γράφει ο Κώστας Πιστιόλας
Στις 19 Μαΐου, 1919 με την αποβίβαση του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα, άρχισε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. 353.000 Έλληνες από τον μικρασιατικό Πόντο εξοντώθηκαν την περίοδο 1916-1923.
Η 19η Μαΐου είναι μαύρη σελίδα για τον ελληνισμό. Αποτελεί, όμως, και μια από τις πλέον μελανές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πρόκειται για μια γενοκτονία, που 106 χρόνια μετά περιμένει ακόμη τη διεθνή της αναγνώριση. Και αυτό είναι ευθύνη όλων μας. Δεν αρκεί η μνήμη και οι εκδηλώσεις.
Ο επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «Αγρίνιο – Πάμε Ψηλά», Κώστας Πιστιόλας, με έμφαση σημειώνει: «Ο Πόντος και η Μικρασία δεν χάθηκαν ποτέ… Είναι εδώ, στη σύγχρονη Ελλάδα, που έχει ως φωτογραφία στην ταυτότητά της τον Πόντο και τη Μικρασία, τις αλησμόνητες πατρίδες και τους ανθρώπους που διώχθηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν, αλλά διαμόρφωσαν τον κόσμο που ζούμε σήμερα. Λένε πως όποιος ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Αυτό, δεν θα γίνει ποτέ. Δεν θα επιτρέψουμε να γίνει. Αντίθετα, θα είμαστε εδώ πάντα για να ζητάμε δικαίωση για τις 353.000 ψυχές… Η Σινώπη, η Αμισός, η Αμάσεια, η Τραπεζούντα, η Κερασούντα , τα Κοτύωρα ζουν σήμερα και κάθε μέρα εδώ. Με την ευλογία της Εικόνας της Παναγίας Σουμελά, προσευχόμαστε για αυτή τη δικαίωση, ώστε η ανθρωπότητα να σταματήσει επιτέλους να βιώνει τέτοια δεινά».
Ακολουθεί η ομιλία που εκφωνήθηκε σήμερα από το τον Σύμβουλο της Δημοτικής Κοινότητας Αγρίου Κωνσταντίνου κ. Δημοσθένη Σιδηρόπουλο:
Σήμερα, εδώ, στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στον ιερό τούτο τόπο που χτίστηκε από τις στάχτες της προσφυγιάς, τελούμε μνημόσυνο που δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό μας καθήκον αλλά συνάμα είναι χρέος Ιερό, χρέος τιμής και ιστορικής συνείδησης.
Εδώ, έμπροσθεν του Ιερού Θυσιαστηρίου μέσα στο φως των κεριών και στο λιβάνι της προσευχής, η Μνήμη γίνεται Παρουσία. Γίνεται πρόσωπο. Γίνεται ψίθυρος στα αυτιά μας, φλόγα στο στήθος μας και φωνή στη συνείδησή μας.
Άλλωστε σύμφωνα με την Ορθόδοξη πίστη, κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, ο ουρανός συναντά τη γη και οι ζωντανοί τους κεκοιμημένους.
Οι 353.000 ψυχές της Γενοκτονίας — δεν χάθηκαν. Είναι εδώ. Παρόντες. Όχι σαν σκιές, αλλά σαν λευκοντυμένοι μάρτυρες , παραστέκονται αόρατοι δίπλα μας, τους συναντάμε και μιλάμε μαζί τους. Τους ακούμε. Τους θυμόμαστε.
Δεν φωνάζουν — προσεύχονται. Δεν εκδικούνται — μεσιτεύουν.
Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδοξίας:
Ότι η Μνήμη γίνεται Παρουσία,
Ότι ο Θάνατος δεν είναι το Τέλος,
Ότι ο Πόντος ζει — όχι μόνο στην Ιστορία, αλλά και στην αιωνιότητα του Θεού.
Μέσω των άταφων νεκρών μας, φωνάζουμε την αλήθεια ότι υπήρξε γενοκτονία, ότι δηλαδή έγινε συνειδητή, οργανωμένη, αμείλικτη εξόντωση ενός λαού, όχι για κάτι που έκανε αλλά για αυτό που ήταν.
Η Τουρκία, 106 χρόνια μετά, συνεχίζει να αρνείται.
Να διαστρεβλώνει την ιστορία. Να αποκαλεί "ανταλλαγή πληθυσμών" αυτό που ήταν εξόντωση.
Να καταστρέφει μνημεία. Να χλευάζει μνήμη. Να κλείνει τα αυτιά της στις φωνές των επιζώντων, στα τεκμήρια, στις αλήθειες που δεν σβήνουν.
Αλλά και οι λεγόμενες "Μεγάλες Δυνάμεις", που τότε έβλεπαν τα καράβια με τους πρόσφυγες στοιβαγμένους και τα πτώματα να επιπλέουν στον Εύξεινο Πόντο — έκαναν το μόνο που ήξεραν να κάνουν καλά: Σιώπησαν.
Σιώπησαν τότε. Σιωπούν και τώρα.
Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα από όλους. Γιατί η γεωπολιτική σκοπιμότητα και τα συμφέροντα αξίζουν γι' αυτούς περισσότερο από τις ζωές των αθώων.
Αλλά εμείς δεν θα σωπάσουμε, γιατί η σιωπή βαραίνει τη μνήμη και οι ψίθυροι των άταφων νεκρών μας θα αντηχούν πιο δυνατά. Δεν είχαν τάφο, δεν είχαν σταυρό, δεν είχαν ιερέα για την τελευταία ευχή αλλά ούτε και συγγενείς για τον ύστατο ασπασμό . Χάθηκαν στα φαράγγια, στις σπηλιές, στους δρόμους της προσφυγιάς. Μα δεν χάθηκαν από τη μνήμη. Εκείνοι που δεν βρήκαν ανάπαυση στη γη, αναπαύονται στην καρδιά του κάθε Πόντιου , του κάθε Έλληνα.
Γιατί η μνήμη γίνεται τάφος, η παρουσία μας το μνημόσυνό τους και ο πόνος μας νόστος για την πατρίδα.
Για την πατρίδα, που οι καμπάνες σώπασαν απότομα.
Για την πατρίδα, που τα παιδικά γέλια σβήστηκαν από τρόμο.
Για την πατρίδα, που τα σπίτια άδειασαν και τα σοκάκια δεν ξαναείδαν τους ανθρώπους τους.
Για την πατρίδα που δεν είναι τόπος – είναι αίσθηση.
Και για αυτήν την πατρίδα που έχασαν δεν υποτάχθηκαν.
Διάλεξαν να πέσουν όρθιοι, παρά να ζήσουν γονατιστοί.
Έχουμε το δικαίωμα να υποταχθούμε και να γονατίσουμε εμείς…….!!!
Αλλοίμονο και μόνο στην σκέψη αυτή, γιατί αν γονατίσουμε εμείς τι παράδειγμα θα δώσουμε στα παιδιά μας.
Ας στρέψουμε το βλέμμα μας τούτη την στιγμή σε εκείνον τον μαρτυρικό τόπο , τον ποτισμένο με το αίμα τον Αγίων και των Μαρτύρων δίνοντας μας δύναμη το παράδειγμα της ηρωικής Σάντας.
Ο αείμνηστος Κώστας Κουρτίδης γράφει στο ημερολόγιό του:
«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου. Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη. Γυναίκες και παιδιά, 300 περίπου, μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου 120 νέοι άοπλοι.
Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».
Το βαθύ σκοτάδι έδωσε την ευκαιρία στα γυναικόπαιδα και τους αντάρτες να κρυφτούν σε μια βαθιά σπηλιά. Ωστόσο έπρεπε να λάβουν άμεσα αποφάσεις αφού και επαρκή πυρομαχικά δεν υπήρχαν, αλλά και επειδή υπήρχε κίνδυνος εγκλωβισμού τους από τους Τούρκους, με το πρώτο φως της ημέρας. Τελικά αποφασίζεται να διαφύγουν μέσα στο σκοτάδι, περνώντας κοντά από τις τουρκικές γραμμές. Ωστόσο υπήρχε ένας αστάθμητος παράγοντας. Τα βρέφη που είχαν μαζί τους και με το ξαφνικό κλάμα τους θα μπορούσαν να προδώσουν την προσπάθεια διαφυγής τους, με ολέθριο για όλους αποτέλεσμα.
Ήταν η πλέον τραγική στιγμή. Όταν μοιραίες και απελπισμένες μάνες υπάκουσαν στη διαταγή και παρέδωσαν τα βρέφη τους στους αντάρτες, για να τα σφάξουν.
Ούτε να κλάψουν δεν μπόρεσαν εκείνες οι τραγικές μάνες, για να μη προδοθεί η θέση τους.
Βρέφη θυσιάστηκαν, προκειμένου να διαφύγουν και να διασωθούν τελικά 300 Έλληνες της Σάντας.
Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν τα βρέφη σφαγμένα και τρομοκρατήθηκαν. Λέγεται πως ο ίδιος ο επικεφαλής μέραρχος έδωσε διαταγή για οπισθοχώρηση λέγοντας πως: «Άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ».
Η ιστορία της Σάντας πριν γραφτεί σε βιβλίο, γράφτηκε με αίμα στα μονοπάτια του βουνού. Είναι ιστορία κραυγής που λέει: "Δεν λυγίσαμε".
Η Σάντα αποτελεί ένα δάκρυ που κυλά σιωπηλά όταν ακούμε έναν πυρρίχιο. Είναι το βλέμμα που σηκώνεται ψηλά όταν λέμε "δεν ξεχνώ".
Και το λέμε όχι από εκδίκηση, αλλά από ευθύνη και από αξιοπρέπεια. Από χρέος στους νεκρούς μας αλλά και στον μονοκέφαλο αετό, σύμβολο και φυλαχτό της ρωμιοσύνης του Πόντου που στέκει ακόμη αγέρωχος εδώ, στη μητέρα Ελλάδα, με το βλέμμα του στραμμένο πάντα προς την αλησμόνητη γη, προσμένει και δεν ξεχνά. Περιμένει τη δικαίωση, την αναγνώριση, την αλήθεια.
Και σήμερα εδώ έρχεται την παρουσία μας και τούτα τα λόγια να τα σκεπάσει και να κάνει την στιγμή ακόμη πιο Ιερή η Παναγία Σουμελά.
Όχι μια Εικόνα μόνο — αλλά η ψυχή του Πόντου.
Η Παναγία που ακολούθησε τους ξεριζωμένους. Που πέρασε τα βουνά, τη θάλασσα, τη φτώχεια, τον θρήνο — και δεν έλειψε ποτέ από τον λαό Της.
Η Παναγία Σουμελά δεν είναι απλώς κειμήλιο.
Είναι παρουσία ζωντανή. Είναι Μάνα.
Που σκουπίζει τα δάκρυα των παππούδων μας. Που δίνει ελπίδα στα παιδιά μας. Που μας ενώνει όλους στη Μνήμη και στην Πίστη.
Και σήμερα, από αυτό εδώ το προσκυνητάρι, μας κοιτάζει στα μάτια και μας καλεί:
Μη ξεχάσετε.
Μη λιγοψυχήσετε.
Μη σιωπήσετε.
Γιατί το "ποτέ ξανά" δεν είναι ευχή — είναι απόφαση.
Και η Μνήμη δεν είναι για να την τιμούμε μία φορά τον χρόνο.
Είναι για να την κουβαλάμε κάθε μέρα.
Στο σπίτι μας. Στην οικογένειά μας. Στο σχολείο. Στην καρδιά μας.
Να μιλήσουμε στα παιδιά μας για τον Πόντο.
Να τους πούμε για τα χωριά μας, για τη γλώσσα, τα τραγούδια, τις εκκλησιές.
Όχι για να μάθουν να μισούν, αλλά για να μάθουν ποιοι είναι.
Ο Πόντος δεν πέθανε.
Ο Πόντος ζει.
Ζει στους χορούς, στα δάκρυα, στα μοιρολόγια, στα πανηγύρια, στα μνημόσυνα.
Ζει στο βλέμμα της Παναγίας Σουμελά.
Και θα ζει — όσο εμείς θα κρατάμε αναμμένη τη φλόγα της Μνήμης.
Ας σταθούμε λοιπόν με σεβασμό μπροστά στην Ιστορία.
Ας σηκώσουμε το κεφάλι με αξιοπρέπεια.
Και ας αφήσουμε τα λόγια μας να γίνουν προσευχή:
Παναγία Σουμελά,
σκέπασε τον λαό Σου,
δώσε παρηγοριά στους θλιμμένους,
πίστη στους νέους,
και φλόγα στη Μνήμη μας.
Εσύ που ήσουν Μάνα στον Πόντο,
γίνε Φρουρός στη Μνήμη του.
Αιωνία τους η μνήμη.