To 2o Brussels Forum αποτελεί μια εκδήλωση που οργανώθηκε από τη διαΝΕΟσις και το ΕΛΙΑΜΕΠ στις 7 Νοεμβρίου 2022 στις Βρυξέλλες με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων με Έλληνες αξιωματούχους που εργάζονται στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και γενικότερα στο σύστημα παραγωγής ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής. Η κεντρική ιδέα ήταν να υπάρξει μια αρθρωμένη και μεστή διάδραση μεταξύ των παρευρισκόμενων στην εκδήλωση, με κύριο στόχο την ευρύτερη ζύμωση σκέψεων και ιδεών για ζητήματα που αφορούν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο διεθνές σύστημα, υπό το πρίσμα του ελληνικού ενδιαφέροντος και των εθνικών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων. Η διαΝΕΟσις δημοσιεύει σήμερα μία έκθεση που συντάχθηκε από το ΕΛΙΑΜΕΠ και συνοψίζει τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν από τη συνάντηση αυτή.
--
Η εκδήλωση έλαβε χώρα σε μια στιγμή μεγάλων και πολυδιάστατων προκλήσεων για την ΕΕ, από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις σε θέματα ενεργειακής και επισιτιστικής ασφάλειας έως τον γεωπολιτικό αναθεωρητισμό που δρομολογείται ή επιχειρείται να δρομολογηθεί στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσόγειου. Ο εγχώριος δημόσιος διάλογος πολλές φορές εστιάζει σε ζητήματα άμεσου εθνικού ενδιαφέροντος και τρέχουσας επικαιρότητας χωρίς να υπάρχει επαρκής μακροσκοπική και στρατηγική θεώρηση των διεθνών εξελίξεων και των επιπτώσεών τους. Η θεματολογία, επομένως, του Forum συνδεόταν με τα ζητήματα αυτά και τον εν εξελίξει διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, πάντοτε υπό το πρίσμα της σύνθεσης του ευρωπαϊκού με το εθνικό συμφέρον. Η συζήτηση οργανώθηκε σε επίπεδο ολομέλειας με τη συμμετοχή όλων των παρευρισκόμενων, ανεξαρτήτως θεσμικής προέλευσης, εξειδίκευσης και χαρτοφυλακίου. Η λογική αυτής της επιλογής διεξαγωγής της συζήτησης ήταν ο χαρακτήρας συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ των επιλεγμένων θεματικών εστίασης και η προσπάθεια ολιστικής θεώρησής τους.
Σημείο εκκίνησης του προβληματισμού των συμμετεχόντων και το πρώτο βασικό συμπέρασμα ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα περιβάλλον "τέλειας καταιγίδας" με σειρά προκλήσεων σε μείζονα ζητήματα ασφάλειας. Η ρωσική εισβολή επανέφερε στο προσκήνιο την παραδοσιακή μορφή πολεμικών συρράξεων, με εκτεταμένα πολεμικά μέτωπα, ισοπέδωση αστικών και μη αστικών περιοχών και τεράστιες έμψυχες απώλειες, συμπεριλαμβανομένων αμάχων, μεταξύ των εμπόλεμων μερών. Η επιστροφή των μεγάλης κλίμακας στρατιωτικών επιχειρήσεων συμπληρώνει τις πιο σύγχρονες, υβριδικές μορφές απειλών ασφαλείας, οι οποίες εκτείνονται από τον κυβερνοχώρο και την τρωτότητα κρίσιμων υποδομών μέχρι την ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, που δοκιμάζονται ποικιλοτρόπως.
Πέραν του πολέμου στην Ουκρανία, το συγκρουσιακό στοιχείο κυριαρχεί στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Ακόμα και μετά την αποχώρηση Τραμπ από την εξουσία και την επιστροφή στη σχετική κανονικότητα των διατλαντικών σχέσεων επί προεδρίας Μπάιντεν, η προτεραιοποίηση των αμερικανικών συμφερόντων εις βάρος της εμπέδωσης μιας ουσιαστικής, συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς εταιρικής σχέσης με την Ευρώπη χαρακτηρίζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία και η προοπτική παρατεταμένης αντιπαράθεσης με την Κίνα έχει δημιουργήσει νέα γεωπολιτικά δεδομένα, τα οποία η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν αναμένεται να αλλάξει συνταρακτικά. Βραχυπρόθεσμα, οι ΗΠΑ όντως επαναδραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, αντιδρώντας στον ρωσικό αναθεωρητισμό, ωστόσο είναι σαφές ότι το πεδίο αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής εστίασης και αντιπαράθεσης μετατοπίζεται στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η απόλυτη προτεραιότητα της Κίνας ως εθνικής απειλής αποτελεί ένα από τα ελάχιστα θέματα σύγκλισης απόψεων μεταξύ των δύο κυρίαρχων κομμάτων στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Σε κάθε περίπτωση, μολονότι οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2022 δεν επιβεβαίωσαν τις δυσοίωνες προβλέψεις για τους Δημοκρατικούς, οι επόμενες προεδρικές εκλογές δεν αποκλείεται να αναδείξουν μια νέα πολιτική ηγεσία που θα θέσει τις ευρωατλαντικές σχέσεις σε δεύτερη μοίρα.
Μέσα στο διεθνές αυτό πλαίσιο δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θετική αποτίμηση της άμεσης αντίδρασης στη ρωσική εισβολή, με την πλήρη υποστήριξη της ουκρανικής αντίστασης με στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα και την επιβολή εκτεταμένων κυρώσεων στο καθεστώς Πούτιν, δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν οι εσωτερικές αντιθέσεις και η σημαντική ετερογένεια προτιμήσεων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Επίσης, δεν πρέπει να αποθαρρυνθεί μια γόνιμη αυτοκριτική της ΕΕ όσον αφορά τη διαχείριση της Ρωσίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία ρωσικής επαναδιεκδίκησης του "ζωτικού της χώρου". Η αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία μετά τον πρώτο γύρο συγκρούσεων, το 2014, και τη μονομερή προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, καταδεικνύουν την ελλιπή αντίδραση της ΕΕ σε αυτό που εκ των υστέρων θεωρούμε πρελούδιο της μεγάλης σύρραξης.
Ο αναστοχασμός αυτός αποβλέπει επίσης σε ένα νέο μείγμα ευρωπαϊκής Ostpolitik, δέσμευσης (engagement) και ταυτόχρονης ανάσχεσης (containment) της Ρωσίας, που θα τροφοδοτήσει τον στρατηγικό σχεδιασμό της ΕΕ για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη. Η δέσμευση αφορά στην αναγκαιότητα αποφυγής μιας διαχρονικής και ολικής ρήξης με τη Ρωσία. Χωρίς να παραβλέπεται η καταφανής παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου από τον πρόεδρο Πούτιν και με προφανή ανάγκη περαιτέρω στήριξης της ουκρανικής αντίστασης, η ΕΕ οφείλει να αναγνωρίσει ότι η επόμενη μέρα της κρίσης θα βρει τη Ρωσία να γειτονεύει με σειρά κρατών-μελών της και ως εκ τούτου πρέπει να διαμορφωθεί μια νέα σχέση συμβίωσης, που θα ενισχύει τις όποιες εναπομείνασες φιλελεύθερες δυνάμεις στο εσωτερικό της Ρωσίας και θα επιτρέψει μια σχετική ομαλότητα σε βάθος χρόνου. Ταυτόχρονα, η ΕΕ οφείλει να εργαστεί πάνω στο θέμα της ανάσχεσης της Ρωσίας και του περιορισμού του βίαιου αναθεωρητισμού της στην Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο. Με άλλα λόγια, η επεκτατικότητα της Ρωσίας οφείλει να αποτελέσει κεντρική μέριμνα του στρατηγικού αναπροσανατολισμού της ΕΕ με απώτερο στόχο τον περιορισμό της και την εσωτερική εντέλει κατάρρευση του καθεστώτος Πούτιν.
Η ευρωπαϊκή αντίδραση στα νέα δεδομένα που προκύπτουν από τις παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί να συμπυκνωθεί σε τέσσερις άξονες:
1. Πρώτον, παρατηρείται μια αυξημένη κινητικότητα σε θέματα στρατιωτικής συνεργασίας και εξοπλισμών, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ρωσική εισβολή λειτούργησε ως καταλύτης για την ανάδειξη σημαντικών στρατιωτικών ελλείψεων σε πολλά κράτη-μέλη και την εκκίνηση ή επιτάχυνση εκτεταμένων εθνικών εξοπλιστικών διαδικασιών, με αποκορύφωμα την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης για μια πρωτοφανή επένδυση στον τομέα αυτό. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 ήταν ένα πρώτο σοκ ασφάλειας, κυρίως λόγω της μονομερούς δράσης των Αμερικανών εταίρων και των τεράστιων δυνητικών επιπτώσεων μιας αντίστοιχης αποχώρησής τους από το ευρωπαϊκό περιβάλλον και σύστημα ασφάλειας. Η εισβολή στην Ουκρανία κατέστησε ένα τέτοιο σενάριο εφιαλτικό και ώθησε βίαια τα κράτη-μέλη της ΕΕ σε άμεση δράση. Η δράση αυτή περιλάμβανε, σε πρώτη φάση, τη συστηματική και εκτεταμένη παροχή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία καθώς και την εκπαίδευση στρατιωτών προς ενίσχυση της ουκρανικής αντίστασης. Η πρώτη φάση στηρίχτηκε και αξιοποίησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό για την Ειρήνη (European Peace Facility).
|