Του Χάρη Φλουδόπουλου
Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού συγκαταλέγεται διαχρονικά στις ακριβότερες της Ευρώπης και το α’ τρίμηνο του 2025 δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Energy), η μέση χονδρική τιμή στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 144,6 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή 44,6% υψηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο των 100 ευρώ/MWh.
Η διαφορά αυτή δεν είναι τυχαία ούτε μεμονωμένη. Όπως αποτυπώνεται και στα στοιχεία για τις γειτονικές αγορές, η ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αντιμετωπίζει μια κοινή δομική πρόκληση στο ενεργειακό της μίγμα. Ενδεικτικά, οι τιμές στη Ρουμανία (148,3 €/MWh), την Ουγγαρία (149,5 €/MWh), τη Βουλγαρία (147,5 €/MWh) και την Ιταλία (146,7 €/MWh) κινούνται σε παρόμοια υψηλά επίπεδα.
Ένα πρόβλημα που αναγνωρίστηκε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Η επιμονή των υψηλών τιμών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έχει ήδη ενεργοποιήσει τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε ειδική Task Force για τις τιμές ενέργειας, η οποία στοχεύει στην ανάλυση των αιτίων των στρεβλώσεων και στην προώθηση μέτρων εξομάλυνσης και διασύνδεσης των αγορών.
Η αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο
Ένα από τα βασικά αίτια του προβλήματος εντοπίζεται στο μείγμα παραγωγής. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή της ΕΕ αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας το 33% από 28% έναν χρόνο νωρίτερα. Παράλληλα, το ποσοστό συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) υποχώρησε στο 41% από 46%.
Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην Ελλάδα, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, υπήρξε έντονη αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή. Το γεγονός αυτό καθιστά την τιμή ρεύματος στη χονδρική ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς διακυμάνσεις της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία εξακολουθεί να είναι ασταθής και επιρρεπής σε γεωπολιτικούς κινδύνους.
Οι ΑΠΕ δεν επαρκούν – ή δεν φτάνουν στην αγορά;
Παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη του δυναμικού ΑΠΕ στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, το πρόβλημα δεν είναι μόνο το πόσο παράγεται, αλλά πώς και αν φτάνει στην αγορά. Τα προβλήματα επάρκειας και ευστάθειας του δικτύου μεταφοράς και διανομής, αλλά και οι περιορισμοί στους μηχανισμούς αποθήκευσης ενέργειας, δεν επιτρέπουν πάντα την αξιοποίηση του φθηνότερου πράσινου ρεύματος στο σύστημα.
Αποτέλεσμα είναι, ακόμη και τις ημέρες με υψηλή παραγωγή ΑΠΕ, το σύστημα να μην μπορεί να απορροφήσει τη φθηνή ενέργεια, και να συνεχίζει να στηρίζεται σε θερμική παραγωγή.
Η αντίφαση της λιανικής: φθηνότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ
Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερη μέση τιμή στη λιανική αγορά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, κατά το α’ τρίμηνο του 2025, η μέση τιμή λιανικής στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 237,3 ευρώ/MWh, έναντι 255 ευρώ/MWh στην ΕΕ.
Αυτό, όμως, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην κρατική επιδότηση τιμολογίων, στη διοικητική παρέμβαση μέσω πλαφόν στη χονδρική και στα μηχανισμούς επιστροφής υπερεσόδων, παρά στη λειτουργία της ίδιας της αγοράς. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τεχνητή αποκλιμάκωση των τιμών προς τον καταναλωτή, που δεν προκύπτει από ανταγωνιστικές δυνάμεις.
Τα βαθύτερα αίτια των υψηλών τιμών στην Ελλάδα
Τα βασικά αίτια που οδηγούν την ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρισμού σε υψηλότερα επίπεδα είναι:
- Η υψηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο, που λειτουργεί ως ρυθμιστής της οριακής τιμής (marginal price).
- Η ανεπαρκής διασύνδεση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές, γεγονός που περιορίζει την εισαγωγή φθηνότερης ενέργειας.
- Η ανεπαρκής αξιοποίηση των ΑΠΕ, είτε λόγω προβλημάτων δικτύου, είτε λόγω έλλειψης αποθηκευτικών υποδομών.
- Η στρεβλή λειτουργία του target model, που παρά τις μεταρρυθμίσεις συνεχίζει να επιβαρύνεται από συνθήκες περιορισμένου ανταγωνισμού.
Επείγει μια στρατηγική επανεκκίνηση
Η υψηλή χονδρική τιμή στην Ελλάδα δεν είναι μόνο ζήτημα κόστους για τον καταναλωτή, αλλά και ανταγωνιστικότητας για την ελληνική βιομηχανία και την εθνική οικονομία συνολικά. Η μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τόσο ακριβό ρεύμα.
Απαιτείται:
Ενίσχυση των δικτύων μεταφοράς και αποθήκευσης για καλύτερη απορρόφηση ΑΠΕ.
Προώθηση των διασυνδέσεων, τόσο με τα Βαλκάνια όσο και με την Κεντρική Ευρώπη.
Επανεξέταση του μηχανισμού τιμολόγησης, ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το κόστος των ΑΠΕ και να μειώνει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο.
Μόνιμα εργαλεία στήριξης των ευάλωτων, που να μην αλλοιώνουν τη λειτουργία της αγοράς.