Κατά συνέπεια, δεν ισχύει για την Εκκλησία το επιχείρημα που συχνά ακούμε στις ημέρες μας: «Άλλαξαν οι καιροί», «ζούμε σε άλλη εποχή», αφού ο Θεός όρισε ώστε οι εντολές Του να ισχύουν διαχρονικά και δεν μας επιτρέπει να τις αλλοιώνουμε/μεταβάλλουμε κατά το δοκούν.
Βεβαίωσε λοιπόν ο Κύριος ότι ο Νόμος Του (τον οποίο ενέθεσε ως όρο στη φύση των όντων και μας τον παρέδωσε διά του Μωυσέως και των Προφητών και τον συμπλήρωσε κατά την ενανθρώπησή Του) είναι τέλειος και ούτε ο ίδιος ο Θεός μέχρι τη συντέλεια δεν πρόκειται να προσθέσει ή να αφαιρέσει ή να αλλοιώσει κάτι σ’ αυτόν. Ένας λοιπόν μπορεί μόνο να είναι «Νομοθέτης»: Αυτός που δημιούργησε και έθεσε στα όντα τους νόμους και τους όρους της φύσεως. Αυτός μόνο γνωρίζει να κρίνει και να διακρίνει τι είναι αγαθό και τι κακό για τη φύση των όντων. Σχετικός είναι και ο λόγος του Αποστόλου Ιακώβου: «ει δε νόμον κρίνεις, ουκ ει [δεν είσαι] ποιητής νόμου… εις εστιν [Ένας είναι] ο νομοθέτης και κριτής» (Ιακώβου Δ΄, 11-12).
Βλέποντας λοιπόν ο Κύριος –ο Δημιουργός, ο Οριοθέτης και ο Νομοθέτης–τους ανθρώπους να προβαίνουν σε ενέργειες που δεν είχε εμβάλει στη φύση τους, θέλησε αρχικά να παραδειγματίσει την παράχρηση και παρά φύσιν αμαρτία, αλλά και την αλαζονεία των Σοδομιτών. Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι δεν είχε δοθεί ακόμη ο Νόμος διά του Μωυσέως, ο οποίος γνωστοποίησε μεταγενέστερα ότι πρόκειται για θανάσιμη αμαρτία: «μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν, βδέλυγμα γαρ εστι» (Λευϊτ. ΙΗ΄,22). Επίσης: «ος αν [όποιος] κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισιν» (Λευϊτ. Κ΄,13).
Ο Θεός αφενός απαίτησε ότι έπρεπε να είχαν συμμορφωθεί από τον έμφυτο νόμο που είχε ενθέσει στη φύση τους, αφ’ετέρου κατέστησε γνωστό ότι θα κριθούν ευνοϊκότερα από τη δική μας γενεά, λέγοντας: «λέγω δε υμίν ότι Σοδόμοις εν τη ημέρα εκείνη ανεκτότερον έσται ή τη πόλει εκείνη. ουαί σοι, Χοραζίν, ουαί σοι, Βηθσαϊδά· ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ καθήμενοι μετενόησαν. πλην Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν τη κρίσει ή υμίν» (Λουκ. Ι΄, 12-14). Αυτό τόνισε και πάλι: «εκείνος δε ο δούλος, ο γνους το θέλημα του Κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς· ο δε μη γνους, ποιήσας δε άξια πληγών, δαρήσεται ολίγας. παντί δε ω εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ᾽ αὐτοῦ, και ω παρέθεντο πολύ, περισσότερον αιτήσουσιν αυτόν» (Λουκ. ΙΒ΄, 47-48).
Είναι σημαντικό να δούμε τι ο Νομοθέτης Κύριος λέει στον προφήτη Μωυσή, όταν νομοθετεί κατά της σοδομιτικής αμαρτίας και καταγράφεται στο Λευϊτικό. Αφού ο Κύριος νομοθετεί κατά της αρσενοκοιτίας, καταλήγει: «φυλάξασθε πάντα τα προστάγματά μου, και τα κρίματά μου και ποιήσετε αυτά, και ου μη προσοχθίση υμίν η γη, εις ην εγώ εισάγω υμάς εκεί κατοικείν επ᾿ αυτής. και ουχί πορεύεσθε τοις νομίμοις των εθνών, ους εξαποστέλλω αφ᾿ υμών· ότι ταύτα πάντα εποίησαν, και εβδελυξάμην αυτούς. και είπα υμίν· υμείς κληρονομήσετε την γην αυτών, και εγώ δώσω υμίν αυτήν εν κτήσει… και έσεσθέ μοι άγιοι, ότι εγώ άγιός ειμι Κύριος ο Θεός υμών, ο αφορίσας υμάς από πάντων των εθνών, είναι εμοί» (Λευϊτ. Κ΄, 22-24,26).
Ο Ισραηλιτικός λαός ήταν στην έρημο και κατευθυνόταν προς τη Γη της Επαγγελίας, όπου κατοικούσαν άλλα έθνη. Ο Θεός λοιπόν τους ενημερώνει ότι «βδελύσσεται» εκείνα τα έθνη και θα τα εξολοθρεύσει, «ότι ταύτα πάντα εποίησαν [δηλ. αρσενοκοιτία και άλλες σαρκικές αμαρτίες], και εβδελυξάμην αυτούς» (Λευϊτ. Κ΄,23).
Οι δύο πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι της Εκκλησίας μας, Πέτρος και Παύλος, θα μας διδάξουν, λέγοντας ο μεν Απόστολος Πέτρος: «πόλεις Σοδόμων και Γομόρρας τεφρώσας καταστροφή κατέκρινεν, υπόδειγμα μελλόντων ασεβείν τεθεικώς, και δίκαιον Λωτ καταπονούμενον υπό της των αθέσμων εν ασελγεία αναστροφής ερρύσατο· βλέμματι γαρ και ακοή ο δίκαιος, εγκατοικών εν αυτοίς, ημέραν εξ ημέρας ψυχήν δικαίαν ανόμοις έργοις εβασάνιζεν» (Β΄ Πέτρ. β΄,6-8). Επίσης ο Απόστολος Παύλος όταν ετοιμαζόταν να πάει στη Ρώμη, απέστειλε από την Κόρινθο την «Προς Ρωμαίους Επιστολή» του, όπου στην αρχή της, στο πρώτο κεφάλαιο, αισθάνεται την ανάγκη να στηλιτεύσει την αμαρτία που βασίλευε στη Ρώμη, την αρσενοκοιτία και να φανερώσει τη γενεσιουργό αιτία της στους χριστιανούς, γράφοντας: «διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ᾿ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν… Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν. Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξευκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες. Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα, πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία, μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς, ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας· οίτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνόντες, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν, αλλά και συνευδοκούσι τοις πράσσουσι» (Ρωμ. Α΄,21-22,24-32).
Ο Κύριος λίγο πριν από το θείο Πάθος Του, αναφερόμενος στα «σημεία των καιρών» που θα προηγηθούν της Β΄ Παρουσίας Του και στην κατάσταση που θα επικρατεί, αποκάλυψε: «ως εγένετο εν ταις ημέραις Λωτ… [έτσι θα είναι και στους έσχατους χρόνους]· η δε ημέρα ἐξήλθε Λωτ από Σοδόμων, έβρεξε πυρ και θείον απ᾽ ουρανού και απώλεσεν άπαντας. κατά τα αυτά έσται η ημέρα ο υιός του ανθρώπου [ο Κύριος Ιησούς] αποκαλύπτεται [με τη Β΄ Παρουσία Του]» (Λουκ. ΙΖ΄,28-30).
Αύριο η ελληνική Βουλή ετοιμάζεται να ψηφίσει το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων και τη δυνατότητα τεκνοθεσίας. Κατόπιν τούτου, ως έσχατο και αχρείο μέλος του πληρώματος της Αγίας μας Εκκλησίας και ως Έλληνας πολίτης, υποχρεούμαι και οφείλω να καταθέσω δημοσίως τα εξής:
Η Αγία μας Εκκλησία είναι θεοΐδρυτη και ο Ιδρυτής της, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι η Κεφαλή της, ο μόνος «Καλός Ποιμήν», Μέγας Αρχιερεύς, Κύριός της, Νομοθέτης, Προνοητής και Κυβερνήτης και είναι Παρών: «ο Κύριος εγγύς» (Φιλιπ. Δ΄, 5). Ο Νόμος Του και οι εντολές Του είναι αιώνιες, αμετάβλητες, αναλλοίωτες, αδιαπραγμάτευτες· δεν τίθενται ποτέ, σε καμία περίπτωση και από κανέναν σε συζήτηση, διάλογο ή διαπραγμάτευση. Ο Κύριος ημών Ιησούς δεν «εκπροσωπείται» από κανέναν, πλην του ενεργούντος Αγίου Πνεύματος· όλοι εμείς (Πατριάρχες, Επίσκοποι, Ιερείς κλπ.) είμαστε «άγγελοι» (δηλαδή αγγελιοφόροι, διαβιβαστές), αποσταλέντες στη διακονία του Θεού. Ως δούλοι Του πιστοί το μόνο δικαίωμά μας είναι η τήρηση των αγίων εντολών Του.
Ο Κύριος δεν έχει εκχωρήσει σε κανέναν απολύτως το δικαίωμα να διαπραγματεύεται, πολύ δε περισσότερο να διαστρέφει, να αλλοιώνει ή να προσαρμόζει τον Νόμο Του σύμφωνα με την τρέλα της αθεΐας ή σύμφωνα με τον πλανεμένο ισχυρισμό των ημερών μας: «άλλαξαν οι καιροί», «ζούμε σε άλλη εποχή, γι’ αυτό η Εκκλησία θα πρέπει να αναθεωρήσει/τροποποιήσει εντολές του Θεού…».
Πρέπει επιτέλους κάποιοι να καταλάβουν ότι η Εκκλησία δεν είναι μία ιδρυθείσα «αστική εταιρεία», της οποίας τα μέλη όποτε θέλουν και όποτε τους αρέσει επιτρέπεται να αλλάζουν κατά το δοκούν τα άρθρα, τους κανόνες, το «καταστατικό» της κλπ. Ο ίδιος ο Ιδρυτής της, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, κατά την ενανθρώπησή Του, συναναστρεφόμενος τους ανθρώπους, δεν έπραττε ό,τι ήθελε· έπραξε ότι Του παραδόθηκε από τον Πατέρα Του και το ομολογεί λέγοντας: «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου» (Ματθ. ΙΑ΄,27).
Ο Κύριος Παντοκράτωρ Ιησούς ομολογεί ότι έλαβε εντολή από τον Πατέρα Του τι να πει και ότι δεν λέει ό,τι θέλει: «εγώ εξ εμαυτοῦ ουκ ελάλησα, ἀλλ΄ ὁ πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι είπω και τι λαλήσω. και οίδα ότι η εντολή αυτού ζωή αιώνιος εστιν. α ουν εγώ λαλώ, καθώς είρηκέ μοι ὁ πατήρ ούτω λαλώ» (Ιω. ΙΒ΄,49-50). Και: «ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του πατρός μου» (Ιω. Ι΄, 18).
Ο Παντοκράτωρ Κύριος Ιησούς, ο Ιδρυτής της Εκκλησίας, γνωστοποιεί ότι ο Πατέρας Τού παρέδωσε τα πάντα και Του έδωσε εντολές τι να πει· και τηρεί τις εντολές Του. Ποιος, λοιπόν, είσαι εσύ (όποια θέση κι αν κατέχεις) και εγώ, που ενώ είμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοί, θα λέμε ό,τι νομίζουμε, ό,τι θέλουμε και ό,τι μας αρέσει; Τι εωσφορική αλαζονεία είναι αυτή; Ο Κύριος Ιησούς όσα παρέλαβε από τον Πατέρα Του, τα παρέδωσε στους αγίους μαθητές και Αποστόλους Του, με εντολή αυτοί να τα παραδώσουν ανόθευτα στη Μία, Αγία, Αποστολική Εκκλησία Του, όπως και έπραξαν.
Και ο Απ. Παύλος παραδίδοντας το Ευαγγέλιο στις εκκλησίες που κατά τόπους είχε ιδρύσει, παραγγέλλει: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β΄ Θεσ. β΄,15). Και: «Ως ουν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε, ερριζωμένοι και εποικοδομούμενοι εν αυτώ και βεβαιούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε, περισσεύοντες εν αυτή εν ευχαριστία. Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν· ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ως εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας» (Κολασ. Β΄,6-8).
Αυτή η παράδοση και εντολή του Θεού και Πατρός προς την Εκκλησία, για να φθάσει ανόθευτη μέχρι εμάς, στοίχισε το αίμα εκατομμυρίων μαρτύρων, οι οποίοι δεν υπάκουσαν σε όποιον καίσαρα νομοθετούσε ενάντια στον Νόμο του Βασιλέως των βασιλευόντων· εκατοντάδες χιλιάδες ομολογητές που δεν υπέκυψαν, χιλιάδες τίμιοι Ιεράρχες εξορίσθηκαν, συκοφαντήθηκαν, όμως δεν υπέκυψαν, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος έκαμψαν αυτοί τους αυτοκράτορες. Χιλιάδες όσιοι μοναχοί και μοναχές μετέφεραν την Παράδοση της ευαγγελικής ζωής κάτω από υπεράνθρωπη άσκηση, νηστεία, αγρυπνία, νοερά προσευχή. Ποιος, λοιπόν, είσαι εσύ κι εγώ που διαλύουμε αυτήν τη θεϊκή Παράδοση και προβάλλουμε το «εγώ» μας, τη γνώμη μας και παζαρεύουμε τις εντολές του Θεού;
Εδώ σ’ αυτήν την άθλια κατάσταση φθάσαμε αποκλειστικά και μόνο επειδή καταφρονήσαμε τις εντολές του Νομοθέτη Θεού, ο Οποίος –προκειμένου να μη φθάσουμε στην ομοφυλοφιλία– είχε παιδαγωγικά νομοθετήσει: «ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστι πας ποιών ταύτα» (Δευτ. ΚΒ΄,5).
«Δεν πειράζει το ένα, δεν πειράζει το άλλο» και «άλλαξαν οι καιροί», «ζούμε σε άλλη εποχή», φθάσαμε να ακούμε Επισκόπους να λένε: «Σέβομαι την επιλογή των ομοφυλοφίλων και ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω την κλίση που έδωσε ο Θεός σε δύο άρρενες να έλκονται;». Φθάσαμε στη βλασφήμηση του Θεού, γι’ αυτό και ο Θεός είπε ότι θα επιτρέψει να επικρατήσουν/επιβληθούν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» αντί των θείων δικαιωμάτων, ως τιμωρία για την αποστασία μας: «ανθ’ ων τα δικαιώματά μου ουκ εποίησαν και τα προστάγματά μου απώσαντο… και εγώ έδωκα αυτοίς προστάγματα [
Σήμερα, φευ, η Ελλάδα «εζήλωσε» τη «δόξα» των Σοδόμων και Γομμόρας. Δεν εμμένει στην ανοχή των Σοδομιτών, αλλά τολμά κάτι που δεν τόλμησαν ούτε τα Σόδομα! Ο πρωθυπουργός επιδιώκει με τους δικούς του βουλευτές, αλλά και άλλων κομμάτων να αναλάβουν εις εαυτούς τον ρόλο του υπερ-νομοθέτη, του οριοθέτη και «κυρίου». Νομοθετεί αντίθετα από τον μόνο Νομοθέτη και αυτό δεν ισοδυναμεί απλώς με μία αμαρτία, αλλά καθίστανται εχθροί του Θεού και συμβάλλουν στην αποστασία από τον Νόμο Του και στον ποινικό (κατ’ αρχάς) διωγμό των «θελόντων ευσεβώς ζην». Ήδη ο μακαριστός Μητροπολίτης Μαντινείας κυρός Αλέξανδρος και ο Σεβασμιώτατος πρώην Αιγιαλείας οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, πριν καν ψηφισθεί το νομοσχέδιο.
Οι κυβερνώντες προβαίνουν στην αντιποίηση της μόνης θεϊκής αρχής και νομοθετούν αντίθετα από τον Εντολοδότη Κύριο Ιησού και δεν σέβονται τα όρια που έθεσε ο Θεός: «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» και η Εκκλησία δεν οφείλει να εκδώσει ένα «δελτίο τύπου» λέγοντας «δεν συμφωνούμε» ούτε να επισημάνει τυχόν εκλογικές συνέπειες. Πρέπει όλοι όσοι ψηφίσουν το νομοσχέδιο να αφορισθούν και να αναθεματισθούν: «τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού… ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλάτας Α΄,7,9). Ο Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο μαθητής της αγάπης» θα πει: «ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιω. Γ΄,36). Και αυτά τα λέει για όποιον δεν υπακούει. Για εκείνον όμως που όχι μόνο δεν υπακούει, αλλά νομοθετεί αντίθετα από τις εντολές του Κυρίου, τι γίνεται; Η Εκκλησία έχει αναθεματίσει και έχει αποβάλει από τους κόλπους της για αιρέσεις (που είναι «πλάνη περί τα πράγματα») αυτοκράτορες, πατριάρχες, επισκόπους, πρεσβυτέρους… Γι’ αυτό το ζήτημα που σήμερα έχουμε χειρότερη κατάσταση, θα τους στείλουμε ένα απλό «δελτίο τύπου» και αύριο θα βάλουμε το πλήρωμα της Αγίας μας Εκκλησίας να παραδώσει στους εχθρούς του Χριστού όλα τα προσωπικά του δεδομένα και να λάβουν εντός της ταυτότητας (σε α΄ φάση) του προσώπου τους τον αριθμό του βδελύγματος;