Παρασκευή, 22η Νοεμβρίου 2024  4:40 πμ
Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου 2023 23:39

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Ρωσία και Ουκρανία από ιστορικής και θεολογικής πλευράς

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Σε ένα προηγούμενο κείμενό μου με τίτλο «το ιστορικό και εθνολογικό μόρφωμα της Ουκρανίας», αναφέρθηκα στο ότι ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Ουκρανίας κατοικείτο στο παρελθόν από Σλάβους-Σκανδιναβούς-Ρώσους-Λευκορώσους και ήταν ένας πολυεθνικός πληθυσμός, στον οποίο υπερείχε το σλαβικό στοιχείο. Κατά καιρούς διεκδικείτο από τους Μογγόλους-Τατάρους, τους Λιθουανoυς, τους Πολωνούς, τους Κοζάκους και τους Ρώσους. Η Ουκρανία ήταν ένας χώρος διαρκών πολέμων και διεκδικήσεων. Μετά την κατάρρευση των Κοζάκων τον 17ο αιώνα η Ουκρανία χωρίσθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Πολωνίας-Λιθουανίας.

1. Οι σχέσεις Πολωνών, Ουκρανών και Ρώσων

Η Ουκρανία τον 17ο και 18ο αιώνα, προσαρτίσθηκε στην Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία επιδίωξε με διαφόρους τρόπους να εκρωσίση την ουκρανική ταυτότητα και αυτό συνεχίσθηκε και μετά την πτώση των Τσάρων, στην Κομμουνιστική Ρωσία.

Οι Ουκρανοί σε όλες τις περιπτώσεις ήθελαν την ελευθερία τους γιατί το Ουκρανικό Έθνος είναι «ένα εναλλακτικό έθνος από την Ρωσία, και κατά καιρούς τόσο οι Πολωνοί όσο και οι Ρώσοι επεδίωκαν να υπονομεύσουν ή να αρνηθούν την ύπαρξη του ουκρανικού έθνους».

Τις θέσεις αυτές τις στήριξα στο βιβλίο της Γιάννας Κατσόβσκα-Μαλιγγούδη με τίτλο «Η αυτοκρατορική Ρωσία (1613-1917) και στο βιβλίο της Anne Applebaun με τίτλο «κόκκινος λιμός».

Πρόφατα, όμως, διάβασα και ένα άλλο βιβλίο της Γιάννας Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη με τίτλο «Η Μεσαιωνική Ρωσία», στο οποίο εκθέτονται πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τις «πρώτες επαφές των Ανατολικών Σλάβων με τους Σκανδιναβούς», για την «παρουσία και την δράση του σκανδιναβικού στοιχείου στην Ρωσία», «τις εσωτερικές διεργασίες μέσα στην σλαβική κοινωνία», για τον «εκσλαβισμό» των Σκανδιναβών, για τις εμπορικές σχέσεις «μεταξύ Ρώσων και Βυζαντινών», για τον «εκχριστιανισμό» των Ρώσων, τον «θρησκευτικό συγκρητισμό» που ακολούθησε τον «επίσημο εκχριστιανισμό», για την Ρωσία κατά την Μογγολική κυριαρχία, για το ενιαίο Κράτος της Μόσχας, για την θεωρία «Μόσχα Τρίτη Ρώμη», για την Ρωσική Εκκλησία που διακρίνεται από τρεις περιόδους, πρώτον από τον εκχριστιανισμό της Ρωσίας μέχρι την μογγολική κατάκτηση (988-1240), δεύτερον από την μογγολική κτάκτηση μέχρι την δημιουργία του αυτοκεφάλου (1240-1448) και τρίτον από την δημιουργία της αυτοκέφαλης Εκκλησίας μέχρι την ίδρυση του Ρωσικού Πατριαρχείου (1448-1589).

Μέσα σε αυτήν την ιστορία συμπεριλαμβάνεται και το Κίεβο, δηλαδή η διάλυση του Κιεβικού Κράτους, η καταστροφή του Κιέβου από τους Μογγόλους, η μεταφορά της έδρας του Κιέβου σε πόλεις της Βορειοανατολικπης Ρωσίας, η «μεταφορά της Μητροπολιτικής έδρας από το Κίεβο στην Β Α Ρωσία και η ταύτιση των μητροπολιτών με τα πολιτικά συμφέροντα του μοσχοβίτικου οίκου». Αυτά «προκάλεσαν την εχθρότητα όχι μόνον των υπολοίπων ρώσων ηγεμόνων, αλλά και της Λιθουανίας και αργότερα της Πολωνίας, οι οποίες είχαν υπό τον έλεγχό τους τα δυτικά και νοτιοδυτικά τμήματα της Ρωσίας», με αποτέλεσμα την «εμφάνιση έντονων τάσεων για την ίδρυση νέων, ξεχωριστών μητροπόλεων στα εδάφη αυτά».

Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι σχέσεις μεταξύ Πολωνών-Λιθουανών με τους Ουκρανούς και τους Ρώσους διακυμαίνονταν όχι μόνον από πολιτικής πλευράς, αλλά και από εκκλησιαστικής πλευράς. Και αυτό, όπως είναι φυσικό, επηρέασε τις συγκρούσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ της ορθόδοξης θεολογίας και της δυτικής θεολογίας, με όλες τις συνέπειες και προεκτάσεις.

2. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ για την ρωσική θεολογία

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ως Ουκρανός, γεννημένος στην Οδησσό, μελέτησε, μεταξύ των άλλων, ιδιαίτερα το θέμα της Ρωσικής θεολογίας και μάλιστα «τις δυτικές επιδράσεις στη ρωσική θεολογία». Χαρακτηριστικά αναφέρει την γνώμη του Μητροπολίτου Αντωνίου Khrapovitskii (+1936), ότι «η όλη ανάπτυξη της ρωσικής θεολογίας από του δεκάτου εβδόμου αιώνος, όπως αυτή διδασκόταν στα σχολεία, δεν ήταν παρά ένα επικίνδυνο δάνειο από ετερόδοξες δυτικές πηγές».

Μάλιστα, γράφει ότι «οι αρχαίοι “Ρως” ποτέ δεν είχαν πλήρως αποκοπή από τη Δύση. Κι αυτή η σχέση με τη Δύση επιβεβαιώνεται όχι μόνο στην πολιτική ή οικονομική σφαίρα, αλλ’ επίσης και στη σφαίρα της πνευματικής αναπτύξεως, ακόμα και στη σφαίρα της θρησκευτικής κουλτούρας». Βεβαίως, οι Ρώσοι εκχριστιανίσθηκαν από την Κωνσταντινούπολη, αλλά ήδη από τον δέκατο έκτο αιώνα παρατηρείται «μια εξασθένηση της βυζαντινής επιδράσεως», «μια κρίση του ρωσσικού βυζαντινισμού».

Οι δυτικές επιδράσεις φαίνονται και στις εκκλησιαστικές τέχνες. «Η ρωσική εικονογραφία του δεκάτου πέμπτου και δεκάτου έκτου αιώνος επηρεάσθηκε επίσης από δυτικά πρότυπα και θέματα». «Οι καθεδρικοί ναοί του Κρεμλίνου κτίσθηκαν ή ξανακτίσθηκαν εκείνη την εποχή από ιταλούς τεχνίτες».

Βεβαίως, εκείνη την εποχή και οι Ορθόδοξοι Έλληνες είχαν δεχθή επιδράσεις στην θεολογία από την δύση, τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό και έναν «κεκαλυμένο Λατινισμό».

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ μελετώντας τις δυτικές επιδράσεις στην Ορθόδοξη ρωσική θεολογία κάνει λόγο για την «ρωμαιοκαθολική ψευδομόρφωση», αφού «ο σχολαστικισμός απέκρυψε τους Πατέρας από τους Ρώσσους και τους απομάκρυνε από την μελέτη των έργων τους».

Την περίοδο του Μεγάλου Πέτρου υφίστατο ακόμη η διάκριση μεταξύ «Μεγάλης Ρωσίας» και τους «μικρούς Ρώσους» (Ουκρανία) με έδρα το Κίεβο, το οποίο είχε δεχθή θεολογικές λατινικές-ρωμαιοκαθολικές επιδράσεις από την Πολωνία. Όλη αυτή η λατινική-ρωμαιοκαθολική επίδραση στην θεολογία έγινε μέσα από τις εκκλησιαστικές Θεολογικές Σχολές από τις οποίες αποφοιτούσαν οι θεολόγοι και γίνονταν Κληρικοί και Μητροπολίτες και μετέφεραν αυτό το πνεύμα στο ορθόδοξο πλήρωμα, Κληρικούς και λαικούς, και με τις σχετικές αντιδράσεις.

Θα παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από κείμενο του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ ο οποίος ερεύνησε επισταμένως αυτές τις «δυτικές επιδράσεις στη ρωσική θεολογία» και «τους δρόμους της ρωσικής θεολογίας». Γράφει:

«Επί Μεγάλου Πέτρου οι μεγάλες θεολογικές σχολές ή τα σεμινάρια ιδρύθηκαν επίσης καθ’ όλη τη Μεγάλη Ρωσσία ακριβώς σύμφωνα με το πρότυπο του νότου, το πρότυπο του Κιέβου. Αυτές οι σχολές ήταν εξ ολοκλήρου λατινικές και οι διδάσκοντες για πολύ καιρό εστρατολογούντο από τα “Ινστιτούτα” της νοτιοδυτικής Ρωσσίας. Ακόμα και η Σλαβο-Ελληνο-Λατινική Ακαδημία στη Μόσχα χρησιμοποίησε ως πρότυπο και υπόδειγμά της το Κίεβο. Αυτή, όμως, η μεταρρύθμιση του Μεγάλου Πέτρου σήμαινε και μια “ουκρανοποίηση” στην ιστορία των εκκλησιαστικών σχολών. Υπήρχε, τρόπον τινά, μια μετανάστευση των νοτίων Ρώσσων προς βορράν, όπου εθεωρούντο σαν ξένοι για δυό λόγους: τα σχολεία τους ήσαν “λατινικά” και οι ίδιοι ήσαν “ξένοι”».

Στην συνέχεια ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παραθέτει ένα μεγάλο απόσπασμα του Znamenskii, στο οποίο γίνεται λόγος ότι αυτοί οι δάσκαλοι πήγαιναν στην «Μεγάλη Ρωσσία», από «την Μικρή Ρωσσία» και εθεωρούντο από τους σπουδαστές ως «ξένοι σε μια ξένη χώρα», αφού η Μικρά Ρωσία «είχε τα δικά της ιδιαίτερα έθιμα και τις δικές της αντιλήψεις και μια ξενική ακαδημαική μόρφωση. Τη γλώσσα της ήταν δύσκολο να την καταλάβουν οι Ρώσσοι της Μεγάλης Ρωσσίας και ηχούσε παράξενα στα αυτιά τους».

Ακόμη, και αυτοί οι δάσκαλοι «δεν κατέβαλαν ποτέ καμμιά προσπάθεια να προσαρμοσθούν με τους μαθητές τους ή με την χώρα στην οποία είχαν προσκληθή. Μάλλον περιφρονούσαν ολοφάνερα τους Ρώσσους της Μεγάλης Ρωσσίας, τους θεωρούσαν άγριους και τους εχλέβαζαν. Εύρισκαν εσφαλμένο ο,τιδήποτε δεν ήταν όμοιο με τις δικές τους συνήθειες της “Μικράς Ρωσσίας”. Προέβαλλαν τον δικό τους τρόπο ζωής, επιβάλλοντάς τον πάνω σ’ όλους σαν τον σωστό τρόπο ζωής. Τότε ήταν μια εποχή που μόνο “Μικροί Ρώσσοι” (Ουκρανοί) μπορούσαν να χειροτονηθούν ως επίσκοποι ή αρχιμανδρίτες, γιατί η κυβέρνηση υποπτευόταν τους Μεγάλους Ρώσσους, υποθέτοντας ότι αυτοί συμπαθούσαν τα έθιμα που υπήρχαν πριν από την εποχή του Μ. Πέτρου».

Επίσης,γράφεται ότι ο λαός δέχθηκε με δισταγμό και δυσπιστία αυτές τις σχολές, αλλά και «οι ίδιοι ακόμα οι μαθητές συχνά δραπέτευαν».

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεί ότι οι γονείς και τα παιδιά εκλάμβαναν αυτές τις σχολές ως «καταραμένες σχολές βασανισμού», στις οποίες μπορούσε να χάση κανείς «αν όχι την πίστη του, τουλάχιστον την εθνικότητά του». Στην Εκκλησία ο σπουδαστής προσευχόταν «στην μητρική σλαβική γλώσσα» του, ενώ στις σχολές άκουγε τις «αγιογραφικές λέξεις» στην «διεθνή λατινική γλώσσα» και «σκεφτόταν στα λατινικά», οπότε επικρατούσε ένας διχασμός. Έτσι, εγκαταστάθηκε στην «Μεγάλη Ρωσσία», προερχόμενη από την «Μικρή Ρωσσία», μια δυτική θεολογία, μια «σχολή θεολογίας», η οποία «δεν είχε ρίζες στη ζωή». Κτίστηκε ένα «υπεροικοδόμημα» «πάνω στο κενό». Δεν είχε «φυσικά θεμέλια», αλλά «στηριζόταν μόνο σε υποστηρίγματα». Αυτό σημαίνει ότι τον δέκατο όγδοο αιώνα δυτικοποιήθηκε η θεολογία στην Ρωσία και ήταν μια «θεολογία με δεκανίκια».

Βεβαίως, στην συνέχεια ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γράφει ότι ακολούθησε η επίδραση στη ρωσική θεολογία του «προτεσταντικού σχολαστικισμού», οπότε «στα περισσότερα θεολογικά σεμινάρια και τις περισσότερες ακαδημίες η διδασκαλία το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ογδόου αιώνος βασιζόταν στα δυτικά προτεσταντικά εγχειρίδια». Παρά ταύτα «η θεολογική διδασκαλία στις σχολές παρέμεινε ακόμα λατινική στον χαρακτήρα και όταν ο “ρωμαιοκαθολικός” προσανατολισμός αντικαταστάθηκε από τον προσανατολισμό προς την Μεταρ-ρύθμιση ή πιο σωστά, από την επίδραση του πρώτου προτεσταντικού σχολαστικισμού».

Αργότερα αυτή «η “λατινική αιχμαλωσία” θα μπορούσε εύκολα να αντικατασταθή από μια γερμανική ή αγγλική “αιχμαλωσία”, μόνο στη θέση του σχολαστικισμού εμφανίσθηκε ο κίνδυνος του αορίστου μυστικισμού και της γερμανικής θεοσοφίας».

Έτσι, μιλώντας για ρωσική θεολογία κάνει λόγο για μια «δημιουργική σύγχυση», για μια «περιπλανώμενη θεολογία», για την «θεολογική ψευδομόρφωση», «όταν η φυσική γλώσσα χάνεται και η θεολογία γίνεται ξένη και αλλόκοτη» (σελ. 208), είναι «μια θεολογία με δεκανίκια».

3. Ο Ουκρανός μοναχός άγιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ

Κάνοντας λόγο για την «θεολογική ψευδομόρφωση» στην «Μικρά Ρωσία» (Ουκρανία) και την «Μεγάλη Ρωσία» από δυτικές θεολογικές επιδράσεις και επιρροές πρέπει να γίνη αναφορά στον όσιο Παίσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), σύμφωνα με τα κείμενα που δημοσίευσε ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με την περίπτωσή του.

Ο άγιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, γεννήθηκε και ανατράφηκε «στην πανένδοξη πόλη της Μικράς Ρωσίας, την Πολτάβα» και ο προπάππος του από τον πατέρα του ήταν «πλούσιος Κοζάκος». Όταν μεγάλωσε σπούδασε «στην Ακαδημία του Κιέβου», για να λάβη «την θύραθεν παιδεία».

Στο Κίεβο διέκρινε την διαφορά μεταξύ των θεολογικών μαθημάτων στην Ακαδημία της πόλεως και του μοναχισμού που ζούσαν οι μοναχοί στην Λαύρα του Κιέβου και σε άλλες μοναστικές Κοινότητες.

Τα μαθήματα στην Ακαδημία του Κιέβου ήταν επηρεασμένα από την σχολαστική θεολογία και επίσης βασίζονταν σε θέσεις προτεσταντών θεολόγων, όπως φαίνεται στον Σίλβεστρο Κουλιαμπκά που ήταν διευθυντής της Σχολής, Αρχιμανδρίτης της Μονής της Αδελφότητος της Επιφανείας και αργότερα και Μητροπολίτης Πετρουπόλεως.

Ο ίδιος ο π. Παίσιος Βελιτσκόφσκυ στην αυτοβιογραφία του παρουσιάζει την συνειδησιακή του σύγκρουση μεταξύ του πόθου του για την ησυχαστική του ζωή και την παρακολούθηση των μαθημάτων στην Ακαδημία του Κιέβου. Γράφει:

«Από τη θύραθεν παιδεία δεν αποκομίζω για την ψυχή μου καμία ωφέλεια, διότι, ακούοντας σ’ αυτήν τακτικά να μνημονεύονται ελληνικοί θεοί, και θεές, και μύθοι ποιητικοί, μίσησα από το βάθος της ψυχής μου αυτή την παιδεία. Διότι, έστω και στη θύραθεν παιδεία, αν οι διδάσκαλοι χρησιμοποιούσαν τους λόγους των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, αυτών που διδάχτηκαν την πνευματική γνώση από το πανάγιο Πνεύμα, τότε οι μαθητές θα αξιώνονταν να ωφεληθούν διπλά, και από την πνευματική γνώση και από την θύραθεν παιδεία. Αλλά, όπως είναι γραμμένο στο Πνευματικό Αλφάβητο, σήμερα διδάσκονται τη γνώση όχι από το Άγιο Πνεύμα, παρά από τον Αριστοτέλη, τον Κικέρωνα, τον Πλάτωνα και τους λοιπούς εθνικούς φιλοσόφους και γι’ αυτό τυφλώθηκαν από το ψέμα και πλανήθηκαν από τον σωστό δρόμο, τόσο στη γνώση όσο και στους λόγους∙ μόνο να ρητορεύουν μαθαίνουν, και μέσα στην ψυχή υπάρχει καταχνιά και σκοτάδι, όλη μάλιστα η σοφία τους υπάρχει στη γλώσσα. Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτή τη μαρτυρία, μη νιώθοντας μέσα μου καμία ωφέλεια από τέτεοια μόρφωση, έχοντας μάλιστα και τον φόβο μήπως, όπως συνέβη σε πολλούς, υποπέσω και σε διαστροφή του μυαλού μου, αποφάσισα να την εγκαταλείψω».

Ο Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος σημειώνει ότι η Ακαδημία του Κιέβου ιδρύθηκε το 1632 από τον Μητροπολίτη Κιέβου Πέτρο Μογίλα (1633-1647), ο οποίος εκείνη την εποχή «ενεργούσε ως αρχιμαδρίτης του Κιέβου». Αυτός αναδιοργάνωσε μία προγενέστερα υπάρχουσα σχολή, η οποία είχε δημιουργηθεί από την Αδελφότητα του Κιέβου και το Καταστατικό της είχε επικυρωθεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη τον Μάρτιο του 1620. Ο Μογίλας ανέβασε πολύ το επίπεδο της σχολής, αλλά της έδωσε περισσότερο δυτικόστροφη κατεύ-θυνση, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί τη μόρφωση Πολωνών Καθολικών και των Ουκρανών Ουνιτών».

Ο άγιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ μετά την αποχώρησή του από την Ακαδημία του Κιέβου περιήλθε πολλές μοναστικές κοινότητες βορείως του Κιέβου, πέρασε τα σύνορα, προφανώς από το τμήμα της Ουκρανίας, που βρισκόταν ενωμένο με την Ρωσία, πήγε στο τμήμα της Ουκρανίας που ήταν κάτω από την πολωνο-λιθουανική κατοχή, που δεν το ονόμαζε Ουκρανία, γι’ αυτό ύστερα επανήλθε στην Ουκρανία.

Όταν βρισκόταν στο τμήμα που ήταν κάτω από πολωνολιθουανική κατοχή, γράφει: «Εγώ δε όντας από τη φύση μου δειλός δεν τολμούσα μόνος μου να πάω πουθενά, κυρίως από τον φόβο των εχθρών της αγίας πίστης, διότι η χώρα εκείνη κυβερνάτο από αυτούς».

Σε μοναστήρια της περιοχής αισθάνθηκε τον διωγμό από τον ηγεμόνα της Χώρας, Βασιλέα της Πολωνίας Αύγουστο Γ΄ αρχιδούκα της Σαξωνίας, ο οποίος δίωκε τους Ορθοδόξους μοναχούς και ήθελε να τους στρέψη «προς τη δική του κακοδοξία». Γι’ αυτό γράφει ο άγιος Παίσιος:

«Όταν είδα και εγώ τέτοιο διωγμό από τους κακοδόξους εναντίον της ορθόδοξης πίστης, έλαβα ενώπιον του Θεού την απόφαση ποτέ πιά να μην ζήσω σε χώρες όπου συμβαίνουν διωγμοί από τους κακοδόξους κατά της Εκκλησίας του Θεού και της ορθόδοξης πίστης. Η επιθυμία μου ήταν να έρθω στην ορθόδοξη και θεοφύλακτη χώρα της Μολδαβίας, αλλά από τη μια μεριά λόγω του φόβου των εχθρών της αγίας πίστης, και από την άλλη επειδή δεν έβρισκα άνθρωπο που θα μπορούσε να με οδηγήσει εκεί, μου αποκόπηκε αυτή η επιθυμία. Παρακάλεσα τον Κύριο, με όποιον τρόπο αυτός γνωρίζει, να με οδηγήσει στον δρόμο Του».

Έτσι, επέστρεψε «στη θεόσωστη πόλη του Κιέβου» και εγκαταβίωσε «στη αγία Σπηλαιώτικη Λαύρα». Έπειτα, από ένα χρονικό διάστημα πήρε τον δρόμο προς την Μολδαβία και μετά έφθασε στο Άγιον Όρος, αναζητώντας ησυχία και προσευχή, όπου έπειτα από την ερημική ζωή ίδρυσε την σκήτη του Προφήτου Ηλία, έμαθε την ελληνική γλώσσα, διάβαζε πατερικά κείμενα, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την νοερά προσευχή, ανεκάλυψε κείμενα της φιλοκαλίας που άρχισε να μεταφράζη στην σλαβονική γλώσσα.

Μετά από χρόνια αναχώρησε από το Άγιον Όρος για την Μολδαβία, όπου εγκαταστάθηκε στην Μονή Ντραγκομίρνα, έπειτα στην Μονή Σέκου και την Μονή Νεάμτς.

Μέσα σε μεγάλες δυσκολίες, μεταξύ διαφόρων πολεμικών συγκρούσεων ο άγιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ μετέδωσε τον γνήσιο ορθόδοξο ησυχαστικό μοναχισμό, και ανέτρεψε εν πολλοίς τον λατινικό ρωμαιοκαθολικό σχολαστικισμό και τον αντίστοιχο προτεσταντικό σχολαστικισμό, όπως και τον γερμανικό ιδεαλισμό.

Το συμπέρασμα είναι ότι η χώρα της «Μικράς Ρωσίας», δηλαδή της Ουκρανίας, υπήρξε χώρος διεκδικήσεως πολλών και διαφόρων λαών και αυτό επηρέασε και τις εκκλησιαστικές και θεολογικές παραδόσεις της περιοχής και των κατοίκων τους. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Ουκρανική Εθνότητα έχει σημαντικές διαφορές από την Ρωσική Εθνότητα, που δεν είναι εύκολο να ερμηνευθή αν δεν ανακύψη κανείς με σοβαρότητα στις ιστορικές και θεολογικές πηγές.

agrinionews.gr
Διαβάστηκε 465 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.