Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 18 Νοεμβρίου 2022 20:02

Βραχώρι 11-Ιουνίου-1821: "Οι αθάνατοι πολιορκητές"

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Το βιβλίο του Ιωάννη Γρ. Διονυσάτου  

ΒΡΑΧΩΡΙ

11   ΙΟΥΝΙΟΥ 1821

ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΕΣ 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ολική ή μερική, με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς τη γραπτή άδεια του συγγραφέα. Το ίδιο ισχύει και για μεταφράσεις του έργου (Ν. 2121/1993).

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Λευκάδα, περιοχή Αγίας Μαύρας, κτήμα Ιωάννη Ζαμπέλιου, Κυριακή της Αποκριάς 13 Φεβρουαρίου 1821. Οι καπεταναίοι Γεώργιος Βαρνακιώτης, Δημήτριος Μακρής, Στάθης Κατσικογιάννης, Νικόλαος Στουρνάρας (από την περιοχή Ασπροποτάμου-Αχελώου Θεσσαλίας), Γεώργιος  Τόγκας ή «Τσόγκας», Γεώργιος Καραισκάκης, Δημήτριος Κοντογιάννης, Θ. Μήτσας, Πανουργιάς και Οδυσσέας Ανδρούτσος φιλοξενούνται στο κτήμα του άρχοντα της περιοχής Ι. Ζαμπέλιου. Το πρωί της Κυριακής εκκλησιάζονται στο μικρό ξωκλήσι της Θεοτόκου. Σκοπός της μάζωξης των καπεταναίων ήταν να ληφθεί απόφαση για την ημερομηνία κήρυξης της επανάστασης που σύμφωνα με το πρόγραμμα της Φιλικής Εταιρείας είχε προσδιοριστεί για την 25η Μαρτίου 1821. Σε σύσκεψη που έγινε «κεκλεισμένων των θυρών» με την παρουσία του Αριστείδη, (δολοφονήθηκε αργότερα στην Μακεδονία μεταφέροντας επιστολές του Υψηλάντη) αντιπροσώπου του Υψηλάντη και έλαβε χώρα την 11 π.μ  στο σπίτι του φλογερού πατριώτη Ιωάννη Ζαμπέλιου η ημερομηνία έναρξης της επανάστασης συμφωνήθηκε ομόφωνα. Η 25η Μαρτίου 1821. Ο Καραισκάκης, το παλιό πρωτοτοπαλίκαρο του θρυλικού Κατσαντώνη,  για να δώσει θάρρος στους καπεταναίους, τους είπε με το γνώριμο πνεύμα του: « Αστε, μωρέ παιδιά, μετ’ ολίγον θα τους σκορπούμε (τους Τούρκους) στον κάμπο σαν....». Οι οπλαρχηγοί την επομένη ημέρα έφυγαν για τα τόπια τους προκειμένου να ετοιμαστούν. Οι κουμπούρες και τα γιαταγάνια σε λίγο θα βγούν από τα σεντούκια. Ηρθε η ώρα της αποτίναξης του Οθωμανικού ζυγού.

Η Αιτωλοακαρνανία δεν θα υστερήσει σε αγωνιστικό ζήλο. Στη  θέση «Σκάλα Μαυρομάτη» που βρίσκεται κοντά στο Περιθώρι Μεσολογγίου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη επαναστατική πράξη το Σάββατο 5η Μαρτίου 1821. Ο Δημήτρης Μακρής με 28 λατζόνια παλικάρια στήνει ενέδρα  σε χρηματαποστολή ύστερα από μήνυμα που έλαβε από τον προύχοντα του Μεσολογγίου Αναστάση Παλαμά. Η τουρκική συνοδεία της χρηματαποστολής εξολοθρεύεται, πλην ενός προκειμένου να μεταφέρει στους Τούρκους της πόλης του Μεσολογγίου το επαναστατικό γεγονός. Οι επιθέσεις κατά τουρκικών χρηματαποστολών θα συνεχιστούν. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος μετά τη σύσκεψη της Λευκάδος επιστρέφει από την Ακαρνανία, περνά από την Λεπενού, όπου στρατολογεί άντρες και φτάνει στη μονή Τατάρνας. Στις 22 Μαρτίου στήνει ενέδρα σε τουρκαλβανικό απόσπασμα που μεταφέρει φόρους και έχει ως αρχηγό τον Χασάν μπέη Γκέκα. Τον βοηθά ο ηγούμενος Κυπριανός με τους καλόγερους του μοναστηριού. Φονεύονται 60 και πλέον Τουρκαλβανοί. Ουδείς θα διασωθεί. Όμως αφήνουν άθικτο τον μεταφερόμενο θησαυρό. Καταδεικνύουν με τον τρόπο αυτό ότι πρόκειται για επαναστατικό γεγονός και όχι για ληστεία.

Η επανάσταση πλέον απλώνεται παντού. Πολιορκίες, εκστρατείες, μικρές και μεγάλες μάχες διεξάγονται σε όλο το χώρο της Δυτικής Ελλάδος. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες 111 σημαντικές μάχες, με έμφαση σε αυτές που διαδραματίστηκαν στο χώρο της Αιτωλοακαρνανίας, Αρτας και Ευρυτανίας: Τις μάχες στη Σκάλα Μαυρομμάτη Περιθωρίου (5 Μαρτίου 1821), Τατάρνας (22 Μαρτίου 1821), Ναυπάκτου (20/24 Μαίου 1821), τις πολιορκίες του Βραχωρίου (28-5-1821 έως 11-6-1821), Ζαπαντίου (15-6-1821 έως 28-6-1821), Πολιορκία Βόνιτσας (26/28 Μαίου 1821), τις μάχες στο Γυφτοπήδημα Μακρυνόρους (27 Μαίου 1821), Κομποτίου (30-5-1821 και 8-6-1821), Καστέλια ή Αντιρρίου (6 Ιουνίου 1821) Λαγκάδας και Παλιοκούλιας Μακρυνόρους (8-6-1821), Ανίνου Παπαδάτου (8 Ιουνίου 1821), Λαγκάδας Μακρυνόρους (17/18-6-1821), Αρτας (τέλη Μαίου έως τέλη Ιουνίου 1821), Κορακοφωλιάς Πέτα (Ιούνιος 1821), Καρβασαρά (18 Ιουνίου 1821), Καγγέλια Καρπενησίου (19 Ιουνίου 1821), Παλιοκούλια και Λαγκάδα Μακρυνόρους (28 Ιουνίου 1821), Κομποτίου (3 Ιουλίου 1821), Καρπενησίου (4 Ιουλίου 1821), Πέτα  (15 Ιουλίου 1821), Πλάκας (27 Ιουλίου 1821), Αγνάντων Τζουμέρκων (31 Ιουλίου 1821), Σταυρού Βουλγαρελίου (4 Αυγούστου 1821), Τζουμέρκων - Σχωρετσιάνων  (Αύγουστος 1821), Κατάκωλου Βόνιτσας (Αύγουστος 1821), Ναυπάκτου (Αύγουστος 1821), Καρπενησίου (Αύγουστος 1821), Πέτα (9 Σεπτεμβρίου 1821), Πλάκας (αρχές Σεπτεμβρίου 1821), Πέντε Πηγάδια Αρτας (15/17-9-1821), Αρτας ( 16 Νοεμβρίου 1821), Μακρυνόρους (12 Φεβρουαρίου 1822), Κομποτίου (10 Ιουνίου 1822), Πλάκας (29 Ιουνίου 1822), Κομποτίου (3 Ιουλίου 1822), Πέτα  (4 Ιουλίου 1822), Σπλάντζας Ηπείρου (4 Ιουλίου 1822), Αετού Ξηρομέρου (9 Αυγούστου 1822), Λουτρακίου Ξηρομέρου (22/23 Αυγούστου 1822), Ναυπάκτου (Αύγουστος 1822), Πετροχωρίου  (Αύγουστος 1822), Γαβαλούς Μακρυνείας (Σεπτέμβριος 1822), Σταμνάς (19 Οκτωβρίου 1822), Σκάλας Αιτωλικού (21 Οκτωβρίου 1822), Α’ Πολιορκία του Μεσολογγίου (25-10-1822 έως 31-12-1822), Λιγοβιτσίου Μαχαλάς (15 Δεκεμβρίου 1822),  Κατοχής (8-1-1823), Δογρής (Ιανουάριος 1823),  Κορομηλιάς ή Σοβολάκου ή Αγίου Βλασσίου (15 Ιανουαρίου 1823), Ζελίχοβου ή Αγίας Παρασκευής (Ιανουάριος 1823), Βλοχού (1823) Λεπενούς (31 Ιανουαρίου 1823), Ζαμπατίνας (15 Μαρτίου 1823), Καρβασαρά (7 Μαίου 1823), Κρυονερίου (14 Ιουλίου 1823), Μηλιές Σακαρετσίου (Ιούλιος 1823), Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (8-9 Αυγούστου 1823),  Καλλιακούδας (28 Αυγούστου 1823), Β’ Πολιορκία του Μεσολογγίου (Σεπτέμβριος έως Νοέμβριος 1823), Πολιορκία Ντολμά Αιτωλικού (6-10-1823 μέχρι 11-12-1823),  Σκαλί Αιτωλικού (19 Νοεμβρίου 1823), Κραββάρων Ναυπακτίας (8 Ιουλίου 1824), Αμπλιανης Φωκίδας (14 Ιουλίου 1824), Καρβασαρά (5 Αυγούστου 1824), Βουργαρελίου (Αύγουστος 1824), Βραχωρίου (26 Αυγούστου 1824), Λεσινίου (Σεπτέμβριος 1824), Καρβασαρά (6 Νοεμβρίου 1824), Καλαβρούζας (29 Δεκεμβρίου 1824), Ναυπάκτου (4 Φεβρουαρίου 1825), Γ’ Πολιορκία του Μεσολογγίου (Απρίλιος1825 έως 10 Απριλίου 1826), Παλιοκατούνας (8 Απριλίου 1825), Τουρκοχωρίου (11 Απριλίου 1825), Παπαδιάς (23 Απριλίου 1825), Αβόρανης Κραββάρων (Μάιος 1825), Βασιλαδίου (5 Ιουλίου 1825), Μεσολογγίου (25-26 Ιουλίου 1825), Πετροχωρίου (30 Ιουλίου - 9 Αυγούστου 1825), Λυσιμαχίας (Μάιος - Ιούνιος 1825), Μεσολογγίου (20-21 Αυγούστου 1825), Καροπούλας Αγράφων (Αύγουστος 1825), Ρίγανης Ξηρομέρου   (Αύγουστος 1825), Μαχαλάς   (28/29 Αυγούστου 1825), Δραγαμέστου (Σεπτέμβριος 1825), Καρβασαρά   (28/29 Σεπτεμβρίου 1825), Λάσπες Ρίβιου (30 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1825), Λικοδοντίου Βασιλόπουλου (Δεκέμβριος 1825), Βασιλαδίου (26 Φεβρουαρίου 1826), Ντολμά Αιτωλικού (26/28 Φεβρουαρίου 1826), Κλείσοβας (25 Μαρτίου 1826),  Αγίου Συμεώνος (10 Απριλίου 1826), Ανεμόμυλου Μεσολογγίου (12 Απριλίου 1826), Δόμβραινας Βοιωτίας (4 Νοεμβρίου 1826), Αράχοβας (18-24 Νοεμβρίου 1826), Τουρκοχωρίου (7 Δεκεμβρίου 1826), Βελίτσας (19 Ιανουαρίου 1827), Αλλάμπεη Γεφύρια (Ιανουάριος 1827), Δραγαμέστου (10 Ιουλίου 1827), Κανδήλας (10 Ιουλίου 1827), Μεγάλη Λομποτινά Κραββάρων (14 Σεπτεμβρίου 1827 μέχρι 26 Οκτωβρίου 1827), Αβόρανης (Νοέμβριος 1827), Δραγαμέστου (17 Νοεμβρίου 1827), Μαχαλά (17 Νοεμβρίου 1827), Καρπενησίου (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1827), Παπαδάτου (1 Φεβρουαρίου 1828), Μαχαλά (8 Φεβρουαρίου 1828), Ρίγανης (12 Φεβρουαρίου 1828), Παλιομάνινας (1828), Ντολμά (9-12 Απριλίου 1828), Λουτρακίου Ξηρομέρου (10 Σεπτεμβρίου 1828), Προστοβάς (πιθανώς Σεπτέμβριος 1828), Τέρνοβα ( 10 Οκτωβρίου 1828),  Λομποτινάς ή Ανω Χώρα Ναυπακτίας ( 22 Οκτωβρίου 1828), Μαχαλάς/Παπαδάτου (1 Φεβρουαρίου 1828),  Μάνινας - Παλαιομάνινας (12 Φεβρουαρίου 1828), Βόνιτσας   (15 Δεκεμβρίου 1828), πολιορκία και πτώση Φρουρίου Βόνιτσας (5 Μαρτίου 1829), πολιορκία και πτώση Φρουρίου Ρίου (Μάρτιος 1829), κατάληψη Μακρυνόρους (25 Μαρτίου 1829), πολιορκία Καρβασαρά (5 Απριλίου 1829), πολιορκία και κατάληψη Ναυπάκτου (11 Απριλίου 1829), πολιορκία και πτώση Φρουρίου Αντιρρίου (17 Απριλίου 1829), πολιορκία και κατάληψη Βραχωρίου (25 Απριλίου 1829), μάχη Λαγκάδας Μακρυνόρους   (30 Απριλίου 1829), πολιορκία και κατάληψη Μεσολογγίου και Αιτωλικού (1-3 Μαίου 1829).

Αντικείμενο της παρούσης εργασίας, που αποτελεί προιόν συστηματικής, επίπονης και επίμονης προσπάθειας του γράφοντος, είναι η  διερεύνηση και η καταγραφή των αγωνιστών του ’21 που μόλις σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού του Εθνους από τον τουρκικό ζυγό πήραν τα άρματά τους και κίνησαν κάτω από τις οδηγίες των οπλαρχηγών τους για την απελευθέρωση του Βραχωριού που ήταν το κέντρο της τουρκικής εξουσίας της περιοχής από τα τέλη του 17ου αιώνα.

Η καταγραφή των αγωνιστών που συμμετείχαν στην πολιορκία του Βραχωριού ήταν πραγματικά δύσκολη. Η προσπάθεια μάλλον δεν απέφυγε λάθη. Ηταν άλλωστε η πρώτη προσπάθεια καταγραφής. Ισως στο μέλλον κάποιος άλλος που επιχειρήσει την καταγραφή τα αποφύγει ή τα περιορίσει. Το ευχόμαστε πραγματικά ολόψυχα. Στο πόνημα αυτό αρκετοί αγωνιστές που φέρονται ως Μεσολογγίτες ίσως κατάγονταν από άλλα μέρη της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά δήλωναν ως τόπο καταγωγής την Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου, καθώς θεωρούσαν τιμή τους να λέγονται  Μεσολογγίτες. Εμείς σήμερα τολμούμε με το παρόν πόνημα να καταγράψουμε τα στοιχεία εκείνων των αγωνιστών που πολιόρκησαν το Βραχώρι για να αποτελέσει η παρούσα προσπάθεια το έναυσμα μιας πιο διεξοδικότερης και εμπεριστατωμένης στο μέλλον καταγραφής.

Ιωάννης Γρ. Διονυσάτος
Δικηγόρος Αγρινίου

Η  ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΒΡΑΧΩΡΙΟΥ

Οι καπεταναίοι της δυτικής Στερεάς Ελλάδας, μετά την κήρυξη της επανάστασης για την απελευθέρωση της υπόδουλης Ελλάδος στις 25 Μαρτίου 1821, που ορίστηκε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Αγίας Μαύρας Λευκάδας, η οποία έγινε μάλλον την Κυριακή της Αποκριάς, την 13η Φεβρουαρίου 1821, αποφασίζουν  και ορίζουν   την Παρασκευή 27 Μαίου 1821 - το Πάσχα του 1821 γιορτάσθηκε στις 10 Απριλίου - ως ημέρα έναρξης της πολιορκίας του Βραχωριού, σημαντικού στρατιωτικού οχυρού του Τούρκου κατακτητή στη περιοχή της δυτικής Ελλάδος μαζί με την Ναύπακτο, την Αρτα και φυσικά τα Γιάννινα.

Το Βραχώρι ήταν έδρα του Βλοχού που περιελάμβανε, κυρίως, την επαρχία της Τριχωνίδας, αλλά και της επαρχίας του Κάρλελι  (πήρε την ονομασία αυτή από τον Ενετό Κάρολο Τόκκο που ηγεμόνευε την Αιτωλοακαρνανία πριν το Οθωμανό κατακτητή) που ανήκε από το 1806 στο πασαλίκι του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου (πιθανότατα την 20η Μαρτίου) θα συναντήσει τους οπλαρχηγούς της περιοχής στην Λεπενού Βάλτου προκειμένου να τους ξεσηκώσει. Αναγνωρίζοντας του κινδύνους του εγχειρήματος δεν παίρνουν  για την ώρα απόφαση ξεσηκωμού. Όμως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν παραιτείται του εγχειρήματος. Στρατολογεί βαλτινούς αγωνιστές και με τα δικά του παλικάρια θα βρεθεί στις 22 Μαρτίου στη Τατάρνα όπου με τον ηγούμενο της μονής Κυπριανό και τους καλόγερους της μονής θα εξολοθρεύσει ομάδα 60 τουλάχιστον ένοπλων Τουρκαλβανών υπό τον Δερβέναγα Μπέη Γκέκα. Πιστεύεται βάσιμα  ότι το εγχείρημα του αυτό είχε ως σκοπό να εμπλέξει του πρωτοκαπετάνιους Γ. Βαρνακιώτη, Γ. Τσόγκα και Α. Ισκο, που είχαν εκφράσει αρχικά δισταγμούς στο επαναστατικό βήμα, λόγω της γειτνίασης των περιοχών τους με την περιοχή της Ηπείρου όπου τα σουλτανικά στρατεύματα του Χουρσίτ πασά επιχειρούν και πολιορκούν τα Γιάννενα του αποστάτη Αλή Πασά.  Ο Γιουσούφ μπέης, που από το 1820 υπηρετούσε στο στρατόπεδο των Ιωαννίνων κατά του Αλή πασά κατέρχεται με δύναμη 600 αντρών  από την Ηπειρο και φθάνει στο Βραχώρι περί τα τέλη Μαρτίου για να συνεχίσει νότια με τελικό προορισμό την Πάτρα την οποία καταστρέφει ολοσχερώς την μεγάλη Παρασκευή  8 Απριλίου 1821 με τις ενθαρρύνσεις και οδηγίες του Αγγλου μισέλληνα και υποπρόξενου Φίλιππου Γκρήν. Σφαγιάζει το μεγαλύτερο μέρος του άμαχου πληθυσμού της πόλης που επιστρέφει ανύποπτο από τις εκκλησίες.  Δεύτερη εχθρική διέλευση στις 4/5  Απριλίου από τα στενά του Θύαμου εκείνη του Κεχαγιά Μουσταφά Βέγη δυνάμεως 3500 μισθοφόρων αλβανών. Τρίτη εχθρική δύναμη 800 αλβανών με αρχηγό τον Ασλανάκη θα διέλθει τις αφύλακτες Ακαρνανικές Πύλες με προορισμό και πάλι την Πάτρα. Ακολουθεί  η παράδοση του τουρκικού φρουρίου των Σαλώνων (Αμφισσας), ύστερα από σφοδρή επίθεση των ελλήνων επαναστατών, υπό τον Στρατηγό Πανουργιά Πανουργιά, που κράτησε από την 26η Μαρτίου 1821 μέχρι την 10η Απριλίου 1821 οπότε και έπεσε το πρώτο μεγάλο τουρκικό φρούριο στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Οι Μικρές τουρκικές φρουρές Μποχωρίου και Γαλατά στη φήμη ότι θα τους επιτεθεί  ο Κώστας Χορμόβας με τα παλικάρια του συμπτύσσονται στο Μεσολόγγι.

Την Παρασκευή 20 Μαίου 1821, αφού  υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία φάνηκαν ανοιχτά της Πάτρας, υψώνεται η σημαία του επαναστατικού αγώνος στο Μεσολόγγι. Οι πρόκριτοι της πόλης του Μεσολογγίου εκλέγουν τον Αθανάσιο Ραζηκότσικα για στρατιωτικό αρχηγό της επανάστασης. Ταυτόχρονα καλούν στη πόλη του Μεσολογγίου τον περίφημο «πετρίτη του Ζυγού», τον αρματωλό Δημήτριο Μακρή που η φήμη του «περί την πολεμική τέχνη» είχε ξεπεράσει τα στενά τοπικά όρια.

Οι Τούρκοι του Μεσολογγίου, που αριθμούσαν 250 περίπου άτομα, σε μία πόλη 5.000 περίπου κατοίκων,  απελαύνονται  από 21 έως 25  Μαίου στο Βραχώρι όπου είναι έδρα του Κάρλελι και τούρκικο οχυρό της περιοχής. Ελάχιστοι εκτελούνται από το μένος του ραγιά, ενώ επίλεκτα μέλη της μεσολογγίτικης τουρκικής κοινωνίας, όπως η σύζυγος του Χουσείν αγά και η εξάχρονη κόρη της Χατιτζέ, κρατούνται αιχμάλωτα με σκοπό την ανταλλαγή τους. Οι περιοχές της νότιας Αιτωλίας έχουν καθαρίσει πλέον από τον Τούρκο δυνάστη. Πνέει άνεμος ελευθερίας στο νότιο μέρος του αιτωλικού πεδίου.  

Ατακτα ένοπλα τμήματα που δεν ελέγχονται απόλυτα από τους οπλαρχηγούς του Κάρλελι αδημονούν να ξεκινήσουν τον ιερό αγώνα. Μαθαίνουν τη κατάληψη των Σαλώνων (Αμφισσας) στις 10 Απριλίου 1821 και τα συμβαίνοντα στο Μωριά και στο Μεσολόγγι και αποφασίζουν να κατέβουν από το Ξηρόμερο και αλλού με σκοπό να καταλάβουν το τούρκικο οχυρό του Βραχωριού. Αγναντεύουν από ψηλά το Βραχώρι και πεθυμούν την απελευθέρωσή του από τους αγαρηνούς κατακτητές. Ολους τους συνεπαίρνει η ιδέα της λευτεριάς. Πιστεύουν ακραδάντως ότι η ήρθε η μεγάλη ώρα.

Από την Πέμπτη  19 Μαίου 1821, προβαίνουν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των τούρκικων φρουρών που βρίσκονται εγκατεστημένες σε επίκαιρα σημεία του Κάρλελι, όπως γεφύρια, περάσματα, δρόμους και κούλιες. Ο Σταθάκης Μαργιόλης, μπουλουξής από τα Αχυρά Ξηρομέρου, έχοντας υπό τις οδηγίες του 30-40 άνδρες βρίσκεται επικεφαλής ενός ενόπλου τμήματος που επιδιώκει τον στρατιωτικό κλοιό του Βραχωριού από δυτικά -βορειοδυτικά. Τα δύο ξηρομερίτικα  παλικάρια, ο Νικόλαος Μακρυστάθης και ο Νίκος Κολέτσης μαζί με τον βαλτινό αγωνιστή Θανάση Θώμο, συγκαταλέγονται στους πρωτοεπαναστάτες του Βραχωριού.

Οι επαναστατικές δυνάμεις χρειάζονται για το εγχείρημα μεγάλες ποσότητες σε πολεμοφόδια και τρόφιμα. Ο Αντώνης Γαβαλιώτης, προεστός από την Γαβαλού Μεσολογγίου προσφέρει για τις ανάγκες του ιερού αυτού σκοπού πολλά όπλα, πυρομαχικά, ζώα και τρόφιμα στις δυνάμεις του οπλαρχηγού Δημήτρη Μακρή.

Ο Γιωργάκης Κοχιάς, πρώτος κολτσής και πρωτοπαλίκαρο του αρματωλού του Ζυγού Δημήτρη Μακρή, μαζί με τα λατζόνια του περί τα τέλη Μαίου, πιθανώς στις 26/27, έδωσε και κέρδισε μάχη στη θέση «Αλλάμπεη Γεφύρια» τρέποντας σε φυγή προς το Βραχώρι τους Οθωμανούς της περιφέρειας του Μεσολογγίου. Το χάνι του Αλλάμπεη πέφτει στα χέρια των παλικαριών του Γιωργάκη Κοχιά. Εγκαθίσταται φρουρά. Το σημείο είναι επίκαιρο καθώς ελέγχει την νοτιοανατολική έξοδο των «γεφυριών του Αλλάμπεη».  Ο τόπος ειδυλλιακός. Αγριλιές, καλαμώνες και ψηλά πλατάνια που τα κλαριά τους περισφίγγονται από αγράμπελες ρίχνουν την σκιά τους στη γέφυρα με τα 370 πέτρινα τόξα. Από εκεί αγναντεύουν το Βραχώρι. Ο κλοιός πλέον κλείνει  ασφυκτικά. Ο αγρινιώτης συγγραφέας Θ. Α. Χαβέλλας στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Αιτωλίας» ορίζει την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων  για την κατάληψη του πολίσματος του Βραχωριού την 19η Μαίου 1821, ημέρα πεντηκοστής του Πάσχα. Το Πάσχα του 1821 γιορτάσθηκε στις 10-4-1821 και η γιορτή της Πεντηκοστής - έβδομη Κυριακή μετά το Πάσχα - θα γιορτάσθηκε, προφανώς, στις 29 Μαίου 1821. Αρα συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι η αναφορά του Θ. Χαβέλλα της 19ης  Μαίου 1821 ως ημέρα έναρξης της πολιορκίας του Βραχωρίου είναι τυπογραφικό λάθος.  

Ο στρατιωτικός διοικητής του Βραχωριού Νούρκας Σερβάνης μόλις πληροφορείται τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις των ραγιάδων στο Κάρλελι δεν μένει απαθής. Αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των στιγμών. Διατάζει γενική πολεμική επιφυλακή στους 500 ένοπλους μισθοφόρους Αλβανούς που τελούν υπό τις διαταγές του. Δίνει οδηγίες για συμπλήρωση της οχύρωσης και δημιουργία τάφρων στα όρια της πολίχνης. Ζητά να γίνει συγκέντρωση πολεμικών εφοδίων και τροφίμων. Την Δευτέρα 23 Μαίου στέλνει επιστολή στον οπλαρχηγό του Βλοχού Αλεξάκη Βλαχόπουλο. Του ζητά να κατέβει στο Βραχώρι.  Στοχεύει να τον κρατήσει αιχμάλωτο. Προσπαθεί να τον παραπλανήσει γράφοντάς του πως «Από τον Μπεκήρ αγά Παπούλια έλαβα γράμμα και εις το Κράβαρι και το Βενέτικο ησυχία είναι». Ο Βλαχόπουλος όμως αντιλαμβάνεται την θανατηφόρα παγίδα και αδιαφορεί για την πρόσκληση - εντολή.

Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο θρυλικός οπλαρχηγός του Ξηρομέρου, υπογράφει την Τετάρτη 25 Μαίου 1821 την περίφημη προκήρυξη της επανάστασης στην δυτική Στερεά Ελλάδα όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Σας φανερώνω ότι έως σήμερον επροσπάθησα καθ’ όλους τους τρόπους, δια να φυλάξω από κάθε ενόχλησιν και κίνδυνον την πατρίδα μας, και δεν άφησα πράγμα, όπου δεν επιχειρίστηκα, καθώς νομίζω να σας ήναι γνωστόν. Πλην οι εχθροί μας βιασμένοι από την καταστροφήν της τύχης των και από την φυσικήν λύσσαν της προς ημάς κακίας των, απεφάσισαν να ξεθυμάνουν τα πείσματα προς ημάς και να χορτάσουν από το αίμα μας, καταφρονώντας το ετιάτι μας και την προς αυτούς εμπιστοσύνην μας, καθώς από γράμματα σημερινά, όπου μας έπεσαν εις τα χέρια, εβεβαιώθην, ότι έστειλαν δια πέντε χιλιάδας ασκέρι να έλθη και ημάς να κατακόψη και τας φαμελίας μας να σκλαβώση και το τίποτε μας να διαρπάση....... Σας ειδοποιώ λοιπόν, ότι έφθασεν η στιγμή να αποτεινάξωμεν τον τόσον βαρύν ζυγόν, να λείψετε όλοι σας από τα δυσβάστακτα δοσίματα, από ταις ανυπόφοραις αγκαρίαις, από την καταφρόνησιν της τιμής και θρησκείας μας και από αυτόν τον επικείμενον κίνδυνον της ζωής μας. Ολη η Τουρκιά κατατρομασμένη και κατατροπωμένη από τα άρματα του γένους μας, εντός ολίγου κλίνουν τον αυχένα προς ημάς, θεία βουλήσει. Δόσατε πίστιν εις τα αδελφικά μου λόγια....» Οι Βραχωρίτες φυσικά, δεν μπορούσαν να υστερήσουν στον υπέρτατο αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας. Η ιδέα της ελευθερίας ενώνει τους ραγιάδες. «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».

Το βράδυ της Πέμπτης της 19ης  Μαίου 1821, πιθανότατα,  στο σπίτι του πρόκριτου της πόλης του Βραχωριού Γιόβαν Βλαχιώτη υψώνεται η σημαία, το μπαιράκι (τουρκ. bayrak) του ιερού αγώνος. Στα ρουμελιώτικα μπαιράκια κυριαρχούσε ο τύπος της σημαίας με σταυραετό, δηλαδή ο δικέφαλος αετός με κορώνα και σταυρό,  άμεση ανάκληση της βυζαντινής συνέχειας. Το κόκκινο χρώμα είναι κυρίαρχο σε συνδυασμό με το λευκό ή το γαλάζιο. Στην επαναστατική σύναξη είναι παρόντες οι οπλαρχηγοί Θοδωράκης Γρίβας και Αλεξάκης Βλαχόπουλος αλλά και πρόκριτοι της πολίχνης όπως ο Δημήτριος Κομπορόζος. Η αγάπη για λεύτερη πατρίδα του Γιοβάν Βλαχιώτη δεν θα μείνει ατιμώρητη από τους Τούρκους δυνάστες. Το 1826, μετά την υποδούλωση ολόκληρης της δυτικής Στερεάς Ελλάδος θα  εκτελεστεί  από τους αλλόθρησκους κατακτητές  μαζί με  την γυναίκα του αλλά και στενούς του συγγενείς. Η περιουσία του αξίας 200.000 δίστηλων καταστράφηκε.  Μετεπαναστατικά ο γιός του Μιχάλης θα εγκατασταθεί στο μεγάλο εμπορικό λιμάνι του Αιγαίου, την Ερμούπολη της Σύρου.

Το Βραχώρι είχε επιλεχτεί από τους Τούρκους κατακτητές το έτος 1699,  με το τέλος του ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), να αποτελέσει έδρα της επαρχίας του Κάρλελι από το Αγγελόκαστρο εξαιτίας του καλύτερου κλίματος που είχε αφού το Αγγελόκαστρο γειτνίαζε με ελώδεις παραλίμνιες και παραποτάμιες περιοχές που μάστιζαν τους κατοίκους του. Η πανώλη που μάστισε την περιοχή τον χειμώνα του 1702 άφησε άθικτο το Βραχώρι, όπως αυτό προκύπτει από την ημερομηνία 14-1-1702 αναφορά του γενικού στρατιωτικού διοικητή του Μοριά Ιάκωβου Ντε Μόστο που συντάχθηκε στην Πάτρα και απευθύνεται προς τον Δόγη της Βενετίας. Το Βραχώρι είχε υποστεί, επίσης, μεγάλες καταστροφές από τους Ενετούς κατά την διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου.  Στο Βραχώρι κατοικούσαν  στα 1815, όπως προκύπτει από αναφορά του περιηγητή Πουκεβίλ, 500 περίπου τουρκικές οικογένειες που έμεναν σε 300 περίπου πετρόκτιστα σπίτια τα οποία είχαν στέγες με  κεραμίδια. Ο πληθυσμός των Τούρκων Οθωμανών έφτανε τους  3.000 περίπου κατοίκους.

Οι χριστιανικές οικογένειες που κατοικούσαν στις παρυφές της πολίχνης κοντά στον παλαιό άγιο Χριστόφορο αλλά κυρίως στα νότια της πόλης κοντά στον Αγιο Δημήτριο υπολογίζονταν σε 150, ενώ οι  οικογένειες των Εβραίων ήταν  περίπου 40. Στα 37 ελληνοκρατούμενα χωριά που βρίσκονται στην ευρύτερη περιφέρεια της πολίχνης ζουν 1595 οικογένειες.

Οι Εβραίοι του Βραχωριού είχαν έλθει από την Ισπανία και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο του γυαλιού, των μαλλιών, του μεταξιού, του σιδήρου, των κεριών και του λιβάνου, προιόντων που φθείρονται στον χρόνο ελάχιστα. Είχαν στη ιδιοκτησία τους 40 περίπου μικρομάγαζα που βρίσκονταν κυρίως στη πλατεία Ειρήνης (πλατεία Στράτου) και στις σημερινές οδούς Κύπρου, Ι. Σταίκου, Καραισκάκη, Ζωοδόχου Πηγής, Διαλέτη, Τσαλδάρη ήδη δωρητού Σπ. Τσικνιά και 39ου Συντάγματος που περιέβαλαν το τζαμί που ήταν στη θέση του ιερού ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Διατηρούσαν επίσης μαγαζιά στη πλατεία των Καραπανέικων, όπου αποκαλύφθηκε πρόσφατα σταυροδρόμι πεζόδρομων και γεφυρών της  πολίχνης του Βραχωριού που οδηγούσαν προς το Απόκουρο, τα γεφύρια του Αλλάμπεη, το κτήμα του Ομέρ Αγά στην Αβώρανη αλλά και στους μύλους του Ντούτσαγα. 

Οι Τούρκοι της πόλης ζούσαν από την εκμετάλλευση των τιμαρίων τους αποδίδοντας στους Ελληνες κολλήγους το 1/5 ή το 1/4 (στο καλαμπόκι) της σοδειάς. Επίσης απασχολούνταν με την επεξεργασία των δερμάτων. Διατηρούσαν αγαστές σχέσεις  με τους  Εβραίους. Ο ραγιάς είναι και για τις δύο αυτές εθνότητες κοινός εχθρός. Οι δυνάστες Τούρκοι κατακτητές φέρονταν τυραννικά στους Ελληνες της πόλης, τους είχαν στη δούλεψή τους για να καλλιεργούν τα τσιφλίκια δίνοντας ψυχία στους χριστιανούς και γι’ αυτό ο ραγιάς έτρεφε γι’ αυτούς μίσος, απέχθεια και έντονη εχθρότητα εξαιτίας της βάναυσης συμπεριφοράς του Οθωμανού δυνάστη. Ο Τούρκος κατακτητής γνώριζε τα εχθρικά αισθήματα του ραγιά. Τα σπίτια που κατοικούσαν οι Τούρκοι  ήταν ογκώδη, βαμμένα με κόκκινο ή μαύρο χρώμα, διώροφα αλλά υπήρχαν και λίγα τριώροφα, πραγματικά φρούρια.  Είχαν διπλό και τριπλό πολλές φορές περιτείχισμα, όπου διέκρινες πολλές τυφεκιοθυρίδες (πολεμίστρες), με τρεις αυλές και αντίστοιχες τρεις πόρτες. Πολλά απ’ αυτά επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγειες μυστικές στοές. Ηξεραν καλά οι αγαρηνοί πως θα τους χρησίμευαν σε δύσκολες εποχές όπως είναι η κατάσταση πολιορκίας που βίωναν. Μέσα στο Βραχώρι υπήρχαν τα χρόνια εκείνα τρία τζαμιά, το πρώτο στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, το δεύτερο στην βόρεια πλευρά της σημερινής πλατείας Χατζοπούλου, όπου η οικία Χρυσικοπούλου και το τρίτο στη θέση όπου στεγάζονταν το Οικονομικό Γυμνάσιο (θέση «ΚΑΡΑΠΑΝΕΙΚΑ»).

Τα σουλτανικά στρατεύματα του Χουρσίτ πασά τον Απρίλη του 1821 πολιορκούν τα Γιάννενα του αποστάτη Αλή Πασά. Οι πληροφορίες που έρχονται κάνουν τον Χουρσίτ πασά να υποπτεύεται ότι το Βραχώρι, το πιο ισχυρό τουρκικό φρούριο της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, απειλείται να πολιορκηθεί από τις επαναστατικές δυνάμεις των ραγιάδων. Οι φρουρές των φυλακίων στα δερβένια και στα επίκαιρα σημεία του Κάρλελι δέχονται επιθέσεις. Πολλοί αγαρηνοί σφαγιάζονται. Λίγοι κατορθώνουν να καταφύγουν στο οχυρό της περιοχής, την πολίχνη του Βραχωριού. Δεν περισσεύουν όμως δυνάμεις για βοήθεια του Βραχωριού.

Ο Χουρσίτ πασάς επιχειρεί να απειλήσει τους Ελληνες της Δυτικής Στερεάς που βρίσκονται σε επαναστατικό κλίμα. Στις 29 Απριλίου 1821 στέλνει επιστολή στον οπλαρχηγό του Βλοχού Αλεξάκη Βλαχόπουλο.   Του γράφει:  «Ενθυμηθείτε πόσες φορές εγελάσθηκαν, τάχα ήτο βοήθεια της Ρωσίας καθώς και τώρα όπου εχάθηκαν ανοήτως από μίαν ματαιότητα. Ο υψηλότατος λοιπόν αυθέντης μας Βεζίρ Χουρσίτ Αχμέτ πασσάς - ον ο κύριος διαφυλάττει μετά δόξης πολλής - ευσπλαχνιζόμενον τον άδικον χαλασμόν των ταπεινών αδελφών μας ραγιάδων μας επρόσταξεν να σας δόσωμεν την είδησιν εις όλας τα επαρχίας δια να ακολουθήσετε καθώς σας γράφομεν με όλην την πίστην προς τον πολυχρονεμένον βασιλέα αυθέντην μας, διότι αλλέως χάνεσθε κατά κράτος και το κρίμα ας είναι ιδικόν σας. Ανοίξετε τα μάτιας σας. Ιδετε με πόσην προθυμίαν τρέχουν οι αρβανίται και σχεδόν όλοι οι οθωμανοί δια να σκλαβώσουν παιδιά και γυναίκας, με πόσον πόθον επιθυμούσι να αρπάξωσι το βιός των αποστατών. Οχι δι’άλλο αλλά ο καιρός έτσι το θέλει και να τους εμποδίση ο αυθέντης μου δεν ημπορεί καθ’ οσον μόνοι των ανοίγουν μπαιράκια και τρέχουν προθύμως δια την αταξίαν και έτσι κάνουν την τύχην τους οι λουφετζήδες με τα ιδικά μας πράγματα και δεν ευχαριστούνται με τα γρόσια είκοσι πέντε που παίρνουν δια λουφέν, επειδή κερδίζουν πολλά περισσότερα από τας πωλήσεις των σκλαβωμένων γυναικών και παιδιών. Δια τούτο λοιπόν λάβετε μέτρα και σκεφθείτε καλά δια να είσθε δια πάντα ευτυχείς και ευγνώμονες εις τον βασιλέα αυθέντην. Υγιαίνοιτε Θεόθεν. Ιωάννινα 29 Απριλίου 1821». Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορούν να σταματήσουν την προσπάθεια αποτίναξης του τουρκικού ζυγού. Η απόφαση έχει πια παρθεί. Αλλωστε  έχουν φτάσει τα ευχάριστα μαντάτα από την πολιορκία της Τριπολιτσάς, που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του Μοριά. Στις 12 Μαίου οι επαναστατικές δυνάμεις στη περιοχή του Βαλτετσίου θα αντισταθούν με επιτυχία στην επίθεση της φρουράς της Τριπολιτσάς που επιδιώκει απεγκλωβισμό από τον θανάσιμο κλοιό των ελλήνων πολιορκητών. Θα ακολουθήσει  την 18η Μαίου η περιφανής νίκη των ραγιάδων στα Δολιανά.

Το απόβραδο της Παρασκευής της 27ης Μαίου 1821 ο οπλαρχηγός Δημήτριος Μακρής (το πραγματικό του όνομα ήταν Πραγγέλης αλλά μετονομάστηκε σε Μακρής επειδή ήταν «μακρής» στο ανάστημα), καβαλάρης πάνω στ’ άλογό του, αρματωμένος με πιστόλα, στιλέτο με τετράπλευρη λεπίδα, που φέρει στο σελάχι του, το μακρύ αρβανίτικο τουφέκι του και το γιαταγάνι που ζύγιζε 2,5 οκάδες, με 700 γενναία παλικάρια από την περιοχή  του Αράκυνθου, κυρίως, αλλά και της περιοχής του Μεσολογγίου, που κουβαλούν στην πλάτη τους πέτσινο τρουβά γεμάτο από μπαρούτι και έχοντας μπροστά το μπαιράκι του απελευθερωτικού αγώνα που κρατά  ο σημαιοφόρος της δύναμης του Κώστας Τζιφοπανόπουλος από την Γουριά Μεσολογγίου, ενώθηκε στην περιοχή που αποκαλείται «στα Λάμια τα γεφύρια» ή «γεφύρια του Αλλάμπεη», 6 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βραχωριού, με τους 800 σχεδόν Μεσολογγίτες, που είχαν καπετάνιους τον Γιωργάκη Βαλτινό και τον Θανάση Ραζή-Κότσικα και με τους 200 Αιτωλικιώτες με οπλαρχηγό τους τον Γεώργιο Γκολφίνο. Εκεί τους περιμένει ο Γιώργης Παπασάικας, ο οπλαρχηγός του Καινούργιου, επικεφαλής 40  περίπου συγχωριανών του. Ομάδα μακρύνειων αγωνιστών μαζί με βραχωρίτες που ξέρουν καλά τα κατατόπια επιχειρούν και καταφέρνουν να κόψουν το νερό που έφτανε στην πολίχνη του Βραχωρίου με κιούνια (υπόγειους αύλακες) από το αυλάκι της Ερμίτσας αφού διέσχιζε το τσιφλίκι του «ρουπακιά».

Ο οπλαρχηγός του Απόκουρου Κώστας Σιαδήμας με 200 περίπου γενναίους Αποκουρίτες αγωνιστές υπό τις οδηγίες του (σωματάρχης ο Χρήστος Μακράκος) συναντήθηκε το βράδυ της 27ης Μαίου στην παραλίμνια περιοχή της Ντουγρής της λίμνης Τριχωνίδας, που βρίσκεται 5 χιλιόμετρα ανατολικά του Βραχωριού, με τον οπλαρχηγό Θοδωράκη Γρίβα που διοικούσε 500 λατζόνια ξηρομερίτες αγωνιστές που έχουν μπαιρακτάρη (σημαιοφόρο) σώματος το γενναίο βαλτινό παλικάρι Χρήστο Σέρβο. Γνωρίζει ότι το εγχείρημα κρύβει άπειρους κινδύνους, αλλά δεν παίρνει άλλη αναβολή. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς είναι πολλά για τους ραγιάδες. Εχει για φυλαχτό στη καρδιά του τα λόγια του ηγούμενου της Μονής του «Αγίου Δημητρίου» Λομποτίνας που τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Εχει  ζητήσει άλλωστε για το λόγο αυτό τη βοήθεια της Παναγιάς όταν βρέθηκε τον Απρίλιο στη Μονή Μυρτιάς. Εκεί γονάτισε μπροστά στην εικόνα της στο τέμπλο του καθολικού όπου προσευχήθηκε. Στη Πρόθεση της Μονής είναι γραμμένη η εξής θύμηση:  «1821 Αριλίου, έγραψεν ο καπετάν Σαδήμας τέσσαρες παρρησίες (μνημονέματα ονομάτων)  του λόγου του και των γονέων του Κωνσταντίνου, Δημητρίου, Σοφιάς και επλήρωσε τα διωρισμένα».  Οι επαναστατικές δυνάμεις των Ελλήνων αριθμούν αποτελούν πλέον μία δύναμη κρούσης τριών (3.000) ανδρών, όπως αναφέρει ο Αγρινιώτης ιστορικός Θεόδωρος Α. Χαβέλλας που γράφει  ότι: «η σειρά του υπ’ αυτόν στρατού ανερχομένου εις τρεις χιλιάδας ήρχιζε από του Θερμιστού ποταμού μέχρι ενός τετάρτου έξω του Βραχωρίου».

Το σχέδιο επαναστατικής δράσης που αποφασίστηκε σε σύσκεψη των οπλαρχηγών και προέβλεπε την ταυτόχρονη επίθεση στο τούρκικο οχυρό του Βραχωριού από κάθε πλευρά είχε ήδη αρχίσει να εκτελείται  με απόλυτη επιτυχία. Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη. Από την περιοχή της Ντουγρής οι στρατοπεδευμένες επαναστατικές δυνάμεις του Σιαδήμα και του Γρίβα θα ξεκινήσουν αργά το απόγευμα της 28ης Μαίου πορεία προς το Βραχώρι και θα αναπτυχθούν δύο ώρες μετά τη δύση του ήλιου στα βόρεια και ανατολικά της πολίχνης. Καταλαμβάνονται, χωρίς απώλειες, τα βυρσοδεψεία (ταμπάκικα) των Τούρκων που βρίσκονταν στις δυτικές όχθες της Ερμίτσας όπου επεξεργάζονταν τα μαροκινά δέρματα, κόκκινου και κίτρινου χρώματος.

Οι Τούρκοι κατακτητές γιόρταζαν το Ραμαζάνι τους. Στο Βραχώρι είχαν έλθει μετά τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις των ραγιάδων πολλοί μουσουλμάνοι από τις γύρω περιοχές, Μεσολογγίου, Μακρυνείας, Αιτωλικού αλλά και των περιχώρων του Βραχωρίου για μεγαλύτερη προστασία καθώς βρίσκονταν στρατοπεδευμένη στο Βραχώρι ένοπλη ομάδα αποτελούμενη από 500 ενόπλους με αρχηγό τους τον δερβέναγα των Κραββάρων και του Απόκουρου Ταχήρ - Παπούλια Πασσά που άφησε στις 24/26 Μαίου, όπως μας πληροφορεί ο έγκριτος συμβολαιογράφος-ιστορικός Κώστας Δήμου Μαραγιάννης, το δίπατο με καμάρες και πολεμίστρες διοικητήριο του στο Μέγα Δένδρο Θέρμου αφού εκδιώχτηκε από  ένοπλες ομάδες αποκουριτών αγωνιστών στις οποίες συμμετείχε το υπάκουο και ανδρείο παλικάρι Γιάννης Σπύρου από την Τζεβελιάσα (Νεροχώρι) του Απόκουρου. Στρατιωτικός Διοικητής (Φρούραρχος) του Βραχωρίου ήταν ο αλβανικής καταγωγής Νούρκας Σερβάνης, που έφερε τους τίτλους του Δερβέναγα και του Μουτεσελίμη (αναπληρωτής του διοικητή επαρχίας-σαντζάκμπεης).

Οι δυνάμεις του Δημητρίου Μακρή και του Μεσολογγίτη Αθανασίου Ραζηκότσικα αφού έχουν καταλάβει την περιοχή του «Μαύρικα», νότια του Βραχωριού, έχουν πορεία προς την θέση του «Μπίτσοβου» προκειμένου να αποκλείσουν το Βραχώρι από τα νότια και ανατολικά. Κινούνται αθόρυβα ανάμεσα στα καπνοτόπια και τα λιοστάσια της περιοχής. Ακολουθούν τα ρέματα και τα χαντάκια. Τους προσφέρεται με το τρόπο αυτό η τέλεια κάλυψη και απόκρυψη  από τα φυλάκια του αιώνιου εχθρού. Το σκοτάδι του μεσονυχτίου διευκολύνει τις ενέργειες των ελλήνων αγωνιστών για την επίτευξη του ιερού σκοπού. Καταλαμβάνουν χωρίς απώλειες τους τρεις αλευρόμυλους που είναι γνωστοί ως «μύλοι τ’Αλάμπεη» και βρίσκονται στην απόληξη του αυλακιού της Ερμίτσας που διέσχιζε το τσιφλίκι «ρουπακιά» και επιχειρούν να τους ξαναθέσουν σε λειτουργία για τις ανάγκες του αγώνα. Τα χαράματα του Σαββάτου 28 Μαίου 1821,  ώρα 4η πρωινή οι δυνάμεις του Δ. Μακρή βρίσκονται 1 περίπου χιλιόμετρο από το κέντρο της πολίχνης του Βραχωριού.   Το τουφέκι ενός αγωνιστή της δύναμης του Δ. Μακρή εκπυρσοκροτεί τυχαία. Ισως πυροβόλησε για να πετύχει  ένα λαγό. Οι πολιορκητές όμως τον λαμβάνουν ως σύνθημα. Ακούγονται ομαδικά πυρά από τους επιτιθέμενους.

   «Βαράτε τους αδέρφια», μία βροντερή φωνή απλώνεται μες στον αχό της μάχης.

Οι τουρκαρβανίτικες φρουρές που βρίσκονται εγκατεστημένες στα έξι πέτρινα γεφύρια, τρία για το καθένα μεγάλο ρέμα του Βραχωριού εξουδετερώνονται με σχετική ευκολία. Οι αγαρηνοί ζητούν άμεσα ενισχύσεις. Οι Οθωμανοί παρότι αιφνιδιάστηκαν στις πρώτες τουφεκιές έδωσαν τις πρώτες σκληρές μάχες στη περιοχή του ρέματος που διέρχονταν ανατολικά του Γ’ Δημοτικού Σχολείου Αγρινίου, βόρεια από τους νερόμυλους του Αλλάμπεη.

Τα ξημερώματα του Σαββάτου της 28ης Μαίου 1821 ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία από το 1819, έφτασε με 600 άνδρες στη θέση   «Παλιόπυργος» - βρίσκονταν βορειοδυτικά της Αγίας Βαρβάρας  στα υψώματα του Βραχωριού - με σημαιοφόρο σώματος τον Γιώργη Ψιλογαλάνη ή Λαγούτη, από το Σύντεκνο Βάλτου και  αναπτύχθηκε στα βόρεια και βορειοανατολικά της πόλης, ενώ από την ίδια πλευρά κατέβηκε ο Γιαννάκης Στάικος ή Βελαέτης, οπλαρχηγός της Βελάουστας (Πυργί) με 100 περίπου γενναίους Τριχώνιους, κυρίως, αγωνιστές. Καταλαμβάνεται το σεράι του αγά στα βορινά του Βραχωριού. Λεηλατείται και καίγεται. Από τα βορειοδυτικά της πολίχνης κατέφτασαν οι Bαλτινοί με οπλαρχηγό τον Ανδρέα Καραίσκο ή Ισκο που είχε υπό τις οδηγίες του 100 περίπου γενναίους αγωνιστές. Υπασπιστής του βαλτινού καπετάνιου ο ξάδερφός του και γενναίο πρωτοπαλίκαρο  Γιάνης Τσόλκας.  Μοιράζονται στους αγωνιστές τα τουφέκια και οι λιγοστές πιστόλες που έφερε ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος. Πολλοί παππάδες και μοναχοί βρίσκονται ανάμεσα στους ένοπλους αγωνιστές. Φέρουν όπλα. Τους μιλούν με πατριωτικά λόγια και τους ενθαρρύνουν για τον πολεμικό αγώνα. Τους λένε ότι έφτασε η μεγάλη  ώρα του ξεσηκωμού του έθνους. Ξεχωρίζουν ο ηγούμενος της Ι.Μ. Ζαμπατίνας Ιερώνυμος Μπέτζος,  ο καλόγερος Χρυσόστομος Καρούσος, ο αγρινιώτης παπά - Κώστας Καπετανάκης, o Βαρθολομαίος Κουβέλης, ηγούμενος της Ι.Μ Αγίας Παρασκευής και ο αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Ζαβογιάννης. Γι’ αυτή τη μεγάλη ώρα είχε μιλήσει στους πατεράδες τους και ο Πατροκοσμάς.  Τα λόγια του «Παππουλάκη» φυλαχτό στις καρδιές των ραγιάδων. Αλλά και ο Ρήγας Φερραίος τους έκανε να πιστέψουν πως:

                        Ποτέ μη στοχασθείτε πως είναι δυνατός

                        καρδιοχτυπά και τρέμει σαν το λαγό κι’ αυτός. (Ο Τούρκος βέβαια).

Στο ανατολικό ρέμα της πολίχνης, βόρεια των νερόμυλων του Αλλάμπεη, όπου οι καθηλωμένες δυνάμεις των αγαρηνών αντιστέκονται σοβαρά και με πείσμα στους επελαύνοντες πολιορκητές, στις 7 το πρωί του Σαββάτου 28 Μαίου 1821 έπεσαν οι πρώτοι τέσσερις (4) Ελληνες νεκροί από τα ομαδικά πυρά των πολιορκούμενων. Ο Θανάσης Μούτος, το αψύ παλικάρι  από το Αρχοντοχώρι (Ζάβιτσα) Ξηρομέρου, αφού ανδραγάθησε στα αλλεπάλληλα γιουρούσια, θα πέσει πρώτος απ’όλους νεκρός στο πεδίο μάχης. Το αίμα του θα ποτίσει  το δένδρο της ελευθερίας. Πρόσφερε την ίδια του τη ζωή για τα ιδανικά της φυλής. Ας είναι αυτές οι γραμμές πεθυμιά ενός άσβεστου καντηλιού στην μνήμη του. Το ρητό του επιταφίου του Περικλή «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» βρίσκει για μια ακόμη φορά την τέλεια έκφρασή του.

Ο νερόμυλος, ιδιοκτησίας, προεπαναστατικά, του Κώστα Κακαβιά, που καταζαπώθηκε  από το έτος 1810 από τον τουρκοεβραίο Νταβή Κοέμ Ντούτς - Αγά, γαμπρό του Ελάιμ - Βέη και που οι ραγιάδες αποκαλούσαν Αλλάμπεη, θα πέσει  στα χέρια των Ελλήνων αγωνιστών ύστερα από καταιγιστικά πυρά και τελικό γιουρούσι όπου επέδειξαν απαράμιλλο ηρωισμό. Ο τούρκικος συνοικισμός είχε ως επίκεντρο την περιοχή του Ντούτσαγα και για το λόγο αυτό το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Ο κλοιός των πολιορκητών της πολίχνης γίνεται απελπιστικά πλέον ασφυκτικός. Εχουν αποκλειστεί πια όλοι οι δρόμοι διαφυγής. Οι Τούρκοι μη μπορώντας να αντέξουν στις πρώτες πολεμικές γραμμές το συνεχές σφυροκόπημα των πολιορκητών που μάχονταν για λεύτερη πατρίδα μετά από σχεδόν 400 χρόνια ζυγού, ύστερα από 1-2 ώρες σκληρής άμυνας συμπτύχθηκαν προς το κέντρο της πόλης και ταμπουρώνονται στο πύργο-κούλια του Αλλάμπεη, του Ομέρ Αγά  και στην ευρύτερη περιοχή της Κυρά Χατζέσκως. Εκεί στο κέντρο της πολίχνης βρίσκονταν πολλά σπίτια των αλλόθρησκων με διπλά και τριπλά περιτειχίσματα, ψηλές μάντρες που γυρόφερναν τα δίπατα και με πολλές πολεμίστρες σπίτια τους. Είναι σοβατισμένα με αντιπυρικά και μονωτικά ασβεστοκονιάματα. Δείγμα υψηλού πλούτου.  Οι ψηλοί πέτρινοι μαντρότοιχοι των σπιτιών προστατεύουν αρκετά τους αλλόθρησκους, ενώ κρύβουν και τα παράθυρα των χαρεμιών. Οι αρβανίτες μισθοφόροι είναι άριστοι πολεμιστές. Συνήθως απασχολούνται με ενέργειες επιθετικού αγώνα. Τώρα όμως βρίσκονται σε άμυνα. Κάθε πολεμίστρα και ένα τουφέκι. Πολεμούν με λύσσα μισθοφόρου για να κρατήσουν τον ραγιά υπόδουλο στους αλλόθρησκους κατακτητές. Αλλωστε έχουν δεχτεί,  από τους Τούρκους αγαδομπέηδες του Βραχωριού, υποσχέσεις για παχυλά μπαξίσια σε περίπτωση που κατατροπώσουν τους εισβολείς. Επιπλέον τους τάζουν οι Τούρκοι να πουλήσουν οι Αρβανίτες για λογαριασμό τους τα τυχόν σκλαβωμένα γυναικόπαιδα.

Το απόγευμα του Σαββάτου 28 Μαίου 1821 γίνεται η κηδεία των τεσσάρων πρώτων νεκρών ελλήνων αγωνιστών που άφησαν την τελευταία ρανίδα του αίματός τους στα βραχωρίτικα πεδία των μαχών. Αποδίδονται οι πρέπουσες τιμές. Ρίχνονται τουφεκιές στον αέρα από συμμετέχοντες αγωνιστές που επιστρέφουν αμέσως στις θέσεις μάχης τους, στα ταμπούρια τους. Κιοτήδες δεν υπάρχουν. Σκέφτονται τις δυσκολίες του πολεμικού εγχειρήματος αλλά τους ενθουσιάζει η ιδέα της λευτεριάς. «Νυν υπέρ πάντων αγών».

Οι Βραχωρίτες ενθουσιάζονται με το επαναστατικό εγχείρημα. Βοηθούν ποικιλοτρόπως τους έλληνες μαχητές. Υποδεικνύουν τα ασφαλέστερα περάσματα για το κέντρο της πόλης. Επισημαίνουν κινδύνους. Τους δείχνουν τα πιθανά κέντρα αντίστασης αλλά και τα τρωτά και ευπαθή σημεία των αμυντικών γραμμών του αλλόθρησκου κατακτητή.  Κατασκευάζουν με τσαπιά και φτυάρια πρόχειρα ορύγματα για τα ταμπούρια των αγωνιστών. Όμως δεν σταματούν εκεί. Πυρπολούν οι ίδιοι τα κονάκια τους για να εντείνουν τον πανικό των εγκλωβισμένων τουρκαλβανών.  Πολλά  γιδοπρόβατα των κοπαδιών του κάμπου, του Βλοχού αλλά και της περιοχής της Λεπενούς σφάζονται από τους ραγιάδες για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες σε τροφή των πολιορκητών της πολίχνης του Βραχωριού. Ψήνονται ψωμιά και μπομπότες στους φούρνους.

Οι Ελληνες μάχονται με ενθουσιασμό και με σφυρίγματα, ιαχές, τουφεκιές και αλαλαγμούς κατάφεραν μέσα στις πρώτες ώρες της πολιορκίας του Βραχωρίου να πανικοβάλουν τους Τούρκους που άφησαν τα σπίτια-φρούρια που βρίσκονταν στα βόρεια και βορειοανατολικά της πόλης και να καταφύγουν στο κέντρο της πόλης, όπου υπήρχε το σαράι, το διοικητήριο της πολίχνης  και 5-6 οχυρωμένα σπίτια - οχυρά, κούλιες φοβερές, όπως του Αχμέτ Αγά και του Μαχμούτ Μπέη, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγειες στοές, ενώ άλλες οδηγούσαν σε μυστικά απόμακρα σημεία της πόλης για την περίπτωση της διαφυγής τους. Αφήνουν τα καριοφίλια και ξεθηκαρώνουν τα γιαταγάνια και τις πάλες τους. Κάποιοι αγωνιστές φέρουν ως μοναδικό τους όπλο αξίνες ή τσεκούρια. Οι μάχες σώμα με σώμα. Οι  αγωνιστές Μήτσος Καραλής, Στάθης Μαργιώλης και Νίκος Μαυρίκας τραυματίζονται σοβαρά σε μία από τις εφόδους κατάληψης, ενώ ο Χρήστος Μπαρλέφας χάνει το αριστερό του χέρι και μένει για πάντα σακάτης για τα ιδανικά της φυλής. Σκληρές οδομαχίες διεξάγονται από γειτονιά σε γειτονιά, από μαντρότοιχο σε μαντρότοιχο, από γωνία σε γωνία, από σπίτι σε σπίτι. Οι ζεματίστρες πάνω από τις εξωτερικές θύρες των τούρκικων σπιτιών απειλούν να κατακάψουν κάθε εισβολέα. Οι προσπάθειες κατάληψης των τούρκικων σπιτιών με τους δαιδαλώδεις διαδρόμους κρύβουν άπειρους κινδύνους. Εφαρμόζεται σχέδιο εκκένωσης και κατάληψης αυτών των τουρκόσπιτων, που έχει ως στόχο, τις μικρότερες δυνατές απώλειες από πλευράς πολιορκητών. Ρίχνονται μέσα στις κούλιες από έμπειρους αγωνιστές φλεγόμενες ρητίνες  με θειάφι, τα καπνογόνα της εποχής. Επικρατεί αποπνικτική ατμόσφαιρα. Οι εγκλωβισμένοι Τουρκαρβανίτες δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να βγουν έντρομοι έξω και να περάσουν από το γιαταγάνι του ραγιά.

Υπάρχουν, όμως και μερικές δεκάδες λαβωμένοι αγωνιστές. Απ’ αυτούς μερικοί θα αφήσουν την ζωή τους από τις βαθιές λαβωματιές. Η λευτεριά απαιτεί θυσίες. Αλλοι λαβωμένοι είναι βαριά, άλλοι, ευτυχώς, με επιπόλαια τραύματα. Οι βραχωρίτισσες περιποιούνται τις λαβωματιές των τραυματιών. Ο ζαβιτσάνος Πάνος Νίκου, γιατρός της δύναμης του οπλαρχηγού Κώστα Βλαχόπουλου, μαζί με τον συγχωριανό του Γρηγόρη Ζαβιτσάνο, γιατρό του σώματος του Γαρδικιώτη Γρίβα, συνεπικουρούμενοι από τον κατουνιώτη Αριστείδη Μαυρομάτη, φοιτητή ιατρικής του Πανεπιστημίου της Πίζας, προχωρούν σε χειρουργικές επεμβάσεις για να βγάλουν τα βόλια από τα σακατεμένα κορμιά των αγωνιστών. Τέλος, δίνουν οδηγίες και επιβλέπουν ακούραστα την φροντίδα  των λαβωμένων.

Ο ηγούμενος της Ι.Μ. Ζαμπατίνας Ιερώνυμος Μπέτζος,  ο καλόγερος Χρυσόστομος Καρούσος και ο αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Ζαβογιάννης μαζί με άλλους ρασοφόρους βρίσκονται κοντά στους λαβωμένους. Τους δίνουν κουράγιο, τους λένε λόγια παρηγοριάς, τους εξομολογούν και στο τέλος τους μεταλαβαίνουν.

Οι ελαφρά τραυματίες δεν επιθυμούν να παραμείνουν στα μετόπισθεν ωσότου γιάνουν ολότελα τα τραύματά τους. Ζητούν επίμονα να βρεθούν στις πρώτες γραμμές της πολιορκίας του Βραχωριού. Οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών των αγαρηνών τρυπιούνται με λοστούς. Φλεγόμενες ρητίνες με θειάφι πετιούνται μέσα στα τουρκόσπιτα και τους πύργους του Αχμέτ αγά και του Μαχμούτ μπέη για να κάνουν τους εγκλωβισμένους να βγουν έξω.

Οι πολιορκητές της πόλης μάχονται με ότι έχουν πρόσφορο. Τσεκούρια, μαχαίρια, γιαταγάνια αλλά κυρίως οι λιγοστές πιστόλες και τα λιανοτούφεκα που τους προμήθευσε ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος βρίσκονται στα χέρια τους. Τα μπαρουτόβολα δεν αφθονούν. «Ελευθερία ή Θάνατος» το σύνθημα. Ο αλλόθρησκος κατακτητής δεν τα παρατά εύκολα. Το μεγάλο φαγοπότι που έκανε το βράδυ της 27ης Μαίου, οπότε ξεκινούσε το ραμαζάνι του, δεν τον βοηθά τις πρώτες ώρες στις αμυντικές κινήσεις του. Εχει όμως μεγάλα αποθέματα σε όπλα και μπαρούτι. Τα τρόφιμά του δεν του είναι, όμως, ατελείωτα. Σκέφτεται την υπεροχή και τα προνόμια που είχε στα πολλά χρόνια που διαφέντευε τον τόπο και αμύνεται με λύσσα. Νοιώθει σαν το αγρίμι που έχει πέσει σε παγίδα θανάτου. Τα σπίτια που πέφτουν στα χέρια των πολιορκητών λεηλατούνται. Βρίσκουν σε ευρύχωρους οντάδες με επιχρυσωμένα ταβάνια στρωμένα μεγάλα στρογγυλά τραπέζια, από γανωμένο χαλκό, για το ραμαζάνι τους. Ο πλούτος πολύς. Όμως κλεμμένος, κι αυτό πονάει περισσότερο τις καρδιές των Ελλήνων αγωνιστών. Σε λίγο τα τούρκικα σπίτια - οχυρά θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Μαύροι καπνοί σκεπάζουν τα τουρκόσπιτα της πολίχνης. Είναι μεσάνυχτα. Ο πανικός κυριεύει τους αλλόθρησκους κατακτητές. Αλλωστε οι Τούρκοι δεν φημίζονται για τις επιδόσεις τους στους νυχτερινούς πολεμικούς αγώνες. Ανάβονται από τους πολιορκητές της πολίχνης πολλές και μεγάλες φωτιές. Το άγχος, η αγωνία και ο πανικός των εγκλωβισμένων  κορυφώνεται. Οι Ελληνες ραγιάδες χριστιανοί και οι Τούρκοι Οθωμανοί κατακτητές γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους και γι’ αυτό αντάλλαζαν μεταξύ τους κουβέντες στα ελληνικά, που γνώριζαν καλά και οι αγαρηνοί, για να αποθαρρύνουν ο ένας στον άλλον σ’ αυτές τις δύσκολες πρώτες ώρες.

Οι Τούρκοι περίμεναν βοήθεια αφού ο Χουρσίτ Πασάς πολιορκούσε εκείνες τις ημέρες τα Γιάννενα του αποστάτη Αλή Πασά. Δυνάμεις του Γεωργίου Βαρνακιώτη που είχαν σταλεί στο Μακρυνόρος συλλαμβάνουν τους αγγελιοφόρους των πολιορκούμενων Τούρκων του Βραχωριού. Το γράμμα με το οποίο ζητούσαν επειγόντως βοήθεια αποστολής ασκεριού δύναμης 5.000 αντρών από τους Τούρκους της Αρτας προκειμένου να «κατακόψει» τους επαναστάτες δεν θα φτάσει ποτέ. Η Αρτα αγνοεί τα ακριβή συμβαίνοντα στο Βραχώρι. Τα περίχωρα της είναι από τα τέλη Μαίου πεδίο σκληρών μαχών μεταξύ των σουλτανικών δυνάμεων που έχουν ως αρχηγό τον Ισμαήλ Πλιάσσα και των ελληνικών δυνάμεων στις οποίες ηγούνται οι Μπακολαίοι, οι Κουτελιδαίοι και ο «γιος της καλόγριας», ο Γεώργιος Καραισκάκης που πολεμούσε δίπλα στον θείο του Γώγο Μπακόλα (πρώτο εξάδελφο της μητέρας του Ζωής Ντιμισκή). Οι σουλτανικές δυνάμεις δεν θα καταφέρουν, παρά τις συστηματικές προσπάθειές τους, να πετύχουν τον στόχο τους να κατέβουν στο Βραχώρι προς βοήθεια των πολιορκούμενων. Καθηλώνονται στο φρούριο της πόλης της Αρτας. Οι ομόθρησκοι τους στο Βραχώρι παραμένουν εγκλωβισμένοι και αβοήθητοι. Αγνοούν όμως ότι ομάδα Βαλτινών, κυρίως,  αγωνιστών που αψηφούν τον κίνδυνο, όπως ο Θανάσης Θώμος το παληκάρι από το Σπάρτο, έστησαν ενέδρα στα διάσελλα του Μακρυνόρους και έπιασαν ζωντανό τον ταχυδρόμο του Χουρσίτ Πασά, που πήγαινε γραφή στον  στρατιωτικό αρχηγό των Τούρκων του Βραχωριού Νούρκα Σερβάνη. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Μακρής, ο περίφημος πετρίτης του Ζυγού, τους καλεί πια να παραδοθούν. Αυτοί όμως αρνούνται.

«Ρίξτε τ’ άρματα μωρέ, γλυτώστε τις ζωές σας», τους φωνάζουν από τα ταμπούρια τους οι έλληνες αγωνιστές.

«Καρτερέστε μας ρε παλιογκιαούρηδες» απαντούν οι Τουρκαλβανοί στους Ελληνες.

«Να μωρέ παλιόσκυλα, άμα μπορείτε ελάτε  βρε παλιότουρκοι και εσείς παλιοζαγάρια», ανταπαντούν με χειρονομίες οι γενναίοι πολιορκητές της πολίχνης.

Ο Γιώργης Κουτσούμπας, ο γενναίος μεσολογγίτης αγωνιστής, πρωτοστατεί σε πειράγματα των αγαρηνών που βρίσκονται ταμπουρωμένοι απέναντί του να πολεμούν με λύσσα, όντας εγκλωβισμένοι. Τους κάνει «άσεμνες» χειρονομίες. Αλλοι αγωνιστές τους δείχνουν τα απόκρυφά τους. Ηταν κάτι που συνηθίζονταν στους πολεμικούς αγώνες της εποχής. 

Οι Ελληνες οπλαρχηγοί προσπαθούν να σπείρουν διχόνοια μεταξύ των Τούρκων και των Αλβανών έμμισθων υπερασπιστών της πόλης. Οι αρβανίτες  μισθοφόροι των κατακτητών αντιλαμβάνονται ότι «το παιγνίδι» ήταν χαμένο. Ισως να μην θέλουν πια να πολεμήσουν. Αλλωστε στις 15 Ιανουαρίου 1821 είχε υπογραφεί συμφωνία από 11 Αλβανούς αγάδες, μεταξύ αυτών του Αλή, Ταχήρ Αμπάζη, Μουχουρδάρη και των Σουλιωτών καπεταναίων Μάρκου Μπότσαρη, Κ. Τζαβέλλα, Ν. Καραμπίνη, Γ. Δράκου, Λ. Βέικου, Γιώτη Δαγκλή, Τ. Ζέρβα  και άλλων για κοινό αγώνα κατά των δυνάμεων του Σουλτάνου.  Εγκυροι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Αλβανοί και ιδιαίτερα αυτοί της νότιας Αλβανίας, οι αποκαλούμενοι Τόσκηδες, έχουν φυλετική συγγένεια με τους Ελληνες. Οι Βενετοί και οι Τούρκοι δέχονται ότι οι Ελληνες και οι Αλβανοί αποτελούν ένα Εθνος. Αλλωστε ο Εθνικός ήρωας των Αλβανών, ο περίφημος Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης, θεωρούσε τον εαυτό του περήφανο για την ηπειρώτικη καταγωγή των προγόνων του από τους οποίους βγήκε ο Θρυλικός βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος. Ο εξισλαμισμός των Αλβανών που ακολούθησε την Οθωμανική κατάκτηση της περιοχής τους διεξήχθηκε κατά τον 17ο, κυρίως, αιώνα.

Ο ανιψιός του Νούρκα που έφερε το βαθμό του τζοχαντάρη στάλθηκε από τον θείο του Νούρκα Σερβάνη ως απεσταλμένος για να τους διαμηνύσει τα ακόλουθα:

«Εσείς οι ρωμιοί ραγιάδες δεν μπορείτε να πολεμήστε τ’ αμέτρητα ασκέρια του αφέντη μας Βεζίρ Χουρσίτ Αχμέτ Πασσά. Παρατήστε τα τώρα και σας αμνηστεύει από τις αποκοτιές σας. Αλλιώς χάνεστε εσείς και τα παιδιά σας και το κρίμα δικό Σας».

Επιχειρεί να οδηγήσει τους Ελληνες πολιορκητές σε ατελέσφορες διαπραγματεύσεις προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Οι Ελληνες οπλαρχηγοί του στέλνουν την ακόλουθη απάντηση:

 « Ωρέ τζοχαντάρ’, να πεις στον μπάρμπα σου τον Νούρκα τον Σερβάνη, τον δερβέναγα, ότι  εμείς σηκώσαμε μπαιράκια κατά των Τούρκων Οθωμανών. Με σας τους Αρβανίτες δεν έχουμε πόλεμο. Αλλωστε οι Σουλιώτες με τους Αρβανίτες πολεμούν τώρα στα Γιάννενα τα σουλτανικά ασκέρια που χτυπούν τον αφέντη σας Αλή Πασά Τεπελενλή Γαζή. Πες στον μπάρμπα σου τον Νούρκα, πως μπορεί  να φύγει με τους δικούς του και τους συντροφεύουμε μέχρι τη Λαγκάδα του Μακρυνόρος δια να μην ενοχληθούν καθ’οδόν». Του είπαν επίσης ότι ο Βαρνακιώτης φυλάει τα δερβένια και τα διάσελλα στο Μακρυνόρος και άρα βοήθεια να μην περιμένουν από τα Γιάννενα. Η συνδιαλλαγή απέτυχε. Οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις απορρίφθηκαν εκατέρωθεν. Οι μάχες συνεχίστηκαν σκληρότερες.

«Γιούργια ωρεεεέ», ακούγεται μια φωνή από το μέρος των τουρκαρβανιτών. Επιχειρείται έξοδος με συντονισμένα γερούσια (εφόδους αντεπίθεσης).

«Απάνω τους τώρα ωρεεεεέ», μια φωνή αντηχεί από την μεριά των ελλήνων αγωνιστών.

Πολλοί αγαρηνοί θα πέσουν νεκροί.  Περισσότεροι θα λαβωθούν. Δεν μπορούν να προχωρήσουν ούτε σπιθαμή. Η προσπάθειά τους μάταιη. Αναγκάζονται να αναδιπλωθούν και να επανέλθουν στα οχυρά τους. Οι κλαγγές των όπλων ακούγονταν σε όλο το κάμπο του Βραχωρίου ζεσταίνοντας τις καρδιές των ραγιάδων χριστιανών.

Το πρωί της Κυριακής 29 Μαίου 1821 οι Τουρκαρβανίτες κάνουν πλιάτσικο στο σπίτι του Γενικού Προεστού και προύχοντα του Βραχωριού Πάνου Γαλάνη, που βρίσκονταν, πιθανότατα, μεταξύ των οδών Κύπρου, Ι. Σταίκου και Αντωνοπούλου. Αρπαξαν απ’αυτό 900 κάδους καλαμπόκι, 200 κάδους σιτάρι, 180 κάδους βρώμη, 800 φορτώματα κρασί, 20 φορτώματα ρακί, 1900 οκάδες λάδι, 1800 οκάδες τυρί, 150 οκάδες βούτυρο, 50 οκάδες τζιφτιλίκι, 100 οκάδες μέλι, 2570 γιδοπρόβατα, 180 γελάδια,1350 γουρούνια, 18 φοράδες και 11 μουλάρια.

Οι Ελληνες προχωρούσαν πλέον μέσα στη πόλη, από φρούριο σε φρούριο, από οχυρό σε οχυρό. Πολλές όμως από τις αποθήκες τροφίμων των Τουρκαλβανών πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων. Οι συνέπειες από τις καταλήψεις αυτές δεν θα αρχίσουν να φανούν. Η πείνα σε 2-3 μέρες αρχίζει πλέον να θερίζει τους εγκλωβισμένους και το πόσιμο νερό λιγοστό, όσο κρατούν τα πηγάδια και οι στέρνες. Το κανόνι, κατάλοιπο της ενετικής κυριαρχίας, που έπεσε στα χέρια των επαναστατών την πρώτη μέρα της πολιορκίας και βρίσκονταν στο ύψωμα του ναού της Αγίας Τριάδος έριχνε ασταμάτητα βόλια από σίδερο και μολύβι στα τούρκικα οχυρά. Ο χειρισμός του δύσκολος, όμως αρκετά άξια παλικάρια το ξέρουν καλά όπως οι Σπύρος Παντελώνης ή Πανταλώνης (αρχηγός στοιχείου πυροβόλου με δέκα πυροβολιστές) )  και Τάσος Ταμπάκης,  που βρίσκονται υπό τις οδηγίες του γενναίου μεσολογγίτη Σπύρου Πεταλούδη. Οι κανονιές του έφταναν να ακούγονται μέχρι το κάμπο του χωριού των Καλυβίων αλλά και από ‘κει στο Μουσταφούλι (Παναιτώλιο) και στην Ντέμη (Κιανούργιο). Ο μικρός ναός της Αγίας Τριάδας θα γκρεμιστεί από τις κανονιές των πυροβόλων που διαθέτουν ακόμη οι αγαρηνοί στο κέντρο της πολίχνης. Το τρίπατο σαράι (Διοικητήριο), που βρίσκονταν πιθανώς στην σημερινή οδό Δημοτσελίου αρ.16 (αγοράστηκε μετεπαναστατικά από τον οπλαρχηγό Δήμο Τσέλιο) πέφτει, επιτέλους, στα χέρια των πολιορκητών της πόλης. Αφού λαφυραγωγηθεί πετιέται μέσα σ’αυτό φλεγόμενη ρητίνη και το κατακαίει. Η είδηση της πυρπόλησής του φτάνει με ταχύτητα αστραπής στους αλλόθρησκους κατακτητές. Άλλος ένας κακός οιωνός γι’ αυτούς. Ελληνες αγωνιστές βάλουν από τα κατειλημμένα σπίτια εναντίον εκείνων που αντιστέκονται. Σπάνια αστοχούν στις βολές τους. Η ενασχόληση πολλών αγωνιστών με το κυνήγι τους έχει κάνει άριστους σκοπευτές. Οποιο τουρκικό οχυρό δεν πέφτει δέχεται φλεγόμενη ρητίνη με θειάφι. Οι Οθωμανοί επιχειρούν απέλπιδα να αποκρούσουν με πυκνούς πυροβολισμούς τους έλληνες αγωνιστές. Αλλοι αγαρηνοί μη πιστεύοντας στη διάσωσή τους σπεύδουν με πλαστή προθυμία να υποδεχθούν τους επιτιθέμενους.  Προσφέρονται χρήματα και πολύτιμα είδη ελπίζοντας να εξαγοράσουν  τις ζωές αυτών και  των παιδιών τους.   Ομως κι’  αυτή η προσπάθεια τους  καταλήγει να είναι μάταιη. Θρήνοι και σπαρακτικές κραυγές ακούγονται από τις τουρκιές συνοικίες. Γυναίκες και παιδιά ρίχνονται από τα ψιλά παράθυρα των τουρκόσπιτων που καταλαμβάνονται. Δεν υπάρχει έλεος για κανένα.  Στα στενά σοκάκια συντελείται άγρια σφαγή χωρίς διάκριση φύλλου και ηλικίας. Τα άλογα, τα μουλάρια και τα άλλα ζώα των αγαρηνών  αφηνιασμένα από τις κλαγγές των όπλων, τις πυρπολήσεις των κατειλημμένων σπιτιών-οχυρών, τις κακουχίες των ημερών  και τους αλαλαγμούς των γυναικόπαιδων επιτείνουν την σύγχυση στις τάξεις των τουρκαρβανιτών. Το τζαμί που υπήρχε στη θέση του ναού της Ζωοδόχου Πηγής μεταβάλλεται σε απόρθητο φρούριο-οχυρό. Τουρκαρβανίτες από τον ψηλό μιναρέ ρίχνουν τουφεκιές σε κάθε κινούμενη ανθρώπινη φιγούρα αγωνιστή. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τους επιτιθέμενους πρέπει να εκλείψει άμεσα. Παίρνονται άμεσα αποφάσεις. Το τζαμί και ο μιναρές τρυπιούνται με λοστούς. Ο ατρόμητος Δ. Σύψας, το αψύ πρωτοπαλίκαρο του οπλαρχηγού Δημήτρη Μακρή,  ρίχνει μέσα φλεγόμενη με θειάφι ρητίνη. Επικρατεί πανικός. Τα μάτια τους μαυρισμένα από την πείνα και την αγωνία.  Κραυγές εκδίκησης των ελλήνων αγωνιστών ακούγονται απ’έξω. Οι θέσεις των νεκρών αλλόθρησκων αναπληρώνονται αμέσως. Η αγωνία κορυφώνεται. Οι εγκλωβισμένοι ένοπλοι Τούρκοι αλλά και γυναικόπαιδα δεν μπορούν να παραμείνουν άλλο μέσα στο τζαμί. «Αλλάχ Ιστίν» ακούγεται να λένε. Η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική. Τα δευτερόλεπτα που περνούν τους φαίνονται ώρες. Όλα πια γι’ αυτούς είναι χαμένα. Αναγκάζονται να βγούνε έξω και να περάσουν από το γιαταγάνι του ραγιά. Τα γυναικόπαιδα των Τούρκων αισθανόμενα τον κλοιό που περισφίγγει την πόλη κλεισμένα μέσα στα  χαρέμια της πολίχνης του Βραχωριού κλαίνε γοερά. Η σύγχυση των αμυνομένων επαυξάνεται και ένα πέπλο απόγνωσης απλώνεται στους εγκλωβισμένους Τουρκαλβανούς.  Η πολεμική ατμόσφαιρα των πεδίων των μαχών συνθέτει ένα δαντικό τοπίο. Τα βράδια οι μάχες εκ του συστάδην κοπάζουν. Οι μπαταργιές λιγοστές. Λίγες στιγμές ξεκούρασης για τους αγωνιστές. Λαγοκοιμούνται λουφάζοντας μεσ’ στις καπότες τους, τις υφαντές, από  τραγόμαλλο, μαύρες κάπες τους, που τους προφυλάσσει από τη νυχτερινή υγρασία. Οχι όμως για όλους. Οι νύχτες προτιμούνται από τους έλληνες αγωνιστές για καταδρομικά πλήγματα στα αλλόθρησκα ασκέρια. Οι αγαρηνοί φοβούνται πολύ τους νυχτερινούς πολεμικούς αγώνες. Τα βογκητά και οι σπαρακτικές φωνές των Τούρκων λαβωμένων συνθέτουν μια ατμόσφαιρα πρωτοφανούς οδύνης και απόγνωσης.

Την Δευτέρα 30 Μαίου 1821 ο αγώνας διέρχεται την πιο κρίσιμη φάση του εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Ο Δημήτριος Αλπέτζος από τις Παπαδάτες Μακρυνείας προσφέρει 900 γρόσια στον Δ. Μακρή για την αγορά πυρίτιδας. Ο Αγγλος πλοίαρχος Χένδερσον ενθουσιασμένος από τον ιερό αγώνα των Ελλήνων πείθεται από τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο που μιλά άπταιστα τα αγγλικά καθώς είχε υπηρετήσει προεπαναστατικά στην αγγλοκρατούμενη επτάνησο να δώσει στους Ελληνες το μοναδικό κανόνι που διαθέτει το πλοίο του. Ο Σπυρίδων Τρικούπης υποστηρίζει ότι το κανόνι ο Χένδερσον το πούλησε.

«Ερχομαι να πολεμήσουμε τους αγαρηνούς μαζί και γι’ αυτό  δίνω στα παλικάρια σου που αγωνίζονται για λευτεριά τούτα τα φορτώματα από μολύβι, αυτά τα μπαρουτόβολα κι  εκείνο το μικρό κανόνι από το πλοίο μου», λέει ο Χένδερσον στον Βλαχόπουλο.

Τα λόγια του προκαλούν ενθουσιασμό στους έλληνες αγωνιστές. Ακούγονται ζητωκραυγές. Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος μεταφράζει στα Αγγλικά τις εκφράσεις ευγνωμοσύνης των Ελλήνων προς τον απρόσμενο άγγλο φιλέλληνα. Η ελπίδα γεμίζει πλέον τις καρδιές των ελλήνων αγωνιστών. Ο Αγγλος φιλέλληνας συνοδεύει ο ίδιος τα πυρομαχικά τα οποία φορτωμένα πάνω σε ζώα φτάνουν κοντά στα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων.

Συμπληρώνονται τρεις (3) μέρες σκληρών συγκρούσεων. Στο βραχωρίτικο πεδίο μάχης γράφονται μερικές από τις ηρωικότερες σελίδες πολεμικής γενναιότητας.  Ο τόπος μυρίζει καμένο μπαρούτι. Οι άταφοι σκοτωμένοι τουρκαλβανοί αφήνουν μια παράξενη απόκοσμη βαριά οσμή να διαχέεται στην βραχωρίτικη ατμόσφαιρα και να φέρνουν μακριά τον σκοτωμό που γίνεται μέσα στο τούρκικο οχυρό που ακόμα αντιστέκεται.   Ο αγώνας δεν έχει ακόμα κριθεί. Στενό με στενό, χαντάκι με χαντάκι, μάντρα με μάντρα και οχυρό με οχυρό μέσα στη πολίχνη του Βραχωριού γίνεται πεδίο εκκαθαρίσεων από τους αγαρηνούς δυνάστες. Τις νύχτες οι έλληνες αγωνιστές ανάβουν πολλές φωτιές έξω, περιμετρικά της πόλης αλλά και μέσα σ’αυτή στα μέρη που κατέλαβαν, για να μεγαλώσουν τον πανικό, τον φόβο, την απόγνωση και την απογοήτευση των εγκλωβισμένων τουρκαρβανιτών. Οι ξηρομερίτες μπουλουξήδες,  ως επικεφαλής ενόπλων τμημάτων, Χαράλαμπος Κατσαρός, Νικόλαος Μακρυστάθης (θεωρείται ως «ο πρώτος πυροβολήσας») και ο βονιτσάνος Κώστας Βαλλιανάκης, χωρίς να φοβούνται κινδύνους, ξεχύνονται πρώτοι μέσα στη φωτιά της μάχης με τα ξηρομερίτικα λατζόνια τους. Πολεμούν γενναία και δείχνουν τον δρόμο του καθήκοντος.  Ο Νάσος Σιαδήμας, αδερφός του Κώστα, διακρίνεται για την παράτολμη γενναιότητα του. Ο Βασίλης Παππάς ή Παπαδιάς με τον αδελφό του Νίκο από  τα Σαρδήνινα Βάλτου ξεχωρίζουν για την αντρειοσύνη τους από το σώμα του Ανδρέα Ισκου. Τα παλικάρια  Γκολφίνος Γκόλφης από την Καψοράχη Μεσολογγίου, Γεροκίτσος Βασίλης από τη Σταμνά Μεσολογγίου και ο Δημόπουλος Ζήσιμος από το Ευηνοχώρι Μεσολογγίου που ανήκουν στο ένοπλο τμήμα του «πετρίτη του Ζυγού» Δ. Μακρή δεν υστερούν σε γενναιότητα. Οι ανδραγαθίες τους αναφέρονται από στόμα σε στόμα και η φήμη τους που φτάνει παντού θα τους συνοδεύει για πολλά χρόνια.

Την Τρίτη 31 Μαίου 1821, φτάνει, μπαίνοντας από τα νότια στο Βραχώρι, ο ξηρομερίτης οπλαρχηγός Γιώτης Βαρνακιώτης, αδελφός του Γεωργίου Βαρνακιώτη, επικεφαλής ένοπλης δύναμης 300 Ξηρομεριτών και Βαλτινών, που πολιορκούσε από τα τέλη Μαίου στην Αγία Μαύρα της Λευκάδας τις δυνάμεις των Τούρκων. Οι δυνάμεις του Γιώτη Βαρνακιώτη πέρασαν τον Αχελώο ποταμό από τον επάνω πόρο (Στράτου). Το τοπίο ειδυλλιακό. Ημιάγρια άλογα, μοσχάρια και αγριοβούβαλα δροσίζονται στα ρηχά του ποταμού που είναι γεμάτος άσπρα βότσαλα. Από βορρά κατεβαίνει και μπαίνει στο Βραχώρι ο Καρπενησιώτης οπλαρχηγός Σωτήρης Γκοτζαμάνης επικεφαλής 50 περίπου ένοπλων αντρών. Ο κλοιός για τους εγκλωβισμένους Τουρκαρβανίτες του Βραχωριού γίνεται απελπιστικά πιο σφιχτός. Ζητούν από τους απεσταλμένους των πολιορκητών τον Γεώργιο Βαρνακιώτη για να κάνουν συμφωνίες.

Την Κυριακή 5 Ιουνίου 1821 ο Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης με 500 αγωνιστές (φροντιστής του σώματος ο Στάθης Γεροδημήτρης από την Κανδήλα Ξηρομέρου) μπήκε  επελαύνοντας, από τα δυτικά, ως πολιορκητής, στο Βραχώρι.  Η δύναμη των πολιορκητών φτάνει πλέον τους 4.000 ένοπλους άνδρες. Συμπληρώνονται εννιά μερόνυχτα διαρκούς πολεμικού αγώνα. Αισθήματα εθνικής ανάτασης επικρατούν στους έλληνες αγωνιστές. Νιώθουν ότι δεν είναι μακριά η μέρα που το Βραχώρι θα ξημερώσει λεύτερο από τους Τούρκους δυνάστες.

Όμως το ηθικό των εγκλωβισμένων πολιορκούμενων Τούρκων έχει πια καταρρακωθεί. Αντιλαμβάνονται ότι το Μακρυνόρος έχει πιαστεί από τις δυνάμεις των Ελλήνων και δεν περιμένουν πια βοήθεια από τις τουρκικές δυνάμεις που είναι στρατοπεδευμένες στην Αρτα καθώς αυτή θα μπορούσε σε δύο μέρες να φτάσει στο Βραχώρι. Πέρασαν όμως οκτώ μέρες και δεν φάνηκε ακόμα. Τους έχουν πια «ζώσει τα φίδια». Εχουν πάψει πλέον  να ελπίζουν. Τα πρώτα καλοκαιριάτικα λιοπύρια μαζί με την υπερβολική υγρασία που χαρακτηρίζει το μικροκλίμα της ευρύτερης περιοχής του Βραχωριού αυξάνουν την δυσφορία και επιτείνουν την απογοήτευση των εγκλωβισμένων τουρκαρβανιτών που δεν έχουν μάθει να λειτουργούν σε συνθήκες πίεσης και κινδύνου ζωής. Τα πόδια τους βαριά. Οι καρδιές τους ακόμη βαρύτερες. Σκέφτονται να παραδοθούν. Δεν τους απομένει πια τίποτε. Ένα δημοτικό τραγούδι διεκτραγωδεί αυτή τους την απελπισία με τους ακόλουθους στίχους.

   Μια μπεγιοπούλα φώναξε,

   από γυαλένιο πύργο.

   Πάψτε ρωμιοί τον πόλεμο,

   πάψτε και το ντουφέκι,

   κι εμείς θα προσκυνήσουμε,

   θα γίνουμε ρωμαίοι.

Ο Νούρκας Σερβάνης στις 5 Ιουνίου 1821 βγαίνει από το τούρκικο οχυρό του για διαπραγματεύσεις με τον Γ. Βαρνακιώτη, παλιό γνώριμό του,   αφού του δόθηκαν εγγυήσεις, λόγοι τιμής, αυτό που λέει ο λαός «μπέσα για μπέσα». Οι αρβανίτες επιδιώκουν χωριστές διαπραγματεύσεις με τους έλληνες για να εξασφαλίσουν τη ζωή και τα υπάρχοντά τους.  Για τους αρβανίτες αυτό δεν ήταν παράδοξο και δεν είχε τη σημασία της προδοσίας. Οι Αλβανοί είχαν φυλετική συνείδηση. Δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους στρατιώτες των τουρκικών σωμάτων, αλλά μισθωτούς πολεμιστές που υπηρετούσαν κατά τα συμφέροντα  και τα αισθήματα τους. Ο Νούρκας Σερβάνης αποδέχεται την πρόταση των πολιορκητών να φύγει με τους 150 έμπιστους του. Παραδίδει τον γιο του και οκτώ αλβανούς πολεμιστές του στους έλληνες για την πιστή τήρηση των συμφωνηθέντων. Επιστρέφει στο σαράι του Βραχωριού. Εκεί ανακοινώνει στους μπέηδες την απόφασή του.

«Δερβέναγά μας, άμα μας αφήσεις, θα χαλαστούμε όλοι μας από τους γκιαούρηδες, εμείς και τα παιδιά μας», τον ικετεύουν απορημένοι οι αγαδομπέηδες.

«Κάνετε ότι σας φωτήσει ο μεγάλος Αλλάχ», τους ανταπαντά κοφτά.

Οι Τούρκοι αγαδομπέηδες και οι Εβραίοι υποψιάζονται πως οι έμμισθοι Αλβανοί μισθοφόροι πολεμιστές του Νούρκα Σερβανη θα επιχειρήσουν να υφαρπάξουν ότι πολύτιμο έχουν. Αλλωστε τα μηνύματα που έρχονται σ’αυτούς είναι προδήλως ανησυχητικά. Αναφέρουν τους φόβους τους στους έλληνες οπλαρχηγούς. Τελάληδες βγαίνουν στους δρόμους και ανακοινώνουν ότι «όποιος Αρβανίτης συλλαμβάνεται να κουβαλάει πράματα που ανήκουν σε Εβραίους ή Τούρκους θα του παίρνουν το κεφάλι επί τόπου».

Τα μεσάνυχτα της ασέληνης 7ης Ιουνίου, ημέρα Τρίτη, ο Νούρκας Σερβάνης εφαρμόζει το σχέδιο δραπέτευσή του από το Βραχώρι που βρίσκεται σε θανάσιμο κλοιό, μαζί με το πλιάτσικο που έκανε στους Τούρκους και Εβραίους του Βραχωρίου. Αφήνει ανυπεράσπιστους αυτούς που είχε εντολή να προασπίσει ακόμα και με τη ζωή του. Καταγγέλλεται από τους Τούρκους και τους Εβραίους της πόλης ότι με βία τους πήρε ότι πολύτιμο είχαν. Χιλιάδες γρόσια, πολλά χρυσαφικά και ασημικά. Οι έλληνες πολιορκητές δεν τον θέλουν να βρίσκεται αρχηγός - συντονιστής των αμυνομένων. Όμως τμήμα της δύναμης του Βλαχόπουλου τον καταδιώκει. Στέλνεται μήνυμα με αγγελιοφόρους στους Γιολδασαίους, οπλαρχηγούς της Ευρυτανίας να του κόψουν το δρόμο. Το ένοπλο τμήμα του Νούρκα Σερβάνη που αποτελείται από 360 άνδρες πέφτει σε ενέδρα στη θέση «Σκάλα του Τέρνου». Πολλοί σκοτώνονται. Αλλοι θα πιαστούν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο Νούρκας Σερβάνης. Το προιόν της ληστείας των αλβανών περνάει στα χέρια των νικητών. Η μοίρα δεν στάθηκε όμως ευνοική για τον φρούραρχο του Βραχωριού Νούρκα Σερβάνη. Σκοτώθηκε σε μάχη που διεξήχθηκε στο Τρίκερι Μαγνησίας στις 15 Νοεμβρίου 1827 μεταξύ 2.500 Ελλήνων και πολυαριθμότερης δύναμης Αλβανών που στάλθηκαν από τον Ομέρ Βρυώνη.

Οι προσπάθειες των σουλτανικών δυνάμεων, που αριθμούσαν 3.000 ενόπλους, να κατέβουν από την Αρτα  στο Βραχώρι στις αρχές του Ιουνίου 1821 θα αποτύχουν για μια ακόμη φορά. Ο Καπετάνιος Γώγος Μπακόλας έχοντας στο πλάι του τον ανιψιό του Γεώργιο Καραισκάκη αμύνονται σθεναρά. Γνωρίζουν καλά άλλωστε τον τόπο.  Ο γιος της καλόγριας σε εξάωρη αποφασιστική μάχη που έγινε στο Κομπότι Αρτας στις 8 Ιουνίου 1821, τραυματίζεται σοβαρά σε απόκρυφα μέρη του σώματός του - καθώς γύρισε τον πισ... ό του για να κοροιδέψει, κατά τη πολεμική συνήθεια της εποχής, τους αγαρηνούς - οπότε αποσύρεται στο Λουτράκι Αμβρακικού για να αποθεραπευτεί.  Οι αγαρηνοί που μαθαίνουν τα πολεμικά συμβάντα της περιοχής δεν ελπίζουν πια σε τίποτα. Τα πρόσωπά τους γίνονται κίτρινα σαν το θειαφοκέρι. Τα  γόνατά τους λυγούν. Απελπισία διακατέχει τις καρδιές τους και σκέφτονται να προχωρήσουν σε συμφωνία παράδοσης με τους επαναστατημένους ραγιάδες.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 1821 και  οι Τούρκοι του Βραχωριού δέχονται πια να παραδοθούν. Οι Ελληνες οπλαρχηγοί συμφωνούν. Δίνονται διαβεβαιώσεις για προστασία της ζωής όσων από τους Τούρκους και τους Εβραίους παραδοθούν. Όμως άτακτοι ένοπλοι Ελληνες που δεν ελέγχονται πια από τους οπλαρχηγούς του αγώνα επιδίδονται σε σφαγές φτωχών αιχμάλωτων Τούρκων και ιδιαίτερα Εβραίων, που είχαν πάρει το μέρος των κατακτητών και για να τους το δείξουν είχαν βασανίσει μέχρι θανάτου, αφού πρώτα τον τύφλωσαν με αγκαθιές, τον Παπαλέξη Δηματά, ιερέα του Βραχωριού. Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος αντέδρασε επίσης στις πρωτοβουλίες του Γεωργίου Βαρνακιώτη για αναίμακτη παράδοση των Τουρκοβραχωριτών και Εβραίων. Διακατεχόμενος από μένος κατά των Τούρκων που κρατούσαν αιχμάλωτη την οικογένειά του στην Αρτα διέταξε τους άντρες του το βράδυ της Κυριακής να αφήσουν τις πιστόλες τους και τα καριοφύλια τους και να ζωστούν τα γιαταγάνια τους και τα μαχαίρια τους. Περικύκλωσαν εκατοντάδες άοπλους αιχμάλωτους φτωχούς Τούρκους και Εβραίους που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη περιοχή της σημερινής οδού Παναγοπούλου και της ομώνυμης πλατείας και κατέσφαξαν πολλούς. Σκηνές «νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου» διαδραματίστηκαν. Οι άντρες του Αλεξάκη Βλαχόπουλου άρπαξαν πολλά από τα κινητά υπάρχοντά τους και αποχώρησαν. Κάποιοι προχώρησαν και σε βεβηλώσεις νεκρών. Οι ελληνικές παραδόσεις περί σεβασμού των αιχμαλώτων πολέμου και των νεκρών, δυστυχώς, ξεχάστηκαν. Ο πατέρας του έγκριτου αγρινιώτη  φιλόλογου, δημοσιογράφου και ιστορικού Θεόδωρου Χαβέλλα από το σπίτι του που βρίσκονταν στην γωνία των δημοτικών οδών Παναγοπούλου και Γοργοποτάμου παρακολούθησε από μακριά το αποτρόπαιο εγχείρημα των αντρών του Αλεξάκη Βλαχόπουλου. Οι υπόλοιποι καπεταναίοι μόλις έμαθαν τα συμβάντα προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις αντεκδικήσεις και έτσι έσωσαν πολλούς από τους προύχοντες αιχμάλωτους. Οι Βαλτινοί προέβησαν σε λαφυραγωγήσεις των τούρκικων σπιτιών και χαρεμιών.  Ο οπλαρχηγός του Απόκουρου Κώστας Σιαδήμας μετέφερε τα λάφυρα που πήρε με 18 μουλάρια στο υποστατικό του Ψώριαρη. Ο θησαυρός αυτός ακόμη και σήμερα αναζητείται από κάποιους «κυνηγούς θησαυρών»........

Η παράδοση των όπλων από τους εγκλωβισμένους Τούρκους ξεκίνησε το απόγευμα της Παρασκευής 10 Ιουνίου 1821 για να ολοκληρωθεί το πρωί του Σαββάτου 11 Ιουνίου 1821. Μια μεγάλη μέρα ξημέρωσε για το Βραχώρι και για την περιοχή του Κάρλελι.  Η αυγή του  Σαββάτου της 11ης  Ιουνίου 1821 θα βρει το Βραχώρι ελεύθερο από τον Τούρκο κατακτητή. Το βράδυ της ίδιας μέρας είχε πλέον ολοκληρωθεί η παράδοση του τούρκικου οχυρού του Βραχωρίου στους Ελληνες πολιορκητές που ξεκίνησε το βράδυ της 10ης Ιουνίου 1821. Το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της Τουρκικής Φρουράς του Βραχωριού που αποτελούνταν από 1000 περίπου Τουρκαλβανούς εκτιμάται πως εξουδετερώθηκε ενώ από το συνολικό πληθυσμό των πέντε χιλιάδων (5.000) Οθωμανών και Εβραίων κατοίκων της πολίχνης του Τουρκικού οχυρού του Βραχωριού  θεωρούμε ότι τουλάχιστον 3-4 χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους κατή την διάρκεια της πολιορκίας ή τις μέρες που ακολούθησαν την κατάληψη της πόλης από τις επαναστατικές δυνάμεις των ραγιάδων.

Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ηγεμόνες Αλλάμπεης και Ταχήρ - Παπούλιας Πασσάς, ο  Μαχμούτ Μπέης και η Ντζέκω Πασόνυφη (νύφη του Μεχμέτ Αγά Πασόπουλου) με τις οικογένειες τους παρελήφθησαν από τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο. Ανταλλάχτηκαν με την οικογένειά του που κρατούνταν από τους Οθωμανούς αιχμάλωτη στην Πρέβεζα. Οι  αγάδες Χαλίλ Μπέης και Βείζ εφέντης μαζί με τις οικογένειες τους και λίγες φαμίλιες αγαδομπέηδων οδηγήθηκαν για προσωρινή προστασία στο σπίτι του Γιαννάκη Στάικου στην Βελάουστα (Πυργί). Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μετέφερε με ασφάλεια 300 Τούρκους αιχμαλώτους με τις οικογένειές τους στον Αστακό.  Οι περισσότερες αιχμάλωτες φτωχές τουρκικές οικογένειες μαζί με τους επιζήσαντες Τούρκους πολεμιστές που υπολογίζονται κατ’ εκτίμηση σε 2.000 συνολικά ψυχές παραδόθηκαν στο καπετάνιο του Ζυγού Δημήτριο Μακρή για να οδηγηθούν από τις δυνάμεις του στη περιοχή της Μακρυνείας. Η μοίρα όμως γι’ αυτές τις ψυχές είχε γράψει απρόβλεπτο και σκληρό τέλος. Εκτιμάται βάσιμα πως σκοτώθηκαν «δια λιθοβολισμού» από τον όχλο της περιοχής καθώς οι δυνάμεις του «πετρίτη του Ζυγού» δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να τους προστατέψουν. Οι υπόλοιποι Τούρκοι που γλύτωσαν την σφαγή των αντρών του Βλαχόπουλου και παρέμειναν στη πόλη, σύμφωνα με την συνθήκη παράδοσης, μοιράστηκαν στα κτήματα των χωριών της γύρω περιοχής όπου πρόσφεραν την εργασία τους. Κάποιοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχή που γειτνίαζε με τον ναό του Αη Δημήτρη όπου σήμερα απλώνονται τα «Αη βασηλιώτικα». Τον Σεπτέμβρη του 1822 βρίσκονται ακόμη εκεί με άγνωστη την παραπέρα τύχη τους. Πολλές χανούμισσες  πλούσιων τουρκικών οικογενειών βρέθηκαν να υπηρετούν Ελληνες ή κρατούνταν ως ερωμένες τους. Ομορφες Τουρκοπούλες γέννησαν παιδιά, δίνοντας τη χαρά του πατέρα, όπως στον άτεκνο καπετάν Τσόγκα, αφού ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, κατ’ επιταγή του δεσπότη της περιοχής και έτσι παρέμειναν για πάντα. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι, κάποιες εκατοντάδες, σταδιακά αναχώρησαν για την Αλβανία ή ανταλλάχτηκαν με Ελληνες αιχμαλώτους.

Οι δέκα τρεις (13) διαπιστωμένοι ηρωικοί αγωνιστές που άφησαν την τελευταία ρανίδα του αίματός τους στα πεδία των μαχών του Βραχωριού ήταν κατά αλφαβητική σειρά οι ακόλουθοι: 1) Βούλγαρης (αγνώστου ονόματος), καταγόμενος από την Σταμνά Μεσολογγίου, 2) Βούλγαρης (αγνώστου ονόματος), καταγόμενος από την Σταμνά Μεσολογγίου,  3) Δημητρίου Γαρέφω (Γαρυφαλιά), καταγόμενη από το Αγρίνιο,  4) Κωστόπουλος Κωνσταντίνος, καταγόμενος από το Αγρίνιο, 5) Λόη (αγνώστου ονόματος), καταγόμενη από τον Ταξιάρχη Θέρμου Τριχωνίδας, 6) Μελησιάδης Κωνσταντίνος, καταγόμενος από την Μελησιάδα Βάλτου, 7) Μούτος Αθανάσιος, καταγόμενος από το Αρχοντοχώρι (Ζάβιτσα) Ξηρομέρου, 8) Παπαιωάννου Βασίλειος, καταγόμενος από την Κερασιά Θέρμου Τριχωνίδας, 9) Παπαντώνης Αθανάσιος, καταγόμενος από τις Φυτείες (Μαχαλά) Ξηρομέρου, 10) Σαμαντάς (αγνώστου ονόματος), καταγόμενος από την Σταμνά Μεσολογγίου, 11) Σκουλαρίκη Αναστασία (αδελφή του Κωνσταντίνου Κωστόπουλου και ξαδέλφη της Γαρέφως Δημητρίου), καταγόμενη από το Αγρίνιο, 12) Μακρής ή Ακρίδας ή Μακρόπουλος Αναστάσιος, καταγόμενος από το Νεροχώρι (Τζεβελιάσα) του Απόκουρου και 13) Φίφης ή Φιφής ή Φιφόπουλος Χρήστος, καταγόμενος από το Αργυρό Πηγάδι (Γκέρτοβο) Τριχωνίδας.

Tις ηρωικές αυτές στιγμές των Ελλήνων αγωνιστών του ’21, που εκπόρθησαν το τούρκικο οχυρό του Βραχωριού, έδρα της επαρχίας (σαντζάκι) του Κάρλελι, η λαική μούσα αποθανάτισε με τα ακόλουθα δημοτικά τραγούδια:

   Σ’όλο το κόσμο ξαστεριά, σ’όλο τον κόσμο ήλιος

   και στο Ζαπαντο-Βράχωρο    όλο καπνός κι αντάρα

   καπεταναίοι τόκαψαν, καπεταναίοι το καίνε.

   Μια τουρκοπούλα φώναξε από το γυαλένιο πύργο:

   Πάψε Μακρή τον πόλεμο

   Πάψε και το ντουφέκι

   και μεις θα προσκυνήσουμε

   θα γίνουμε Ρωμαίοι.

        ***

  • Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στο Παληοπύργο
  • τόνα τηρά τ’ Απόκουρο και τ’ άλλο τα γεφύρια
  • το τρίτο το καλύτερο μοιρολογά και λέγει:
  • μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το ραμαζάνι μαύρο
  • Μας γελάσαν οι Ρωμιοί Χρίστος και Μεγαπάνος

     και εφέρανε τη κλεφτουριά από τα βιλαέτια.

   Ο Θοδωράκης φώναξε απ’ το πλάτανο στη βρύση

   «βάλτε φωτιά στ’ Αλλάμπεη την έρημο του Κούλια».

   Κι ο Αλλάμπεης σαν τ’ ακουσε πολύ του κακοφάνει

   το άτι του εγύρευε στο Νούρκα για να πάει.

   «Τι λες Νούρκα να κάνωμε, τι λες Νούρκα  να γίνη»

   Αλλάμπεης προσκύνησε στον καπετάν Γιωργάκη

   «Εβγα και συ μωρέ Νούρκα μου, έβγα να προσκυνήσεις»

   «Δεν είμαι κόρη για να βγω, να βγω να προσκυνήσω»

   «Γιουρούσι κάνω για να βγω»

******

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡ. ΔΙΟΝΥΣΑΤΟΣ

Δικηγόρος Αγρινίου

ΑΓΡΙΝΙΟ 2005

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

******

Ο Ιωάννης Γρ. Διονυσάτος, γεννήθηκε το 1965 στα Καλύβια Αγρινίου. Είναι γόνος αγροτικής οικογένειας. Ο πατέρας του Γρηγόριος Ε. Διονυσάτος κατάγεται από τα Καμιναράτα Κεφαλληνίας ενώ η μητέρα του Αφροδίτη Γ. Γκόργκα κατάγεται από τις Φυτείες Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Εισήλθε στο Νομικό Τμήμα της Νομικής σχολής  Αθηνών το 1983. Ελαβε το πτυχίο του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής ΑΘΗΝΩΝ το 1989.Κατά το χρονικό διάστημα, από 25-4-1987 μέχρι 25-4-1989, υπηρέτησε την θητεία του στον Ελ­ληνικό Στρατό ως Δ.Ε.Α Στρατολόγος στο Κ.Ε.Υ.Γ Αρτας, από 13-12-1987 μέχρι 25-4-1989, οπότε και απολύθηκε, από τις Τά­ξεις του Ελληνικού Στρατού, ως Εφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Ασκεί από τις 6-8-1991 το λειτούργημα του Δι­κηγόρου στο Αγρίνιο, ενώ από 22-1-1996 είναι Δικηγόρος Παρ'Εφέταις. Το παρόν βιβλίο είναι το δεύτερο του συγγραφέα ενώ το πρώτο έχει ως τίτλο ΚΑΛΥΒΙΑ, Ιχνηλατώντας τον «Καναδά»

Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στους αγωνιστές του ’21

που πολιόρκησαν και απελευθέρωσαν το Βραχώρι

 

Διαβάστηκε 5726 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 18 Νοεμβρίου 2022 20:50
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.

Πολυμέσα